Ποτέ μια αγκαλιά δεν ειπώθηκε με λέξεις
Ποτέ μια αγκαλιά δεν ειπώθηκε με λέξεις
Ο Τάκης Τζαμαργιάς σκηνοθετεί στο θέατρο Σταθμός το πολυεπίπεδο και πολυβραβευμένο έργο της Νίνα Ρέιν «Φυλές» σε μία εξαιρετική παράσταση με αποκαλυπτικές ερμηνείες
UPD:
«Μόνο και μόνο επειδή έχουμε μία λέξη για κάτι, δεν σημαίνει ότι συμφωνούμε για το συναίσθημα που κρύβεται μέσα σ’ αυτή. Οι λέξεις είναι μια προσπάθεια. Και υποθέτω πως σ’ αυτό το σημείο έρχεται η μουσική και η μουσική δεν έχει λέξεις. Στην όπερα, τον μισό χρόνο δεν καταλαβαίνεις τι λένε, αλλά αισθάνεσαι: “Ω! Αυτό είναι λυπημένο”. Και μ’ ενδιαφέρει πώς γίνεται εγώ κι εσύ να μπορούμε να ακούσουμε το ίδιο κομμάτι μουσικής και να συμφωνήσουμε πραγματικά στο τι είναι λυπημένο και τι είναι χαρούμενο. Συμφωνούμε μ’ έναν τρόπο που δεν συμφωνούμε για μία λέξη. Για όλα τα επίπεδα και τις διαστρωματώσεις της γλώσσας».
Στα λόγια αυτά της Νίνα Ρέιν – από μία συνέντευξή της στη Μόνικα Κέρτι – έχω την αίσθηση ότι κρύβεται όλη η ουσία του έργου της «Φυλές», ενός σπουδαίου, σύγχρονου και εξαιρετικά βαθυστόχαστου θεατρικού κειμένου, που δικαίως το 2010 ήταν υποψήφιο για το βραβείο Olivier. Το έργο της Ρέιν, αν και έχει ως κεντρικό ήρωά του έναν κωφό, δεν μιλάει σε καμία περίπτωση για την οργανική κωφότητα. Αυτή λειτουργεί σαν αφορμή. Στον πυρήνα του βρίσκεται η αδυναμία του λεκτικού κώδικα επικοινωνίας – και σε αυτόν μπορείτε να εντάξετε και τη νοηματική - να δημιουργήσει ένα κοινό πλαίσιο ενσυναίσθησης. «Οι λέξεις είναι μια προσπάθεια» όπως λέει η Ρέιν, αλλά αυτή η προσπάθεια δεν αρκεί για να θεμελιώσει μία ουσιαστική επικοινωνία. Ίσως γιατί ποτέ μια αγκαλιά δεν μπόρεσε να ειπωθεί με λέξεις…
Ο Μπιλ γεννήθηκε κωφός. Η οικογένειά του δεν τον αντιμετώπισε όμως ποτέ ως κωφό. Από άρνηση. Δεν μπήκε στη διαδικασία να χτίσει μία ουσιαστική επικοινωνία μαζί του. Ίσως γιατί στην πραγματικότητα αυτού του είδους η επικοινωνία ήταν ανύπαρκτη και ανάμεσα στα ακούοντα μέλη της. Κανείς δεν επικοινωνεί ουσιαστικά σε αυτή τη «μικρή φυλή». Κανείς δεν νιώθει τον άλλον. Οι λέξεις - άλλοτε εν αφθονία, ένας χείμαρρος δίχως αρχή και τέλος, κι άλλοτε μισές, σαν άναρθρες κραυγές - δεν καταφέρνουν ποτέ να εκφράσουν το ποθούμενο. Όλοι στην πραγματικότητα κωφεύουν συνειδητά ή ασυνείδητα.
Η οικογένεια του Μπιλ είναι μια δυσλειτουργική οικογένεια, αλλά δεν είναι μία οικογένεια που απουσιάζει η αγάπη. «Μπιλ, εμείς σ’ αγαπάμε!» φωνάζει σπαρακτικά η Μπεθ, η μητέρα του, ερχόμενη αντιμέτωπη με την επανάσταση του γιου της. Όμως τι να την κάνεις την αγάπη, όταν ο καθένας τη νοηματοδοτεί αλλιώς; Την αγάπη δεν την αρθρώνεις, την αισθάνεσαι. Αν δεν μπορείς, τότε είναι απλά μία λέξη. Έωλη.
Η απόφαση του Μπιλ, μετά τη γνωριμία του με τη Σύλβια, μία κοπέλα που χάνει σταδιακά την ακοή της, να απαιτήσει από τους γονείς του να του μιλάνε στη νοηματική σπάει την υπάρχουσα – έστω προβληματική – συνθήκη επικοινωνίας της οικογένειας. Τόσα χρόνια όλοι έχουν συνηθίσει σ’ έναν τρόπο. Φωνάζουν, τσακώνονται, φιλοσοφούν, χειρονομούν αδιαλείπτως, βομβαρδίζουν αλλήλους με λέξεις… Τώρα ο Μπιλ, που ουσιαστικά λόγω της κώφωσής του ποτέ δεν μπόρεσε να συντονιστεί με όλο αυτό, αποσύρει την εμπιστοσύνη του από τον συγκεκριμένο κώδικα. Απουσία πραγματικής ενσυναίσθησης ανάμεσα στα μέλη του, το οικογενειακό οικοδόμημα κυριολεκτικά καταρρέει. Κανείς δεν μπορεί να βοηθήσει κανέναν, αφού κανείς δεν μπορεί να νιώσει τον άλλον. Κάποιοι – όπως οι γονείς του Μπιλ – παλεύουν να βρουν κι άλλες λέξεις για να γεμίσουν το κενό, και άλλοι – όπως ο Ντάνιελ, ο αδελφός του Μπιλ – σιωπούν παραδομένοι στις φωνές που όλο και δυναμώνουν μέσα στο κεφάλι τους. Μόνο ο Μπιλ πιστεύει ότι επιτέλους βρήκε τη «φωνή» του, τον τρόπο να εξωτερικεύει όσα νιώθει. Σύντομα θα καταλάβει ότι ούτε η νοηματική μπορεί να του το προσφέρει αυτό. Το θέμα δεν είναι ποια γλώσσα. Η πραγματική επικοινωνία δεν βρίσκεται στις λέξεις. Ούτε στις χειρονομίες που σηματοδοτούν λέξεις. Για να ακούσεις αρκεί απλά να αισθανθείς.
Το στοίχημα για τον Τάκη Τζαμαργιά, έναν σκηνοθέτη που πάντα στις παραστάσεις του δουλεύει εξαντλητικά το κείμενο παλεύοντας να κάνει τις λέξεις να ακουστούν σαν νότες που εκπέμπουν συχνότητες και συναισθήματα, ήταν εξαιρετικά δύσκολο. Το έργο της Ρέιν είναι τόσο πολυεπίπεδο και πολύσημο που σχεδόν αδυνατεί μία παράσταση δύο ωρών να το φωτίσει ολοκληρωτικά. Η επιτυχία της σκηνοθεσίας του Τζαμαργιά, πέρα από το ότι μας χάρισε μία εύρυθμη και πάλλουσα συναισθηματικά παράσταση, είναι ότι εστίασε στον πυρήνα του έργου. Και ο πυρήνας του έργου είναι αυτή η αγκαλιά στο φινάλε. Αυτή την αγκαλιά δεν μπορείς να την περιγράψεις με λέξεις. Όλη η παράσταση είναι αυτή η διαδρομή από εκείνο το πολύβουο μελίσσι των λέξεων της πρώτης σκηνής σε αυτή τη σιωπηλή αγκαλιά της τελευταίας σκηνής.
Στα λόγια αυτά της Νίνα Ρέιν – από μία συνέντευξή της στη Μόνικα Κέρτι – έχω την αίσθηση ότι κρύβεται όλη η ουσία του έργου της «Φυλές», ενός σπουδαίου, σύγχρονου και εξαιρετικά βαθυστόχαστου θεατρικού κειμένου, που δικαίως το 2010 ήταν υποψήφιο για το βραβείο Olivier. Το έργο της Ρέιν, αν και έχει ως κεντρικό ήρωά του έναν κωφό, δεν μιλάει σε καμία περίπτωση για την οργανική κωφότητα. Αυτή λειτουργεί σαν αφορμή. Στον πυρήνα του βρίσκεται η αδυναμία του λεκτικού κώδικα επικοινωνίας – και σε αυτόν μπορείτε να εντάξετε και τη νοηματική - να δημιουργήσει ένα κοινό πλαίσιο ενσυναίσθησης. «Οι λέξεις είναι μια προσπάθεια» όπως λέει η Ρέιν, αλλά αυτή η προσπάθεια δεν αρκεί για να θεμελιώσει μία ουσιαστική επικοινωνία. Ίσως γιατί ποτέ μια αγκαλιά δεν μπόρεσε να ειπωθεί με λέξεις…
Ο Μπιλ γεννήθηκε κωφός. Η οικογένειά του δεν τον αντιμετώπισε όμως ποτέ ως κωφό. Από άρνηση. Δεν μπήκε στη διαδικασία να χτίσει μία ουσιαστική επικοινωνία μαζί του. Ίσως γιατί στην πραγματικότητα αυτού του είδους η επικοινωνία ήταν ανύπαρκτη και ανάμεσα στα ακούοντα μέλη της. Κανείς δεν επικοινωνεί ουσιαστικά σε αυτή τη «μικρή φυλή». Κανείς δεν νιώθει τον άλλον. Οι λέξεις - άλλοτε εν αφθονία, ένας χείμαρρος δίχως αρχή και τέλος, κι άλλοτε μισές, σαν άναρθρες κραυγές - δεν καταφέρνουν ποτέ να εκφράσουν το ποθούμενο. Όλοι στην πραγματικότητα κωφεύουν συνειδητά ή ασυνείδητα.
Η οικογένεια του Μπιλ είναι μια δυσλειτουργική οικογένεια, αλλά δεν είναι μία οικογένεια που απουσιάζει η αγάπη. «Μπιλ, εμείς σ’ αγαπάμε!» φωνάζει σπαρακτικά η Μπεθ, η μητέρα του, ερχόμενη αντιμέτωπη με την επανάσταση του γιου της. Όμως τι να την κάνεις την αγάπη, όταν ο καθένας τη νοηματοδοτεί αλλιώς; Την αγάπη δεν την αρθρώνεις, την αισθάνεσαι. Αν δεν μπορείς, τότε είναι απλά μία λέξη. Έωλη.
Η απόφαση του Μπιλ, μετά τη γνωριμία του με τη Σύλβια, μία κοπέλα που χάνει σταδιακά την ακοή της, να απαιτήσει από τους γονείς του να του μιλάνε στη νοηματική σπάει την υπάρχουσα – έστω προβληματική – συνθήκη επικοινωνίας της οικογένειας. Τόσα χρόνια όλοι έχουν συνηθίσει σ’ έναν τρόπο. Φωνάζουν, τσακώνονται, φιλοσοφούν, χειρονομούν αδιαλείπτως, βομβαρδίζουν αλλήλους με λέξεις… Τώρα ο Μπιλ, που ουσιαστικά λόγω της κώφωσής του ποτέ δεν μπόρεσε να συντονιστεί με όλο αυτό, αποσύρει την εμπιστοσύνη του από τον συγκεκριμένο κώδικα. Απουσία πραγματικής ενσυναίσθησης ανάμεσα στα μέλη του, το οικογενειακό οικοδόμημα κυριολεκτικά καταρρέει. Κανείς δεν μπορεί να βοηθήσει κανέναν, αφού κανείς δεν μπορεί να νιώσει τον άλλον. Κάποιοι – όπως οι γονείς του Μπιλ – παλεύουν να βρουν κι άλλες λέξεις για να γεμίσουν το κενό, και άλλοι – όπως ο Ντάνιελ, ο αδελφός του Μπιλ – σιωπούν παραδομένοι στις φωνές που όλο και δυναμώνουν μέσα στο κεφάλι τους. Μόνο ο Μπιλ πιστεύει ότι επιτέλους βρήκε τη «φωνή» του, τον τρόπο να εξωτερικεύει όσα νιώθει. Σύντομα θα καταλάβει ότι ούτε η νοηματική μπορεί να του το προσφέρει αυτό. Το θέμα δεν είναι ποια γλώσσα. Η πραγματική επικοινωνία δεν βρίσκεται στις λέξεις. Ούτε στις χειρονομίες που σηματοδοτούν λέξεις. Για να ακούσεις αρκεί απλά να αισθανθείς.
Το στοίχημα για τον Τάκη Τζαμαργιά, έναν σκηνοθέτη που πάντα στις παραστάσεις του δουλεύει εξαντλητικά το κείμενο παλεύοντας να κάνει τις λέξεις να ακουστούν σαν νότες που εκπέμπουν συχνότητες και συναισθήματα, ήταν εξαιρετικά δύσκολο. Το έργο της Ρέιν είναι τόσο πολυεπίπεδο και πολύσημο που σχεδόν αδυνατεί μία παράσταση δύο ωρών να το φωτίσει ολοκληρωτικά. Η επιτυχία της σκηνοθεσίας του Τζαμαργιά, πέρα από το ότι μας χάρισε μία εύρυθμη και πάλλουσα συναισθηματικά παράσταση, είναι ότι εστίασε στον πυρήνα του έργου. Και ο πυρήνας του έργου είναι αυτή η αγκαλιά στο φινάλε. Αυτή την αγκαλιά δεν μπορείς να την περιγράψεις με λέξεις. Όλη η παράσταση είναι αυτή η διαδρομή από εκείνο το πολύβουο μελίσσι των λέξεων της πρώτης σκηνής σε αυτή τη σιωπηλή αγκαλιά της τελευταίας σκηνής.
Ο Εδουάρδος Γεωργίου, σταθερός συνεργάτης του Τζαμαργιά τα τελευταία χρόνια, έστησε ένα καλαίσθητο, ρεαλιστικό σκηνικό, που προσπάθησε να φέρει στην μικρή σκηνή του Σταθμού τη ζεστασιά ενός μεσοαστικού σπιτιού. Η μουσική του Γιώργου Χριστιανάκη υπηρετεί σωστά τη δράση και τα συναισθήματα, ενώ η μετάφραση της Έρις Κύργια είναι ιδιαίτερα εύστοχη.
Ο Μανώλης Μαυροματάκης σκιαγραφεί με τρόπο γλαφυρό και απολύτως πειστικό τον «παντογνώστη» πατέρα του Μπιλ. Η Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη, στον ρόλο της μητέρας του Μπιλ, έχει αλήθεια και δυνατές στιγμές, αν και το χαρακτηριστικό ηχόχρωμα της φωνής της κάποιες φορές μπορεί να κουράσει. Η Ελένη Μολέσκη, ως αδελφή του Μπιλ, είναι επαρκής, αλλά δεν απογειώνει ερμηνευτικά την ηρωίδα της. Κατά τη γνώμη μου, οι ερμηνείες που ξεχωρίζουν είναι του Μάνου Καρατζογιάννη, του Δημήτρη Κουρούμπαλη και της Βασιλικής Τρουφάκου. Η τελευταία υποδύεται τη Σύλβια εκφράζοντας στο ακέραιο όλες τις συναισθηματικές διακυμάνσεις και τα αδιέξοδα της ηρωίδας της. Εξαιρετικά ικανή ηθοποιός. Ο Δημήτρης Κουρούμπαλης είναι συναρπαστικός ως Ντάνιελ. Ρόλος στην κόψη, με μία έντονη εξωστρέφεια που σιγά σιγά δίνει τη θέση της σε μία βαθιά εσωτερικότητα. Ο Κουρούμπαλης δεν πρόδωσε ούτε στιγμή τον ήρωά του. Τέλος, ο Μάνος Καρατζογιάννης στον ρόλο του Μπιλ είναι μία αποκάλυψη. Στην πιο ώριμη στιγμή της καριέρας του μαγνητίζει με την ερμηνεία του σ’ έναν ρόλο που εύκολα μπορεί να κυλήσει στην καρικατούρα. Δεν χάνει ποτέ το μέτρο. Όλα γίνονται με την καρδιά. Δούλεψε πολύ και φαίνεται. Ο Μπιλ είναι μία προσωπική του νίκη.
Οι «Φυλές» είναι μια παράσταση που αναμφίβολα αξίζει να δείτε. Θα την κουβαλάτε μέσα σας για καιρό…
Ο Μανώλης Μαυροματάκης σκιαγραφεί με τρόπο γλαφυρό και απολύτως πειστικό τον «παντογνώστη» πατέρα του Μπιλ. Η Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη, στον ρόλο της μητέρας του Μπιλ, έχει αλήθεια και δυνατές στιγμές, αν και το χαρακτηριστικό ηχόχρωμα της φωνής της κάποιες φορές μπορεί να κουράσει. Η Ελένη Μολέσκη, ως αδελφή του Μπιλ, είναι επαρκής, αλλά δεν απογειώνει ερμηνευτικά την ηρωίδα της. Κατά τη γνώμη μου, οι ερμηνείες που ξεχωρίζουν είναι του Μάνου Καρατζογιάννη, του Δημήτρη Κουρούμπαλη και της Βασιλικής Τρουφάκου. Η τελευταία υποδύεται τη Σύλβια εκφράζοντας στο ακέραιο όλες τις συναισθηματικές διακυμάνσεις και τα αδιέξοδα της ηρωίδας της. Εξαιρετικά ικανή ηθοποιός. Ο Δημήτρης Κουρούμπαλης είναι συναρπαστικός ως Ντάνιελ. Ρόλος στην κόψη, με μία έντονη εξωστρέφεια που σιγά σιγά δίνει τη θέση της σε μία βαθιά εσωτερικότητα. Ο Κουρούμπαλης δεν πρόδωσε ούτε στιγμή τον ήρωά του. Τέλος, ο Μάνος Καρατζογιάννης στον ρόλο του Μπιλ είναι μία αποκάλυψη. Στην πιο ώριμη στιγμή της καριέρας του μαγνητίζει με την ερμηνεία του σ’ έναν ρόλο που εύκολα μπορεί να κυλήσει στην καρικατούρα. Δεν χάνει ποτέ το μέτρο. Όλα γίνονται με την καρδιά. Δούλεψε πολύ και φαίνεται. Ο Μπιλ είναι μία προσωπική του νίκη.
Οι «Φυλές» είναι μια παράσταση που αναμφίβολα αξίζει να δείτε. Θα την κουβαλάτε μέσα σας για καιρό…
UPD:
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα