Εθνικοί πρωταθλητές και εθνική ανεξαρτησία
Η αύξηση του εγχώριου παραγόμενου προϊόντος (ΑΕΠ), ταυτόχρονα με πλεονάσματα στον κρατικό προϋπολογισμό και θετική εξέλιξη ορισμένων βασικών δεικτών τα τελευταία χρόνια, δημιουργούν μια αίσθηση εφησυχασμού έως και ευφορίας για την ελληνική οικονομία στην κυβέρνηση αλλά και σε επιχειρήσεις και παραγωγικούς φορείς
Είναι ενδεικτικό ότι ο υπουργός Επικρατείας Ακης Σκέρτσος την περασμένη εβδομάδα επικαλέστηκε την επάνοδο του Γενικού Δείκτη του Χρηματιστηρίου της Αθήνας στα επίπεδα του 2010 ως ένδειξη της εμπιστοσύνης των επενδυτών. Επισήμανε, βέβαια, ορθότατα, ότι «το Χρηματιστήριο σίγουρα δεν είναι -ούτε πρέπει ούτε και μπορεί- ο καθρέφτης της αγοραστικής δύναμης ή των ανισοτήτων σε μια κοινωνία. Υπό αυτό το πρίσμα μπορεί και να είναι αδιάφορο ως οικονομικός δείκτης για όποιον δεν ασχολείται ενεργά με αυτό ή για όποιον θέλει να μελετήσει άλλες πτυχές μιας οικονομίας».
Το κρίσιμο ζήτημα, όμως, για την ελληνική οικονομία σήμερα ίσως να μην είναι η βελτίωση κάποιων δεικτών, όσο σημαντικοί κι αν είναι, αλλά ο βαθμός στον οποίο η Ελλάδα καταφέρνει να ενισχύσει την παραγωγική της θέση και την οικονομική της ισχύ μέσα στο καινούριο διεθνές τοπίο όπου το κράτος, ο εθνικός σχεδιασμός και η εγχώρια παραγωγή επανέρχονται στο προσκήνιο.
Οι δασμοί και η ανάσχεση της παγκοσμιοποίησης σε ένα περιβάλλον ενισχυόμενου οικονομικού εθνικισμού σημαίνουν ότι ουδεμία χώρα μπορεί να επαφίεται στις απρόσκοπτες εμπορικές και κεφαλαιακές ροές αφήνοντας την εθνική παραγωγή έρμαιο στις δυνάμεις της αγοράς, τις εισαγωγές, τις εξαγορές και στο δίκαιο του οικονομικά ισχυρότερου.
Είναι φανερό σήμερα ότι η οικονομική ισχύς και ανεξαρτησία μιας χώρας είναι βασική προϋπόθεση όχι μόνο για την κοινωνική ευημερία, αλλά και για την εθνική κυριαρχία και την εθνική ανεξαρτησία.
Στην Ελλάδα το είχαμε βιώσει την περίοδο των μνημονίων, όταν έγινε επώδυνα ξεκάθαρο ότι η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη και η υποτιθέμενη θεσμική ισότητα των κρατών-μελών είναι φληναφήματα μπροστά στα οικονομικά συμφέροντα.
Το ζούμε και σήμερα, καθώς παρακολουθούμε την Τουρκία να εισέρχεται στην Ε.Ε. μέσα από την άμυνα, με μοχλό την τουρκική εταιρεία Baykar, η οποία εξαγόρασε την ιταλική Piaggio, με στόχο όχι μόνο οικονομικό για τα ευρωπαϊκά αμυντικά κονδύλια αλλά και διπλωματικό, όπως φάνηκε με την τριμερή συνάντηση Μελόνι, Ερντογάν και του επικεφαλής της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας της Λιβύης, Αμπντούλ Χαμίντ Μοχάμεντ Ντμπέιμπα.
Είναι ξεκάθαρο ότι η Ελλάδα δεν μπορεί πλέον να θεωρεί οικονομικά -αλλά και γεωπολιτικά- ουδέτερη την πλημμυρίδα των εισαγωγών οι οποίες ξεπερνούν κατά πολύ τις εξαγωγές και καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος της εγχώριας κατανάλωσης. Ούτε είναι εθνικά και πολιτικά ουδέτερες οι εξαγορές ελληνικών επιχειρήσεων από ξένες, σε μια πορεία διαρκούς επιχειρηματικού αφελληνισμού.
Είναι επομένως αυτονόητο ότι η ενίσχυση της ελληνικής παραγωγής, από την αγροδιατροφή μέχρι τη βιομηχανία και την υψηλή τεχνολογία και από τη ναυτιλία μέχρι τις υπηρεσίες είναι απαραίτητη προϋπόθεση όχι μόνο για να αυξηθεί η ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας και να ενισχυθεί το βιοτικό επίπεδο των πολιτών αλλά και για την υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας με την ευρεία έννοια.
Στο πλαίσιο αυτό, είναι κρίσιμη και η ύπαρξη ισχυρών ελληνικών επιχειρήσεων, «εθνικών πρωταθλητών», με διεθνή μεν εμβέλεια, αλλά με το κέντρο αποφάσεων στην Ελλάδα. Τη στρατηγική των εθνικών πρωταθλητών είχε εμβληματικά διατυπώσει ο αείμνηστος Θεόδωρος Καρατζάς, διοικητής της Εθνικής Τράπεζας, τη δεκαετία του 1990-2000, της μεγαλύτερης τράπεζας την εποχή εκείνη και μάλιστα υπό δημόσιο έλεγχο. Η Εθνική, τότε, είχε υπηρετήσει αυτήν τη στρατηγική λειτουργώντας ως προπομπός αλλά και ως αρωγός των ελληνικών επιχειρήσεων στην επέκτασή τους στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων.
Το ελληνικό τραπεζικό και επιχειρηματικό αποτύπωμα στην ευρύτερη περιοχή ενισχύθηκε, αλλά στη διάρκεια των μνημονίων, υπό την πίεση και τις υποδείξεις των δανειστών, τα τραπεζικά δίκτυα εκχωρήθηκαν σε ευρωπαϊκές εταιρείες δικής τους επιρροής.
Το ίδιο συνέβη και με πληθώρα άλλων στρατηγικών επιχειρήσεων, από τον ΟΤΕ, τον ΟΛΠ, τον ΟΠΑΠ και τα περιφερειακά αεροδρόμια, αλλά και στις τράπεζες, όπου αυξήθηκε η συμμετοχή ξένων και μειώθηκε η συμμετοχή ελληνικών συμφερόντων.
Συχνά, δε, το ζήτημα ιδεολογικοποιήθηκε, με -αν όχι καθοδηγούμενες, τουλάχιστον αφελείς- απόψεις του τύπου ότι «τα ξένα κεφάλαια θα σπάσουν τις εγχώριες δομές που εμποδίζουν τον ανταγωνισμό». Βλέπουμε, όμως, σήμερα ότι σε πολλούς τομείς, όπως οι τηλεπικοινωνίες και όχι μόνο, παρόλο που πλέον οι εταιρείες ανήκουν σε ξένα συμφέροντα, το καρτέλ όχι μόνο δεν διαλύθηκε, αλλά ισχυροποιήθηκε, με τις τιμές να είναι στην Ελλάδα από τις υψηλότερες στην Ευρώπη.
Το κρίσιμο ζήτημα, όμως, για την ελληνική οικονομία σήμερα ίσως να μην είναι η βελτίωση κάποιων δεικτών, όσο σημαντικοί κι αν είναι, αλλά ο βαθμός στον οποίο η Ελλάδα καταφέρνει να ενισχύσει την παραγωγική της θέση και την οικονομική της ισχύ μέσα στο καινούριο διεθνές τοπίο όπου το κράτος, ο εθνικός σχεδιασμός και η εγχώρια παραγωγή επανέρχονται στο προσκήνιο.
Οι δασμοί και η ανάσχεση της παγκοσμιοποίησης σε ένα περιβάλλον ενισχυόμενου οικονομικού εθνικισμού σημαίνουν ότι ουδεμία χώρα μπορεί να επαφίεται στις απρόσκοπτες εμπορικές και κεφαλαιακές ροές αφήνοντας την εθνική παραγωγή έρμαιο στις δυνάμεις της αγοράς, τις εισαγωγές, τις εξαγορές και στο δίκαιο του οικονομικά ισχυρότερου.
Είναι φανερό σήμερα ότι η οικονομική ισχύς και ανεξαρτησία μιας χώρας είναι βασική προϋπόθεση όχι μόνο για την κοινωνική ευημερία, αλλά και για την εθνική κυριαρχία και την εθνική ανεξαρτησία.
Στην Ελλάδα το είχαμε βιώσει την περίοδο των μνημονίων, όταν έγινε επώδυνα ξεκάθαρο ότι η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη και η υποτιθέμενη θεσμική ισότητα των κρατών-μελών είναι φληναφήματα μπροστά στα οικονομικά συμφέροντα.
Το ζούμε και σήμερα, καθώς παρακολουθούμε την Τουρκία να εισέρχεται στην Ε.Ε. μέσα από την άμυνα, με μοχλό την τουρκική εταιρεία Baykar, η οποία εξαγόρασε την ιταλική Piaggio, με στόχο όχι μόνο οικονομικό για τα ευρωπαϊκά αμυντικά κονδύλια αλλά και διπλωματικό, όπως φάνηκε με την τριμερή συνάντηση Μελόνι, Ερντογάν και του επικεφαλής της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας της Λιβύης, Αμπντούλ Χαμίντ Μοχάμεντ Ντμπέιμπα.
Είναι ξεκάθαρο ότι η Ελλάδα δεν μπορεί πλέον να θεωρεί οικονομικά -αλλά και γεωπολιτικά- ουδέτερη την πλημμυρίδα των εισαγωγών οι οποίες ξεπερνούν κατά πολύ τις εξαγωγές και καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος της εγχώριας κατανάλωσης. Ούτε είναι εθνικά και πολιτικά ουδέτερες οι εξαγορές ελληνικών επιχειρήσεων από ξένες, σε μια πορεία διαρκούς επιχειρηματικού αφελληνισμού.
Είναι επομένως αυτονόητο ότι η ενίσχυση της ελληνικής παραγωγής, από την αγροδιατροφή μέχρι τη βιομηχανία και την υψηλή τεχνολογία και από τη ναυτιλία μέχρι τις υπηρεσίες είναι απαραίτητη προϋπόθεση όχι μόνο για να αυξηθεί η ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας και να ενισχυθεί το βιοτικό επίπεδο των πολιτών αλλά και για την υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας με την ευρεία έννοια.
Στο πλαίσιο αυτό, είναι κρίσιμη και η ύπαρξη ισχυρών ελληνικών επιχειρήσεων, «εθνικών πρωταθλητών», με διεθνή μεν εμβέλεια, αλλά με το κέντρο αποφάσεων στην Ελλάδα. Τη στρατηγική των εθνικών πρωταθλητών είχε εμβληματικά διατυπώσει ο αείμνηστος Θεόδωρος Καρατζάς, διοικητής της Εθνικής Τράπεζας, τη δεκαετία του 1990-2000, της μεγαλύτερης τράπεζας την εποχή εκείνη και μάλιστα υπό δημόσιο έλεγχο. Η Εθνική, τότε, είχε υπηρετήσει αυτήν τη στρατηγική λειτουργώντας ως προπομπός αλλά και ως αρωγός των ελληνικών επιχειρήσεων στην επέκτασή τους στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων.
Το ελληνικό τραπεζικό και επιχειρηματικό αποτύπωμα στην ευρύτερη περιοχή ενισχύθηκε, αλλά στη διάρκεια των μνημονίων, υπό την πίεση και τις υποδείξεις των δανειστών, τα τραπεζικά δίκτυα εκχωρήθηκαν σε ευρωπαϊκές εταιρείες δικής τους επιρροής.
Το ίδιο συνέβη και με πληθώρα άλλων στρατηγικών επιχειρήσεων, από τον ΟΤΕ, τον ΟΛΠ, τον ΟΠΑΠ και τα περιφερειακά αεροδρόμια, αλλά και στις τράπεζες, όπου αυξήθηκε η συμμετοχή ξένων και μειώθηκε η συμμετοχή ελληνικών συμφερόντων.
Συχνά, δε, το ζήτημα ιδεολογικοποιήθηκε, με -αν όχι καθοδηγούμενες, τουλάχιστον αφελείς- απόψεις του τύπου ότι «τα ξένα κεφάλαια θα σπάσουν τις εγχώριες δομές που εμποδίζουν τον ανταγωνισμό». Βλέπουμε, όμως, σήμερα ότι σε πολλούς τομείς, όπως οι τηλεπικοινωνίες και όχι μόνο, παρόλο που πλέον οι εταιρείες ανήκουν σε ξένα συμφέροντα, το καρτέλ όχι μόνο δεν διαλύθηκε, αλλά ισχυροποιήθηκε, με τις τιμές να είναι στην Ελλάδα από τις υψηλότερες στην Ευρώπη.
Είναι ενδιαφέρον ότι ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας Κυριάκος Πιερρακάκης μίλησε πρόσφατα σε συνέδριο για «εθνικούς πρωταθλητές και ευρωπαϊκούς πρωταθλητές».
Για κάτι τέτοιο, όμως, είναι αναγκαίο και ένα εθνικό σχέδιο, το οποίο υπερβαίνει την όποια κυβέρνηση και χρειάζεται και εθνική συνεννόηση μεταξύ των πολιτικών, παραγωγικών και κοινωνικών φορέων. Ισως είναι και η τελευταία ευκαιρία, καθώς οι εισροές των ευρωπαϊκών κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης ολοκληρώνονται μέχρι το 2027.
Για κάτι τέτοιο, όμως, είναι αναγκαίο και ένα εθνικό σχέδιο, το οποίο υπερβαίνει την όποια κυβέρνηση και χρειάζεται και εθνική συνεννόηση μεταξύ των πολιτικών, παραγωγικών και κοινωνικών φορέων. Ισως είναι και η τελευταία ευκαιρία, καθώς οι εισροές των ευρωπαϊκών κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης ολοκληρώνονται μέχρι το 2027.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα