Ποιος σκότωσε την ελληνική Αριστερά;
Τι συμβαίνει άραγε στον ΣΥΡΙΖΑ μετά την εκλογή του νέου του Προέδρου; Ή μάλλον σωστότερα: τι συμβαίνει στο ΣΥΡΙΖΑ που δεν έχει ξανασυμβεί με πανομοιότυπο τρόπο στο παρελθόν;
Γιατί μοιάζει να γεννά τόσες εκπλήξεις και τόσες εξελίξεις ένα έργο που παίζεται στο εσωτερικό του κόμματος τουλάχιστον από το 2015 και μετά, παρότι με άλλους πρωταγωνιστές και σε λιγότερο διασκεδαστική εκδοχή; Με άλλα λόγια, είτε ως δράμα είτε ως κωμωδία, το περίεργο αυτό κόμμα παραμένει ένα υβρίδιο του οποίου οι οβιδιακές μεταμορφώσεις δεν έχουν αλλοιώσει σε καμία περίπτωση τo βασικότερο χαρακτηριστικό του: τον βαθύ κυνικό λαϊκισμό του και την μεγάλη τέχνη της πολιτικής παραπλάνησης στην οποία ειδικεύεται έδώ και πολλά χρόνια -ευτυχώς όχι πλέον με ιδιαίτερη επιτυχία.
Η ουρανοκατέβατη υποψηφιότητα και η εντελώς αναπάντεχη επικράτηση του Κασσελάκη στις εσωκομματικές εκλογές του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ φάνηκε αρχικά ότι θα μπορούσε να σημάνει μια νέα αρχή για το κόμμα, και μάλιστα σε ελαφρώς διαφορετική κατεύθυνση, ανανεώνοντας τόσο το περίβλημα όσο και το περιεχόμενο του πολιτικού του προϊόντος. Η άνεση στην χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και η μοντέρνα αισθητική του νέου προέδρου του, που ήταν εξάλλου ο πρώτος ανοικτά δηλωμένος ομοφυλόφιλος αρχηγός κόμματος στην πολιτική ιστορία της χώρας, έδιναν μια αίσθηση ότι είχαμε να κάνουμε με κάτι πραγματικά καινούργιο και πρωτότυπο.
Ένας νέος άνθρωπος από τον ομογενειακό ελληνισμό που αυτοπαρουσιαζόταν ως οικονομικά αυτοδημιούργητος και επιπλέον ως κάποιος που δεν ήταν προϊόν των κομματικών σωλήνων, της ελληνικής οικογενειοκρατίας ή του νεποτισμού και του γνωστού φαβοριτισμού, με βάση τον οποίο έχουν κάνει καριέρα στον πολιτικό στίβο τόσοι και τόσοι εντελώς ανίκανοι πολιτικάντηδες, δημιουργούσε αν μη τι άλλο την προσδοκία ότι ερχόταν να εκφράσει νέες, πολύ υγιείς κοινωνικές τάσεις. Και ότι πάντως θα μπορούσε να ξαναδώσει στο ΣΥΡΙΖΑ την χαμένη του επαφή με ψηφοφόρους και κοινωνικές ομάδες οι οποίες είχαν απομακρυνθεί μετά την απογοητευτική κυβερνητική του θητεία, και την διγλωσσία, τον κυνισμό, τον συγκαλυμμένο αυταρχισμό και την εν γένει διοικητική ανικανότητα που την χαρακτήρισε.
ΣΥΡΙΖΑ: ένα αρχηγικό, “νεοφιλελεύθερο” κόμμα
Πολύ γρήγορα ωστόσο έγινε κατανοητό, εντός κι εκτός κόμματος, ότι δεν συνέβαινε τίποτε από όλα αυτά. Το πρώτο σαφές δείγμα της παλαιοκομματικής και λαϊκιστικής κουλτούρας που διαπνέει τον Στέφανο Κασσελάκη ήταν το γεγονός ότι η βασική του εσωκομματική συμμαχία υπήρξαν ο Παύλος Πολάκης μαζί με τον Νίκο Παππά, με άλλα λόγια τα δύο πιο προβληματικά στελέχη της προηγούμενης περιόδου που έδιναν και τον κυρίαρχο τόνο στο κόμμα επί χρόνια, ο ένας με την τοξικότητα και ο άλλος με τις ραδιούργίες του, οι οποίες μάλιστα έτυχαν καταδίκης και από την ίδια την Δικαιοσύνη. Και όλα τούτα πάντα με τις ευλογίες του Αλέξη Τσίπρα. Αυτό θα αρκούσε από μόνο του για να μας προετοιμάσει ότι ο νέος αρχηγός δεν θα ήταν τίποτε διαφορετικό από αυτό που ήδη ξέραμε για τον ΣΥΡΙΖΑ μέχρι χθες. Αλλά στο μεταξύ θα αναδεικνύονταν και άλλες ομοιόητες, καθιστώντας τον Στέφανο όχι κάτι περισσότερο από μια μεταμοντέρνα μετεξέλιξη του Αλέξη.
Το πρώτο ήταν ο άνευ ορίων αρχηγισμός που χαρακτηρίζει τόσο το αυθεντικό “προϊόν” όσο και την ρέπλικά του. Ως γνωστό, ο Τσίπρας υπήρξε ο μακροβιότερος αρχηγός ελληνικού κόμματος της μεταπολίτευσης, μετά τον Ανδρέα Παπανδρέου. Αφότου πήρε, ως νέο και εντελώς άπειρο νεούδι στα 34 του, το δαχτυλίδι της διαδοχής από τον Αλ. Αλαβάνο, έμεινε αμετακίνητος στο τιμόνι του κόμματος για 15 ολόκληρα χρόνια, χωρίς να αμφισβητηθεί δημοσίως ποτέ από κανέναν, ούτε καν μετά τις δύο ταπεινωτικές εκλογικές ήττες του 2019. Όχι μόνο αυτό αλλά ο ίδιος φρόντισε να αποδυναμώσει το κόμμα, οι πολυδαίδαλες εσωτερικές τάσεις και ομάδες του οποίου μόνο πρόβλημα δημιουργούσαν στις βλέψεις του για την εξουσία.
Έτσι, το κόμμα απαξιώθηκε, με εκείνον να εξελίσσεται στον απόλυτο κυρίαρχό του, στο όνομα της κατάκτησης και κατόπιν της διατήρησης της κυβερνητικής εξουσίας. Και όταν χρειάστηκε να κάνει την “κωλοτούμπα” μετά το δημοψήφισμα, δεν δίστασε να καρατομήσει και όσους εξ αριστερών μιλούσαν για “προδοσία”. Τι διαφορετικό κάνει ο Κασσελάκης σήμερα ως αρχηγός (που μάλιστα ανέλαβε στην ίδια περίπου ηλικία); Το ίδιο αρχηγικό μοντέλο δείχνει σαφώς να υπηρετεί αποπέμποντας με συνοπτικές (και σίγουρα εκτός καταστατικού) διαδικασίες όσους τον αμφισβητούν. Σκοπός του ο ίδιος: ένα αρχηγικό “κόμμα” χωρίς πολυφωνία, και φράξιες που είναι το κλασικό γνώρισμα της Αριστεράς από καταβολής της ύπαρξής της.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι η ιδεολογική του μετάλλαξη, ακριβώς μετά τον μεγάλο συμβιβασμό του καλοκαιριού του 2015. Η ανατροπή του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα και το αχρείαστο τρίτο μνημόνιο με το οποίο φόρτωσε την χώρα ο Τσίπρας, δεν είχε μόνο μεγάλες οικονομικές συνέπειες για την κοινωνία αλλά και ταυτοτικές για τον κυβερνώντα ΣΥΡΙΖΑ. Όσο κι αν οι προπαγανδιστικοί του μηχανισμοί προσπάθησαν να χρυσώσουν το χάπι, η οικονομική πολιτική που καλούνταν να εφαρμόσει ήταν μια επωδός σε αυτό που οι ίδιοι αποκαλούσαν παλιότερα, “ανάλγητος νεοφιελελευθερισμός” -με την υποχρέωση της παραγωγής θηριωθών δημοσιονομικών πλεονασμάτων να καθιστά την κυβέρνηση της Πρώτης Φοράς Αριστεράς την πιο “δεξιά” της μεταπολίτευσης.
Υπό αυτή την έννοια, δεν προκαλούν και μεγάλη έκπληξη οι “νεοφιλελεύθερες” απόψεις που εξέφραζε εκείνα περίπου τα χρόνια στον Τύπο της ομογένειας ο νεαρός Κασσελάκης, όπως αποκάλυψε πρόφατη δημοσιογραφική έρευνα. Δεν μιλούσε, δηλαδή, ο σημερινός... μπρρόεδρος και σε πολύ διαφορετικό πνεύμα από εκείνο που χαρακτήρισε την κυβερνητική πολιτική του Τσίπρα, ο οποίος δεν είχε κανένα πρόβλημα να θυσιάσει την αριστεροσύνη του για την πρωθυπουργική καρέκλα. Εντέλει, πρόκειται για δύο μαρξιστές-λάτρεις της αστακομακαρονάδας, που ευτυχώς για εμάς τους υπόλοιπους, αισθάνονται οικειότερα με το κωμικό πνεύμα των αδερφών Μαρξ παρά με τον επαναστατικό οίστρο του συνονόματού τους διανοητή.
Ανάμεσα στην τραγωδία του Τσίπρα και την φάρσα του Κασσελάκη
Αν ισχύουν τα παραπάνω είναι και περιττό να ασχολούμαστε με εικασίες για το ποια “ύποπτα κέντρα” υποτίθεται ότι έφεραν και “φύτεψαν” τον Κασσελάκη στην αρχηγία του κόμματος. Είτε προωθήθηκε παρασκηνιακά από τον οποιονδήποτε είτε είδε φως και μπήκε σε ένα κόμμα που έτσι κι αλλιώς δεν ξέρει εδώ και καιρό που πατάει και που βρίσκεται, ο “Αριστερός” αυτός από τα Χάμπτονς αποδείχτηκε ένας ιδανικός συνεχιστής της παράδοσης του Τσίπρα και εκείνου στο οποίο είχε μετεξελιχθεί ο ΣΥΡΙΖΑ στην 15ετή θητεία του τελευταίου. Κοιτάζοντας σήμερα όλη αυτή την περίοδο ανασκοπικά και βλέποντας την απαξίωση των αριστερών ιδεών στη δημόσια σφαίρα -όταν σε ολόκληρη τη μεταπολίτευση υπήρξαν ηγεμονικές και πέραν κριτικής- μπορούμε να το πούμε ευθέως.
Ο Αλέξης Τσίπρας υπήρξε ο ψυχρός εκτελεστής της ελληνικής Αριστεράς, η οποία μπορεί να βίωνε υπαρξιακά ζητήματα μετά το 1989 αλλά εκείνος ήταν που της έδωσε το τελειωτικό χτύπημα. Αρχικά ως αριστεριστής της αντιπαγκοσμιοποίησης που έβρισκε απολύτως δικαιολογημένη την καταστροφή της Αθήνας τον Δεκέμβριο του 2008, και αργότερα ως αρχηγός των Αγανακτισμένων της αντιμνημονιακής πλατείας, στην οποία μπλέκονταν γλυκά ο ριζοσπαστισμός της αριστεράς με τον ακτιβισμό της ακροδεξιάς, ο τότε πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, μετέτρεπε μέρα με την μέρα, την ταυτότητα του κόμματος σε ένα κόμμα χωρίς ταυτότητα. Ποια Αριστερά μπορούσε να εκφράζει ο άνθρωπος που ασυνείδητα μιμούνταν τον Ανδρέα Παπανδρέου, που έσπευδε να συμβιβαστεί με την πρώτη ευκαιρία με τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα και που υπάκουε τυφλά στα κελεύσματα της Εκκλησίας; Η τελική ταφόπλακα θα έμπαινε φυσικά με την ανερυθρίαστη κυβερνητική συνεργασία του με τον αυθεντικότερο εκπρόσωπο της λαϊκιστικής Δεξιάς, τον Πάνο Καμμένο, με τον οποίο είναι αδιευκρίνιστο αν τους συνέδεε περισσότερο ο ιδιοτελής κυνισμός ή η πολιτική χυδαιότητα.
Σίγουρα, πάντως, ήταν η κοινή γλώσσα του αντιμνημονιακού εθνολαϊκισμού που τους κατέστησε (εν αγνοία τους ίσως και με κόστος για την χώρα) τους δύο μεγαλύτερους ευεργέτες της σύγχρονης πολιτικής μας κουλτούρας: διότι αυτοί ήταν που έναν σμπαράλια την παλιά διχοτόμηση Αριστεράς-Δεξιάς και κατάφεραν έτσι να απελευθερώσουν πολλούς συμπολίτες μας από μια ιδεολογική φυλακή που περιόριζε την σκέψη και την κριτική. Και αυτό τους το χρωστάμε, ομολογουμένως.
Όσο για τον Κασσελάκη, ίσως να τον αδικούμε όταν υποτιμούμε την μαρξιστική του συγκρότηση, καθώς είναι είναι μάλλον ο πιο αυθεντικός εκφραστής της γνωστής μαρξιανής ρήσης, ότι όλα τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα εμφανίζονται κατά κάποιον τρόπο δύο φορές: την μία φορά ως τραγωδία, την άλλη ως φάρσα.
Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος, Καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και Αντιπρόεδρος του Παρατηρητηρίου για τη Διδασκαλία της Ιστορίας στο Συμβούλιο της Ευρώπης
Η ουρανοκατέβατη υποψηφιότητα και η εντελώς αναπάντεχη επικράτηση του Κασσελάκη στις εσωκομματικές εκλογές του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ φάνηκε αρχικά ότι θα μπορούσε να σημάνει μια νέα αρχή για το κόμμα, και μάλιστα σε ελαφρώς διαφορετική κατεύθυνση, ανανεώνοντας τόσο το περίβλημα όσο και το περιεχόμενο του πολιτικού του προϊόντος. Η άνεση στην χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και η μοντέρνα αισθητική του νέου προέδρου του, που ήταν εξάλλου ο πρώτος ανοικτά δηλωμένος ομοφυλόφιλος αρχηγός κόμματος στην πολιτική ιστορία της χώρας, έδιναν μια αίσθηση ότι είχαμε να κάνουμε με κάτι πραγματικά καινούργιο και πρωτότυπο.
Ένας νέος άνθρωπος από τον ομογενειακό ελληνισμό που αυτοπαρουσιαζόταν ως οικονομικά αυτοδημιούργητος και επιπλέον ως κάποιος που δεν ήταν προϊόν των κομματικών σωλήνων, της ελληνικής οικογενειοκρατίας ή του νεποτισμού και του γνωστού φαβοριτισμού, με βάση τον οποίο έχουν κάνει καριέρα στον πολιτικό στίβο τόσοι και τόσοι εντελώς ανίκανοι πολιτικάντηδες, δημιουργούσε αν μη τι άλλο την προσδοκία ότι ερχόταν να εκφράσει νέες, πολύ υγιείς κοινωνικές τάσεις. Και ότι πάντως θα μπορούσε να ξαναδώσει στο ΣΥΡΙΖΑ την χαμένη του επαφή με ψηφοφόρους και κοινωνικές ομάδες οι οποίες είχαν απομακρυνθεί μετά την απογοητευτική κυβερνητική του θητεία, και την διγλωσσία, τον κυνισμό, τον συγκαλυμμένο αυταρχισμό και την εν γένει διοικητική ανικανότητα που την χαρακτήρισε.
ΣΥΡΙΖΑ: ένα αρχηγικό, “νεοφιλελεύθερο” κόμμα
Πολύ γρήγορα ωστόσο έγινε κατανοητό, εντός κι εκτός κόμματος, ότι δεν συνέβαινε τίποτε από όλα αυτά. Το πρώτο σαφές δείγμα της παλαιοκομματικής και λαϊκιστικής κουλτούρας που διαπνέει τον Στέφανο Κασσελάκη ήταν το γεγονός ότι η βασική του εσωκομματική συμμαχία υπήρξαν ο Παύλος Πολάκης μαζί με τον Νίκο Παππά, με άλλα λόγια τα δύο πιο προβληματικά στελέχη της προηγούμενης περιόδου που έδιναν και τον κυρίαρχο τόνο στο κόμμα επί χρόνια, ο ένας με την τοξικότητα και ο άλλος με τις ραδιούργίες του, οι οποίες μάλιστα έτυχαν καταδίκης και από την ίδια την Δικαιοσύνη. Και όλα τούτα πάντα με τις ευλογίες του Αλέξη Τσίπρα. Αυτό θα αρκούσε από μόνο του για να μας προετοιμάσει ότι ο νέος αρχηγός δεν θα ήταν τίποτε διαφορετικό από αυτό που ήδη ξέραμε για τον ΣΥΡΙΖΑ μέχρι χθες. Αλλά στο μεταξύ θα αναδεικνύονταν και άλλες ομοιόητες, καθιστώντας τον Στέφανο όχι κάτι περισσότερο από μια μεταμοντέρνα μετεξέλιξη του Αλέξη.
Το πρώτο ήταν ο άνευ ορίων αρχηγισμός που χαρακτηρίζει τόσο το αυθεντικό “προϊόν” όσο και την ρέπλικά του. Ως γνωστό, ο Τσίπρας υπήρξε ο μακροβιότερος αρχηγός ελληνικού κόμματος της μεταπολίτευσης, μετά τον Ανδρέα Παπανδρέου. Αφότου πήρε, ως νέο και εντελώς άπειρο νεούδι στα 34 του, το δαχτυλίδι της διαδοχής από τον Αλ. Αλαβάνο, έμεινε αμετακίνητος στο τιμόνι του κόμματος για 15 ολόκληρα χρόνια, χωρίς να αμφισβητηθεί δημοσίως ποτέ από κανέναν, ούτε καν μετά τις δύο ταπεινωτικές εκλογικές ήττες του 2019. Όχι μόνο αυτό αλλά ο ίδιος φρόντισε να αποδυναμώσει το κόμμα, οι πολυδαίδαλες εσωτερικές τάσεις και ομάδες του οποίου μόνο πρόβλημα δημιουργούσαν στις βλέψεις του για την εξουσία.
Έτσι, το κόμμα απαξιώθηκε, με εκείνον να εξελίσσεται στον απόλυτο κυρίαρχό του, στο όνομα της κατάκτησης και κατόπιν της διατήρησης της κυβερνητικής εξουσίας. Και όταν χρειάστηκε να κάνει την “κωλοτούμπα” μετά το δημοψήφισμα, δεν δίστασε να καρατομήσει και όσους εξ αριστερών μιλούσαν για “προδοσία”. Τι διαφορετικό κάνει ο Κασσελάκης σήμερα ως αρχηγός (που μάλιστα ανέλαβε στην ίδια περίπου ηλικία); Το ίδιο αρχηγικό μοντέλο δείχνει σαφώς να υπηρετεί αποπέμποντας με συνοπτικές (και σίγουρα εκτός καταστατικού) διαδικασίες όσους τον αμφισβητούν. Σκοπός του ο ίδιος: ένα αρχηγικό “κόμμα” χωρίς πολυφωνία, και φράξιες που είναι το κλασικό γνώρισμα της Αριστεράς από καταβολής της ύπαρξής της.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι η ιδεολογική του μετάλλαξη, ακριβώς μετά τον μεγάλο συμβιβασμό του καλοκαιριού του 2015. Η ανατροπή του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα και το αχρείαστο τρίτο μνημόνιο με το οποίο φόρτωσε την χώρα ο Τσίπρας, δεν είχε μόνο μεγάλες οικονομικές συνέπειες για την κοινωνία αλλά και ταυτοτικές για τον κυβερνώντα ΣΥΡΙΖΑ. Όσο κι αν οι προπαγανδιστικοί του μηχανισμοί προσπάθησαν να χρυσώσουν το χάπι, η οικονομική πολιτική που καλούνταν να εφαρμόσει ήταν μια επωδός σε αυτό που οι ίδιοι αποκαλούσαν παλιότερα, “ανάλγητος νεοφιελελευθερισμός” -με την υποχρέωση της παραγωγής θηριωθών δημοσιονομικών πλεονασμάτων να καθιστά την κυβέρνηση της Πρώτης Φοράς Αριστεράς την πιο “δεξιά” της μεταπολίτευσης.
Υπό αυτή την έννοια, δεν προκαλούν και μεγάλη έκπληξη οι “νεοφιλελεύθερες” απόψεις που εξέφραζε εκείνα περίπου τα χρόνια στον Τύπο της ομογένειας ο νεαρός Κασσελάκης, όπως αποκάλυψε πρόφατη δημοσιογραφική έρευνα. Δεν μιλούσε, δηλαδή, ο σημερινός... μπρρόεδρος και σε πολύ διαφορετικό πνεύμα από εκείνο που χαρακτήρισε την κυβερνητική πολιτική του Τσίπρα, ο οποίος δεν είχε κανένα πρόβλημα να θυσιάσει την αριστεροσύνη του για την πρωθυπουργική καρέκλα. Εντέλει, πρόκειται για δύο μαρξιστές-λάτρεις της αστακομακαρονάδας, που ευτυχώς για εμάς τους υπόλοιπους, αισθάνονται οικειότερα με το κωμικό πνεύμα των αδερφών Μαρξ παρά με τον επαναστατικό οίστρο του συνονόματού τους διανοητή.
Ανάμεσα στην τραγωδία του Τσίπρα και την φάρσα του Κασσελάκη
Αν ισχύουν τα παραπάνω είναι και περιττό να ασχολούμαστε με εικασίες για το ποια “ύποπτα κέντρα” υποτίθεται ότι έφεραν και “φύτεψαν” τον Κασσελάκη στην αρχηγία του κόμματος. Είτε προωθήθηκε παρασκηνιακά από τον οποιονδήποτε είτε είδε φως και μπήκε σε ένα κόμμα που έτσι κι αλλιώς δεν ξέρει εδώ και καιρό που πατάει και που βρίσκεται, ο “Αριστερός” αυτός από τα Χάμπτονς αποδείχτηκε ένας ιδανικός συνεχιστής της παράδοσης του Τσίπρα και εκείνου στο οποίο είχε μετεξελιχθεί ο ΣΥΡΙΖΑ στην 15ετή θητεία του τελευταίου. Κοιτάζοντας σήμερα όλη αυτή την περίοδο ανασκοπικά και βλέποντας την απαξίωση των αριστερών ιδεών στη δημόσια σφαίρα -όταν σε ολόκληρη τη μεταπολίτευση υπήρξαν ηγεμονικές και πέραν κριτικής- μπορούμε να το πούμε ευθέως.
Ο Αλέξης Τσίπρας υπήρξε ο ψυχρός εκτελεστής της ελληνικής Αριστεράς, η οποία μπορεί να βίωνε υπαρξιακά ζητήματα μετά το 1989 αλλά εκείνος ήταν που της έδωσε το τελειωτικό χτύπημα. Αρχικά ως αριστεριστής της αντιπαγκοσμιοποίησης που έβρισκε απολύτως δικαιολογημένη την καταστροφή της Αθήνας τον Δεκέμβριο του 2008, και αργότερα ως αρχηγός των Αγανακτισμένων της αντιμνημονιακής πλατείας, στην οποία μπλέκονταν γλυκά ο ριζοσπαστισμός της αριστεράς με τον ακτιβισμό της ακροδεξιάς, ο τότε πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, μετέτρεπε μέρα με την μέρα, την ταυτότητα του κόμματος σε ένα κόμμα χωρίς ταυτότητα. Ποια Αριστερά μπορούσε να εκφράζει ο άνθρωπος που ασυνείδητα μιμούνταν τον Ανδρέα Παπανδρέου, που έσπευδε να συμβιβαστεί με την πρώτη ευκαιρία με τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα και που υπάκουε τυφλά στα κελεύσματα της Εκκλησίας; Η τελική ταφόπλακα θα έμπαινε φυσικά με την ανερυθρίαστη κυβερνητική συνεργασία του με τον αυθεντικότερο εκπρόσωπο της λαϊκιστικής Δεξιάς, τον Πάνο Καμμένο, με τον οποίο είναι αδιευκρίνιστο αν τους συνέδεε περισσότερο ο ιδιοτελής κυνισμός ή η πολιτική χυδαιότητα.
Σίγουρα, πάντως, ήταν η κοινή γλώσσα του αντιμνημονιακού εθνολαϊκισμού που τους κατέστησε (εν αγνοία τους ίσως και με κόστος για την χώρα) τους δύο μεγαλύτερους ευεργέτες της σύγχρονης πολιτικής μας κουλτούρας: διότι αυτοί ήταν που έναν σμπαράλια την παλιά διχοτόμηση Αριστεράς-Δεξιάς και κατάφεραν έτσι να απελευθερώσουν πολλούς συμπολίτες μας από μια ιδεολογική φυλακή που περιόριζε την σκέψη και την κριτική. Και αυτό τους το χρωστάμε, ομολογουμένως.
Όσο για τον Κασσελάκη, ίσως να τον αδικούμε όταν υποτιμούμε την μαρξιστική του συγκρότηση, καθώς είναι είναι μάλλον ο πιο αυθεντικός εκφραστής της γνωστής μαρξιανής ρήσης, ότι όλα τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα εμφανίζονται κατά κάποιον τρόπο δύο φορές: την μία φορά ως τραγωδία, την άλλη ως φάρσα.
Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος, Καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και Αντιπρόεδρος του Παρατηρητηρίου για τη Διδασκαλία της Ιστορίας στο Συμβούλιο της Ευρώπης
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα