Δημήτρης Αλεξανδρής: «Σημασία έχει να ζεις τη στιγμή»
Τα 30 και πλέον χρόνια της καριέρας του είναι γεμάτα με βραβεία και διακρίσεις, επιτυχίες στο σινεμά, στην τηλεόραση και το θέατρο - τόσο σε μεγάλες σκηνές όσο και στην Επίδαυρο - Δεν κομπάζει ποτέ γι’ αυτά. Τα θεωρεί μέρος της δουλειάς του, την οποία πάντα κάνει υποδειγματικά, όπως και φέτος στο έργο «Το Ακρωτήρι»
Από την άλλη μεριά, βέβαια, και ευτυχώς δηλαδή, ο καταξιωμένος ηθοποιός είναι απολαυστικός συνομιλητής, έχει ενδιαφέρουσες απόψεις και έναν πολύ ωραίο τρόπο να θέτει τα πράγματα, ακόμα κι αν έχει μιλήσει γι’ αυτά ήδη πολλές φορές. Α, και γελάει συχνά και πολύ, σε πλήρη αντίθεση με τους χαρακτήρες που ερμηνεύει συνήθως, όπως ο φετινός στο θεατρικό έργο «Το Ακρωτήρι», που θεωρείται μία από τις καλύτερες παραστάσεις της σεζόν. Αυτό ήταν και η αφορμή της συνάντησής μας, αλλά εγώ σκέφτηκα να ξεκινήσουμε τη συζήτηση από τα παλιά για να φτάσουμε στο τώρα. Κι εκείνος δεν μου χάλασε το χατίρι.
GALA: Θυμάσαι πότε έδωσες την πρώτη σου συνέντευξη;
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ: Νομίζω ότι ήταν το ’92, όταν έκανα την πρώτη μου ταινία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (σ.σ.: «Ασπρο Kόκκινο»).
G.: Με δεδομένο ότι δεν είμαστε και Χόλιγουντ, είσαι από τους τυχερούς που έχουν κάνει αρκετές ταινίες. Υπάρχουν ηθοποιοί που παίζουν χρόνια και δεν έχουν κάνει ποτέ σινεμά.
Δ.Α.: Υπάρχουν ηθοποιοί που παίζουν χρόνια και δεν έχουν πάει ποτέ στην Επίδαυρο. Οπως και σκηνοθέτες που δεν έχουν πάει ποτέ στην Επίδαυρο, αλλά κάνουν θέατρο εδώ και χρόνια με μεγάλη επιτυχία. Νομίζω ότι είναι ένας συνδυασμός στιγμής, δεξιοτήτων, συγκυριών και ανθρώπων. Κάποια πρόσωπα κάνουν για το σινεμά πολύ περισσότερο από κάποια άλλα.
G.: Κάνεις και θέατρο και σινεμά και τηλεόραση. Εχεις κάποια προτίμηση;
Δ.Α.: Παλιότερα αγαπούσα το σινεμά πολύ περισσότερο και ως θεατής και ως επαγγελματίας. Εχει περισσότερη αλήθεια, πιστεύω - και μπροστά και πίσω από την κάμερα. Το θέατρο δημιουργεί άλλες συνθήκες, έχει ανάγκη από άλλου είδους πράγματα. Η αλήθεια είναι ότι αργότερα κατάλαβα πόσο σπουδαίο είναι το θέατρο, πόσο σπουδαία είναι τα θεατρικά έργα.
G.: Αλλιώς προσεγγίζεις τους ρόλους σου ανάλογα με το Μέσο;
Δ.Α.: Οχι, όχι, προσπαθώ να έχω την ίδια εκκίνηση. Βέβαια είναι διαφορετικά και τα Μέσα. Είναι πολύ διαφορετικό να παίζεις μπροστά σε μια κάμερα που βρίσκεται στο μισό μέτρο και διαφορετικό να παίζεις σε ένα θέατρο 500 θέσεων. Χρειάζεται άλλου είδους απεύθυνση, άλλου είδους προσόντα.
Δ.Α.: Βέβαια, κι αυτό. Αλλά υπάρχει μια αφέλεια στους ηθοποιούς, κυρίως του θεάτρου -την οποία είχα κι εγώ και ήμουν πολύ τυχερός που με έβγαλε από αυτή τη σκέψη ο πρώτος μου σκηνοθέτης, ο Γιάννης Παπαδάκης-, ότι το σινεμά είναι μια δουλειά που δεν έχει απεύθυνση, ότι δεν υπάρχει κοινό. Και μου είχε πει ότι βεβαίως και το σινεμά έχει κοινό και είναι οι τεχνικοί. Και είναι μάλιστα το πιο δύσκολο κοινό γιατί έχουν δει τους καλύτερους ηθοποιούς, τους έχουν δει όλους.
G.: Πώς ένιωσες όταν είδες πρώτη φορά τον εαυτό σου στην οθόνη; Και ήσουν και μικρό παιδί, τρόπος του λέγειν.
Δ.Α.: Μα ήμουν. Πρέπει να ήμουν 21-22 χρόνων. Δεν έπαθα το σοκ που λένε ότι παθαίνουν όσοι βλέπουν την εικόνα τους στην οθόνη. Επαθα σοκ με τις αντιδράσεις του κόσμου γιατί τότε το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ήταν πολύ σκληρό πράγμα. Οι θεατές συμμετείχαν με γέλια -και όχι εκεί που έπρεπε πάντα (γελάει)- και με γιουχαρίσματα. Είχε από όλα και ήταν ένα πολύ μεγάλο σοκ για μένα. Αλλά ο τρόπος που είδα εγώ τον εαυτό μου νομίζω ότι ήταν ψύχραιμος.
G.: Είναι γνωστό ότι όταν ήσουν μικρός ήθελες να γίνεις πιλότος, αλλά απέτυχες.
Δ.Α.: Ναι, ήταν η πρώτη μου μεγάλη ματαίωση.
G.: Η υποκριτική, λοιπόν, πώς προέκυψε;
Δ.Α.: Επαιζα σε κάποιες ερασιτεχνικές παραστάσεις γιατί ήμουν στη θεατρική ομάδα του σχολείου και ένιωθα ότι μου άρεσε πολύ. Δεν το είχα σκεφτεί, όμως, να γίνω ηθοποιός. Οταν πια ήρθε η στιγμή να σκεφτώ σοβαρά πώς θα ζήσω το υπόλοιπο της ζωής μου όσον αφορά το κομμάτι του επαγγέλματος, το να γίνω ηθοποιός, τουλάχιστον στο μυαλό ενός εφήβου, φαινόταν ως κάτι που θα μπορούσα να κάνω για αρκετά χρόνια.
«Η επιτυχια είναι απρόβλεπτη. Δουλεύεις το ίδιο, αγαπάς το ίδιο, αλλά κάποια πράγματα λειτουργούν και κάποια όχι»
G.: Είχες σκεφτεί την πιθανή επαγγελματική και οικονομική αβεβαιότητα; Είχες ηθοποιούς που θαύμαζες;
Δ.Α.: Οχι, δεν είχα καμία πληροφορία, όλα ήταν θολά. Δεν είχα πάει ποτέ θέατρο, είχα δει αρκετό σινεμά αλλά όχι πολύ, και η τηλεόραση τότε είχε μόνο δύο κανάλια και δεν παρακολουθούσα. Μετά, όταν πήγα στη σχολή άρχισαν αυτά τα πράγματα να γίνονται πιο συγκεκριμένα. Τώρα που το σκέφτομαι υπήρχε μια αθώα και πιο αφτιασίδωτη ματιά σε αυτόν τον κόσμο. Δεν είχα δηλαδή μύθους ούτε να καταρρίψω ούτε να συντηρήσω. Κι έτσι, όταν μου λέγανε, ειδικά στην αρχή, ότι είναι καταπληκτικός ο Δημήτρης Χορν, δεν το έβλεπα έτσι. Εμένα δεν μου άρεσε και δεν μου αρέσει ακόμα, τον βρίσκω πολύ επιτηδευμένο - όχι ότι δεν ήταν καλός ηθοποιός. Αρα η πρώτη μου αίσθηση απέναντι σε αυτό το πράγμα ήταν αθώα και ευθεία. Δεν ήταν σπουδαίο από κάτι που είχα ακούσει, ήταν σπουδαίο από αυτό που είχα ζήσει.
Δ.Α.: Οταν πήρα το πρώτο μου βραβείο (σ.σ.: το 1995 για την ταινία «Με μια Κραυγή»).
G.: Ηταν μια δικαίωση για την απόφασή σου να γίνεις ηθοποιός;
Δ.Α.: Ναι, ήταν κάτι σαν δικαίωση. Κοίταξε, πριν πάω φαντάρος είχα κάνει δύο ταινίες και μία παράσταση νομίζω. Εκείνη την εποχή το σινεμά ήταν σε ακόμα χειρότερη μοίρα απ’ ό,τι είναι τώρα. Δεν σήμαινε και κάτι αν είχες κάνει δύο ταινίες, δεν σε ήξερε κανένας, δεν ήταν σαν να είχες παίξει σε ένα σίριαλ που είχε κάνει επιτυχία. Δεν ήξερες αν επιστρέφοντας από τον Στρατό θα ξαναδουλέψεις και πώς θα ξαναμπείς σε αυτή τη διαδικασία. Είχα πάει στον Στρατό με ένα τέτοιου είδους αίσθημα. Οταν, λοιπόν, είσαι μακριά και ζεις κάτι τέτοιο, όπως το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης τότε, και σου δίνουν και βραβείο, λες «τουλάχιστον δεν είναι τόσο λάθος η απόφαση που πήρα, έχω από κάπου να κρατηθώ».
G.: Είχες ποτέ τον φόβο της αποτυχίας;
Δ.Α.: Οχι, ποτέ. Κοίταξε τι πιστεύω, και είναι και μαθηματικά αποδεδειγμένο: τα περισσότερα πράγματα που κάνουμε, το 80% των παραστάσεων ή των σειρών στην τηλεόραση, είναι αποτυχίες. Δεν έχει να κάνει με το πόσο έχουμε δουλέψει κι αν είμαστε καλοί ή κακοί, η επιτυχία εξαρτάται από τον κόσμο: την τηλεθέαση ή πόσοι θεατές έρχονται στο θέατρο. Κι αυτό το κατάλαβα πολύ νωρίς έχοντας βιώσει και τα δύο. Εχω υπάρξει σε παραστάσεις που πίστευα ότι ήταν καταπληκτικές δουλειές -συμφωνούσαν και άνθρωποι που εμπιστευόμουν- και ήμασταν άδειοι. Και έχω υπάρξει σε δουλειές στις οποίες έλεγα ότι αυτό το πράγμα δεν μπορεί να λειτουργήσει και έσκιζαν από την πρώτη μέρα. Η επιτυχία είναι απρόβλεπτη. Δουλεύεις το ίδιο, αγαπάς το ίδιο και κάποια πράγματα λειτουργούν και κάποια όχι. Οπότε, ναι, δεν κυνηγάω την επιτυχία.
G.: Το έργο «Το Ακρωτήρι» στο οποίο παίζεις φέτος, όμως, είναι επιτυχία - και καλλιτεχνικά και εισπρακτικά.
Δ.Α.: Μέχρι στιγμής, ναι. Παίζουμε δύο μήνες και έχουμε άλλους δύο μήνες μπροστά μας. Δεν θέλω να πω κάτι περισσότερο γιατί θα ήταν ύβρις.
«Οταν ξεκίνησα ως ηθοποιός είχα μια αθώα και αφτιασίδωτη ματιά γι' αυτόν τον κόσμο. Δεν είχα δηλαδή μύθους ούτε να καταρρίψω ούτε να συντηρήσω»
G.: Παίζεις έναν πολύ δύσκολο συναισθηματικά ρόλo. Βλέπεις τη γυναίκα που αγαπάς να χάνεται σιγά-σιγά…
Δ.Α.: Ο ρόλος δεν είναι δύσκολος μόνο γι’ αυτό. Το έργο έχει πολλές μικρές σκηνές, οι οποίες είναι κινηματογραφικά δοσμένες, δηλαδή έχει διάφορα cut. Ομως όλες αυτές οι σκηνές έχουν να κάνουν με την ίδια μέρα. Είναι ένα ζευγάρι γιατρών, όπου ο άντρας γνωρίζει από πριν τι έχει η γυναίκα του και δεν μπορεί να της το ανακοινώσει. Και πρέπει να την προετοιμάσει για να πάνε στη γιατρό που τους παρακολουθεί για να τους πει τι πραγματικά συμβαίνει. Αρα λοιπόν η δυσκολία αυτού του χαρακτήρα δεν είναι μόνο ότι ζει με έναν τέτοιον άνθρωπο, για τον οποίο μέχρι πρότινος δεν είχε ιδέα τι του συνέβαινε, και είναι αποφασισμένος να του σταθεί, αλλά έχει και το βάρος της ευθύνης να του το ανακοινώσει. Και πρόκειται για τον άνθρωπο που αγαπάει και είναι όλη του η ζωή.
Δ.Α.: Ναι, εγώ δεν έχω ζήσει τέτοια κατάσταση, ούτε στο κοντινό ούτε στο ευρύτερο περιβάλλον μου. Μόνο να το φαντασιωθώ μπορώ. Δεν ξέρω πώς θα ανταποκρινόμουν αν συνέβαινε στη ζωή μου κάτι τέτοιο. Σίγουρα έχω μπει πολλές φορές στη διαδικασία να σκεφτώ, κάνοντας αυτόν τον ρόλο, συζητώντας με ανθρώπους που το έχουν ζήσει, πώς θα το βίωνα εγώ αυτό, πώς θα έλεγα αυτό το πράγμα σε έναν άνθρωπο που αγαπάω. Αλλά η ζωή και η ύπαρξή μας πιστεύω ότι πάντα μας ξαφνιάζει.
G.: Σε βαραίνει αυτός ο χαρακτήρας;
Δ.Α.: Πολύ. Ολοι οι ρόλοι κάτι σου αφήνουν, κάτι κουβαλάς. Και ο συγκεκριμένος, και τεχνικά να το πάρεις, το ότι κάθε μέρα ερμηνεύεις κάποιον που βιώνει αυτή την κατάσταση, και στην καρδιά ή στην ψυχή σου να μην μπει, θα ακουμπήσει στην επιδερμίδα σου.
G.: Πώς αποσυμπιέζεσαι από έναν τέτοιο ρόλο;
Δ.Α.: Περπατάω, διαβάζω, παίζω PlayStation, πίνω -μου αρέσει το αλκοόλ-, συζητάω με φίλους.
G.: Σε απασχολεί ο χρόνος που περνάει;
Δ.Α.: Με απασχολεί πολύ. Οσο περνάει ο χρόνος, αυτό είναι το μόνο που έχει σημασία για μένα: να είμαι παρών, να το ζω όσο περισσότερο μπορώ. Αν είχα στα 20 την εμπειρία που έχω τώρα, αυτό θα έλεγα στον εαυτό μου. Τώρα που είμαι στα 55 ξέρω ότι δεν έχει σημασία να κυνηγάς τα χρήματα ούτε τη φήμη. Σημασία έχει να ζεις τη στιγμή και να μπορείς να καταλάβεις αν αυτό το πράγμα σε καλύπτει ή όχι.
G.: Το κάνεις; Ζεις τη στιγμή;
Δ.Α.: Οσο μπορώ ◆
Grooming: Ελευθερία Σαββοπούλου. Βοηθός Styling: Ελένη Εξάρχου. Βοηθός Φωτογράφου: Γιώργος Καπράνος.
Ευχαριστούμε το «El Jiron Bar Restaurant» (Γλαύκου 14, Νέο Ψυχικό, τηλ.: 210 6717461, @el_jiron) για τη φιλοξενία της φωτογράφησης
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr