Η Αθήνα είναι sold out παντού, από τα νυχτερινά κέντρα και τα εστιατόρια μέχρι τα θέατρα και τα σινεμά
Στην ουρά χιλιάδες Αθηναίοι για ένα εισιτήριο στο θέατρο, μια θέση στα νυχτερινά κέντρα και τα ζωντανά θεάματα, ένα τραπέζι στα καλά εστιατόρια - Η καταπίεση της πανδημίας, η καλύτερη οικονομική κατάσταση και η φρενίτιδα των selfie γεμίζουν μέχρι και τις «τρύπες» στου Ψυρρή
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Ενα απέραντο sold out η Αθήνα, μια επιδημία με κύριο σύμπτωμα τη σχεδόν ψυχαναγκαστική τάση «να βρισκόμαστε εκεί που συμβαίνει». Εκεί που συμβαίνει τι; Μα οτιδήποτε άξιο μιας selfie, μερικών στιγμιοτύπων, εν είδει πιστοποίησης στα social ότι κι εμείς είδαμε π.χ. Μπανούσι, ότι φάγαμε στο «Pharaoh», ότι πήγαμε στην Επίδαυρο για τον Κάστορφ, στο ΟΑΚΑ για τον ΛΕΞ (ή τον Παναθηναϊκό) κ.ο.κ. Δεδομένο αλλά και ζητούμενο, το αδιαχώρητο, το sold out, ως κίνητρο πλέον, όχι μόνο ως αποτέλεσμα και επιβράβευση ή εγγύηση ποιότητας. Και, πιθανότατα, ο καταλύτης στο φαινόμενο του sold out είναι διπλός: Η καταπίεση της πανδημίας και η ισοπεδωτική δύναμη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Το θέατρο
Οι θεατρικές σκηνές στην Αθήνα είναι περίπου 180: από το τεράστιο «Christmas Theater» μέχρι μια υπόγεια τρύπα στου Ψυρρή, εξεπίτηδες βρόμικη και παρατημένη, για λόγους αυθεντικότητας και εναλλακτικού νατουραλισμού. Σε κάθε περίπτωση, οι εν Αθήναις παραστάσεις ξεπερνούν τις 450 για τη φετινή χειμερινή σεζόν. Οι online κρατήσεις έχουν εκτοξευτεί, περίπου κατά 80% σε σχέση με την προ COVID περίοδο. Ειδικά στο θέατρο, έχουν σχεδόν καταργηθεί όχι μόνο οι παραδοσιακές διακρίσεις -ή/και προκαταλήψεις- ανάμεσα σε ποιοτικό και εμπορικό, αλλά και ο ρόλος της κριτικής.
Το κοινό απλώς πηγαίνει παντού. Και όσοι περισσότεροι προτιμούν ένα θέαμα ή, γενικότερα, κάτι που συμβαίνει τώρα στην Αθήνα, τόσο περισσότεροι τους ακολουθούν. Αίφνης, ο συνωστισμός είναι το επιδιωκόμενο, μια παρατήρηση που επιρρωνύει την αίσθηση ότι το τσουνάμι του sold out αφορμάται, καταρχάς, από τα απωθημένα των lockdown. Και σαφώς ενισχύεται από μια σειρά παραγόντων, όπως η αστραπιαία διαφήμιση της εκάστοτε παράστασης ή δρώμενου γενικώς ή εστιατορίου/μπαρ/στριτ-φουντάδικου κ.λπ.
Το αμέσως ορατό αποτέλεσμα αυτής τής, θα έλεγε κανείς, «υστερίας» είναι οι ουρές αναμονής. Οι φυσικές και οι ψηφιακές. Οι δεύτερες, δε, τείνουν να γίνουν αναπόσπαστο τμήμα της ιεροτελεστίας μέχρι την εξασφάλιση του πολυπόθητου εισιτηρίου.
Κλείσιμο
Ασφαλώς η εικόνα στις λεπτομέρειές της είναι αρκετά πιο περίπλοκη. Εξυπακούεται πως δεν είναι όλες οι παραστάσεις και όλα τα ψυχαγωγικά προϊόντα sold out - κάθε άλλο, μάλιστα, όπως επισημαίνουν στο «Πρώτο Θέμα» άνθρωποι με πολύχρονη εμπειρία από τη συγκεκριμένη αγορά. Ιδιαίτερα στο θέατρο, η ζήτηση έχει προσελκύσει εσχάτως την είσοδο του λεγόμενου «μεγάλου κεφαλαίου» στον κλάδο, γεγονός που δημιουργεί, τόσο στο παρόν όσο και προοπτικά, συνθήκες σκληρού ανταγωνισμού, με εξαγορές και επιβολή της επιχειρηματικής αντίληψης για το τι παίζεται, πώς και πού, με ποιους, για πόσο καιρό κ.ο.κ.
Από την άλλη, σε παραστάσεις όπως π.χ. το «Οξυγόνο» του Ιβάν Βιριπάγιεφ, το οποίο ανέβηκε στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση πέρυσι, η διαπίστωση ότι υπάρχει μια παράλληλη πλημμυρίδα ταλέντου στην Ελλάδα σήμερα, με δεκάδες νέα παιδιά που παίζουν, τραγουδούν και χορεύουν δαιμονισμένα, εν μέρει δικαιολογεί την εκρηκτική άνθηση της σκηνικής παραγωγής - από την πλευρά των δημιουργών, τουλάχιστον. Η δίψα, λοιπόν, δεν χαρακτηρίζει μόνο το κοινό, αλλά και τους καλλιτέχνες.
Μάχη για το εισιτήριο
Υπ’ αυτό το πρίσμα, το να εξασφαλίσει κάποιος εισιτήρια για μία από τις μαυλιστικές παραστάσεις π.χ. του Δημήτρη Παπαϊωάννου θεωρείται όλο και περισσότερο σαν ένα ανδραγάθημα, σαν μια σπάνια εύνοια της μοίρας και μια αφάνταστα ευτυχής εξαίρεση. Διότι ο κανόνας ορίζει ότι η πλειονότητα των επίδοξων θεατών απλώς δεν θα προλάβει. Οπως και ο καθένας που δεν πρόλαβε πέρυσι και, πιθανότατα, δεν θα προλάβει ούτε την επόμενη χρονιά - εκτός εάν παραμονεύει στη διαδικτυακή ουρά αναμονής και πατήσει κλικ στο ίδιο κλάσμα του χρόνου όπου θα ανοίξει η προπώληση.
Ωστόσο, όντως υπάρχουν ελεύθερες θέσεις; Φυσικά και όχι. Η διαθεσιμότητα είναι κάτι τυπικό, μια μαγική εικόνα της πλατφόρμας πώλησης εισιτηρίων. Το ότι δεν εμφανίζεται παντού το κόκκινο χρώμα της απογοήτευσης στα τετραγωνάκια με τις ημερομηνίες πρακτικά δεν ισχύει. Στην ουσία ο Οιδίποδας είναι sold out από το φθινόπωρο, ένα θέαμα προσβάσιμο μόνο σε όσους πρόλαβαν να εξασφαλίσουν τα εισιτήριά τους κατά την Α’ και Β’ φάση της προπώλησης. Πλέον απομένουν μόνο μερικές θέσεις περιορισμένης ορατότητας, μεμονωμένες και διάσπαρτες, για τους «τιμωρημένους» που ολιγώρησαν.
Κάτι αντίστοιχο ισχύει τα τελευταία χρόνια για την Επίδαυρο και το Ηρώδειο, αλλά και για τους αγώνες μπάσκετ, κυρίως του Παναθηναϊκού και του Ολυμπιακού. Το ίδιο και για ό,τι ανεβαίνει στο Εθνικό Θέατρο και το Δημοτικό του Πειραιά, την Εθνική Λυρική Σκηνή και για τις περισσότερες από τις θεατρικές παραστάσεις που κατατάσσονται σε αυτές που «πρέπει οπωσδήποτε» και εν πάση περιπτώσει αξίζει να παρακολουθήσει κάποιος, ακόμη και εάν η θέαση προϋποθέτει μόχθο και προοιωνίζεται μετατόπιση σπονδύλων σε άβολες και στριμωγμένες θέσεις, ένα μαρτύριο που εξελίσσεται εν ονόματι της τέχνης π.χ. σε μια ισόγεια «σκηνή» σε πάροδο της Πατησίων, σε έναν χώρο που έως πρότινος στέγαζε ένα μίνι μάρκετ ή κάτι παρόμοιο.
Η Αθήνα της ψυχαγωγίας μπορεί να είναι ένα απέραντο κρεβάτι ή μπορεί και όχι, περί αυτού οι απόψεις διίστανται έντονα. Σίγουρα όμως είναι μια ατελείωτη ουρά, πολύ συχνά δίχως ευδιάκριτη αρχή ή τέλος.
Η ιεροτελεστία της εξόδου
«Τι τρέχει;», όπως ίσως θα αναφωνούσε ο Σαββόπουλος ατενίζοντας τα πλήθη των Ελλήνων στις ουρές για θεάματα και άρτον, διότι, αναμφίβολα, κάτι τρέχει εδώ. Ο Διονύσης Σαββόπουλος απεβίωσε, όπως όμως θα ακούγεται εις τους αιώνας των αιώνων χάρη στον «Μπάλλο» του: «Τι τρέχει; Εγινε κατολίσθηση κι έπεσε κάνας βράχος; Τα πλήθη ουρλιάζουν στις κερκίδες. Ντέφια, νταούλια, κρόταλα κ.λπ.».
Το «ηλεκτρικό τσίρκο», που έλεγε ο Σαββόπουλος του «Μπάλλου» ότι είχε μέσα στο μυαλό του, ενδεχομένως με μια μικρή προσαρμογή σε ψηφιακό, ώστε να εναρμονιστεί πλήρως με τα σύγχρονα δεδομένα, ως σχήμα λόγου θα μπορούσε να αποτελέσει μια ενδιαφέρουσα απόπειρα αποτύπωσης της τρέχουσας πραγματικότητας.
«Ηλεκτρικό τσίρκο», λοιπόν, αλλά σαν μια ευφάνταστη μεταφορά με στόχο να περιγράψει, όχι να κατακρίνει και να απαξιώσει το τσουνάμι μαζικότητας που σαρώνει την εγχώρια ψυχαγωγία. Ολο αυτό που συμβαίνει, ιδίως από την πανδημία και μετά, στα θεάματα και ακροάματα. Σε ό,τι περιλαμβάνει, ακριβέστερα, η έννοια «βραδινή έξοδος» για τους σημερινούς Έλληνες.
Προσμονή - αναμονή - μάχη με τους αντιπάλους διά ζώσης ή virtual για ένα διπλό εισιτήριο-εκπλήρωση ή διάψευση της μεγάλης προσδοκίας. Αυτά είναι τα διαδοχικά βήματα που συνθέτουν τη νόρμα για οποιονδήποτε επιθυμεί τη μέθεξη στην τέχνη και τον πολιτισμό, εξίσου όμως στον αθλητισμό και την εκλεπτυσμένη εστίαση. Το «μενού», άλλωστε, σερβίρεται στους ενδιαφερόμενους πλήρες. Με πρώτο πιάτο την έγκαιρη ενημέρωση για οτιδήποτε φέρει τη σήμανση «αυτό δεν χάνεται με τίποτα».
Αναρτήσεις-υποδείξεις, διθύραμβοι και αποθεώσεις κατά το δοκούν στο Instagram αρκούν για τους περισσότερους προκειμένου να σπεύσουν. Οι πιο φιλοπερίεργοι ανατρέχουν περαιτέρω στο Facebook ή σε ηλεκτρονικά media, όλοι πάντως καταλήγουν στις ίδιες ουρές αναμονής. Διότι το φυσιολογικό επόμενο βήμα είναι ο σκληρός αγώνας για την εξασφάλιση της πρόσβασης σε μια συναυλία, σε μια θεατρική παράσταση, σε μια αθλητική αναμέτρηση ή σε ένα από τα τραπέζια εστιατορίων που «τρεντάρουν», όπως το «Manári», τα «Ακρα», το «Napul’è» κ.ά. (τα παραδείγματα εντελώς τυχαία).
Αναρτήσεις-υποδείξεις, διθύραμβοι και αποθεώσεις κατά το δοκούν στο Instagram αρκούν για τους περισσότερους προκειμένου να σπεύσουν. Οι πιο φιλοπερίεργοι ανατρέχουν περαιτέρω στο Facebook ή σε ηλεκτρονικά media, όλοι πάντως καταλήγουν στις ίδιες ουρές αναμονής
Σε αυτό το σκηνικό συνιστά περίπου ύβρη το να απαιτήσει κάποιος κράτηση για το Σάββατο βράδυ, την πιο hot ημέρα της εβδομάδας. Και ακόμη πιο ασυγχώρητη θρασύτης θεωρείται η υπέρβαση του χρόνου εκ μέρους του ωφελούμενου πελάτου, η διάρκεια κατάληψης, την οποία η διεύθυνση του εκάστοτε μπαρ-ρέστο/μεταμοντέρνας ταβέρνας ή ακόμη και μπεργκεράδικου έχει προβλέψει εκ των προτέρων. Το γεγονός ότι ο πελάτης μόχθησε και βασανίστηκε έως ότου πετύχει την κράτηση ουδόλως ενδιαφέρει ή επηρεάζει την αμείλικτη και προδιαγεγραμμένη νομοτέλεια.
Εγκαίρως, προτού παρέλθει η προκαθορισμένη διάρκεια φιλοξενίας, ο πελάτης και η συντροφιά του θα ειδοποιηθεί ότι ο χρόνος του σώνεται οσονούπω. Και τότε θα πρέπει να αποχωρήσει άμεσα, ήρεμα και χωρίς να δυσανασχετεί. Ο επόμενος πελάτης ήδη περιμένει στην ουρά της εισόδου. Οσο για τα ήθη και τις συμπεριφορές, τόσο από την πλευρά των επιχειρηματιών όσο και από εκείνη του κοινού, διαμορφώνονται από τη ζήτηση.
Οι λάτρεις της Αννας Βίσση γέμισαν δύο φορές ασφυκτικά το Καλλιμάρμαρο για να παρακολουθήσουν τις συναυλίες της
Μέσα σε περίπου δύο ώρες, τα εισιτήρια για το live των «ημίθεων» του σκληρού ήχου Metallica εξαφανίστηκαν. Και, όπως συμβαίνει σταθερά τα τελευταία χρόνια με οτιδήποτε παρουσιάζει ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, η εξασφάλιση θέσης στο «Ρέκβιεμ για το τέλος του έρωτα» μετατράπηκε σε πρόκληση για τους διαθέτοντες αστραπιαία αντανακλαστικά. «Λόγω της αναμενόμενης μεγάλης ζήτησης, θα εφαρμοστεί αυτόματο σύστημα σειράς προτεραιότητας (waiting queue), κατά το οποίο οι επισκέπτες θα ταξινομούνται σε ομάδες και η αγορά των εισιτηρίων θα γίνεται τμηματικά, ώστε να διασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία της ηλεκτρονικής προπώλησης.
Επιπλέον, για την εξυπηρέτηση όσο το δυνατόν μεγαλύτερου αριθμού αγοραστών, θα εφαρμοστεί ανώτατο όριο αγοράς 4 εισιτηρίων ανά αγοραστή». Αυτές ήταν οι «πρακτικές πληροφορίες» που παρείχε η πλατφόρμα που ανέλαβε τη διάθεση των εισιτηρίων για τη συγκεκριμένη παράσταση, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι ο συνδυασμός δύο σούπερ-σταρ, του Δημήτρη Παπαϊωάννου και του Θεόδωρου Κουρεντζή, μαζί με τον Γιώργο Κουμεντάκη αποτελεί συνταγή για ένα πανηγυρικό sold out.
Η εξασφάλιση θέσης στο «Ρέκβιεμ για το τέλος του έρωτα» του Δημήτρη Παπαϊωάννου μετατράπηκε σε πρόκληση για τους διαθέτοντες αστραπιαία αντανακλαστικά
Οι συναυλίες του Θεόδωρου Κουρεντζή στο Μέγαρο Μουσικής έγιναν sold out σε 10 λεπτά
Το να υποθέσει κανείς ότι αποκλείεται εκ προιμίου όλοι όσοι κατόρθωσαν να αγοράσουν εισιτήριο να γνωρίζουν τι πρόκειται να παρακολουθήσουν, δεν έχει καμία σημασία. Αντιθέτως, θα πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν ελπιδοφόρο και αισιόδοξο το γεγονός ότι ο συνωστισμός, οι διαγκωνισμοί για το εισιτήριο-τρόπαιο σημειώνονται για χάρη ενός θεάματος υψηλής αισθητικής.
Παρ’ όλα αυτά, είναι βέβαιο ότι η σέλφι από τα καθίσματα της Λυρικής λίγο πριν από την έναρξη ή μερικά κλεφτά βίντεο και στιγμιότυπα του θεάματος υπέχουν θέση επιπλέον κινήτρου, ακόμη και για θεατές που δεν σκοπεύουν να εμβαθύνουν στο «Ρέκβιεμ για το τέλος του έρωτα». Αν το μείζον ζητούμενο είναι η πιστοποίηση, μέσω αναρτήσεων στα social του προνομιακού «ήμουν κι εγώ εκεί», τότε η ίδια η παράσταση υποβιβάζεται σε κάτι δευτερεύον, ανάμεσα στο τι προηγείται ως το άνοιγμα της αυλαίας και στο τι ακολουθεί για τη συνέχεια της βραδιάς.
Η οποία κατ’ ανάγκη θα περιλαμβάνει την προετοιμασία, τη μετάβαση και το αναπόφευκτο μποτιλιάρισμα του Σαββατόβραδου, τον συγχρωτισμό με δεκάδες άλλους θεατές στο φουαγιέ του θεάτρου, κατόπιν την ουρά για την έξοδο και αφού θα έχει προηγηθεί το τελετουργικό του standing ovation για τους συντελεστές, την ουρά στο εστιατόριο που θα στεγάσει το καθιερωμένο debrief και τα σχόλια για το τι είδαμε, την ουρά στο μπαρ για την after συνέχεια, την ουρά στο Jackaroo ή την καντίνα της Μαβίλη, το γκουρμέ μπέργκερ του Ekiben κ.ο.κ.
Αδιαχώρητο ποιότητας
Στελέχη της αγοράς στον κλάδο της ψυχαγωγίας -υπό την ευρεία έννοια- επιβεβαιώνουν την αίσθηση ότι, αίφνης, όλος ο κόσμος πηγαίνει στο θέατρο, σε συναυλίες κλασικής μουσικής, παραστάσεις χορού, γενικώς εντρυφεί ακόρεστα στον πολιτισμό και την τέχνη. Είναι αλήθεια, λοιπόν, ότι το πλήθος προσελκύει πλήθος.
Σε συνάφεια με την τάση του κοινού να συναθροίζεται στα ίδια μέρη και την ίδια στιγμή με εκατοντάδες ή χιλιάδες άλλους, η εβδομάδα συρρικνώνεται, με αποκορύφωμα το βράδυ του Σαββάτου. Η Παρασκευή και η Κυριακή συνιστούν την αμέσως επόμενη εναλλακτική επιλογή.
Την ειδοποιό διαφορά στην εκρηκτική ζήτηση θεωρείται κατά κοινή ομολογία πως έκανε η καταπίεση εξαιτίας της πανδημικής κρίσης και ο παρατεταμένος εγκλεισμός. Η εκτόνωση αυτών των περιορισμών δημιούργησε, σε καθοριστικό βαθμό, την τρέχουσα τάση προς την παρακολούθηση θεαμάτων - με έμφαση στα ζωντανά εξ αυτών.
Εκεί όπου ο θεατής μπορεί να δει τον ηθοποιό και τον μουσικό να ασκεί την τέχνη του σε απόσταση μερικών μέτρων από τη θέση του - ή και ακόμη εγγύτερα. Το στοιχείο αυτό συνάδει με την παγκόσμια τάση, ιδιαίτερα των νεότερων γενεών, προς την επαν-ανακάλυψη της συμβατικής, αναλογικής τεχνολογίας. Το βινύλιο είναι προτιμότερο από το Spotify, ακόμη και από το CD, τα στριφτά από το ηλεκτρονικό τσιγάρο, ακόμη και τα συμβατικά κινητά, με το πληκτρολόγιο, από τα smartphone.
Επίσης, η δίψα για την αμεσότητα της επαφής με οτιδήποτε συμβαίνει και σχολιάζεται, εδώ και τώρα, στη δημόσια σφαίρα των κοινωνικών δικτύων, αποδεικνύει ότι η κριτική επηρεάζει τις προτιμήσεις του κοινού από ελάχιστα έως καθόλου, εφόσον σήμερα προηγείται το sold out και έπεται η όποια κριτική αξιολόγηση από τους ειδικούς του χώρου.
Οπως και να ’χει, η ποσότητα της προσέλευσης μοιραία πυροδοτεί μια ποιοτική μεταβολή. Το προεξάρχον ζητούμενο είναι η παρουσία και η εμπειρία, γι’ αυτό και ένα κοινό που δεν θα άντεχε ούτε πέντε λεπτά ακρόασης του Τρίτου Προγράμματος συρρέει με ασυγκράτητη ζέση στις συναυλίες του Θεόδωρου Κουρεντζή. Ακριβώς επειδή εκείνος είναι ένας πραγματικός σούπερ σταρ του πόντιουμ, διεθνούς ακτινοβολίας, ασχέτως της ορχήστρας που οδηγεί με την μπαγκέτα και τη sui generis κινησιολογία του, ασχέτως και του προγράμματος της εκάστοτε εμφάνισης.
Εν προκειμένω, δε, εάν ένας άλλος αρχιμουσικός, Ελληνας ή αλλοδαπός, παρουσίαζε τα ίδια έργα με τον Κουρεντζή, το ίδιο στριφνά ή και υπνωτιστικά όπως π.χ. (το εξαίσιο κατά τα άλλα) «Κοντσέρτο για χορωδία» του Αλφρεντ Σνίτκε, με τους αιθέριους στίχους του Αγίου Γρηγορίου του Ναρεκηνσίου, το Μέγαρο Μουσικής μπορεί να γέμιζε και πάλι, όπως είχε γίνει το 2019, σε μία επίδειξη καλλιτεχνικής υπεροχής εκ μέρους του Θεόδωρου Κουρεντζή.
Αλλά με έναν άλλο διευθυντή ορχήστρας στο κέντρο της σκηνής του, το Μέγαρο δεν θα γέμιζε με όσους προκρίνουν την προσωπικότητα του μαέστρου έναντι του μουσικού περιεχομένου. Γεγονός που, βεβαίως, αποτελεί απλώς μια ελιτίστικη εικασία, στη σκιά του γενικευμένου αθηναϊκού sold out που δεν προβλέπεται να κοπάσει ή να μετριαστεί. Απεναντίας, αποτελεί μια καθιερωμένη συνθήκη, στην οποία πρέπει να προσαρμοστούν, εκόντες άκοντες, ακόμη και εκείνοι που έτειναν να θεωρούν την ποιότητα ως ταυτισμένη με την ευρυχωρία των μισοάδειων αιθουσών.