Μία... Ανδρομάχη στην Επίδαυρο
Μία... Ανδρομάχη στην Επίδαυρο
Η Μαρία Κίτσου υποδύεται την τραγική ηρωίδα του Ευρυπίδη σε σκηνοθεσία Σωτήρη Χατζάκη
«Ηθελα να γίνω γιατρός. Πέρασα στη Θεολογική. Δεν ένιωθα πλήρης. Αρχισα να ψάχνω τι άλλο θα μπορούσα να κάνω παράλληλα. Πήγα στη θεατρική ομάδα του Πανεπιστημίου και βρέθηκα μπροστά σε μία αποκάλυψη. Είπα, αυτό θέλω να κάνω στη ζωή μου». Η Μαρία Κίτσου δεν είναι μόνο μία από τις πιο ταλαντούχες ηθοποιούς της γενιάς της. Πάνω απ’ όλα είναι μια βαθιά καλλιτεχνική φύση. «Υπάρχει η Μαρία μέσα στο θέατρο, που δεν καταλαβαίνει τίποτα, έχει πολύ θάρρος και θράσος. Και υπάρχει και η Μαρία εκτός θεάτρου, που είναι ένα πλάσμα πιο δειλό και ανασφαλές. Την αγαπάω όμως κι αυτή», μου λέει χαμογελώντας.

Με το θέατρο ξεχνιέται. Οπως και με τη λογοτεχνία. Από μικρή. «Με βοήθησε σαν παιδί να αντέξω πολλά πράγματα. Στα δύσκολα και στα άσχημα έμπαινα στον κόσμο ενός βιβλίου και όλα ήταν καλά. Υπήρχε ασφάλεια, υπήρχε ηρωισμός… Αν και όταν ήμουν μικρή δεν μου άρεσαν τα happy end. Ηθελα πάντα στο τέλος κάποιος να αρρωσταίνει, κάποιος να πεθαίνει… Θυμάμαι πολλές φορές να παίζω στον καθρέφτη το δράμα, να παίζω την τελευταία μου στιγμή και να σβήνω σαν τη Μαργαρίτα Γκωτιέ», μου εξομολογείται και βάζω τα γέλια. Drama queen από μικρή, αν και σήμερα πια παραδέχεται ότι μόνο όταν είναι καλά στην προσωπική της ζωή μπορεί να παίξει με επιτυχία τα μεγαλύτερα δράματα. «Πρέπει να είμαι καλά για να δείξω ότι είμαι άσχημα», μου επισημαίνει.
Ο πολύς κόσμος τη μαθαίνει ως… Μαρία Πολυδούρη το 2009 στην τηλεοπτική σειρά της ΕΡΤ «Καρυωτάκης». Μία από τις ελάχιστες τηλεοπτικές της εμφανίσεις. Γενικά κρατάει αποστάσεις ασφαλείας από την τηλεόραση. «Η αναγνωρισιμότητα δεν με αφορά. Η προβολή της προσωπικής μου ζωής όχι απλά με αφήνει αδιάφορη, αλλά μου προκαλεί εμετό. Δεν θα μπορούσα ποτέ να μπω σε ένα τριπάκι να προωθήσω τη δουλειά μου μέσα από την προβολή της ιδιωτικής μου ζωής. Το μόνο κριτήριό μου είναι να κάνω εγώ τα πράγματα που θέλω χωρίς εκπτώσεις».

Με το θέατρο ξεχνιέται. Οπως και με τη λογοτεχνία. Από μικρή. «Με βοήθησε σαν παιδί να αντέξω πολλά πράγματα. Στα δύσκολα και στα άσχημα έμπαινα στον κόσμο ενός βιβλίου και όλα ήταν καλά. Υπήρχε ασφάλεια, υπήρχε ηρωισμός… Αν και όταν ήμουν μικρή δεν μου άρεσαν τα happy end. Ηθελα πάντα στο τέλος κάποιος να αρρωσταίνει, κάποιος να πεθαίνει… Θυμάμαι πολλές φορές να παίζω στον καθρέφτη το δράμα, να παίζω την τελευταία μου στιγμή και να σβήνω σαν τη Μαργαρίτα Γκωτιέ», μου εξομολογείται και βάζω τα γέλια. Drama queen από μικρή, αν και σήμερα πια παραδέχεται ότι μόνο όταν είναι καλά στην προσωπική της ζωή μπορεί να παίξει με επιτυχία τα μεγαλύτερα δράματα. «Πρέπει να είμαι καλά για να δείξω ότι είμαι άσχημα», μου επισημαίνει.
Ο πολύς κόσμος τη μαθαίνει ως… Μαρία Πολυδούρη το 2009 στην τηλεοπτική σειρά της ΕΡΤ «Καρυωτάκης». Μία από τις ελάχιστες τηλεοπτικές της εμφανίσεις. Γενικά κρατάει αποστάσεις ασφαλείας από την τηλεόραση. «Η αναγνωρισιμότητα δεν με αφορά. Η προβολή της προσωπικής μου ζωής όχι απλά με αφήνει αδιάφορη, αλλά μου προκαλεί εμετό. Δεν θα μπορούσα ποτέ να μπω σε ένα τριπάκι να προωθήσω τη δουλειά μου μέσα από την προβολή της ιδιωτικής μου ζωής. Το μόνο κριτήριό μου είναι να κάνω εγώ τα πράγματα που θέλω χωρίς εκπτώσεις».

Το 2012 στρέφει ξανά όλα τα βλέμματα πάνω της κερδίζοντας το Βραβείο Μελίνα Μερκούρη. «Είμαι ακόμα πολύ περήφανη γι’ αυτό το βραβείο. Ηθελα πολύ να το πάρω. Δεν σημαίνει κάτι φοβερό, ότι ξαφνικά έγινες η top ηθοποιός της Ελλάδας. Πιο πολύ είναι ότι κατάφερες κάτι σημαντικό σε έναν τομέα που σε ενδιαφέρει πάρα πολύ, ότι αναγνωρίστηκε το πάθος σου και ο έρωτάς σου γι’ αυτή τη δουλειά, ότι σε έμαθαν πέντε άνθρωποι. Ηταν ένα μεγάλο δώρο για μένα», μου λέει και το πρόσωπό της φωτίζεται.
Είναι απόφοιτη της Δραματικής Σχολής του Εθνικού. «Πέρασα με τη δεύτερη. Αν δεν περνούσα δεν ξέρω τι θα γινόταν. Δεν θα μπορούσα να ανταποκριθώ οικονομικά σε μία ιδιωτική δραματική σχολή. Ηταν ή Εθνικό ή τίποτα», μου αποκαλύπτει. Η τύχη -σε συνδυασμό με το ταλέντο της φυσικά- της χαμογελά και το ντεμπούτο της γίνεται με τον καλύτερο τρόπο. «Ηλίθιος» του Ντοστογιέφσκι από την Πειραματική του Εθνικού σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού. «Συγκλονιστική εμπειρία. Για μένα ήταν σχολείο, μία δεύτερη Δραματική. Ισως και μία πρώτη, μη σου πω. Μεγάλη σχολή. Και ο Λιβαθινός και η τέχνη του και οι ηθοποιοί με τους οποίους δουλεύει. Ηταν όνειρό μου, πριν καν γίνω ηθοποιός, να μπω σε αυτή την ομάδα. Εμαθα πάρα πολλά πράγματα, αγάπησα πολύ τη σκηνοθεσία, ωρίμασα μέσα από αυτό», σχολιάζει.

Κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα. Οι σημαντικοί ρόλοι, οι πολύτιμες συνεργασίες, τα βραβεία… Ολα ήρθαν με τη σειρά τους στα χρόνια που ακολούθησαν. Τα κέρδισε με το σπαθί της. Φέτος το καλοκαίρι ετοιμάζεται να βάλει έναν ακόμα κορυφαίο ρόλο στη φαρέτρα της. Ανδρομάχη. Από τις «Τρωάδες» του Ευριπίδη, που ανεβάζει ο Σωτήρης Χατζάκης για το Εθνικό Θέατρο, με την πρεμιέρα στην Επίδαυρο να έχει προγραμματιστεί για τις 3 και 4 Ιουλίου. «Δεν ξέρω πώς παίζονται αυτά τα πράγματα», μου ομολογεί. «Πώς είναι να είσαι γυναίκα, να έχει πεθάνει ο άντρας σου, να πρέπει να μεγαλώσεις ένα παιδί, σκλάβα σε αυτόν που σκότωσε τον άντρα σου και ξαφνικά να μαθαίνεις ότι πρόκειται να σκοτώσουν το μόνο πράγμα για το οποίο είσαι διατεθειμένη να ζήσεις. Προσπαθώ να το νιώσω. Μόνο με το ένστικτό μου προχωρώ».
Αν και δηλώνει ότι προσπαθεί να αποφύγει την ταύτιση, γιατί «δεν χρειάζεται να γίνεις δολοφόνος για να παίξεις έναν δολοφόνο», η Μαρία μοιάζει να παραμένει μία αρκετά βιωματική ηθοποιός. «Και στις πρόβες και στις παραστάσεις βιώνω όλο το δράμα. Οσο και να προσπαθώ να είμαι αποστασιοποιημένη, με επηρεάζει κάθε φορά το έργο στο οποίο παίζω. Ψάχνω να βρω μια συγγένεια με τον ήρωα. Μετά για να ηρεμήσω χρειάζεται χρόνος. Πολλές φορές τελειώνω την πρόβα και βάζω τα κλάματα. Είναι τεράστιο αυτό που έχεις να διαπραγματευτείς. Ξεπερνάει το ανθρώπινο». Η ίδια δεν συγκαταλέγει τις «Τρωάδες» ανάμεσα στις πιο αγαπημένες της τραγωδίες. Τα πρωτεία εδώ κρατάνε η «Μήδεια» του Ευριπίδη και η «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή. Παρ’ όλα αυτά την εντυπωσιάζει το γεγονός ότι οι ήρωες στις «Τρωάδες» είναι οι αντιήρωες. «Είναι οι γυναίκες και τα παιδιά, που έχουν μείνει πίσω. Αυτοί που δεν πολέμησαν στη μάχη. Ο άμαχος πληθυσμός. Αυτός που τραβάει τελικά τα ζόρια».

Κατά τη γνώμη μου, πρόκειται για την κορυφαία αντιπολεμική τραγωδία, που καταρρίπτει θορυβωδώς τα εθνικά στερεότυπα παρουσιάζοντας με ανατριχιαστικό τρόπο τις φρικαλεότητες των Ελλήνων στην Τροία. «Ποια πιστεύεις ότι είναι η σχέση μας με την ιστορία;», την ρωτάω. «Δεν μαθαίνουμε ποτέ από τα λάθη μας. Δεν ξέρω τι πρέπει να γίνει για να μάθουμε. Εχουμε πεινάσει, έχουμε πολεμήσει, έχουμε πεθάνει, έχουμε καταστραφεί… Και πάλι ο κόσμος είναι ίδιος», μου απαντά. Ακούγεται απαισιόδοξη, αλλά την αισθάνομαι ως έναν άνθρωπο με βαθιά πίστη στο καλό. «Μια κι έχεις τελειώσει Θεολογία, ποια είναι η άποψή σου για την απόφαση της Ιεράς Συνόδου να καταδικάσει τη γιόγκα;», την πειράζω. «Θα τρελαθώ. Πιστεύω πολύ στον Θεό, αλλά αυτά τα πράγματα με εξοργίζουν. Ο Θεός είναι αγάπη και μόνο αγάπη. Ολα τα υπόλοιπα είναι άσχημες, ανθρώπινες πεποιθήσεις», μου λέει.
Αγάπη και μόνο αγάπη λοιπόν. Ε, και περισσότερη ποίηση. «Ολα είναι μαθηματικά και λογική. Μου λείπει η ομορφιά, ο ερωτισμός, η μεγαλοσύνη. Ολα έχουν γίνει μικρά. Εχουμε κλειστεί σε ένα καβούκι για να προστατέψουμε το εγώ μας. Δεν είμαστε πια ηρωικές φιγούρες», παρατηρεί. Δεν έχει άδικο. Αλλά, πού ξέρεις; Απ’ το σκοτάδι δεν ξεπηδούν πάντα οι ήρωες;
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα