Fernando Botero: Oι XL καλλονές και η ζωή του στην Ελλάδα
fernando-art

Fernando Botero: Oι XL καλλονές και η ζωή του στην Ελλάδα

Ο Κολομβιανός εικαστικός που κατέκτησε τον κόσμο αγάπησε σαν δεύτερη πατρίδα του την Ερέτρια, όπου διατηρούσε εξοχικό σπίτι. Η συναρπαστική ζωή του μέσα από τα σημαντικότερα στιγμιότυπα

Πριν από περίπου μία δεκαετία, σε μια δημοπρασία στο Λονδίνο, δόθηκε μάχη για έναν πίνακα του Μποτέρο. Εμμονικός συλλέκτης από τη Λατινική Αμερική χτυπούσε από το τηλέφωνο τις προσφορές μέχρι ο πίνακας να γίνει δικός του. Σύμφωνα με τους ψιθύρους, η 3XL κοπέλα που απεικόνιζε το έργο τού θύμιζε την αγαπημένη των εφηβικών του χρόνων, η οποία τον είχε εγκαταλείψει. «Σε όλη μου τη ζωή, οι φίλες μου υπήρξαν πάντα λεπτές. Η ομορφιά στην τέχνη δεν έχει καμία σχέση με την ομορφιά στην πραγματικότητα. Γιατί σου αρέσει η πρωτόγονη τέχνη; Επειδή υπάρχει ομορφιά στη δυσμορφία. Μερικές φορές πίνακες που οι άνθρωποι θεωρούν ρεαλιστικούς δεν είναι καθόλου. Οι φιγούρες του Ραφαήλ φαίνονται ρεαλιστικές, αλλά στην πραγματική ζωή ήταν κι αυτές παραμορφωμένες», πίστευε ο Φερνάντο Μποτέρο, ένας από τους πλέον εμβληματικούς ζωγράφους και γλύπτες του 20ού αιώνα, που έφυγε από τη ζωή στις 15 Σεπτεμβρίου σε ηλικία 91 ετών.

Γεννημένος στο Μεντεγίν της Κολομβίας, σε μια εξαιρετικά φτωχική οικογένεια, ξεκίνησε να ασχολείται με τη ζωγραφική αρχικά ως αυτοδίδακτος προκειμένου να βρει διέξοδο από τις κακουχίες που έπλητταν την οικογένειά του. Χάνοντας τον πατέρα του νωρίς, τα ηνία της οικογένειάς του αναλαμβάνει ο θείος του, ο οποίος λειτουργεί λίγο-πολύ ως προστάτης του. Προκειμένου να του βρει έναν επαγγελματικό προσανατολισμό, γράφει τον ανιψιό του σε σχολή ταυρομάχων. Ο Φερνάντο συγκλονίζεται απ’ όλο αυτό που αντικρίζει και αρχίζει να το αποτυπώνει με μολύβι σε χαρτί. Τα πρώτα έργα του απεικονίζουν τους ταύρους και η οικογένειά του τα ανταλλάσσει με εισιτήρια για ταυρομαχίες.

Εργο του σε ακουαρέλα πωλείται εκείνη την εποχή σε τιμή μόλις δύο πέσος. Ο αγοραστής του δύσκολα θα μπορούσε τότε να φανταστεί ότι σήμερα ένα τέτοιο έργο θα άγγιζε σε δημοπρασία αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ. Το 1948, όταν ο Μποτέρο ήταν μόλις 16 ετών, δημοσίευσε τις πρώτες του εικονογραφήσεις σε μία από τις μεγαλύτερες εφημερίδες της Κολομβίας, την «El Colombiano». Αργότερα μετακομίζει στη Μαδρίτη για να σπουδάσει στην Ακαδημία Τεχνών του Σαν Φερνάντο. Με πενιχρά οικονομικά μέσα και χωρίς καμία βοήθεια, αναγκάζεται να πουλά σχέδια ζωγραφικής έξω από το Μουσείο Πράδο για να κερδίσει κάποια χρήματα. «Καθοριστικός παράγοντας σε μια επιτυχία είναι το ταλέντο, η πολλή δουλειά, η τύχη και το θράσος», συνήθιζε να λέει.

Διανύοντας την τρίτη δεκαετία της ζωής του και έχοντας κατακτήσει μερικά βραβεία που συνεπάγονται και κάποια ελάχιστα χρήματα στην τσέπη του, τριγυρνά στην Ευρώπη, επισκέπτεται με βουλιμία τα μουσεία και αρχίζει να μελετά τους μεγάλους καλλιτέχνες της Αναγέννησης. Αισθάνεται δέος. Στο Λούβρο ένιωσε ότι βρήκε τη δική του ταυτότητα: Πάμπλο Πικάσο και Σαλβαδόρ Νταλί τον επηρεάζουν βαθύτατα. Τη δεκαετία του ’50 δημιουργεί το πρώτο του έργο, ένα υπερμεγέθες μουσικό όργανο, που θα δώσει και το στίγμα για όλη τη μετέπειτα δουλειά του. Ο όγκος σοκάρει το περιβάλλον του, αλλά εκείνος νιώθει ότι έχει βρει το καλλιτεχνικό του μονοπάτι. «Οταν μεγαλώνεις έναν άνθρωπο αυξάνεις την επιρροή του.
Αλλωστε προέρχομαι από την Κολομβία, μια χώρα που αρέσκεται στην υπερβολή», σχολίαζε.

Το ίδιο ανατρεπτικός και ανήσυχος υπήρξε και στην προσωπική του ζωή. Την εποχή των περιηγήσεών του παντρεύτηκε την Γκλόρια Ζέα, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά, τον Φερνάντο, τη Λίνα και τον Χουάν Κάρλος, και κατέληξαν σε διαζύγιο όταν εκείνος διορίστηκε καθηγητής στη Σχολή Τεχνών του Εθνικού Πανεπιστημίου στην Μπογκοτά γύρω στο 1960. Ο Μποτέρο ξαναπαντρεύτηκε το 1964 με τη Σεσίλια Σαμπράνο, με την οποία απέκτησαν έναν γιο, τον Πεδρίτο. Ο καλλιτέχνης γίνεται τραγικό πρόσωπο όταν το μικρότερο αυτό παιδί του χάνει τη ζωή του σε ηλικία μόλις τεσσάρων χρόνων σε τροχαίο στην Ισπανία. Κάτω από την πίεση του δράματος το ζευγάρι χωρίζει και ο ίδιος βρίσκει διέξοδο ξανά στην τέχνη.

Είναι η εποχή που αποτυπώνει τον πόνο του γι’ αυτή την αδιανόητη απώλεια στον πίνακα «Pedrito», τον οποίο δωρίζει μαζί με άλλα 16 έργα στο Μουσείο της Αντιοχείας στο Μεντεγίν, στη μνήμη του αδικοχαμένου παιδιού του - ανταποδίδοντας, το μουσείο ονόμασε μία από τις αίθουσες του «Πεδρίτο Μποτέρο». Λένε ότι η ζωή ορισμένων ανθρώπων που γνωρίζουν την επιτυχία κρύβει πολύ πόνο προκειμένου να αντισταθμιστούν τα καλά που το σύμπαν τούς έχει χαρίσει απλόχερα. Στην περίπτωση του Φερνάντο Μποτέρο αυτό συνέβη πάντως. Δεν ξεπέρασε ποτέ τον άδικο χαμό του γιου του, αλλά είδε το όνομά του να φιγουράρει ανάμεσα στους μεγαλύτερους δημιουργούς της εποχής του. Οι πίνακές που απεικόνιζαν υπερμεγέθεις φιγούρες, πρόσωπα και αντικείμενα και πωλούνταν πανάκριβα στις σπουδαιότερες γκαλερί του κόσμου. Οταν θα μετακομίσει στο Παρίσι είναι ήδη καταξιωμένος, ενώ καταπιάνεται και με την κρυφή του αγάπη, τη γλυπτική. Οι στρουμπουλές φιγούρες μεταφέρονται και στα γλυπτά και μπαίνουν σε εμβληματικά σημεία, όπως σε πλατείες και κήπους γνωστών μουσείων στην Ευρώπη και την Αμερική. «Ηθελα πάντα να γίνω γλύπτης, αλλά για να το καταφέρω έπρεπε να σταματήσω να ζωγραφίζω», εξηγούσε ο ίδιος.

Με σπίτια σε διάφορες γωνιές του πλανήτη, μεταμορφώθηκε σε έναν κοσμοπολίτη καλλιτέχνη που μαζί με την τελευταία σύζυγό του, την Ελληνίδα ζωγράφο και γλύπτρια Σοφία Βάρη, έκαναν μια ιδιαίτερα επιλεκτική κοσμική ζωή. Μποτέρο και Βάρη μοίρασαν τη ζωή τους μεταξύ Ριονέγκρο στην Κολομβία, Πιετρασάντα στην Ιταλία, Παρισιού, Νέας Υόρκης, Μόντε Κάρλο και Εύβοιας. Στο εργαστήρι που διατηρούσε στο σπίτι τους στην Ερέτρια ξεκουραζόταν, εμπνεόταν και δημιουργούσε. Του άρεσε να περιφέρεται στον κήπο, στα στενά δρομάκια και να ανταλλάσσει κουβέντες με τους ντόπιους. Ο τόπος τού θύμιζε την αυθεντικότητα της γενέτειράς του Μεντεγίν. Ξυπνούσε και απολάμβανε τον καφέ του, έκανε μπάνιο στη θάλασσα πολύ νωρίς το πρωί, έπειτα ενημερωνόταν για τα τεκταινόμενα από τις εφημερίδες και μιλούσε με τις γκαλερί και τα μουσεία για τα σχέδιά του. «Αγαπώ πολύ την Ελλάδα γιατί μου αρέσουν οι Ελληνες.

Νιώθω σαν να είμαι στην πατρίδα μου. Ο κόσμος είναι απλός, φιλόξενος και ζεστός. Οπου κι αν ζήσαμε με τη Σοφία με ενδιέφερε πολύ να μπορώ να εργάζομαι, κι εδώ κλείνομαι στο εργαστήριό μου με τις ώρες, συγκεντρώνομαι στη δουλειά μου. Ολα τα χρόνια της καριέρας μου δεν σταμάτησα να δουλεύω ούτε μία ημέρα. Μου αρέσει τόσο πολύ αυτό που κάνω που δεν μπορώ να μείνω μακριά του», έλεγε χαρακτηριστικά απολαμβάνοντας τη ζωή στην Ελλάδα. «Η Εύβοια, και ιδιαίτερα η Ερέτρια, είναι για μένα ένα πολύ οικείο μέρος. Χάρη στη σύζυγό μου γνώρισα τι σημαίνει μεσογειακό ταμπεραμέντο. Η Ερέτρια είναι το ησυχαστήριό μου για περισσότερο από 20 χρόνια. Χαίρομαι τα καλοκαίρια που επιστρέφω εδώ».

Το 1993 υπήρξε ο πρώτος καλλιτέχνης του οποίου γλυπτά παρουσιάστηκαν στην περίφημη Παρκ Αβενιου στη Νέα Υόρκη, ενώ το 1999 τριάντα γλυπτά του εκτέθηκαν στην Πιάτσα ντελα Σινιορία της Φλωρεντίας, ανάμεσα σε έργα του Μιχαήλ Αγγελου και του Τσελίνι. Παρόλο που οι φιγούρες του ήταν ως επί το πλείστον χαρούμενες, αποπνέοντας συχνά χιούμορ, δεν παρέλειπε να θίγει θέματα της κοινωνικής πραγματικότητας. Στα 90s ο Μποτέρο παράγει μια σειρά έργων για τη βία των κολομβιανών καρτέλ ναρκωτικών, καθώς και την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τον αμερικανικό στρατό στο Ιράκ, αποτυπώνοντας τα βασανιστήρια των Ιρακινών αιχμαλώτων στις φυλακές του Αμπού Γκράιμπ. «Η τέχνη πρέπει να παράγει ευχαρίστηση, ωστόσο έχω ζωγραφίσει και δραματικά θέματα.

Πάντα αναζητούσα τη συνοχή, την αισθητική, αλλά έχω ζωγραφίσει βία, δοκιμασίες, τα Πάθη του Χριστού. Υπάρχει μια διαφορετική ευχαρίστηση στη δραματική ζωγραφική». Το 1995 ήταν μια χρονιά-σταθμός για τον ίδιο και την οικογένειά του: η αντάρτικη ομάδα FARC (Επαναστατικές Ενοπλες Δυνάμεις της Κολομβίας) τοποθέτησε μια βόμβα δίπλα στο γλυπτό του Μποτέρο «Pajaro», το οποίο είχε δωρίσει στην πόλη του Μεντεγίν. Περίπου 30 άνθρωποι σκοτώθηκαν και 200 τραυματίστηκαν, ενώ η τρομοκρατική οργάνωση που ανέλαβε την ευθύνη ισχυρίστηκε ότι ήταν εκδίκηση εναντίον του γιου του Μποτέρο, Φερνάντο, ο οποίος ως τότε υπουργός Αμυνας της Κολομβίας είχε αρνηθεί να ξεκινήσει πολιτικές διαπραγματεύσεις μαζί τους. Ο Φερνάντο Μποτέρο σε μια συμβολική πράξη δώρισε στο Μεντεγίν το γλυπτό «Το περιστέρι της ειρήνης», το οποίο έχει τοποθετηθεί δίπλα στα απομεινάρια του προηγούμενου έργου του.

Οσο για την Ελλάδα, που όπως όλος ο κόσμος αγάπησε το έργο του, «Η αρπαγή της Ευρώπης» είναι το ορειχάλκινο γλυπτό του που κοσμεί την είσοδο στα κεντρικά γραφεία της Τράπεζας Πειραιώς στην οδό Αμερικής στην Αθήνα, υπενθυμίζοντας ότι ο Κολομβιανός καλλιτέχνης υπήρξε μια μεγάλη μορφή της σύγχρονης τέχνης. Με τη σύζυγό του Σοφία Βάρη, η οποία έφυγε από τη ζωή μόλις τον περασμένο Μάιο, αποτελούσαν ένα ζευγάρι που παρέμεινε ερωτευμένο μέχρι το τέλος. Φαίνεται τελικά πως σωστά άνθρωποι από το περιβάλλον τους σχολίαζαν ότι χωρίς τη Σοφία ο Φερνάντο δεν θα άντεχε για πολύ.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Δείτε Επίσης