Δημήτρης Κίτσος: Δεν είμαι από τους τύπους που τους αρέσει να κάθονται
Στο δικό του μικροσύμπαν τα πάντα βρίσκονται σε αέναη κίνηση, με εκείνον να τρέχει για να τα προλάβει - Βλέπε «Grand Hotel» στον ANT1, «Μεγάλη Χίμαιρα» προσεχώς στην ΕΡΤ και την επερχόμενη παράσταση του Δημήτρη Παπαϊωάννου
Οσο δύσκολο είναι να συναντήσεις τον Δημήτρη Κίτσο λόγω του υπερφορτωμένου προγράμματός του, αλλά τόσο εύκολα κυλάει μια συζήτηση μαζί του όταν τελικά καταφέρει να σε στριμώξει στο καλεντάρι του. Γυρίσματα για το «Grand Hotel» στον ΑΝΤ1, πρόβες για το επερχόμενο «Ρέκβιεμ για το τέλος του έρωτα» του Δημήτρη Παπαϊωάννου, εντατική γυμναστική -από καλλισθενική μέχρι ακροβατικά- γιατί θέλει να κρατάει το σώμα του σε φόρμα, ακόμα και μια εξόρμηση με φίλους στα σπάνιο ρεπό του για να κάνει bungee jumping ή αναρρίχηση. Ετσι ασταμάτητος είναι και στη δουλειά του. Από το 2016 που μας συστήθηκε με την ελληνοπολωνικής παραγωγής ταινία «Park», ο Δημήτρης μπαινοβγαίνει στα κινηματογραφικά και τηλεοπτικά πλατό γιατί τον μαγεύει η κάμερα. Θέατρο κάνει πιο επιλεκτικά, παρότι απόφοιτος του Εθνικού. Ισως γιατί δεν του περισσεύει ο χρόνος.
GALA: Είσαι πάντα τόσο απασχολημένος; ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΙΤΣΟΣ: Οχι. Βέβαια όταν δεν έχω δουλειά που έχει να κάνει με το επάγγελμά μου, κάνω άλλα πράγματα: από σεμινάρια υποκριτικής και σκηνοθεσίας μέχρι άλλες δραστηριότητες. Δεν είμαι από τους τύπους που τους αρέσει να κάθονται. Μάλλον έχω το σύνδρομο «κάνω, άρα υπάρχω» και δυσκολεύομαι να βρω την ηρεμία στην ξεκούραση, στο να πω «τώρα θα καθίσω και δεν θα κάνω τίποτα». Νομίζω ότι αυτή η κινητικότητα πηγάζει από την αγωνία μου να προλάβω να τα κάνω όλα πριν πεθάνω.
G.: Ενα από τα πράγματα που κάνεις φέτος είναι το «Grand Hotel». Ποιος είναι ο ρόλος σου; Δ.Κ.: Το όνομά του είναι Αρης Δανέζης και είμαι ένας δημοσιογράφος που έχει έρθει από το Λονδίνο προκειμένου να ξεσκεπάσει το σκάνδαλο που είχε δημιουργηθεί με τον Ρήγα σχετικά με το έγκλημα με τους πρόσφυγες. Η ηθική του και ο στόχος του για τα πράγματα και τον κόσμο μού αρέσουν, οι τρόποι του για να πετύχει τον σκοπό του όμως, όχι. Στην ουσία είναι ο πρώτος μου μεγάλος ρόλος, γιατί στις «Αγριες Μέλισσες» και στο «Maestro» είχα παίξει σε λίγα επεισόδια και στην «Παραλία» και στους «Μαύρους Πίνακες» τα πράγματα ήταν μοιρασμένα.
G.: Και πώς είναι μέχρι στιγμής η εμπειρία τού να πρωταγωνιστείς σε ένα επιτυχημένο σίριαλ πολλών επεισοδίων; Δ.Κ.: Πολύ ενδιαφέρουσα, αλλά κουραστική - αν και όχι όσο νόμιζα. Ή τουλάχιστον έχω μάθει να το διαχειρίζομαι καλύτερα. Η τηλεόραση κατά βάση έχει πολύ γρήγορους ρυθμούς. Αυτό έχει ένα καλλιτεχνικό κόστος και κατά συνέπεια και ψυχικό, γιατί δεν προλαβαίνεις να βουτήξεις εις βάθος στον χαρακτήρα σου. Από την άλλη, κάτι που μου αρέσει και το βρίσκω πολύ μεγάλο μάθημα είναι ότι αυτοί οι ρυθμοί σε αναγκάζουν να έχεις καλύτερα αντανακλαστικά. Το πολύ καλό τώρα με το «Grand Hotel» είναι ότι μου δίνει την ευκαιρία να παρακολουθώ τον εαυτό μου στα επεισόδια που προβάλλονται για να μπορώ να διορθώσω τα πράγματα που δεν μου αρέσουν.
Πουκάμισο και παντελόνι Marant, attica, The Department Store. Γαλότσες, Aigle
G.: Επίσης πρωταγωνιστικός είναι και ο ρόλος σου στην επερχόμενη και πολλά υποσχόμενη «Μεγάλη Χίμαιρα» στην ΕΡΤ. Δ.Κ.: Ναι, τα γυρίσματα έχουν ολοκληρωθεί και λένε ότι θα βγει τον Δεκέμβρη. Νομίζω πως θα είναι μια πάρα πολύ καλή δουλειά, με δεδομένο το πώς είναι η κατάσταση στην Ελλάδα από άποψη οικονομικών και από άποψη αδειών που μπορεί να δίνονται για να γίνουν κάποια πράγματα. Βλέπε, ας πούμε, το ότι αρνήθηκαν να δώσουν την Ακρόπολη στον Λάνθιμο, βλέπε προβλήματα με το ΕΚΟΜΕ που χρωστάει σε ξένους και Ελληνες παραγωγούς και δημιουργεί καθυστερήσεις, με αποτέλεσμα άνθρωποι που θέλουν να γυρίσουν μια ταινία να περιμένουν χρόνια για μια απάντηση και ο χρόνος των γυρισμάτων αναγκαστικά να συρρικνώνεται. Αυτά τα θέματα τώρα προσπαθεί να αντιμετωπίσει η συλλογικότητα Ορατότις Μηδέν, στην οποία συμμετέχουν όσοι εργάζονται στον κινηματογράφο. Με αυτά τα δεδομένα, λοιπόν, πιστεύω ότι στη «Μεγάλη Χίμαιρα» έχει γίνει πολύ καλή δουλειά, επειδή καταφέραμε με κάποιον μαγικό τρόπο να ξεπεράσουμε το πρόβλημα της έλλειψης χρόνου.
G.: Εκεί ποιον υποδύεσαι; Δ.Κ.: Είμαι ο μικρός γιος της οικογένειας, ο Μηνάς, που σπουδάζει στη Νομική, θεωρείται μεγάλη ιδιοφυΐα και κινείται στους πνευματικούς κύκλους, κάνει παρέα με τον Παλαμά και όλους εκείνους τους μεγάλους ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών της εποχής. Είναι ο άνθρωπος που ίσως φέρνει τη διχόνοια στην οικογένεια.
G.: Είναι για σένα ζηλευτό το ότι ο χαρακτήρας σου ζούσε εκείνη την εποχή και γνώρισε εκείνους τους σημαντικούς ανθρώπους; Δ.Κ.: Ναι, μου λείπει αυτό που δεν έχω ζήσει. Ακούω ιστορίες για συγκεκριμένα στέκια όπου πήγαιναν και αντάλλαζαν απόψεις και έκαναν βραδιές ποίησης. Τώρα νομίζω ότι υπάρχει μεγαλύτερη στροφή προς το υλιστικό κομμάτι.
G.: Αυτές τις μέρες επίσης κάνεις πρόβες για το «Ρέκβιεμ για το τέλος του έρωτα» του Δημήτρη Παπαϊωάννου. Τι μπορείς να μου πεις γι’ αυτό; Δ.Κ.: Οχι και πολλά. Ο Παπαϊωάννου είναι ένα τεράστιο μάθημα για μένα και ίσως η κορυφή των συνεργασιών μου μέχρι στιγμής, ένας από τους ανθρώπους που με έχουν προχωρήσει καλλιτεχνικά και στο πώς βλέπω σήμερα τα πράγματα. Ηθελα πολύ να ξαναδουλέψω μαζί του. Ηρθε η πρόταση γι’ αυτό, και δεν αναρωτήθηκα καν περί τίνος πρόκειται, ήθελα μόνο να μπορώ να συμμετάσχω χωρίς να με ενδιαφέρει τι ρόλο θα έχω. Και μόνο που θα γινόμουν πάλι μέρος αυτού του κόσμου μού αρκούσε.
G.: Ηθελες πάντα να γίνεις ηθοποιός; Δ.Κ.: Είχα μια διάθεση καλλιτεχνική. Ζωγράφιζα, ασχολούμουν με τη μουσική, έγραφα κάνα ποίημα, κάνα στίχο, κάνα σεναριάκι… Μας πήγαινε και η μητέρα μας στο θέατρο πολύ, αλλά δεν είναι ότι μου είχε δημιουργηθεί η ανάγκη να ασχοληθώ με αυτό. Οταν όμως πήγα στη Θεσσαλονίκη για να σπουδάσω, μπήκα σε μια θεατρική ομάδα του Πολυτεχνείου, με την προτροπή ενός φίλου μου που είναι και συγγραφέας και stand up comedian πλέον, του Γιώργου Ριζόπουλου. Στην αρχή είχα τη λογική «εντάξει, θα κάτσω απέξω και θα παρακολουθώ», αλλά σιγά-σιγά με κέρδισε αυτό το παιχνίδι. Ημουν πολύ πιο κλειδωμένος εκείνη την εποχή της ζωής μου, ψυχικά, συναισθηματικά και σωματικά. Δεν είχα καμία επαφή με την έκθεση. Εχει πέσει πολλή δουλειά για να καταφέρω να πάω να δώσω εξετάσεις στη Σχολή. Αυτό το λέω όσον αφορά θέματα εξωστρέφειας, συστολής και ντροπών - και τώρα έχω ντροπές, αλλά όχι στον βαθμό που είχα τότε. Οπότε παίζοντας άρχισε να μου αρέσει. Είχα δει και την ταινία «Patch Adams» με τον Ρόμπιν Γουίλιαμς, όπου έκανε έναν γιατρό που ντυνόταν κλόουν για να ψυχαγωγεί παιδιά και αρρώστους και επειδή είχα μεγάλη λατρεία και στον Τσάπλιν, θεωρώ ότι αυτό είναι ένα από τα μεγαλύτερα ζητούμενα ενός καλλιτέχνη: το να απαλύνει τον πόνο του άλλου, το να του δείξει κάποια πράγματα που αλλιώς δεν θα έστρεφε το βλέμμα του για να τα δει.
Τζάκετ G-Star Raw και παντελόνι Karl Lagerfeld, Sport & Fashion Freedom. Tank top Amiri, attica, The Department Store. Γαλότσες, Aigle
G.: Οπότε το βλέπεις και λίγο ως λειτούργημα; Δ.Κ.: Οχι λίγο, απολύτως ως λειτούργημα. Αλλιώς δεν το καταλαβαίνω.
G.: Με την αναγνωρισιμότητα πώς τα πας; Δ.Κ.: Δεν είμαι και από τους ανθρώπους που όπου πάνε θα γυρίσουν κεφάλια να τους δουν. Κυρίως δεν με αναγνωρίζουν. Σε κάποιες περιπτώσεις έχει χαβαλέ, όταν με αναγνωρίζουν και μου κάνουν πλάκα, σε κάποιες άλλες έχει και τα θετικά του, όπως όταν πηγαίνω ταξίδι κάπου μόνος μου όπου μπορεί να ξεκινήσει μια συνάντηση και να γνωρίσω κάποιον που αλλιώς δεν θα έκανα εύκολα την κίνηση να τον γνωρίσω.
G.: Εχεις νιώσει ποτέ δέος για κάποιον από τους συνεργάτες σου; Δ.Κ.: Πολλές φορές. Είχα τη χαρά να συνεργαστώ ή να γνωρίσω ανθρώπους που πάντα θαύμαζα. Μου έχει τύχει να βρεθώ με τον Εντ Χάρις, να πάω στο Sundance και να γνωρίσω τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ, να συνεργαστώ με τη Σάρα Καντόν που κάνει σπουδαία καριέρα. Είχα όμως την τύχη να δουλέψω και με πολύ σπουδαίους Ελληνες, ίσως σπουδαιότερους κι από αυτούς που κάνουν καριέρα στο Χόλιγουντ.
G.: Θα δοκίμαζες την τύχη σου έξω; Δ.Κ.: Το έχω σκεφτεί κάποιες φορές, αλλά δεν νομίζω να το κάνω πια. Θα μπορούσα ίσως να είχα φύγει τότε που παίχτηκε το «Park» στο Διεθνές Φεστιβάλ του Τορόντο και μου είχαν κάνει κάποιες προτάσεις. Πλέον, όμως, με το diversity, ακόμα και δουλεύοντας στην Ελλάδα έχεις ευκαιρίες να παίξεις σε ξένες παραγωγές. Εχω παίξει ήδη σε τρεις, στις οποίες δεν νομίζω να συμμετείχα αν είχα φύγει έξω.
G.: Είσαι από τους ανθρώπους που θέλουν να δοκιμάζουν τα όριά τους. Ποιο είναι το πιο επικίνδυνο πράγμα που έχεις κάνει ποτέ; Δ.Κ.: Νομίζω ότι ο έρωτας είναι το πιο επικίνδυνο, γιατί εκεί είσαι εκτεθειμένος, ευάλωτος και χωρίς ασπίδες. Ο,τι άσχημο έχεις στον χαρακτήρα, εκεί φανερώνεται. Και ό,τι ωραίο επίσης, αλλά ο κίνδυνος είναι όταν βγαίνουν στην επιφάνεια τα άσχημα.