Ο δύσκολος περίπατος του Αντώνη Σαμαρά
«Αυτή δεν είναι πια κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Είναι κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη», έγραψε ο Αντώνης Σαμαράς σε άρθρο του στα «Νέα» υπό τον τίτλο «Πού πάμε;»
Και πρόσθεσε: «Η Ελλάδα βρίσκεται στο περιθώριο. Είναι παντελώς απούσα. Ο Ελληνισμός είναι υπό πίεση. Σε όλα τα μέτωπα. Υποχωρούμε ή λείπουμε από παντού. Είμαστε απόντες από το Αιγαίο, από την Ανατολική Μεσόγειο, απόντες από τις εξελίξεις στη Συρία, το Κυπριακό».
Ωστόσο την ώρα αυτή το ερώτημα δεν είναι «πού πάμε», αλλά πού το πάει ο Αντώνης Σαμαράς. Θέλει να ιδρύσει νέο κόμμα στον χώρο της Ακροδεξιάς; Θέλει να ορίσει κάποιον εκπρόσωπό του που θα είναι ο «μπροστινός» της ιστορίας και ο ίδιος από το παρασκήνιο ο καθοδηγητής; Θέλει να συνενώσει υπό το σκήπτρο του τα κόμματα της Ακροδεξιάς σε έναν ενιαίο φορέα; Θέλει απλώς να ενοχλήσει τον Μητσοτάκη, επειδή δικαίως τον διέγραψε με συνοπτικές διαδικασίες και ίσως μάλιστα καθυστέρησε να το κάνει; Θέλει απλώς να υπενθυμίσει ότι υπάρχει και αυτός;
Δύσκολο να απαντηθούν τα ερωτήματα αυτά. Μπορεί και ο ίδιος ο κ. Σαμαράς να μη γνωρίζει τι ακριβώς θέλει, τι επιδιώκει και πού κατατείνει αυτή η ακροδεξιά, αλαζονική και καταγγελτική εθνικολαϊκιστική ρητορική του. Εξάλλου, το πρόσφατο και απώτερο παρελθόν του δεν χαρακτηρίζεται από συνέπεια, συνέχεια και προσεκτικές κινήσεις. Το αντίθετο μάλιστα:
Το 1993 ανέτρεψε την κυβέρνηση Μητσοτάκη με το επιχείρημα ότι ξεπουλάει το Μακεδονικό. Ιδρυσε στη συνέχεια την Πολιτική Ανοιξη, κόμμα κλασικά εθνικολαϊκιστικό, στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας, με εν πολλοίς ακροδεξιό πολιτικό λόγο. Το κόμμα αυτό επιβίωσε στις εκλογές του Οκτωβρίου του 1993 και κατόπιν, από το 1996, εξαφανίστηκε μαζί με τον αρχηγό του. Πρόλαβε όμως το 1995 να δώσει το φιλί της ζωής στο καταρρέον ΠΑΣΟΚ και τον ακυρωμένο για λόγους υγείας πρωθυπουργό του, αποτρέποντας πρόωρες εκλογές, που όλες οι δημοσκοπήσεις έδειχναν να κερδίζει με άνετη πλειοψηφία η Νέα Δημοκρατία. Το φιλί της ζωής ήταν ότι πρότεινε αυτός και υπερψήφισε μαζί με το ΠΑΣΟΚ ως Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον Κωστή Στεφανόπουλο, με αποτέλεσμα να υπάρξει προεδρική πλειοψηφία, να μη διαλυθεί η Βουλή και να μη διενεργηθούν πρόωρες εκλογές. Από τον Ιανουάριο του 1996 όμως άλλαξαν τα δεδομένα, ο Κώστας Σημίτης διαδέχτηκε τον Ανδρέα Παπανδρέου ως πρωθυπουργός αρχικά και ως πρόεδρος του κόμματος κατόπιν και επανέφερε στο ΠΑΣΟΚ ψηφοφόρους που είχαν απομακρυνθεί λόγω σκανδάλων, αυλής της Εκάλης και της υπερδραστήριας πρωθυπουργικής συζύγου. Ετσι έως τον Σεπτέμβριο του 1996 ο Σημίτης ανέστρεψε το κλίμα, προχώρησε σε πρόωρες εκλογές, ακύρωσε το προβάδισμα της Νέας Δημοκρατίας και το ΠΑΣΟΚ κέρδισε μια δεύτερη οκταετία, χάρη στην παρέμβαση Σαμαρά το 1995, κατά την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας.
Ο πρόεδρος της Πολιτικής Ανοιξης έμεινε έκτοτε σε απόλυτη αφάνεια έως ότου ο Κώστας Καραμανλής τον επανέφερε στη Νέα Δημοκρατία οκτώ χρόνια αργότερα, τον συμπεριέλαβε αρχικά στο ψηφοδέλτιο των ευρωεκλογών του 2004 και κατόπιν στο ψηφοδέλτιο των εθνικών εκλογών στη Μεσσηνία.
Στη συνέχεια, και για λόγους που δεν είναι του παρόντος να αναφερθούν, ο Σαμαράς, κατά παγκόσμια πρωτοτυπία, βρέθηκε πρόεδρος του κόμματος που ο ίδιος είχε πριν από λίγα χρόνια ανατρέψει. Ως πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας κατέγραψε στις διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις του 2010 τα χαμηλότερα ποσοστά στην ιστορία του κόμματος. Αλλά και ηγήθηκε από τις αρχές του 2010 ενός αδιέξοδου αντιμνημονιακού αγώνα στρώνοντας τον δρόμο στον Αλέξη Τσίπρα να ηγηθεί εκείνος κατόπιν των αντιμνημονιακών δυνάμεων, όταν ο Σαμαράς προσχώρησε από το 2012 στο μνημονιακό μέτωπο, κάνοντας πριν από τον Τσίπρα την πρώτη μεγάλη κωλοτούμπα.
Με όλο αυτό το παρελθόν πίσω του, με τον Σαμαρά 74 ετών σήμερα -δεν τον λες και νέο για άλλες περιπέτειες-, το ερώτημα είναι πού το πάει, αν το πάει κάπου ή αν ξέρει πού το πάει. Στη Νέα Δημοκρατία δεν έδειξαν ιδιαίτερη ανησυχία για το απλουστευτικό πολιτικό σύμπαν του Σαμαρά, όπως διατυπώθηκε στο «Πού πάμε;». Μάλλον τον αγνόησαν. Οι μόνοι που έδειξαν να ανησυχούν είναι οι πιθανοί συγκάτοικοί του στην ακροδεξιά πολυκατοικία. Πρώτος ο Κυριάκος Βελόπουλος έσπευσε να δηλώσει ότι ο Σαμαράς «έχει ψηφίσει τα πάντα, ό,τι έφερναν η Ν.Δ. και ο Μητσοτάκης και ξαφνικά ένα πρωί ξύπνησε και δηλώνει αντάρτης... Δεν έχω σχέση με τον Σαμαρά ιδεολογική. Κάνει πατριωτισμό a la carte». Περιμένει την αφορμή να διαφωνήσει σε κάτι για να πει «είμαι εδώ, πάω να κάνω κάτι».
Μετά τον Βελόπουλο εμφανίστηκε και ο Πάνος Καμμένος με ακόμη πιο σκληρή δήλωση: «Ο Σαμαράς, που παρέδωσε τη χώρα στο ΠΑΣΟΚ και στο διευθυντήριο των Βρυξελλών εκτελώντας τις εντολές Σόιμπλε, ο Σαμαράς, που ανέτρεψε την κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη το 1993 εξυπηρετώντας τη διαπλοκή, είναι ο τελευταίος που μπορεί να ηγηθεί της ατζέντας Τραμπ στην Ελλάδα».
Νομίζω ότι τώρα στα γεράματα ο κ. Σαμαράς θα μάθει ότι τα παιδιά εκεί στην Ακροδεξιά δεν είναι τόσο ευγενικά όσο αυτά στην Κεντροδεξιά, που κακώς τον είχαν ανεχθεί με ακραία συγκατάβαση πριν από τη διαγραφή του. Και αν συνεχίσει να μπλέκει στα πόδια τους δεν θα είναι καθόλου εύκολος αυτός ο νέος περίπατός του.
Ωστόσο την ώρα αυτή το ερώτημα δεν είναι «πού πάμε», αλλά πού το πάει ο Αντώνης Σαμαράς. Θέλει να ιδρύσει νέο κόμμα στον χώρο της Ακροδεξιάς; Θέλει να ορίσει κάποιον εκπρόσωπό του που θα είναι ο «μπροστινός» της ιστορίας και ο ίδιος από το παρασκήνιο ο καθοδηγητής; Θέλει να συνενώσει υπό το σκήπτρο του τα κόμματα της Ακροδεξιάς σε έναν ενιαίο φορέα; Θέλει απλώς να ενοχλήσει τον Μητσοτάκη, επειδή δικαίως τον διέγραψε με συνοπτικές διαδικασίες και ίσως μάλιστα καθυστέρησε να το κάνει; Θέλει απλώς να υπενθυμίσει ότι υπάρχει και αυτός;
Δύσκολο να απαντηθούν τα ερωτήματα αυτά. Μπορεί και ο ίδιος ο κ. Σαμαράς να μη γνωρίζει τι ακριβώς θέλει, τι επιδιώκει και πού κατατείνει αυτή η ακροδεξιά, αλαζονική και καταγγελτική εθνικολαϊκιστική ρητορική του. Εξάλλου, το πρόσφατο και απώτερο παρελθόν του δεν χαρακτηρίζεται από συνέπεια, συνέχεια και προσεκτικές κινήσεις. Το αντίθετο μάλιστα:
Το 1993 ανέτρεψε την κυβέρνηση Μητσοτάκη με το επιχείρημα ότι ξεπουλάει το Μακεδονικό. Ιδρυσε στη συνέχεια την Πολιτική Ανοιξη, κόμμα κλασικά εθνικολαϊκιστικό, στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας, με εν πολλοίς ακροδεξιό πολιτικό λόγο. Το κόμμα αυτό επιβίωσε στις εκλογές του Οκτωβρίου του 1993 και κατόπιν, από το 1996, εξαφανίστηκε μαζί με τον αρχηγό του. Πρόλαβε όμως το 1995 να δώσει το φιλί της ζωής στο καταρρέον ΠΑΣΟΚ και τον ακυρωμένο για λόγους υγείας πρωθυπουργό του, αποτρέποντας πρόωρες εκλογές, που όλες οι δημοσκοπήσεις έδειχναν να κερδίζει με άνετη πλειοψηφία η Νέα Δημοκρατία. Το φιλί της ζωής ήταν ότι πρότεινε αυτός και υπερψήφισε μαζί με το ΠΑΣΟΚ ως Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον Κωστή Στεφανόπουλο, με αποτέλεσμα να υπάρξει προεδρική πλειοψηφία, να μη διαλυθεί η Βουλή και να μη διενεργηθούν πρόωρες εκλογές. Από τον Ιανουάριο του 1996 όμως άλλαξαν τα δεδομένα, ο Κώστας Σημίτης διαδέχτηκε τον Ανδρέα Παπανδρέου ως πρωθυπουργός αρχικά και ως πρόεδρος του κόμματος κατόπιν και επανέφερε στο ΠΑΣΟΚ ψηφοφόρους που είχαν απομακρυνθεί λόγω σκανδάλων, αυλής της Εκάλης και της υπερδραστήριας πρωθυπουργικής συζύγου. Ετσι έως τον Σεπτέμβριο του 1996 ο Σημίτης ανέστρεψε το κλίμα, προχώρησε σε πρόωρες εκλογές, ακύρωσε το προβάδισμα της Νέας Δημοκρατίας και το ΠΑΣΟΚ κέρδισε μια δεύτερη οκταετία, χάρη στην παρέμβαση Σαμαρά το 1995, κατά την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας.
Ο πρόεδρος της Πολιτικής Ανοιξης έμεινε έκτοτε σε απόλυτη αφάνεια έως ότου ο Κώστας Καραμανλής τον επανέφερε στη Νέα Δημοκρατία οκτώ χρόνια αργότερα, τον συμπεριέλαβε αρχικά στο ψηφοδέλτιο των ευρωεκλογών του 2004 και κατόπιν στο ψηφοδέλτιο των εθνικών εκλογών στη Μεσσηνία.
Στη συνέχεια, και για λόγους που δεν είναι του παρόντος να αναφερθούν, ο Σαμαράς, κατά παγκόσμια πρωτοτυπία, βρέθηκε πρόεδρος του κόμματος που ο ίδιος είχε πριν από λίγα χρόνια ανατρέψει. Ως πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας κατέγραψε στις διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις του 2010 τα χαμηλότερα ποσοστά στην ιστορία του κόμματος. Αλλά και ηγήθηκε από τις αρχές του 2010 ενός αδιέξοδου αντιμνημονιακού αγώνα στρώνοντας τον δρόμο στον Αλέξη Τσίπρα να ηγηθεί εκείνος κατόπιν των αντιμνημονιακών δυνάμεων, όταν ο Σαμαράς προσχώρησε από το 2012 στο μνημονιακό μέτωπο, κάνοντας πριν από τον Τσίπρα την πρώτη μεγάλη κωλοτούμπα.
Με όλο αυτό το παρελθόν πίσω του, με τον Σαμαρά 74 ετών σήμερα -δεν τον λες και νέο για άλλες περιπέτειες-, το ερώτημα είναι πού το πάει, αν το πάει κάπου ή αν ξέρει πού το πάει. Στη Νέα Δημοκρατία δεν έδειξαν ιδιαίτερη ανησυχία για το απλουστευτικό πολιτικό σύμπαν του Σαμαρά, όπως διατυπώθηκε στο «Πού πάμε;». Μάλλον τον αγνόησαν. Οι μόνοι που έδειξαν να ανησυχούν είναι οι πιθανοί συγκάτοικοί του στην ακροδεξιά πολυκατοικία. Πρώτος ο Κυριάκος Βελόπουλος έσπευσε να δηλώσει ότι ο Σαμαράς «έχει ψηφίσει τα πάντα, ό,τι έφερναν η Ν.Δ. και ο Μητσοτάκης και ξαφνικά ένα πρωί ξύπνησε και δηλώνει αντάρτης... Δεν έχω σχέση με τον Σαμαρά ιδεολογική. Κάνει πατριωτισμό a la carte». Περιμένει την αφορμή να διαφωνήσει σε κάτι για να πει «είμαι εδώ, πάω να κάνω κάτι».
Μετά τον Βελόπουλο εμφανίστηκε και ο Πάνος Καμμένος με ακόμη πιο σκληρή δήλωση: «Ο Σαμαράς, που παρέδωσε τη χώρα στο ΠΑΣΟΚ και στο διευθυντήριο των Βρυξελλών εκτελώντας τις εντολές Σόιμπλε, ο Σαμαράς, που ανέτρεψε την κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη το 1993 εξυπηρετώντας τη διαπλοκή, είναι ο τελευταίος που μπορεί να ηγηθεί της ατζέντας Τραμπ στην Ελλάδα».
Νομίζω ότι τώρα στα γεράματα ο κ. Σαμαράς θα μάθει ότι τα παιδιά εκεί στην Ακροδεξιά δεν είναι τόσο ευγενικά όσο αυτά στην Κεντροδεξιά, που κακώς τον είχαν ανεχθεί με ακραία συγκατάβαση πριν από τη διαγραφή του. Και αν συνεχίσει να μπλέκει στα πόδια τους δεν θα είναι καθόλου εύκολος αυτός ο νέος περίπατός του.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα