Η Βουλγαρία μπαίνει στο ευρώ: Φέρνει αλλαγές στη Βόρεια Ελλάδα σε αγορές ακινήτων, τουρισμό, επιχειρήσεις και στα «ψώνια του Σαββατοκύριακου»
Η γειτονική χώρα θα γίνει την Πρωτοχρονιά το 21ο μέλος της ευρωζώνης - Κίνδυνος διεύρυνσης της ψαλίδας στις τιμές των καυσίμων και ανατιμήσεων στα βασικά αγαθά - Σαφάρι της ΑΑΔΕ για τις ελληνικές εταιρείες-φαντάσματα σε Σόφια και Μπλαγκόεβγκραντ
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Μπορεί την περασμένη Πέμπτη η κυβέρνηση του Ρόσεν Ζελιάσκοφ να παραιτήθηκε, αλλά η Πρωτοχρονιά του 2026 εξακολουθεί να παραμένει μια ιστορική μέρα-ορόσημο για τη Βουλγαρία και τους κατοίκους της. Από την 1η Ιανουαρίου, σε κάτι λιγότερο από 20 ημέρες δηλαδή, η γειτονική χώρα θα αποτελέσει το 21ο μέλος της Ευρωζώνης με ισοτιμία ενός ευρώ προς 1,95583 λέβα. Αυτό, μάλιστα, δεν επηρεάζεται από τη μακρά πολιτική περιδίνηση στην οποία βυθίζεται η χώρα, με επτά εκλογικές αναμετρήσεις στην τελευταία τετραετία.
Εναν χρόνο νωρίτερα η Βουλγαρία, μαζί με τη Ρουμανία τότε -εν μέσω πανηγυρισμών σε όλη τη χώρα-, εισήλθε στην ομάδα των χωρών-μελών της Ζώνης Σένγκεν, των ευρωπαϊκών χωρών δηλαδή χωρίς περιορισμούς στις εσωτερικές μετακινήσεις.
Μια εξέλιξη που είχε ως συνέπεια τη σημαντική διευκόλυνση των μετακινήσεων από και προς την Ελλάδα, με τη βουλγαρική αγορά ελκυστική για τους Ελληνες καθώς παραμένει αισθητά φθηνότερη σε καύσιμα και πολλά είδη πρώτης ανάγκης, τη βελτίωση των εκατέρωθεν τουριστικών ροών, αλλά και την εμφάνιση ενός ισχυρού επενδυτικού ρεύματος Βουλγάρων σε ελληνικά ακίνητα στην Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη.
Τα ερωτήματα
Η υιοθέτηση τώρα από τους γείτονές μας του ευρώ -όπου στα χαρτονομίσματά του ήδη αναγράφεται, πέραν του Euro και Ευρώ, και στο κυριλλικό αλφάβητο ως Εβρο- υποδηλώνει εν πρώτοις κάποια προφανή: την ισχυροποίηση της βουλγαρικής οικονομίας, αν και η ασθενέστερη σε επίπεδο Ε.Ε., την ευκολότερη πρόσβαση σε διεθνή κεφάλαια με χαμηλότερο κόστος δανεισμού, τη συμμόρφωσή της με τους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες, την εξάλειψη νομισματικών κινδύνων, άρα ασφαλέστερο επενδυτικό περιβάλλον για τους ξένους. Γεννά όμως και μια σειρά ερωτημάτων, ζωτικών ιδίως για την ελληνική πλευρά.
Με πρώτο, το αν και κατά πόσο θα επηρεαστούν οι διμερείς οικονομικές και εμπορικές σχέσεις. Η μεγάλη εικόνα δηλαδή. Θα ενισχυθούν ή θα αποδυναμωθούν και ποιο το βάρος για την κάθε πλευρά;
Κλείσιμο
Από την άλλη, υπάρχει και η καθημερινότητα της αγοράς. Πώς θα επηρεαστεί αυτή από τη χρήση πια του ίδιου νομίσματος και στις δύο χώρες;
Θα συνεχιστεί το «ρεύμα του Σαββατοκύριακου» που θέλει τους Ελληνες να «εισβάλλουν» με τα αυτοκίνητά τους κατά ορδές στη γείτονα, γεμίζοντας τα πορτμπαγκάζ με φθηνά ψώνια και τα ρεζερβουάρ με «προκλητικά» φθηνότερα καύσιμα; Αρα προκαλώντας και αντίστοιχη αιμορραγία στην ελληνική αγορά; Θα συνεχίσουν οι Ελληνες να κατακλύζουν τα πανέμορφα, πλην διόλου ακριβά βουλγαρικά χειμερινά θέρετρα, όπως το Μπάνσκο; Και, αντιστρόφως, οι Βούλγαροι θα επιμείνουν σε αγορές κατοικιών στις ασυναγώνιστες παραλίες και τα ελκυστικά νησιά της Βόρειας Ελλάδας, όπου σε διάφορα σημεία, τηρουμένων των αναλογιών, χτίζουν πλέον μικρές Ριβιέρες με Βούλγαρους ιδιοκτήτες ή ενοίκους;
Οι προοπτικές
Οι απαντήσεις σε αυτά και πολλά ακόμη ερωτήματα δεν είναι εύκολες. Οι αβεβαιότητες που συνοδεύουν μια τέτοια μετάβαση είναι πολλές. Η πολιτική αστάθεια και η ακυβερνησία είναι κακός οιωνός για τις εξελίξεις στην οικονομία και την αγορά. Ευνοούν την αυθαιρεσία, τις κερδοσκοπικές τάσεις, τους χαλαρότερους ελέγχους, την απορρύθμιση. Επομένως, η πολιτική και κυβερνητική σταθερότητα είναι κεφαλαιώδες ζητούμενο για τους γείτονες. Θα τη βρουν όμως, και πότε;
Από την άλλη, η αγορά, οι εμπορικές σχέσεις και οι επενδυτικές κινήσεις ενίοτε κινούνται και αυτόνομα, παραβλέποντας το πολιτικό ρίσκο. Τούτων δοθέντων και όσο η εικόνα της αγοράς στη Βουλγαρία δεν θα εμφανίσει απροσδόκητες ανατιμήσεις λόγω του ευρώ, δεν αναμένονται σοβαρές αλλαγές του σημερινού στάτους. Οι κοντινές στα ελληνικά σύνορα βουλγαρικές πόλεις θα συνεχίσουν να πλημμυρίζουν από Ελληνες επισκέπτες, ιδίως Βορειοελλαδίτες, που επιδίδονται και σε φθηνές αγορές ψωνίζοντας τα πάντα, κυρίως τα Σαββατοκύριακα. Αργά ή γρήγορα, όμως, η προσαρμογή των Βουλγάρων στα νέα δεδομένα θα επιφέρει μια κάποια αναχαίτιση του ελληνικού ταξιδιωτικού ρεύματος.
Φθηνή βενζίνη
Το πρώτιστο είναι ότι η μετακίνηση παραμένει φθηνή. Και όπως όλα δείχνουν, το ταξίδι των Ελλήνων στη Βουλγαρία θα παραμείνει φθηνό. Σε σχέση με τον περασμένο Ιανουάριο η ψαλίδα στις τιμές των καυσίμων μεγάλωσε ακόμα περισσότερο. Πιο συγκεκριμένα, την 1η Δεκεμβρίου 2025 η τιμή της αμόλυβδης βενζίνης (95 οκτανίων) στη Βουλγαρία ήταν στα 2,38 λέβα/λίτρο, που αντιστοιχεί σε 1,21 ευρώ, μειωμένη έναντι του περασμένου Ιανουαρίου (2,50 λέβα, δηλαδή 1,28 ευρώ). Την ίδια ώρα, η μέση τιμή της αμόλυβδης στην Ελλάδα κυμαίνεται στα 1,765 ευρώ/λίτρο (τον Ιανουάριο 1,7).
Την 1η Δεκεμβρίου 2025 η τιμή της αμόλυβδης στη Βουλγαρία ήταν 1,21 ευρώ το λίτρο (2,38 λέβα)
Η διαφορά τιμής είναι δηλαδή 0,55 ευρώ ανά λίτρο (από 0,42), κάτι που καθιστά ελκυστικό για τους Βορειοελλαδίτες οδηγούς το να γεμίζουν τα ντεπόζιτά τους από τα κοντινά βουλγαρικά πρατήρια. Για ένα όχημα π.χ. με ρεζερβουάρ 50 λίτρων, το κόστος πλήρους ανεφοδιασμού είναι στη γείτονα 60,5 ευρώ (1,21 ευρώ/λίτρο × 50 λίτρα) ενώ στην Ελλάδα 88,25 ευρώ (1,765 ευρώ/λίτρο × 50 λίτρα), που σημαίνει εξοικονόμηση σχεδόν 28 ευρώ ανά πλήρη ανεφοδιασμό. Παρόμοια είναι η εικόνα και στο ντίζελ. Στην Ελλάδα η τιμή του την 1η Δεκεμβρίου ήταν στα 1,589 ευρώ/λίτρο, ενώ στη Βουλγαρία στα 2,449 λέβα/λίτρο (1,25 ευρώ), ήτοι διαφορά 0,34 ευρώ. Οπως και στο υγραέριο, 0,969 ευρώ/λίτρο στη χώρα μας έναντι 1,092 λέβα/λίτρο στη γειτονική (0,558 ευρώ), διαφορά 0,41 ευρώ.
Διαφορά που οφείλεται στις διαφορετικές φοροεπιβαρύνσεις των καυσίμων στις δύο χώρες. Η τελική τιμή, για παράδειγμα, στη χώρα μας της απλής αμόλυβδης περιλαμβάνει 60% φόρους (Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης, ΦΠΑ 24%, τέλη και άλλες επιβαρύνσεις). Στη Βουλγαρία επιβαρύνεται με τον ΕΦΚ, που όμως ανέρχεται σε 0,35 ευρώ/λίτρο, δηλαδή περίπου το ήμισυ σε σχέση με την Ελλάδα, με ΦΠΑ 20% και άλλες επιβαρύνσεις.
Στον βουλγαρικό προϋπολογισμό του 2026 που αποσύρθηκε προβλέπονταν αυξήσεις φόρων, όχι όμως στα καύσιμα. Αν αυτό παραμείνει, τότε το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των γειτόνων μας στον συγκεκριμένο τομέα ίσως μεγεθυνθεί. Και είναι μόνο στη δική τους ευχέρεια, καμιά ευρωπαϊκή ντιρεκτίβα δεν τους υποχρεώνει να αλλάξουν ρότα.
Υπό αυτή την έννοια, η απογοήτευση των Ελλήνων επαγγελματιών που δραστηριοποιούνται κοντά στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα για τη σημερινή εικόνα οικονομικής αιμορραγίας προς τη γείτονα και η απαισιοδοξία για περαιτέρω επιδείνωση είναι δικαιολογημένες. Το 50% των πρατηρίων του Νομού Ροδόπης αναγκάστηκε να βάλει λουκέτο, ενώ τα καταστήματα χάνουν πελατεία και βλέπουν τους τζίρους τους να πληγώνονται.
Στο σούπερ μάρκετ
Στον αντίποδα, αναμένονται αντίθετες τάσεις στις τιμές αρκετών καταναλωτικών αγαθών στη βουλγαρική αγορά. Με τη χρήση του κοινού νομίσματος θα επέλθουν ανατιμήσεις, αλλού μεγαλύτερες, αλλού μικρότερες, ανεξάρτητα από τη βουλγαρική πρόθεση να κρατηθούν σταθεροί οι σημερινοί συντελεστές ΦΠΑ. Το πού θα σταθεί η νέα ισορροπία, πάντως, είναι ακόμα νωρίς να εκτιμηθεί με ασφάλεια. Και συνακόλουθα, πόσο θα επηρεάσει τα «εκστρατευτικά σώματα» των Ελλήνων προς αγορές στη γείτονα.
Οι Ελληνες μεταβαίνουν εδώ και χρόνια στις βουλγαρικές πόλεις και ψωνίζουν από τα καταστήματα ρούχα, παπούτσια, οικιακά είδη, ακόμα και τρόφιμα. Το έκαναν πεισματωδώς και παλαιότερα, από τα τέλη της δεκαετίας του ’90, καθώς το κόστος ζωής ήταν πολύ μικρότερο στη Βουλγαρία. Η τάση ενισχύθηκε κατακόρυφα επί μνημονιακής κρίσης, όταν πολλοί Ελληνες επαγγελματίες, μέχρι και συνταξιούχοι, έσπευσαν στη γείτονα για αποδοτική δουλειά οι πρώτοι και φθηνή διαμονή αμφότεροι, καθώς το μηνιαίο ενοίκιο σε ένα μικρό αλλά αξιοπρεπές διαμέρισμα στη Σόφια ή στο κοντινό στα σύνορα Σαντάνσκι ήταν μόλις 100-120 ευρώ.
Σε πολλά προϊόντα η εικόνα παραμένει μεικτή. Στα βουλγαρικά σούπερ μάρκετ και στα μικρά παντοπωλεία, οι τιμές σε άλλα προϊόντα είναι φθηνότερες, σε άλλα ακριβότερες και σε πολλά παραπλήσιες σε σχέση με την Ελλάδα. Η εικόνα του Νοεμβρίου είναι πάντως αρκετά διαφορετική από του περασμένου Ιανουαρίου, με πλεονεκτήματα υπέρ της Ελλάδας. Αν αυτό συνεχιστεί, οδεύουμε προς σύγκλιση ή και εξίσωση των τιμών, άρα εξουδετέρωση του βουλγαρικού ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος. Αλλά είναι πολύ νωρίς ακόμα.
Η εικόνα, λοιπόν, δείχνει ότι φθηνότερες -λιγότερο ή περισσότερο- τιμές στη Βουλγαρία παραμένουν σε νερά, κρασιά, μπίρες και άλλα ποτά (13,3%), στο βόειο κρέας και τα λουκάνικα (9%), στα έτοιμα φαγητά (8,7%), στα προϊόντα για ζώα (2,9%), τσιπς, ξηρούς καρπούς και σνακ (2,5%), ενώ στο αλάτι φτάνει το 45%. Φθηνότερα επίσης παραμένουν ορισμένα φρούτα (μπανάνες, φράουλες, μήλα) και λαχανικά (ντομάτες, πιπεριές, αγγούρια).
Αντιθέτως, αισθητά φθηνότερα στην Ελλάδα είναι τα δημητριακά, τα ζυμαρικά, η ζάχαρη (29,6%), το ελαιόλαδο (18,5%) μετά το πρωτοφανές περσινό ράλι, τα αυγά (19,5%), το ξίδι, οι σάλτσες, οι κονσέρβες (16,6%), τα είδη υγιεινής (31,2%), ενώ παραπλήσιες είναι οι τιμές σε γάλα, γιαούρτια, βούτυρο, λεμόνια, μαλακό κίτρινο τυρί κ.ά.
Από την άλλη πλευρά, σε είδη ρουχισμού, υποδήματα, οικιακής χρήσης και καλλυντικά οι διαφορές των τιμών είναι σοβαρές, με τη βουλγαρική αγορά να είναι αισθητά φθηνότερη. Βεβαίως, τα βουλγαρικής παραγωγής προϊόντα είναι κατά κανόνα υποδεέστερα. Πολλοί Ελληνες καταναλωτές, όμως, θυσιάζουν τον παράγοντα «ποιότητα» υπέρ της χαμηλότερης τιμής. Και λογικά θα συνεχίσουν να το κάνουν αν οι ανατιμήσεις των αγαθών στη γείτονα δεν είναι υπερβολικές.
Με αντίστοιχα υπέρ το δέον ελαστικά κριτήρια στη σχέση ποιότητας/τιμής, πολλοί Ελληνες λειτουργούν και σε θέματα μικρών αισθητικών επεμβάσεων, όπως και οδοντιατρικών εργασιών, ακόμα και τοποθέτησης εμφυτευμάτων, που στη Βουλγαρία κοστίζουν πολύ λιγότερο απ’ ό,τι εδώ.
Ανταγωνιστικά λειτουργούν οι δύο χώρες και στον χειμερινό τουρισμό. Τα βουλγαρικά θέρετρα προσφέρουν ευνοϊκότερες τιμές χρήσης των εγκαταστάσεων, αλλά και διαμονής, φαγητού και ψυχαγωγίας. Συν τα λοιπά, φθηνότερα προϊόντα για αγορές και καύσιμα, καθίστανται εξαιρετικά ελκυστικά για τους Ελληνες, πληγώνοντας τον εγχώριο τουρισμό. Αυτή είναι τάση που δύσκολα θα αναχαιτιστεί στο ορατό μέλλον. Η απόσταση τιμών που προσφέρουν οι δύο χώρες στο συνολικό τουριστικό πακέτο είναι πολύ μεγάλη.
Απογείωση τουρισμού
Αυτό που φαίνεται ότι όχι μόνο δεν πρόκειται να ανακοπεί, αλλά αντιθέτως θα ενισχυθεί, είναι το βουλγαρικό τουριστικό ρεύμα προς την Ελλάδα, και ακόμη περισσότερο οι επενδύσεις Βουλγάρων στο ελληνικό real estate, με εκτεταμένες αγορές ακινήτων, εξοχικών σπιτιών και ξενοδοχείων, καθώς και εκτάσεων προς αξιοποίηση.
Οι Βούλγαροι ψήφισαν και φέτος Ελλάδα για τα καλοκαιρινά τους ταξίδια. Στην αιχμή της τουριστικής περιόδου, σύμφωνα με στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της χώρας, συνολικά 262.000 πολίτες ταξίδεψαν στη χώρα μας, αναδεικνύοντάς την πρώτο τουριστικό προορισμό. Επίσης, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΝΣΕΤΕ, οι οδικές αφίξεις από τη Βουλγαρία το 2024 έφτασαν τις 5.258.981, έναντι 4.450.937 το 2023 και 2.956.302 το 2022, ενώ φέτος αναμένεται να πλησιάσουν το ρεκόρ προ πανδημίας (2019, 6.072.891)
Επενδύσεις real estate
Την ίδια ώρα, πάνω από 3.500 Βούλγαροι έχουν αγοράσει κατοικίες σε διάφορες περιοχές της Βόρειας Ελλάδας. Λειτουργούν μάλιστα ένα σημαντικό ποσοστό τους ως Airbnb σε συμπατριώτες τους, σε πολύ χαμηλές τιμές, ζημιώνοντας τους Ελληνες που δραστηριοποιούντα ανάλογα, καθώς αποφεύγουν τη φορολόγηση.
Σε όλη την ακτογραμμή της περιοχής, ολοένα περισσότεροι Βούλγαροι -λιγότερο Ρουμάνοι και Τούρκοι- αγοράζουν κατοικίες, οικόπεδα και τουριστικά ακίνητα διαμορφώνοντας έναν νέο επενδυτικό χάρτη, που αλλάζει άρδην τα δεδομένα της κτηματαγοράς και του τουρισμού. Τράπεζες στη Βουλγαρία δανειοδοτούν αθρόα συμπολίτες τους για την εξαγορά κατοικιών στην Ελλάδα. Το συνολικό ύψος των βουλγαρικών αυτών επενδύσεων ξεπερνά τα 127 εκατ. ευρώ.
Πέραν του κόλπου της αποφυγής της φορολογίας, ρόλο παίζει και το ότι οι τιμές ιδίως στη Σόφια έχουν εκτιναχθεί, από 2.500-4.000 ανά τετραγωνικό μέτρο, ενώ περιοχές της Βόρειας Ελλάδας εξακολουθούν να προσφέρουν ακίνητα σε σχετικά προσιτές τιμές. Ενδεικτικά, σύμφωνα με πληροφορίες, πριν από δύο μήνες Βούλγαρος επιχειρηματίας απέκτησε αντί 2,2 εκατ. ευρώ τη βίλα της Βέφας Αλεξιάδου στη Χαλκιδική.
Η ένταξη στην Ευρωζώνη αναμένεται να οδηγήσει σε αυξήσεις των τιμών των ακινήτων στη γείτονα, άρα λογικά θα διευκολύνει την αναζήτηση επενδυτικών ευκαιριών από Βούλγαρους στο real estate στη Βόρεια Ελλάδα. Ηδη μεσίτες και εργολάβοι στην περιοχή της Καβάλας αναφέρουν πως το 50% των πελατών τους είναι Βούλγαροι, οι οποίοι αγοράζουν σπίτια και οικόπεδα σε όλη την ακτογραμμή από τη Νέα Πέραμο και την Ηρακλείτσα μέχρι το Οφρύνιο, αλλά και ενδότερα.
Ολα αυτά δεν γίνονται δεκτά με ιδιαίτερη ικανοποίηση από τους ντόπιους Ελληνες. Οχι μόνο γιατί υπάρχει επαγγελματικός ανταγωνισμός και θίγονται ελληνικά συμφέροντα, ιδίως μικροεπαγγελματιών του τουρισμού, αλλά και γιατί μιλάμε για περιοχές που βρέθηκαν υπό βουλγαρική κατοχή μετά τη γερμανική εισβολή στη χώρα μας τον Απρίλιο του 1941. Και η μεταφορά στους σύγχρονους Ελληνες των βιωμάτων των βουλγαρικών ωμοτήτων που έζησαν οι προηγούμενες γενιές έχει αφήσει το αρνητικό αποτύπωμά της. Χώρια οι… προαιώνιες διαφορές που συνοδεύτηκαν από λίαν αιματηρούς πολέμους και οδήγησαν σε μια αρνητική προδιάθεση, προκαταλήψεις και νοοτροπίες εκατέρωθεν, που μεταφέρθηκαν στο διάβα των αιώνων.
Ο ισχυρότερος εμπορικός εταίρος
Η Βουλγαρία, πάντως, είναι ο ισχυρότερος εμπορικός εταίρος της Ελλάδας στα Βαλκάνια. Τέταρτη μεγαλύτερη εξαγωγική αγορά, αντιπροσωπεύοντας το 5,9% των συνολικών ελληνικών εξαγωγών μετά τις Ιταλία, Γερμανία, Κύπρο, παρότι την τελευταία διετία παρατηρείται αισθητή μείωση των ελληνικών επενδύσεων σε αυτή, ενώ οι βουλγαρικές επενδύσεις στη χώρα μας σημειώνουν μεταπτώσεις.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας της Βουλγαρίας (ΒΝΒ), τα οποία επιμελήθηκε το ελληνικό γραφείο ΟΕΥ της Σόφιας, οι ελληνικές εξαγωγές προς τη Βουλγαρία ανήλθαν σε περίπου 2,834 δισ. ευρώ το 2024, μειωμένες από 3,462 δισ. το 2023 (-18,13%) και έναντι 4,211 δισ. το 2022 (πρόσθετη μείωση -17,79%). Ενώ οι βουλγαρικές εξαγωγές προς την Ελλάδα έφτασαν στα 2,520 δισ. ευρώ πέρυσι, έναντι 2,821 δισ. (-10,67%) το 2023, χρονιά που ήταν αυξημένες κατά 7,27% (2,613 δισ.) έναντι του 2022. Οι ετήσιες επενδυτικές εισροές από Ελλάδα στη Βουλγαρία πέρυσι άγγιξαν τα 300 εκατ. ευρώ.
Οι Ελληνες επενδυτές διατηρούν διαφοροποιημένα συμφέροντα σε βασικούς οικονομικούς τομείς. Η Ελλάδα εξάγει στη Βουλγαρία κυρίως πετρέλαιο εσωτερικής καύσης, απόβλητα και υπολείμματα εξευγενισμένου χαλκού, φωτοβολταϊκά στοιχεία, φυσικό αέριο και πλαστικά παιχνίδια. Αντιστοίχως, τα δημοφιλέστερα βουλγαρικά προϊόντα που εξάγονται στην Ελλάδα είναι σιτάρι, σίκαλη, ηλιέλαιο, λευκή ζάχαρη και καλαμπόκι.
Υπόψη ότι η βουλγαρική οικονομία εμφανίζει θετικές τάσεις, μειώνοντας την απόσταση από τους μέσους όρους των δεικτών της Ε.Ε. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ βρίσκεται στο 64% (από μόλις 40% το 2007), αλλά σε κάποια σημεία οι επιδόσεις της είναι πράγματι αξιοζήλευτες, με πρώτα το δημόσιο χρέος, μόλις στο 23,7%, και την ανεργία στο εκπληκτικό 3,3%, ενώ η ανάπτυξη τρέχει φέτος με ρυθμό 3,1%.
Εταιρείες-«μαϊμού»
Η μεγάλη φυγή των ελληνικών εταιρειών προς τη Βουλγαρία ξεκίνησε με την έλευση των μνημονίων και κορυφώθηκε μετά το τρίτο μνημόνιο, επί κυβέρνησης Τσίπρα (2016). Η χαμηλή φορολόγηση των επιχειρήσεων στο 10% -όταν στην Ελλάδα ήταν στο 29% το 2016- αποτέλεσε το ισχυρότερο δέλεαρ, μαζί με το χαμηλό εργατικό κόστος, τις απλούστερες γραφειοκρατικές διαδικασίες, τα χαμηλότερα μεταφορικά και τα φθηνά ενοίκια.
Το 2006 μόλις 733 ελληνικές επιχειρήσεις είχαν έδρα στη γείτονα. Το 2011 είχαν σχεδόν τριπλασιαστεί, ήταν 2.074. Αλλες 800 προστέθηκαν το 2012. Το 2014 εκτοξεύτηκαν στις 11.000 και σήμερα είναι 18.136, με ετήσιο κύκλο εργασιών 3,9 δισ. ευρώ, παρέχοντας 60.000 θέσεις εργασίας. Σχεδόν το 46% των ελληνικών επιχειρήσεων βρίσκεται στο Μπλαγκόεβγκραντ και 39% στη Σόφια.
Θα αλλάξει από 1ης Ιανουαρίου το φορολογικό καθεστώς για τις ξένες επιχειρήσεις; Ο αποσυρθείς προϋπολογισμός δεν περιείχε τέτοιες διατάξεις. Αυτό, πάντως, δεν αποκλείεται να αλλάξει.
Ωστόσο, σημασία έχει και το πόσες από αυτές τις 18.136 ελληνικές εταιρείες στη Βουλγαρία είναι ενεργές. Πολλές απεδείχθη στο παρελθόν ότι δεν είχαν απασχολούμενο προσωπικό και πάνω από τις μισές εμφάνιζαν μηδενική δραστηριότητα.
Ηδη η ΑΑΔΕ ξεκίνησε εκτεταμένους ελέγχους σε χιλιάδες ελληνικές εταιρείες εγγεγραμμένες στη Βουλγαρία. Οι πρώτες ενδείξεις αναφέρουν ότι ορισμένες εξ αυτών είναι ουσιαστικά ανύπαρκτες, χωρίς πραγματική επιχειρηματική δραστηριότητα, υπαλλήλους ή γραφεία και λειτουργούν κυρίως για μεταφορά κεφαλαίων. Ενδέχεται όσες χαρακτηριστούν εικονικές να υποχρεωθούν να φορολογηθούν στην Ελλάδα.
Πολιτική αστάθεια
Η παραίτηση της κυβέρνησης στη Βουλγαρία δεν ήρθε ως κεραυνός εν αιθρία. Η χώρα βρίσκεται στη δίνη μιας διαρκώς οξυνόμενης πολιτικής κρίσης, με πρωτοφανείς διαδηλώσεις εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών όπου πρωτοστατούν οι νέοι. Η χώρα θα υποδεχθεί το ευρώ είτε με μια νέα κυβέρνηση από την παρούσα Βουλή, είτε με υπηρεσιακή και προκήρυξη των όγδοων πρόωρων εκλογών εντός της τετραετίας.
Στη φτωχότερη χώρα λοιπόν της Ε.Ε., με έντονες ανισότητες, η οποία μαστίζεται από πολιτική διαφθορά και κυβερνητική αστάθεια, η ένταξη στο ευρώ έρχεται ως πρόκληση για το πολιτικό σύστημα και την επιχειρηματικότητα.
Ταυτόχρονα, όμως, γεννάει φόβους και ανησυχίες στους πολίτες ευρύτερα. Στις δημοσκοπήσεις η αντίθεση των Βουλγάρων στην ένταξη στο ευρώ κυμαίνεται πάνω από 55%,καθώς φοβούνται ότι το ευρώ θα πλήξει την εθνική κυριαρχία, θα προκαλέσει άνοδο του πληθωρισμού και οι λιανέμποροι θα εκμεταλλευτούν τη μετάβαση για να αυξήσουν τις τιμές. Τους φόβους αυτούς ενισχύει το αρνητικό ελληνικό παράδειγμα, όταν οι τιμές στρογγυλοποιήθηκαν προς τα πάνω, αρχές του 2002, με την είσοδο της χώρας μας στην Ευρωζώνη.
Και πώς να μην είναι καχύποπτοι, αφού με το «καλημέρα» της οριστικοποίησης της ένταξης της χώρας στο ευρώ, αρχές Ιουλίου, ξεκίνησαν οι πρώτες, μικρές μεν, αλλά δυσοίωνες ανατιμήσεις σε βασικά είδη προϊόντων και υπηρεσίες, όπως νερό, καφές, προϊόντα καφετεριών και υπηρεσίες κομμωτηρίων.
Υπάρχει βέβαια κι άλλος ένας λόγος φοβίας που συνδέεται με την Ελλάδα: το ότι η ελληνική οικονομία κατέρρευσε εντός του ευρώ, αφού δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει διαρθρωτικές αδυναμίες και χρόνιες παθογένειές της παρότι είχε σταθερές κυβερνήσεις. Αυτό είναι που τρέμουν ότι μπορεί να πάθουν και οι Βούλγαροι.