Όλα του Τσίπρα δύσκολα
Το rebranding του Αλέξη Τσίπρα προχωρεί κανονικά
Τις προσεχείς εβδομάδες θα παρακολουθήσουμε τη δεύτερη Διεθνή Διάσκεψη του Ινστιτούτου Τσίπρα όπου και θα βραβευτούν οι δημιουργοί του ντοκιμαντέρ «No other land»: δύο Παλαιστίνιοι και δύο Ισραηλινοί. Η επιλογή έχει ενδιαφέρον καθώς του επιτρέπει να εμφανιστεί στο πλευρό όσων ασκούν κριτική στην πολιτική Νετανιάχου, χωρίς να ταυτιστεί με την ακραία κριτική της αριστεράς η οποία συχνά αποπνέει αντισημιτισμό.
Είναι προφανές ότι η εικόνα που θέλει να καλλιεργήσει είναι του πολιτικού που διαθέτει αξιοπιστία και κύρος τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Ενός statesman με διεθνείς διασυνδέσεις ο οποίος είναι ο πλέον κατάλληλος για να ηγηθεί της χώρας στην καινούργια φάση μετά το τέλος των Μνημονίων. Ένας πολιτικός που δεν έχει μείνει στο χθες, ετοιμάζεται για το αύριο. Γιατί φυσικά είναι σαφές ότι αυτός είναι ο βασικός του στόχος: η επιστροφή στην ενεργή πολιτική. Και γιατί όχι; Οι επίγονοι του στον Σύριζα τα έχουν κάνει θάλασσα ενώ και το ΠΑΣΟΚ δεν δείχνει ικανό να κάνει το μεγάλο βήμα. Άλλωστε στις δημοσκοπήσεις μπορεί να μην το επιθυμεί η πλειοψηφία, περίπου το 30% ωστόσο βλέπει θετικά την επιστροφή του. Είναι μια καλή βάση. Παρόλα αυτά δεν θα είναι ένα απλό εγχείρημα.
Ο κ. Τσίπρας έχει ορισμένα σοβαρά πλεονεκτήματα. Έχει καταρχήν επικοινωνιακό χάρισμα. Είναι ένα από τα λίγα αν όχι το μόνο από τα στελέχη της αριστεράς το οποίο μπορεί να απευθυνθεί σε έναν ευρύτερο κύκλο πολιτών. Ταυτόχρονα διαθέτει εκτός από πολιτική και κυβερνητική πείρα. Με όλες τις αδυναμίες της, η κυβέρνηση Σύριζα της οποίας ηγήθηκε, υπήρξε η «συνεπέστερη μνημονιακή», ικανοποιώντας όλες τις υποχρεώσεις τις οποίες είχε αναλάβει η χώρα έναντι των δανειστών. Έχει τέλος το πλεονέκτημα του χρόνου. Σε μια περίοδο όπου τόσο ο πρωθυπουργός και τα κυβερνητικά στελέχη όσο και τα στελέχη της αντιπολίτευσης έχουν υποστεί για διαφορετικούς λόγους φθορά, ο ίδιος έμεινε εκτός πολιτικής. Μπορεί να ελπίζει ότι οι δικές του αδυναμίες θα απαλυνθούν στη μνήμη των πολιτών.
Αυτό το τελευταίο δεν είναι εύκολο βέβαια. Το αντισύριζα μέτωπο το οποίο διαμορφώθηκε πριν από τις εκλογές του 2019, παραμένει σήμερα ζωντανό αν και μεταλλαγμένο σε φιλοευρωπαϊκή εκσυγχρονιστική κατεύθυνση. Πρόκειται για ένα κρίσιμο τμήμα του εκλογικού σώματος στο οποίο θα χρειαστεί να απευθυνθεί. Δεν υπάρχει περίπτωση να το πετύχει ωστόσο χωρίς μια γενναία αυτοκριτική για τις επιλογές που έχει κάνει στο παρελθόν. Από τις καταστροφικές του πρώτου βαρουφάκειου εξάμηνου ως τις αντιδημοκρατικές μεθοδεύσεις σε βάρος των πολιτικών του αντιπάλων. Η ομολογία για αυταπάτες δεν αρκεί.
Ένα τέτοιο ξεκαθάρισμα με το παρελθόν όμως μπορεί να αποδειχθεί προβληματικό για δύο κυρίως λόγους. Ο πρώτος έχει να κάνει με τη γενικότερη πολιτική του αντίληψη. Είναι εύκολο για τον κ. Τσίπρα να κάνει ομιλίες για τη διεθνή πολιτική αναμασώντας λιγότερο ή περισσότερο ανώδυνες κοινοτυπίες. Ποτέ του ωστόσο, ούτε ο ίδιος ούτε η αριστερά, δεν είχαν μια συγκροτημένη άποψη για την ανάπτυξη και την οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας. Ακόμα και όταν εφάρμοζαν προγράμματα λιτότητας ο πολιτικός του λόγος παρέμενε βαθειά λαϊκιστικός. Δεν είναι τυχαίο ότι ο βασικός τους ιδεολογικός αντίπαλος δεν ήταν η λαϊκή δεξιά του Καραμανλή αλλά το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ του Σημίτη. Το 2015 κέρδισε τις εκλογές με όχημα την οργή. Σήμερα χρειάζεται πρόταση για το μέλλον και δεν την έχει.
Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με ένα βαθύτερο ζήτημα στρατηγικής το οποίο σχετίζεται με τα παραπάνω. Για να μπορέσει να αποτελέσει αξιόπιστη εναλλακτική λύση σε σχέση με τη Νέα Δημοκρατία ο κ. Τσίπρας θα πρέπει να απευθυνθεί και στους μετριοπαθείς ψηφοφόρους του κέντρου και της κεντροαριστεράς. Η βάση του όμως ήταν και σε μεγάλο βαθμό παραμένει, ο κόσμος του «όχι» στο δημοψήφισμα, αυτοί που απογοητεύτηκαν από την ρεαλιστική προσαρμογή του Σύριζα, όσοι πήγαν σπίτι τους ή αποτελούν σήμερα τη βάση των κομμάτων που ουσιαστικά λειτουργούν έξω από τους θεσμούς. Δεν είναι τυχαίο ότι στις δημοσκοπήσεις, οι μισοί από όσους δηλώνουν ότι θα ψηφίσουν την Πλεύση Ελευθερίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου, βλέπουν θετικά την επιστροφή του. Όποιο αφήγημα και αν υιοθετήσει θα κινδυνεύει να απογοητεύσει ένα μέρος των πολιτών στους οποίους θα πρέπει να απευθυνθεί.
Κρίσιμος παράγοντας θα είναι και η επιλογή του πότε και πώς θα διαλέξει να επιστρέψει ο Τσίπρας. Ιδίως επειδή πολλά είναι πέρα από τον έλεγχο του. Αν για παράδειγμα μετά τις εκλογές το ΠΑΣΟΚ είναι και με την λαϊκή ψήφο αξιωματική αντιπολίτευση με ένα ικανοποιητικό ποσοστό, με ποια δικαιολογία θα διεκδικήσει την εκπροσώπηση της κεντροαριστεράς; Ακόμα πιο σημαντικό μπορεί να είναι το ποιος θα βρίσκεται απέναντι του. Αυτή τη στιγμή στη ΝΔ ο Μητσοτάκης έχει προσωπική απήχηση στον μεσαίο χώρο. Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα ισχύει το ίδιο και για τον διάδοχο του. Αντιθέτως είναι πολύ πιθανή μια δεξιά μετακίνηση της ΝΔ η οποία θα αλλάξει σημαντικά τους όρους μιας επόμενης αναμέτρησης.
Αυτά όμως θα μας απασχολήσουν στο μέλλον. Για την ώρα θα παρακολουθούμε το rebranding Tsipras με όλη τη συμπάθεια που μπορεί να μας προκαλεί ένας μεσήλικας πια, ο οποίος προσπαθεί να μη μπει πρόωρα στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.
Είναι προφανές ότι η εικόνα που θέλει να καλλιεργήσει είναι του πολιτικού που διαθέτει αξιοπιστία και κύρος τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Ενός statesman με διεθνείς διασυνδέσεις ο οποίος είναι ο πλέον κατάλληλος για να ηγηθεί της χώρας στην καινούργια φάση μετά το τέλος των Μνημονίων. Ένας πολιτικός που δεν έχει μείνει στο χθες, ετοιμάζεται για το αύριο. Γιατί φυσικά είναι σαφές ότι αυτός είναι ο βασικός του στόχος: η επιστροφή στην ενεργή πολιτική. Και γιατί όχι; Οι επίγονοι του στον Σύριζα τα έχουν κάνει θάλασσα ενώ και το ΠΑΣΟΚ δεν δείχνει ικανό να κάνει το μεγάλο βήμα. Άλλωστε στις δημοσκοπήσεις μπορεί να μην το επιθυμεί η πλειοψηφία, περίπου το 30% ωστόσο βλέπει θετικά την επιστροφή του. Είναι μια καλή βάση. Παρόλα αυτά δεν θα είναι ένα απλό εγχείρημα.
Ο κ. Τσίπρας έχει ορισμένα σοβαρά πλεονεκτήματα. Έχει καταρχήν επικοινωνιακό χάρισμα. Είναι ένα από τα λίγα αν όχι το μόνο από τα στελέχη της αριστεράς το οποίο μπορεί να απευθυνθεί σε έναν ευρύτερο κύκλο πολιτών. Ταυτόχρονα διαθέτει εκτός από πολιτική και κυβερνητική πείρα. Με όλες τις αδυναμίες της, η κυβέρνηση Σύριζα της οποίας ηγήθηκε, υπήρξε η «συνεπέστερη μνημονιακή», ικανοποιώντας όλες τις υποχρεώσεις τις οποίες είχε αναλάβει η χώρα έναντι των δανειστών. Έχει τέλος το πλεονέκτημα του χρόνου. Σε μια περίοδο όπου τόσο ο πρωθυπουργός και τα κυβερνητικά στελέχη όσο και τα στελέχη της αντιπολίτευσης έχουν υποστεί για διαφορετικούς λόγους φθορά, ο ίδιος έμεινε εκτός πολιτικής. Μπορεί να ελπίζει ότι οι δικές του αδυναμίες θα απαλυνθούν στη μνήμη των πολιτών.
Αυτό το τελευταίο δεν είναι εύκολο βέβαια. Το αντισύριζα μέτωπο το οποίο διαμορφώθηκε πριν από τις εκλογές του 2019, παραμένει σήμερα ζωντανό αν και μεταλλαγμένο σε φιλοευρωπαϊκή εκσυγχρονιστική κατεύθυνση. Πρόκειται για ένα κρίσιμο τμήμα του εκλογικού σώματος στο οποίο θα χρειαστεί να απευθυνθεί. Δεν υπάρχει περίπτωση να το πετύχει ωστόσο χωρίς μια γενναία αυτοκριτική για τις επιλογές που έχει κάνει στο παρελθόν. Από τις καταστροφικές του πρώτου βαρουφάκειου εξάμηνου ως τις αντιδημοκρατικές μεθοδεύσεις σε βάρος των πολιτικών του αντιπάλων. Η ομολογία για αυταπάτες δεν αρκεί.
Ένα τέτοιο ξεκαθάρισμα με το παρελθόν όμως μπορεί να αποδειχθεί προβληματικό για δύο κυρίως λόγους. Ο πρώτος έχει να κάνει με τη γενικότερη πολιτική του αντίληψη. Είναι εύκολο για τον κ. Τσίπρα να κάνει ομιλίες για τη διεθνή πολιτική αναμασώντας λιγότερο ή περισσότερο ανώδυνες κοινοτυπίες. Ποτέ του ωστόσο, ούτε ο ίδιος ούτε η αριστερά, δεν είχαν μια συγκροτημένη άποψη για την ανάπτυξη και την οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας. Ακόμα και όταν εφάρμοζαν προγράμματα λιτότητας ο πολιτικός του λόγος παρέμενε βαθειά λαϊκιστικός. Δεν είναι τυχαίο ότι ο βασικός τους ιδεολογικός αντίπαλος δεν ήταν η λαϊκή δεξιά του Καραμανλή αλλά το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ του Σημίτη. Το 2015 κέρδισε τις εκλογές με όχημα την οργή. Σήμερα χρειάζεται πρόταση για το μέλλον και δεν την έχει.
Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με ένα βαθύτερο ζήτημα στρατηγικής το οποίο σχετίζεται με τα παραπάνω. Για να μπορέσει να αποτελέσει αξιόπιστη εναλλακτική λύση σε σχέση με τη Νέα Δημοκρατία ο κ. Τσίπρας θα πρέπει να απευθυνθεί και στους μετριοπαθείς ψηφοφόρους του κέντρου και της κεντροαριστεράς. Η βάση του όμως ήταν και σε μεγάλο βαθμό παραμένει, ο κόσμος του «όχι» στο δημοψήφισμα, αυτοί που απογοητεύτηκαν από την ρεαλιστική προσαρμογή του Σύριζα, όσοι πήγαν σπίτι τους ή αποτελούν σήμερα τη βάση των κομμάτων που ουσιαστικά λειτουργούν έξω από τους θεσμούς. Δεν είναι τυχαίο ότι στις δημοσκοπήσεις, οι μισοί από όσους δηλώνουν ότι θα ψηφίσουν την Πλεύση Ελευθερίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου, βλέπουν θετικά την επιστροφή του. Όποιο αφήγημα και αν υιοθετήσει θα κινδυνεύει να απογοητεύσει ένα μέρος των πολιτών στους οποίους θα πρέπει να απευθυνθεί.
Κρίσιμος παράγοντας θα είναι και η επιλογή του πότε και πώς θα διαλέξει να επιστρέψει ο Τσίπρας. Ιδίως επειδή πολλά είναι πέρα από τον έλεγχο του. Αν για παράδειγμα μετά τις εκλογές το ΠΑΣΟΚ είναι και με την λαϊκή ψήφο αξιωματική αντιπολίτευση με ένα ικανοποιητικό ποσοστό, με ποια δικαιολογία θα διεκδικήσει την εκπροσώπηση της κεντροαριστεράς; Ακόμα πιο σημαντικό μπορεί να είναι το ποιος θα βρίσκεται απέναντι του. Αυτή τη στιγμή στη ΝΔ ο Μητσοτάκης έχει προσωπική απήχηση στον μεσαίο χώρο. Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα ισχύει το ίδιο και για τον διάδοχο του. Αντιθέτως είναι πολύ πιθανή μια δεξιά μετακίνηση της ΝΔ η οποία θα αλλάξει σημαντικά τους όρους μιας επόμενης αναμέτρησης.
Αυτά όμως θα μας απασχολήσουν στο μέλλον. Για την ώρα θα παρακολουθούμε το rebranding Tsipras με όλη τη συμπάθεια που μπορεί να μας προκαλεί ένας μεσήλικας πια, ο οποίος προσπαθεί να μη μπει πρόωρα στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα