
Ενός δασμού μύρια έπονται
Ο Ντόναλντ Τραμπ τάραξε τα νερά με τις κινήσεις του στο θέμα των δασμών
Μπορεί να ανέβαλε για έναν μήνα την επιβολή τέλους 25% στις εισαγωγές από Μεξικό και Καναδά, αλλά και οι δύο χώρες ήταν έτοιμες για επιβολή αντιποίνων, ενώ η Κίνα ήδη απάντησε με πολύπλευρα αντίμετρα στους νέους δασμούς 10% που επιβλήθηκαν στις κινεζικές εισαγωγές στις ΗΠΑ. Το Πεκίνο ανακοίνωσε δικούς του δασμούς σε επιλεγμένες αμερικανικές εισαγωγές (άνθρακας, υγροποιημένο φυσικό αέριο, αργό πετρέλαιο, γεωργικά μηχανήματα και οχήματα με μεγάλους κινητήρες), έβαλε στο αντιμονοπωλιακό στόχαστρο την Google και έθεσε νέους περιορισμούς στις εξαγωγές στρατηγικών ορυκτών.
Οι κινήσεις, προς το παρόν, παραπέμπουν περισσότερο σε διαπραγματεύσεις παρά σε γενικευμένο εμπορικό πόλεμο.
Είναι όμως ξεκάθαρο ότι το ελεύθερο διεθνές εμπόριο είναι πλέον παρελθόν και στο εξής οι ροές των εμπορικών συναλλαγών θα είναι αντικείμενο οικονομικών πιέσεων, διπλωματικών εκβιασμών και γεωπολιτικών χειρισμών.
Η πτωτική αντίδραση των χρηματιστηριακών δεικτών μετά τις εξαγγελίες Τραμπ για τους δασμούς, και μέχρι να ανακοινωθεί η αναβολή τους, έφερε στο προσκήνιο τα μεγάλα ρίσκα που έχει για την παγκόσμια οικονομία μια γενικευμένη εμπορική σύγκρουση.
Ιστορικοί και οικονομολόγοι βλέπουν το τελευταίο διάστημα «εφιάλτες» από τη δεκαετία του 1930, όταν οι ΗΠΑ, με τον νόμο Smoot-Hawley, επέβαλαν δασμούς στα ξένα αγροτικά και βιομηχανικά προϊόντα, με στόχο να αυξήσουν τις τιμές τους και να προφυλάξουν τους Αμερικανούς παραγωγούς από τον εισαγόμενο ανταγωνισμό.
Το αποτέλεσμα, όμως, ήταν αντίθετο, καθώς οι αμερικανικοί δασμοί προκάλεσαν αντίποινα από πολλές χώρες, με αποτέλεσμα να υποχωρήσει δραματικά το διεθνές εμπόριο, κατά περισσότερο από 60% μέσα σε πέντε χρόνια, και να επιδεινωθεί η ύφεση η οποία είχε ξεκινήσει μετά το χρηματιστηριακό κραχ του 1929.
Οι Αμερικανοί παραγωγοί κατέληξαν να πουλάνε λιγότερα προϊόντα τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, ενώ η εξάπλωση του προστατευτισμού επηρέασε τις περισσότερες οικονομίες, διόγκωσε τα οικονομικά προβλήματα και προκάλεσε πολιτικές παρενέργειες, με άνοδο του εθνικισμού, η οποία οδήγησε τελικά στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Σήμερα, ο Τραμπ χρησιμοποιεί τους δασμούς όχι μόνο ως οικονομικό εργαλείο, για να υποστηρίξει την εγχώρια οικονομία, αλλά και ως διπλωματικό και γεωπολιτικό μοχλό πίεσης.
Ακόμα και αν οι χώρες-σύμμαχοι των ΗΠΑ υποχωρήσουν, υποτασσόμενες σε πρώτη φάση στη βούληση του Λευκού Οίκου, για να αποφύγουν τους δασμούς, είναι βέβαιο ότι θα προετοιμαστούν για τα χειρότερα, αναζητώντας εναλλακτικές ώστε να υποστηρίξουν τη δική τους εγχώρια οικονομία.
Επομένως η επιστροφή στον προστατευτισμό μοιάζει αναπόφευκτη.
Ορισμένοι οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι μια λελογισμένη υποχώρηση του διεθνούς εμπορίου θα είχε ευνοϊκή επίδραση, καθώς θα σηματοδοτούσε την ευεργετική επαναφορά του εθνικού ελέγχου επί της οικονομίας, ο οποίος έχει χαθεί λόγω παγκοσμιοποίησης, η οποία έφερε μεν οικονομική ανάπτυξη αλλά «άφησε πίσω» μεγάλα τμήματα της κοινωνίας και του παραγωγικού ιστού. Ενας βαθμός επιστροφής σε εθνικές οικονομικές πολιτικές, υποστηρίζουν οι θιασώτες αυτής της άποψης, θα δημιουργούσε προϋποθέσεις για πολιτική διαχείριση των οικονομικών προβλημάτων σε εθνικό επίπεδο και θα οδηγούσε τελικά σε καλύτερη κοινωνική και πολιτική ισορροπία.
To διεθνές εμπόριο ως ποσοστό του παγκόσμιου ΑΕΠ είχε φτάσει από 25% το 1960 στο 40% το 1980 και κορυφώθηκε στο 60% το 2008, οπότε το κραχ και η χρηματοπιστωτική κρίση επιβράδυναν την εξέλιξη μέχρι το 2020.
Οι κινήσεις, προς το παρόν, παραπέμπουν περισσότερο σε διαπραγματεύσεις παρά σε γενικευμένο εμπορικό πόλεμο.
Είναι όμως ξεκάθαρο ότι το ελεύθερο διεθνές εμπόριο είναι πλέον παρελθόν και στο εξής οι ροές των εμπορικών συναλλαγών θα είναι αντικείμενο οικονομικών πιέσεων, διπλωματικών εκβιασμών και γεωπολιτικών χειρισμών.
Η πτωτική αντίδραση των χρηματιστηριακών δεικτών μετά τις εξαγγελίες Τραμπ για τους δασμούς, και μέχρι να ανακοινωθεί η αναβολή τους, έφερε στο προσκήνιο τα μεγάλα ρίσκα που έχει για την παγκόσμια οικονομία μια γενικευμένη εμπορική σύγκρουση.
Ιστορικοί και οικονομολόγοι βλέπουν το τελευταίο διάστημα «εφιάλτες» από τη δεκαετία του 1930, όταν οι ΗΠΑ, με τον νόμο Smoot-Hawley, επέβαλαν δασμούς στα ξένα αγροτικά και βιομηχανικά προϊόντα, με στόχο να αυξήσουν τις τιμές τους και να προφυλάξουν τους Αμερικανούς παραγωγούς από τον εισαγόμενο ανταγωνισμό.
Το αποτέλεσμα, όμως, ήταν αντίθετο, καθώς οι αμερικανικοί δασμοί προκάλεσαν αντίποινα από πολλές χώρες, με αποτέλεσμα να υποχωρήσει δραματικά το διεθνές εμπόριο, κατά περισσότερο από 60% μέσα σε πέντε χρόνια, και να επιδεινωθεί η ύφεση η οποία είχε ξεκινήσει μετά το χρηματιστηριακό κραχ του 1929.
Οι Αμερικανοί παραγωγοί κατέληξαν να πουλάνε λιγότερα προϊόντα τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, ενώ η εξάπλωση του προστατευτισμού επηρέασε τις περισσότερες οικονομίες, διόγκωσε τα οικονομικά προβλήματα και προκάλεσε πολιτικές παρενέργειες, με άνοδο του εθνικισμού, η οποία οδήγησε τελικά στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Σήμερα, ο Τραμπ χρησιμοποιεί τους δασμούς όχι μόνο ως οικονομικό εργαλείο, για να υποστηρίξει την εγχώρια οικονομία, αλλά και ως διπλωματικό και γεωπολιτικό μοχλό πίεσης.
Ακόμα και αν οι χώρες-σύμμαχοι των ΗΠΑ υποχωρήσουν, υποτασσόμενες σε πρώτη φάση στη βούληση του Λευκού Οίκου, για να αποφύγουν τους δασμούς, είναι βέβαιο ότι θα προετοιμαστούν για τα χειρότερα, αναζητώντας εναλλακτικές ώστε να υποστηρίξουν τη δική τους εγχώρια οικονομία.
Επομένως η επιστροφή στον προστατευτισμό μοιάζει αναπόφευκτη.
Ορισμένοι οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι μια λελογισμένη υποχώρηση του διεθνούς εμπορίου θα είχε ευνοϊκή επίδραση, καθώς θα σηματοδοτούσε την ευεργετική επαναφορά του εθνικού ελέγχου επί της οικονομίας, ο οποίος έχει χαθεί λόγω παγκοσμιοποίησης, η οποία έφερε μεν οικονομική ανάπτυξη αλλά «άφησε πίσω» μεγάλα τμήματα της κοινωνίας και του παραγωγικού ιστού. Ενας βαθμός επιστροφής σε εθνικές οικονομικές πολιτικές, υποστηρίζουν οι θιασώτες αυτής της άποψης, θα δημιουργούσε προϋποθέσεις για πολιτική διαχείριση των οικονομικών προβλημάτων σε εθνικό επίπεδο και θα οδηγούσε τελικά σε καλύτερη κοινωνική και πολιτική ισορροπία.
To διεθνές εμπόριο ως ποσοστό του παγκόσμιου ΑΕΠ είχε φτάσει από 25% το 1960 στο 40% το 1980 και κορυφώθηκε στο 60% το 2008, οπότε το κραχ και η χρηματοπιστωτική κρίση επιβράδυναν την εξέλιξη μέχρι το 2020.
Μετά την πανδημία το ποσοστό ανέβηκε πάλι στο 62%. Οπότε κάποιοι νοσταλγούν τις παλιές καλές ημέρες, όταν οι οικονομίες και το εμπόριο ήταν εθνική υπόθεση και βλέπουν την προοπτική οι πολιτικές Τραμπ να οδηγήσουν σε μια νέα ισορροπία στο διεθνές σύστημα.
Οπως φαίνεται, όμως, στο τραπέζι δεν βρίσκεται μια διεθνής συνεννόηση για καλύτερη διαχείριση της οικονομίας προς όφελος των κοινωνιών.
Αντιθέτως, προστατευτισμός και δασμοί σημαίνουν ότι μια χώρα προσπαθεί να εξάγει το οικονομικό της πρόβλημα σε μια άλλη.
Ακόμα κι αν οι δασμοί αποδώσουν οικονομικά στη χώρα που τους επιβάλλει σε πρώτη φάση, το πρόβλημα θα εκδηλωθεί αλλού και θα προκαλέσει οικονομικές και πολιτικές παρενέργειες οι οποίες θα έχουν αλυσιδωτές οικονομικές και πολιτικές συνέπειες.
Αυτό δείχνει η Ιστορία.
Ας ελπίσουμε ότι η Ιστορία δεν θα επαναληφθεί.
Οπως φαίνεται, όμως, στο τραπέζι δεν βρίσκεται μια διεθνής συνεννόηση για καλύτερη διαχείριση της οικονομίας προς όφελος των κοινωνιών.
Αντιθέτως, προστατευτισμός και δασμοί σημαίνουν ότι μια χώρα προσπαθεί να εξάγει το οικονομικό της πρόβλημα σε μια άλλη.
Ακόμα κι αν οι δασμοί αποδώσουν οικονομικά στη χώρα που τους επιβάλλει σε πρώτη φάση, το πρόβλημα θα εκδηλωθεί αλλού και θα προκαλέσει οικονομικές και πολιτικές παρενέργειες οι οποίες θα έχουν αλυσιδωτές οικονομικές και πολιτικές συνέπειες.
Αυτό δείχνει η Ιστορία.
Ας ελπίσουμε ότι η Ιστορία δεν θα επαναληφθεί.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα