Surréalisme: Ωδή στα παιχνίδια της φαντασίας 100 χρονια
Το κίνημα που έκανε τον κόσμο των ονείρων και των παραισθήσεων τέχνη ζωντανεύει μέσα από μια έκθεση-γιορτή στο Παρίσι μέχρι τις 13 Ιανουαρίου
Γράφει η Μαρίλη Ευφραιμίδη
Χέρι με κοχύλι χωρίς τίτλο, Ντόρα Μάαρ, 1934
Το 1924, σε ένα μικροσκοπικό διαμέρισμα μιας μποέμ συνοικίας του Παρισιού, ένας πρώην φοιτητής Iατρικής ξεκίνησε να ορίσει τον σουρεαλισμό, μία ασαφή μέχρι τότε έννοια. Στο Μανιφέστο του Σουρεαλισμού, ο Αντρέ Μπρετόν μίλησε για ένα νέο είδος τέχνης και λογοτεχνίας που τροφοδοτείται από το ασυνείδητο, «την υπαγόρευση της σκέψης απαλλαγμένης από κάθε έλεγχο της λογικής». Το χειρόγραφο αυτό στάθηκε το σημείο εκκίνησης για μια καλλιτεχνική επανάσταση κακών ονείρων, στοιχειωμένων τοπίων, φανταστικών εξωγήινων πλασμάτων, ταραγμένων προσωπογραφιών και τεχνασμάτων οφθαλμαπάτης.
«Το τραγούδι του έρωτα», Τζόρτζιο ντε Κίρικο, 1914
Στα χρόνια που θα ακολουθήσουν, ο σουρεαλισμός θα επηρεάσει όλες τις μορφές έκφρασης, θα καθορίσει την αισθητική του 20ού αιώνα και θα γίνει αδιαμφισβήτητα το πιο σαρωτικό κίνημα στην ιστορία της τέχνης. Σήμερα, έναν αιώνα μετά, μια μεγάλη έκθεση στο Κέντρο Πομπιντού στο Παρίσι γιορτάζει τον τρόπο με τον οποίο ο σουρεαλισμός εξαπλώθηκε σε όλο τον κόσμο, πολύ πέρα από τα όρια της γαλλικής πρωτεύουσας όπου γεννήθηκε. Συνδυάζοντας πίνακες, σχέδια, ταινίες, φωτογραφίες και λογοτεχνικά ντοκουμέντα, η έκθεση συγκεντρώνει τα πιο σημαντικά έργα των εμβληματικών καλλιτεχνών του κινήματος: Σαλβαδόρ Νταλί, Ρενέ Μαγκρίτ, Τζόρτζιο ντε Κίρικο, Μαξ Eρνστ, Χουάν Μιρό.
Βλέπουμε όμως και λιγότερο γνωστές φιγούρες, όπως τον Ιάπωνα καλλιτέχνη Τατσούο Ικέντα, του οποίου η τέχνη αποτύπωσε τη φρίκη του πολέμου και τις τοξικές συνέπειες της μεταπολεμικής εκβιομηχάνισης της Ιαπωνίας, και τον Ρουφίνο Ταμάγιο, τον Μεξικανό ζωγράφο των μέσων του 20ού αιώνα, ο οποίος τόλμησε τη συγχώνευση του μοντερνισμού με τα προκολομβιανά μοτίβα σε έργα με ζωηρά χρώματα. Συγχρόνως, το Κέντρο Πομπιντού αποκαθιστά τον ρόλο των καλλιτεχνιδών, τις βγάζει από την αφάνεια και τους δίνει τη θέση που τους αξίζει. Παραγνωρισμένες δημιουργοί, οι οποίες περιορίζονταν στον ρόλο ερωμένης ή μούσας με πολύχρωμα ψίχουλα από τη δόξα των ζωγράφων, τώρα γίνονται γνωστές με το δικό τους όνομα και τα δικά τους έργα: Λεονόρα Κάρινγκτον, Ντόροθι Τάνινγκ και Ντόρα Μάαρ.
«Πράσινο τσάι», Λεονόρα Κάρινγκτον, 1942
Στο επίκεντρο της έκθεσης βρίσκεται το πρώτο μανιφέστο του Μπρετόν, με σελίδες του αυθεντικού χειρογράφου. Το έκθεμα είναι δανεισμένο από τη Γαλλική Εθνική Βιβλιοθήκη, η οποία το απέκτησε το 2021 αφού ανακηρύχθηκε εθνικός θησαυρός. Κατά μήκος ενός σπειροειδούς μονοπατιού που θυμίζει λαβύρινθο, έχουν διαμορφωθεί 14 διαδοχικά τμήματα, καθένα από τα οποία ορίζεται από ένα κυρίως θέμα: τα δάση, η νύχτα, ένα όνομα ή μία έννοια, όπως το όνειρο, ο ερωτισμός, το σύμπαν.
Στο Κέντρο Πομπιντού στεγάζεται το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Παρισιού
Συγχρόνως, η έκθεση είναι ένας ζωντανός πολυσυλλεκτικός οργανισμός όπως ήταν και ο σουρεαλισμός. Ταξιδεύοντας από πόλη σε πόλη, εμπλουτίζεται με τα τοπικά χαρακτηριστικά του κινήματος. Στις Βρυξέλλες, απ’ όπου ξεκίνησε, το Βασιλικό Μουσείο Καλών Τεχνών οδήγησε την έννοια του σουρεαλισμού προς τα πίσω στον χρόνο, αναζητώντας τους δεσμούς μεταξύ των συμβολιστών του τέλους του 19ου αιώνα και των σουρεαλιστών, δύο κινημάτων που ήταν διαχωρισμένα.
Ετσι, παρουσιάζει το τρομακτικό πορτρέτο της αδελφής του Φέρναντ Κνοπφ του 19ου αιώνα ως επιρροή στο έργο του Ρενέ Μαγκρίτ το 1932 «Η απρόσμενη απάντηση», το οποίο δείχνει μια τρύπα σε σχήμα ανθρώπινης σιλουέτας σε μια πόρτα. Το Βασιλικό Μουσείο Καλών Τεχνών δάνεισε ένα από τα κοσμήματα της συλλογής του στο Παρίσι, την «Κυριαρχία του Φωτός» του Μαγκρίτ, όπου ένας καταγάλανος ουρανός γεμάτος λευκά αφράτα σύννεφα πλαισιώνει μια σειρά από δέντρα και σπίτια τυλιγμένα στο νυχτερινό φως. «Εάν ο ήλιος μπορούσε να λάμψει απόψε», έλεγε ένα ποίημα του 1923 που παρέθεσε ο Μαγκρίτ.
«Το πρόσωπο του μεγάλου αυνανιστή», Σαλβαδόρ Νταλί, 1929
Πολλά από τα έργα που εκτέθηκαν στις Βρυξέλλες ακολούθησαν στο Παρίσι, όμως η έκθεση θα συνεχίσει να εξελίσσεται καθώς περιοδεύει. Μετά το Παρίσι, μεταφέρεται στο Fundacíon Mapfre στη Μαδρίτη, όπου θα στρέψει τα φώτα της σε σουρεαλιστές από την Ιβηρική χερσόνησο, όπως ο Νταλί και ο Χουάν Μιρό. Στη συνέχεια πηγαίνει στο Hamburger Kunsthalle στο Αμβούργο, το οποίο θα εξερευνήσει την κληρονομιά του γερμανικού ρομαντισμού, προτού φτάσει στο Μουσείο Τέχνης της Φιλαδέλφειας στα τέλη του 2025 για να αφηγηθεί την ιστορία των σουρεαλιστών που διέφυγαν στην Αμερική στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Εξαιτίας της προέλασης των ναζί, οι καλλιτέχνες έφτασαν στις ΗΠΑ, στο Μεξικό και την Καραϊβική, όπου δέχτηκαν νέες επιρροές. Στο Μεξικό, για παράδειγμα, οι σουρεαλιστές ανακάλυψαν παραδοσιακές μυθολογίες για τα ηφαίστεια, «υπέροχη τροφή για τη σουρεαλιστική νοοτροπία», όπως λέει ο Μάθιου Εϊφρον, ο επιμελητής της έκθεσης της Φιλαδέλφειας.
Αριστερά η «Προπαγάνδα για τον Ερωτα», Γκόρντον Ονσλοου-Φορντ, 1940
Δεξιά το γλυπτό «Ο Μεγάλος διάφανος», Ζακ Χέρολντ, 1947
Ισως η μεταβαλλόμενη φύση της έκθεσης ταιριάζει ιδιαίτερα στον σουρεαλισμό και σε όλη την ιδιόμορφη και υπερβατική του ποικιλία. «Δεν μπορεί κανείς να ορίσει το σουρεαλιστικό στυλ», εξηγεί ο Εϊφρον. «Θα έλεγα ότι είναι μια φιλοσοφία ζωής, σχεδόν μια νοοτροπία. Μια από τις βασικές ιδέες του σουρεαλισμού είναι ότι πρέπει να αφήσουμε τη φαντασία να ελευθερωθεί για να μας πάει σε μέρη που δεν έχουμε πάει ακόμα»