Ο αντισημιτισμός των «προοδευτικών»
Στη νέα ταινία του Ιταλού σκηνοθέτη, Νάνι Μορέτι, “Ένα καινούργιο αύριο”, παρουσιάζεται η διαμάχη στο εσωτερικό του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας (ΚΚΙ), με αφορμή την εισβολή των σοβιετικών στρατευμάτων στην Ουγγαρία το 1956 προκειμένου να τερματιστούν βιαίως οι φιλόδοξες φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις του Ίμρε Νάγκυ
Η ταινία επικεντρώνεται στην αμφιθυμία του Γενικού Γραμματέα του ΚΚΙ, Π. Τολιάτι να καταδικάσει την σοβιετική βαρβαρότητα, ο οποίος αν και γνωστός για τον αντισταλινισμό του, φοβόταν ότι η ουγγρική εξέγερση θα ξεκινούσε ένα κύμα αμφισβήτησης των κομμουνιστικών καθεστώτων και συνεπώς των σοσιαλιστικών ιδεών, εν γένει. Τελικά, υπό την πίεση πολλών στελεχών, διανοουμένων αλλά και απλών μελών του κόμματος, θα αναγκαστεί να καταδικάσει την αιματηρή εισβολή των σοβιετικών τανκς στην Ουγγαρία ενώ λίγο αργότερα θα διακηρύξει τον “ιταλικό δρόμο προς τον κομμουνισμό”, βασική αρχή του οποίου ήταν ότι ο σοσιαλισμός μπορούσε κάλλιστα να συνυπάρχει με την δημοκρατία, αποκηρύσσοντας έτσι κάθε είδους απόπειρα επαναστατικής ανατροπής του “αστικού” καθεστώτος. Αυτό πάντως, δεν θα απέτρεπε τους αριστεριστές της χώρας να επιμείνουν στον ένοπλο επαναστατικό αγώνα, και να στραφούν, από τη δεκαετία του '60 και μετά, σε μεθόδους του αντάρτικου των πόλεων, αρνούμενοι το “συμβιβασμό” με τη Δημοκρατία. Και αυτό δεν θα ήταν χωρίς συνέπειες για την Αριστερά τις επόμενες δεκαετίες.
Σοσιαλισμός ΚΑΙ βαρβαρότητα
Σε κάθε περίπτωση, από το μεσοπόλεμο και μετά, τα διάφορα κομμουνιστικά κόμματα της Ευρώπης είχαν τουλάχιστον τρεις μεγάλες αφορμές για να απορρίψουν τον σοβιετικό αυταρχισμό που ποδοπατούσε πρώτος αυτός τα κομμουνιστικά ιδεώδη, με κάθε ευκαιρία. Η πρώτη ήταν οι δίκες της Μόσχας το 1936-1938, που ήταν στην ουσία μια παρανοϊκή εκστρατεία τρόμου του σταλινικού καθεστώτος στο εσωτερικό της χώρας, στέλνοντας στα γκουλάγκ εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν είχαν την παραμικρή ιδέα για ποιο λόγο πραγματικά είχαν εκδιωχθεί. Θα μεσολαβούσε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος και ο εξαγνισμός της ΕΣΣΔ λόγω των τρομακτικών θυσιών και των πολλών εκατομμυρίων θυμάτων που είχε προσφέρει στον κοινό αγώνα κατά του ναζισμού και του φασισμού. Αλλά η δεύτερη αφορμή για αμφισβήτηση των αγαθών της προθέσεων, που ήταν η εισβολή στην Ουγγαρία, αποτελούσε σαφή απόδειξη της μετεξέλιξης της ΕΣΣΔ σε ιμπεριαλιστική δύναμη, καθώς ερχόταν λίγο μετά την δημιουργία του αντι-νατοϊκού Συμφώνου της Βαρσοβίας που θα γινόταν εργαλείο διεθνούς ελέγχου και καταπίεσης των κρατών-μελών του από την Μόσχα. Και τούτο παρότι ο Στάλιν είχε πεθάνει από το 1953 ενώ ο διάδοχός του, Ν. Χρουστσώφ προχωρούσε υποτίθεται σε αποσταλινοποίηση του καθεστώτος, μετά την ιστορική ομιλία του στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ το 1956. Η τρίτη ευκαιρία που είχε ένας σκεπτόμενος Ευρωπαίος κομμουνιστής να κατανοήσει πόσο λάθος δρόμο είχε πάρει η υπόθεση του κομμουνισμού στην παγκόσμια πατρίδα του ήταν η κατάπνιξη της Άνοιξης της Πράγας το 1968 και πάλι από τα σοβιετικά τανκς. Με άλλα λόγια, την ίδια εποχή που σχεδόν σε όλη τη Δύση θα λάμβανε χώρα η πολιτισμική εξέγερση της νεολαίας, με αιτήματα χειραφετητικά και για τα δύο φύλα, στις χώρες του “παραπετάσματος” παρατηρούνταν η προσπάθεια μιας φοβικής, καταπιεστικής και οπισθοδρομικής σε όλα Μόσχας να κόψει κάθε λουλούδι που πήγαινε να ανθίσει.
Σημασία έχει ότι μέσα σε αυτά τα 30 χρόνια, οι φιλοκομμουνιστές της Δύσης δεν μπορούσαν να έχουν καμία αμφιβολία για τον εκφυλισμό που είχε υποστεί η παγκόσμια σοσιαλιστική επανάσταση υπό την καθοδήγηση της Σοβιετικής Ένωσης. Κάποια Κομμουνιστικά Κόμματα όπως της Ιταλίας βρήκαν το κουράγιο να απελευθερωθούν από τον σοβιετικό ζυγό εγκαινιάζοντας τον ευρωκομμουνιστικό δρόμο, όπως είπαμε. Άλλα όμως, όπως το ελληνικό Κ.Κ. επέλεξαν το δρόμο της τυφλής προσήλωσης στον “ρούσικο” κομμουνισμό, και τούτο μάλιστα ακόμη και μετά την οριστική κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ από το 1989 και μετά. Επί πενήντα και πλέον χρόνια φέρονταν σαν να μην είχαν δει και ακούσει τίποτε για το φιάσκο. Και αυτό άσκησε μεγάλη αρνητική επίδραση και στην ευθυκρισία της αριστερής διανόησης, παρότι φυσικά ένα μέρος της είχε καταφέρει, μετά την διάσπαση του ΚΚΕ το 1968, να χειραφετηθεί από τον φιλοσοβιετισμό. Η βασικότερη συνέπεια ήταν ο εθισμός των διανοουμένων της στον κυνισμό και η εξοικείωση με την βαρβαρότητα ως προς τα πολιτικά, κοινωνικά και διεθνή φαινόμενα. Από τις απαρχές του 21ου αιώνα μάλιστα, στην τύφλωση και τον κυνισμό θα προστίθεντο και ένας μηδενιστικός εφηβικός θυμός που συμπληρώνεται έκτοτε διαρκώς από εκλάμψεις καταπιεσμένων επαναστατικών φαντασιώσεων, και έντονο αντιδυτικισμό/αντιαμερικανισμό, παρότι συνιστούν όλοι τους αυθεντικά τέκνα της δυτικής ελευθερίας και ευζωίας.
Η Χάννα Άρεντ εξηγεί κάπου ότι μια από τις εγγενείς ικανότητες των διανοουμένων, κυρίως όταν βρίσκονται ενώπιον της πιεστικής πραγματικότητας (με την οποία δεν τα πάνε και πολύ καλά...) είναι να μπορούν να εφευρίσκουν σύνθετα διανοητικά επιχειρήματα προκειμένου να δικαιολογήσουν φρικτές καταστάσεις. Η Άρεντ αναφέρεται κυρίως στα αφηρημένα ερμηνευτικά σχήματα που είχε την τάση να επινοεί η γερμανική διανόηση μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία προκειμένου να νομιμοποιήσει ηθικά το φρικώδες καθεστώς του και να συμβιβαστεί μαζί του. Ωστόσο, ούτε η αριστερή ιντελιγκέντσια υπολειπόταν ποτέ σε αυτή την ικανότητα μέχρι το 1989, όταν καλούνταν εκ των συνθηκών να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, και από αυτό δεν εξαιρούνταν ούτε καν οι τιτάνες εκείνης της διανόησης όπως πχ ο Σαρτρ ή ο Φουκώ (παρότι δεν ήταν κομμουνιστής).
Δεν φαίνεται όμως να υπάρχει διαφορά ούτε και από την σημερινή αριστερή διανόηση στη Δύση που θέλει να αυτο-αποκαλείται “προοδευτική”. Και η στάση της στην ισραηλινο-παλαιστινιακή διένεξη είναι πολύ χαρακτηριστική επ' αυτού. Ιδίως, μετά τα γεγονότα 7ης Οκτωβρίου, οι μάσκες της έχουν πέσει εντελώς. Στον πλανήτη σήμερα διεξάγονται κι άλλες πολύνεκρες πολεμικές αναμετρήσεις (που ορισμένες διαρκούν χρόνια) π.χ. στο Σουδάν, την Αιθιοπία, το Νίγηρα, όπως και αρκετές άλλες μικρότερες. Κι όμως, το ενδιαφέρον της προοδευτικής διανόησης για όλους αυτούς τους πολέμους είναι από ελάχιστο ως μηδαμινό, αν τους γνωρίζουν καν. Ο μόνος πόλεμος που έχει σημασία για εκείνους χρόνια τώρα είναι των Ισραηλινών απέναντι στους Παλαιστίνιους. Το εμμονικό αυτό ενδιαφέρον είναι όντως, το λιγότερο, περίεργο. Τι ιδιαίτερο έχει αυτή η ανεπίλυτη διαφορά στη Μέση Ανατολή σε σχέση με τόσες άλλες στον πλανήτη; Τι είναι εκείνο που την διαφοροποιεί τόσο πολύ ώστε να προκαλεί τόσα πάθη και τόση κινητοποίηση στη διανόηση του δυτικού κόσμου; Αν είναι μόνο το ανθρωπιστικό ενδιαφέρον, γαιτί αυτό είναι τόσο οξυμμένο για τους Παλαιστίνιους αλλά όχι για άλλους καταπιεσμένους λαούς στον πλανήτη; Επισημαίνω εδώ το επιχείρημα των ίδιων αυτών διανοουμένων που όταν έγινε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, έλεγαν ότι υπάρχουν και άλλοι πόλεμοι σε εξέλιξη στον πλανήτη και δεν δικαιολογείται αυτός να μονοπωλεί τόσο την προσοχή μας. Τώρα, γιατί άραγε τους ξέχασαν τους άλλους πολέμους;
Άρα το ερώτημα παραμένει και πρέπει να τεθεί ευθέως: γιατί η “προοδευτική” διανόηση είναι τόσο φιλοπαλαιστινιακή; Πολύ φοβάμαι ότι η απάντηση εδώ δεν μπορεί να είναι παρά ο ανοικτός ή υφέρπων αντισημιτισμός. Δεν είναι πλέον τόσο από την πλευρά της ρατσιστικής ακροδεξιάς που εκπορεύεται αλλά από εκείνη μιας πληθυντικής νέας Αριστεράς, που περιλαμβάνει από αριστεριστές και δικαιωματιστές μέχρι οπαδούς της πολιτικής ορθότητας αλλά ενίοτε και μέλη της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, κάτι προφανώς ακατανόητο με δεδομένη την φανατική ομοφοβία του ισλαμισμού.
Που στηρίζεται αυτός ο νέος αντισημιτισμός; Μπορούμε να υποθέσουμε ότι βασίζεται πάνω σε παλιά και νέα στερεότυπα. Από τη μία, στο παλιό στερεότυπο της συνωμοσιολογίας που θέλει το “πανίσχυρο λόμπι των εβραίων”, περίπου από καταβολής κόσμου, να συνωμοτούν στο σκοτεινό παρασκήνιο, όχι μόνο της δικής τους κυβέρνησης αλλά και πολλών άλλων ακόμη, κινώντας έτσι τα νήματα όλου του πλανήτη. Από την άλλη, σε μια νεότερη κατασκευή της εβραιοφοβίας που θεωρεί ότι το κράτος του Ισραήλ και οι Ισραηλινοί είναι αυθαίρετοι εισβολείς στη γη της Παλαιστίνης. Παραβλέπουν έτσι το ιστορικό γεγονός ότι πριν από το 1948 και την αναγνώριση του ισραηλινού κράτους, δεν υπήρχαν άλλα κράτη στην περιοχή, ούτε φυσικά κάποιο παρόμοιο παλαιστινιακό. Και παραβλέπουν ότι εξαρχής, όπως και τώρα άλλωστε, το ισραηλινό κράτος βρίσκεται περικυκλωμένο από αραβικά κράτη και λαούς που τρέφουν καταγωγικό μίσος γι' αυτό, το έχουν πολεμήσει πολλάκις και λυσσαλέα στα πεδία των μαχών ενώ οι πιο φανατικοί της ισλαμικής τζιχάντ -όπως η Χαμάς- δεν έχουν πάψει να διακηρύσσουν ανοικτά την φυσική του εξόντωση και την πλήρη εξαφάνισή του από τον χάρτη. Τέλος, παραβλέπουν το μείζον ηθικό επιχείρημα ότι αν η διεθνής κοινότητα συναίνεσε στην δημιουργία του κράτους του Ισραήλ αμέσως μετά τον πόλεμο ήταν εξαιτίας του μεγαλύτερου συλλογικού εγκλήματος που συντελέστηκε ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας, δηλαδή του ναζιστικού Ολοκαυτώματος των εβραίων. Θεωρήθηκε, με άλλα λόγια, ευθύνη και υποχρέωση όλης της διεθνούς κοινότητας να μεριμνήσει έτσι ώστε ένα τέτοιο έγκλημα που βασιζόταν σε έναν προαιώνιο αντισημιτισμό ο οποίος δεν είχε ποτέ ξεριζωθεί ούτε καν στη νεώτερη εποχή, να μην μπορεί ποτέ να επαναληφθεί.
Στην προσπάθειά του να επιβιώσει μέσα σε ένα τόσο εχθρικό περιβάλλον, το ισραηλινό κράτος, που είναι σημειωτέον ένα νέο κράτος μόλις 75 ετών, και διάφορες μισαλλόδοξες κυβερνήσεις του έχουν ακολουθήσει, μερικές φορές, λάθος πολιτικές που αντί να δίνουν διεξόδους στην ειρήνευση, διογκώνουν τον φαύλο κύκλο της έντασης. Αυτό όμως σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι θα είχε ποτέ νόημα μια πολιτική κατευνασμού όσων θέλουν να το εξαφανίσουν από προσώπου γης. Υπάρχουν δικαιολογημένοι και αδικαιολόγητοι πόλεμοι, και οι πρώτοι είναι εκείνοι που αν αποφύγεις να τους κάνεις, το μόνο που πετυχαίνεις είναι η ενδυνάμωση του εχθρού. Πόσο μάλλον όταν αυτός είναι ένας τρομοκράτης που δεν αισθάνεται να δεσμεύεται από καμία αρχή στο όνομα της επιτέλεσης του σκοπού του. Και αυτό που μας έμαθε η βαρβαρότητα των ολοκληρωτισμών του 20ού αιώνα είναι ότι ακόμη και ο ιερότερος σκοπός ακυρώνεται όταν τα μέσα που χρησιμοποιεί είναι ακραία ανήθικα.
Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος, Καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και Αντιπρόεδρος του Παρατηρητηρίου για τη Διδασκαλία της Ιστορίας στο Συμβούλιο της Ευρώπης
Σοσιαλισμός ΚΑΙ βαρβαρότητα
Σε κάθε περίπτωση, από το μεσοπόλεμο και μετά, τα διάφορα κομμουνιστικά κόμματα της Ευρώπης είχαν τουλάχιστον τρεις μεγάλες αφορμές για να απορρίψουν τον σοβιετικό αυταρχισμό που ποδοπατούσε πρώτος αυτός τα κομμουνιστικά ιδεώδη, με κάθε ευκαιρία. Η πρώτη ήταν οι δίκες της Μόσχας το 1936-1938, που ήταν στην ουσία μια παρανοϊκή εκστρατεία τρόμου του σταλινικού καθεστώτος στο εσωτερικό της χώρας, στέλνοντας στα γκουλάγκ εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν είχαν την παραμικρή ιδέα για ποιο λόγο πραγματικά είχαν εκδιωχθεί. Θα μεσολαβούσε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος και ο εξαγνισμός της ΕΣΣΔ λόγω των τρομακτικών θυσιών και των πολλών εκατομμυρίων θυμάτων που είχε προσφέρει στον κοινό αγώνα κατά του ναζισμού και του φασισμού. Αλλά η δεύτερη αφορμή για αμφισβήτηση των αγαθών της προθέσεων, που ήταν η εισβολή στην Ουγγαρία, αποτελούσε σαφή απόδειξη της μετεξέλιξης της ΕΣΣΔ σε ιμπεριαλιστική δύναμη, καθώς ερχόταν λίγο μετά την δημιουργία του αντι-νατοϊκού Συμφώνου της Βαρσοβίας που θα γινόταν εργαλείο διεθνούς ελέγχου και καταπίεσης των κρατών-μελών του από την Μόσχα. Και τούτο παρότι ο Στάλιν είχε πεθάνει από το 1953 ενώ ο διάδοχός του, Ν. Χρουστσώφ προχωρούσε υποτίθεται σε αποσταλινοποίηση του καθεστώτος, μετά την ιστορική ομιλία του στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ το 1956. Η τρίτη ευκαιρία που είχε ένας σκεπτόμενος Ευρωπαίος κομμουνιστής να κατανοήσει πόσο λάθος δρόμο είχε πάρει η υπόθεση του κομμουνισμού στην παγκόσμια πατρίδα του ήταν η κατάπνιξη της Άνοιξης της Πράγας το 1968 και πάλι από τα σοβιετικά τανκς. Με άλλα λόγια, την ίδια εποχή που σχεδόν σε όλη τη Δύση θα λάμβανε χώρα η πολιτισμική εξέγερση της νεολαίας, με αιτήματα χειραφετητικά και για τα δύο φύλα, στις χώρες του “παραπετάσματος” παρατηρούνταν η προσπάθεια μιας φοβικής, καταπιεστικής και οπισθοδρομικής σε όλα Μόσχας να κόψει κάθε λουλούδι που πήγαινε να ανθίσει.
Σημασία έχει ότι μέσα σε αυτά τα 30 χρόνια, οι φιλοκομμουνιστές της Δύσης δεν μπορούσαν να έχουν καμία αμφιβολία για τον εκφυλισμό που είχε υποστεί η παγκόσμια σοσιαλιστική επανάσταση υπό την καθοδήγηση της Σοβιετικής Ένωσης. Κάποια Κομμουνιστικά Κόμματα όπως της Ιταλίας βρήκαν το κουράγιο να απελευθερωθούν από τον σοβιετικό ζυγό εγκαινιάζοντας τον ευρωκομμουνιστικό δρόμο, όπως είπαμε. Άλλα όμως, όπως το ελληνικό Κ.Κ. επέλεξαν το δρόμο της τυφλής προσήλωσης στον “ρούσικο” κομμουνισμό, και τούτο μάλιστα ακόμη και μετά την οριστική κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ από το 1989 και μετά. Επί πενήντα και πλέον χρόνια φέρονταν σαν να μην είχαν δει και ακούσει τίποτε για το φιάσκο. Και αυτό άσκησε μεγάλη αρνητική επίδραση και στην ευθυκρισία της αριστερής διανόησης, παρότι φυσικά ένα μέρος της είχε καταφέρει, μετά την διάσπαση του ΚΚΕ το 1968, να χειραφετηθεί από τον φιλοσοβιετισμό. Η βασικότερη συνέπεια ήταν ο εθισμός των διανοουμένων της στον κυνισμό και η εξοικείωση με την βαρβαρότητα ως προς τα πολιτικά, κοινωνικά και διεθνή φαινόμενα. Από τις απαρχές του 21ου αιώνα μάλιστα, στην τύφλωση και τον κυνισμό θα προστίθεντο και ένας μηδενιστικός εφηβικός θυμός που συμπληρώνεται έκτοτε διαρκώς από εκλάμψεις καταπιεσμένων επαναστατικών φαντασιώσεων, και έντονο αντιδυτικισμό/αντιαμερικανισμό, παρότι συνιστούν όλοι τους αυθεντικά τέκνα της δυτικής ελευθερίας και ευζωίας.
Η Χάννα Άρεντ εξηγεί κάπου ότι μια από τις εγγενείς ικανότητες των διανοουμένων, κυρίως όταν βρίσκονται ενώπιον της πιεστικής πραγματικότητας (με την οποία δεν τα πάνε και πολύ καλά...) είναι να μπορούν να εφευρίσκουν σύνθετα διανοητικά επιχειρήματα προκειμένου να δικαιολογήσουν φρικτές καταστάσεις. Η Άρεντ αναφέρεται κυρίως στα αφηρημένα ερμηνευτικά σχήματα που είχε την τάση να επινοεί η γερμανική διανόηση μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία προκειμένου να νομιμοποιήσει ηθικά το φρικώδες καθεστώς του και να συμβιβαστεί μαζί του. Ωστόσο, ούτε η αριστερή ιντελιγκέντσια υπολειπόταν ποτέ σε αυτή την ικανότητα μέχρι το 1989, όταν καλούνταν εκ των συνθηκών να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, και από αυτό δεν εξαιρούνταν ούτε καν οι τιτάνες εκείνης της διανόησης όπως πχ ο Σαρτρ ή ο Φουκώ (παρότι δεν ήταν κομμουνιστής).
Δεν φαίνεται όμως να υπάρχει διαφορά ούτε και από την σημερινή αριστερή διανόηση στη Δύση που θέλει να αυτο-αποκαλείται “προοδευτική”. Και η στάση της στην ισραηλινο-παλαιστινιακή διένεξη είναι πολύ χαρακτηριστική επ' αυτού. Ιδίως, μετά τα γεγονότα 7ης Οκτωβρίου, οι μάσκες της έχουν πέσει εντελώς. Στον πλανήτη σήμερα διεξάγονται κι άλλες πολύνεκρες πολεμικές αναμετρήσεις (που ορισμένες διαρκούν χρόνια) π.χ. στο Σουδάν, την Αιθιοπία, το Νίγηρα, όπως και αρκετές άλλες μικρότερες. Κι όμως, το ενδιαφέρον της προοδευτικής διανόησης για όλους αυτούς τους πολέμους είναι από ελάχιστο ως μηδαμινό, αν τους γνωρίζουν καν. Ο μόνος πόλεμος που έχει σημασία για εκείνους χρόνια τώρα είναι των Ισραηλινών απέναντι στους Παλαιστίνιους. Το εμμονικό αυτό ενδιαφέρον είναι όντως, το λιγότερο, περίεργο. Τι ιδιαίτερο έχει αυτή η ανεπίλυτη διαφορά στη Μέση Ανατολή σε σχέση με τόσες άλλες στον πλανήτη; Τι είναι εκείνο που την διαφοροποιεί τόσο πολύ ώστε να προκαλεί τόσα πάθη και τόση κινητοποίηση στη διανόηση του δυτικού κόσμου; Αν είναι μόνο το ανθρωπιστικό ενδιαφέρον, γαιτί αυτό είναι τόσο οξυμμένο για τους Παλαιστίνιους αλλά όχι για άλλους καταπιεσμένους λαούς στον πλανήτη; Επισημαίνω εδώ το επιχείρημα των ίδιων αυτών διανοουμένων που όταν έγινε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, έλεγαν ότι υπάρχουν και άλλοι πόλεμοι σε εξέλιξη στον πλανήτη και δεν δικαιολογείται αυτός να μονοπωλεί τόσο την προσοχή μας. Τώρα, γιατί άραγε τους ξέχασαν τους άλλους πολέμους;
Άρα το ερώτημα παραμένει και πρέπει να τεθεί ευθέως: γιατί η “προοδευτική” διανόηση είναι τόσο φιλοπαλαιστινιακή; Πολύ φοβάμαι ότι η απάντηση εδώ δεν μπορεί να είναι παρά ο ανοικτός ή υφέρπων αντισημιτισμός. Δεν είναι πλέον τόσο από την πλευρά της ρατσιστικής ακροδεξιάς που εκπορεύεται αλλά από εκείνη μιας πληθυντικής νέας Αριστεράς, που περιλαμβάνει από αριστεριστές και δικαιωματιστές μέχρι οπαδούς της πολιτικής ορθότητας αλλά ενίοτε και μέλη της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, κάτι προφανώς ακατανόητο με δεδομένη την φανατική ομοφοβία του ισλαμισμού.
Που στηρίζεται αυτός ο νέος αντισημιτισμός; Μπορούμε να υποθέσουμε ότι βασίζεται πάνω σε παλιά και νέα στερεότυπα. Από τη μία, στο παλιό στερεότυπο της συνωμοσιολογίας που θέλει το “πανίσχυρο λόμπι των εβραίων”, περίπου από καταβολής κόσμου, να συνωμοτούν στο σκοτεινό παρασκήνιο, όχι μόνο της δικής τους κυβέρνησης αλλά και πολλών άλλων ακόμη, κινώντας έτσι τα νήματα όλου του πλανήτη. Από την άλλη, σε μια νεότερη κατασκευή της εβραιοφοβίας που θεωρεί ότι το κράτος του Ισραήλ και οι Ισραηλινοί είναι αυθαίρετοι εισβολείς στη γη της Παλαιστίνης. Παραβλέπουν έτσι το ιστορικό γεγονός ότι πριν από το 1948 και την αναγνώριση του ισραηλινού κράτους, δεν υπήρχαν άλλα κράτη στην περιοχή, ούτε φυσικά κάποιο παρόμοιο παλαιστινιακό. Και παραβλέπουν ότι εξαρχής, όπως και τώρα άλλωστε, το ισραηλινό κράτος βρίσκεται περικυκλωμένο από αραβικά κράτη και λαούς που τρέφουν καταγωγικό μίσος γι' αυτό, το έχουν πολεμήσει πολλάκις και λυσσαλέα στα πεδία των μαχών ενώ οι πιο φανατικοί της ισλαμικής τζιχάντ -όπως η Χαμάς- δεν έχουν πάψει να διακηρύσσουν ανοικτά την φυσική του εξόντωση και την πλήρη εξαφάνισή του από τον χάρτη. Τέλος, παραβλέπουν το μείζον ηθικό επιχείρημα ότι αν η διεθνής κοινότητα συναίνεσε στην δημιουργία του κράτους του Ισραήλ αμέσως μετά τον πόλεμο ήταν εξαιτίας του μεγαλύτερου συλλογικού εγκλήματος που συντελέστηκε ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας, δηλαδή του ναζιστικού Ολοκαυτώματος των εβραίων. Θεωρήθηκε, με άλλα λόγια, ευθύνη και υποχρέωση όλης της διεθνούς κοινότητας να μεριμνήσει έτσι ώστε ένα τέτοιο έγκλημα που βασιζόταν σε έναν προαιώνιο αντισημιτισμό ο οποίος δεν είχε ποτέ ξεριζωθεί ούτε καν στη νεώτερη εποχή, να μην μπορεί ποτέ να επαναληφθεί.
Στην προσπάθειά του να επιβιώσει μέσα σε ένα τόσο εχθρικό περιβάλλον, το ισραηλινό κράτος, που είναι σημειωτέον ένα νέο κράτος μόλις 75 ετών, και διάφορες μισαλλόδοξες κυβερνήσεις του έχουν ακολουθήσει, μερικές φορές, λάθος πολιτικές που αντί να δίνουν διεξόδους στην ειρήνευση, διογκώνουν τον φαύλο κύκλο της έντασης. Αυτό όμως σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι θα είχε ποτέ νόημα μια πολιτική κατευνασμού όσων θέλουν να το εξαφανίσουν από προσώπου γης. Υπάρχουν δικαιολογημένοι και αδικαιολόγητοι πόλεμοι, και οι πρώτοι είναι εκείνοι που αν αποφύγεις να τους κάνεις, το μόνο που πετυχαίνεις είναι η ενδυνάμωση του εχθρού. Πόσο μάλλον όταν αυτός είναι ένας τρομοκράτης που δεν αισθάνεται να δεσμεύεται από καμία αρχή στο όνομα της επιτέλεσης του σκοπού του. Και αυτό που μας έμαθε η βαρβαρότητα των ολοκληρωτισμών του 20ού αιώνα είναι ότι ακόμη και ο ιερότερος σκοπός ακυρώνεται όταν τα μέσα που χρησιμοποιεί είναι ακραία ανήθικα.
Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος, Καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και Αντιπρόεδρος του Παρατηρητηρίου για τη Διδασκαλία της Ιστορίας στο Συμβούλιο της Ευρώπης
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα