«Ο επόμενος θα είναι καλύτερος;»
Ανδρέας Ζούλας

Ανδρέας Ζούλας

«Ο επόμενος θα είναι καλύτερος;»

Η υπονόμευση του αρχηγού είναι μόνιμη, ενδημική, κατάσταση στην Νέα Δημοκρατία

Την κατάσταση αυτή την γνωρίζω, ως δημοσιογράφος, από την πρώτη εκδήλωσή της, το 1980, με την εκλογή του Κωνσταντίνου Καραμανλή στο αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας. Ο διάδοχός του στην ηγεσία της ΝΔ και στην πρωθυπουργία, Γεώργιος Ράλλης ήταν ο πρώτος πρωθυπουργός – μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας – που υπονομεύθηκε από το ίδιο του το κόμμα. Δεν χρειάζεται να κάνω αναδρομή κατά περίπτωση. Θα αναφερθώ σε μία και μόνο περίπτωση, την κορυφαία (μέχρι τότε).

Ήταν άνοιξη του 1988. Η κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ «έβραζε». Τον Φεβρουάριο ο τότε πρόεδρος του κόμματος Κων. Μητσοτάκης είχε πει, στο Λονδίνο, το περίφημο «ανφέρ» (για το δημοψήφισμα του 1974). Είχε προηγηθεί, λίγους μήνες πριν η διαγραφή του Αναστάση Παπαληγούρα (σε άρθρο του στην «Ελευθεροτυπία» είχε «προτείνει» να επανέλθει στην ηγεσία της ΝΔ ο Κων. Καραμανλής ενόψει των εκλογών. Ακολούθησε αποχώρηση του Γ. Ράλλη (πεθερού του Α. Παπαληγούρα) ο οποίος στην σχετική συνέντευξή του είχε ταχθεί υπέρ της επανόδου του Κων. Καραμανλή στην ηγεσία της ΝΔ (αποκαλύπτοντας έτσι και την «πατρότητα» της ιδέας…).

Πάρα πολλοί βουλευτές της ΝΔ δημοσία πια έλεγαν ότι δεν μπορούσε το κόμμα να πάει στις εκλογές με αρχηγό τον Κων. Μητσοτάκη.. Ακόμη και ο Ε. Αβέρωφ, ο οποίος ουδέποτε έπαψε να στηρίζει τον Κων. Μητσοτάκη, ερωτώμενος για την «πρόταση Ράλλη» απαντούσε, επιστρατεύοντας και την λογοτεχνική του φλέβα, με την «θεωρία της τελευταίας σφαίρας». Εννοώντας ότι ο Κων. Καραμανλής ήταν η λύση έσχατης ανάγκης…

Τα χρόνια εκείνα εκαλούμην συχνά στην κατοικία του Κων. Καραμανλή, στην Πολιτεία. Σε μια πρωϊνή επίσκεψή μου, με την πολιτική και εσωκομματική ειδικότερα στην ΝΔ κατάσταση στην επικαιρότητα, ρώτησα αρχικά για την σκέψη περί επανόδου του στην ενεργό πολιτική. Κατάπληκτος τον άκουσα να λέει: «Με ποιον θα κυβερνήσω;» Δεν έθεσε θέμα ηλικίας, αλλά θέμα συνεργατών. Ευλόγως, γιατί ο Κ.Κ. ως πρωθυπουργός, πάντα κυβερνούσε με μια ολιγομελή ομάδα, πέντε-έξι, στελεχών κόμματος και Κυβέρνησης. Το 1988 έκρινε ότι δεν μπορούσε να σχηματίσει τέτοια επιτελική-πολιτική ομάδα.

Καθώς το θέμα της δικής του ηγεσίας αποκλειόταν με την απάντησή του, ρώτησα και για το δεύτερο ζήτημα, της γενικευμένης σχεδόν τάσης να αντικατασταθεί, ενόψει των εκλογών, ο Κων. Μητσοτάκης. Η απάντησή του διέψευσε εμπράκτως όλες τις «πληροφορίες» που τον τοποθετούσαν στον χώρο των δυσαρεστημένων… Απάντησε απλά: «Ο επόμενος θα είναι καλύτερος;»…

Το ρητορικό του ερωτήματος απεκάλυπτε την δική του εκτίμηση, η οποία από την εξέλιξη των πραγμάτων στα μελλοντικά χρόνια απεδείχθη ορθότατη, καθώς κανείς από τους αμέσους διαδόχους του Κων. Μητσοτάκη είναι δυνατόν να αντέξει σε σύγκριση.
Ο Κων. Μητσοτάκης δεν ανετράπη τότε. Στην κρίσιμη συνεδρίαση της Κ.Ο. της ΝΔ («εκλογικό σώμα», τότε, για την ανάδειξη της ηγεσίας) αναγνώρισε ότι ήταν λάθος του το «ανφέρ» και απέτρεψε την αντικατάστασή του, η οποία, πρέπει να λεχθεί ότι κάθε άλλο παρά εύκολη υπόθεση ήταν. Δεν έπαψε όμως και η «έρπουσα αμφισβήτηση». Που εξακολούθησε και επί πρωθυπουργίας του Κων. Μητσοτάκη, μετά την εκλογική του νίκη, του 1990,, ενώ βεβαίως εξακολουθούσε να υπάρχει, ως πραγματική συνθήκη, το ερώτημα αν «ο επόμενος θα είναι καλύτερος». Όλες οι τότε, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, υπάρχουσες ευνοϊκές για την χώρα προοπτικές χάθηκαν τελικά μέσα σε ένα κλίμα εκ των έσω αμφισβήτησης που μετατρεπόταν σε υπονόμευση, την οποία βεβαίως υπερακόντιζε και η δριμεία κριτική του Ανδρέα Παπανδρέου/ΠΑΣΟΚ.

Η περίοδος Κων. Μητσοτάκη διεκόπη υπό την εσωκομματική κυρίως, αν μη αποκλειστικώς, πίεση και με την αποχώρηση Σαμαρά, αλλά και την συνεχισθείσα αμείωτη αμφισβήτηση με επίκεντρο το Σκοπιανό. Ο Γκλιγκόρωφ, την άνοιξη του 1993 μεταξύ των προταθέντων δύο ονομάτων «NOVAMACEDONIJA” και «Σλαβομακεδονία» είχε αποδεχθεί το δεύτερο και θα μετέβαινε από την Ν. Υόρκη (όπου διεξάγονταν οι τελικές, όπως πιστευόταν, διαπραγματεύσεις) στα Σκόπια για να ενημερώσει την Κυβέρνηση και την Βουλή της χώρας. Έφθασε όμως μήνυμα από την Αθήνα στον υπουργό Εξωτερικών Μιχ. Παπακωνσταντίνου να διακόψει τις συζητήσεις γιατί «θα μας ανατρέψουν» (όπως είχαν απειλήσει τον Κων. Μητσοτάκη τρία σημαίνοντα στελέχη της ΝΔ). Η εξέλιξη του συγκεκριμένου θέματος κατάληξη είχε την «Λύση Τσίπρα», την οποία οι ίδιοι οι Σκοπιανοί δεν ονειρεύονταν το 1993… (Τελικά ο Κων. Μ. ανετράπη - εξαναγκάσθηκε να προσφύγει σε πρόωρες εκλογές - για την ιδιωτικοποίηση του ΟΤΕ…)

Κλείσιμο
Όχι μόνο στο Σκοπιανό, αλλά σειρά άλλων θεμάτων και στην οικονομία και στα εθνικά θέματα που είχαν δρομολογηθεί και προωθηθεί ικανοποιητικά από την Κυβέρνηση Κων. Μητσοτάκη, βάλτωσαν με την εκλογική ήττα του - αποτέλεσμα και των επιλογών και ενεργειών του Αντώνη Σαμαρά, αλλά και λόγω της εσωκομματικής αμφισβήτησης και υπονόμευσης - και πήραν αντίστροφη φορά. Στην πιο κρίσιμη στιγμή, ξανάρχισε η κατασπατάληση του δημοσίου χρήματος σε καταναλωτικές δαπάνες, ενώ η κατάσταση στα εθνικά θέματα και ιδιαίτερα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις επιβαρύνθηκε ιδιαίτερα…

Σήμερα, διαπιστώνουμε μια συνεχώς κλιμακούμενη κριτική κατά της Κυβέρνησης, η οποία επικεντρώνεται στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη. Τριπλή κριτική. Πρώτα από πλευράς των κομμάτων της Αντιπολίτευσης. Άνθρωποι που χειρίστηκαν οικονομικά και εθνικά θέματα με τα χειρότερα δυνατά έως ολέθρια αποτελέσματα, άνθρωποι οι οποίοι υπονόμευσαν τους θεσμούς, καθοδηγώντας κατά τρόπο πρωτοφανή για δημοκρατική χώρα την Δικαιοσύνη, τολμούν να εγείρουν θέματα λειτουργίας θεσμών. Με επίκεντρο την κριτική για το δυστύχημα των Τεμπών και με επιχειρήματα που δεν αντέχουν στην λογική τους επεξεργασία, έχουν δημιουργήσει «σκηνικό παραζάλης» που επιτείνεται από τα πιο απίθανα σενάρια και τις πιο ακραίες απόψεις που, ως θέσφατα, διοχετεύονται μέσω της «ηλεκτρονικής ανωνυμίας» στο πανελλήνιο κοινό.

Και σε όλο αυτό το σκηνικό επενεργεί η εκ των έσω - εσωκομματική και ενίοτε προσφάτως και ενδοκυβερνητική - κριτική, που τείνει να δώσει μια γενική εικόνα ρευστότητας και αστάθειας. Κι αυτό την στιγμή ακριβώς κατά την οποία, τα αποτελέσματα της κυβερνητικής πολιτικής παρέχουν σταθερότατο έδαφος για την συνέχιση της πορείας της χώρας, η γενική θέση της οποίας είναι πολύ καλύτερη από ό,τι ήταν όχι την περίοδο Τσίπρα, αλλά καθ’ όλη την περίοδο από την έναρξη του αιώνα, τουλάχιστον.

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα το σύνολο της Αντιπολίτευσης φθάνει στο σημείο να δημιουργεί «θέμα συνταγματικότητας» και μείζον «θέμα δημοκρατίας» με τις κυβερνητικές αποφάσεις για την πλατεία Συντάγματος, μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη. Και το εξοργιστικό είναι η απόλυτη υποκρισία της Αντιπολίτευσης και ιδίως του Σύριζα που έχει το απύθμενο θράσος να μιλάει για «αντισυνταγματική απαγόρευση των συγκεντρώσεων», όταν σαφέστατα δεν πρόκειται περί αυτού αφενός και αφετέρου: Με πρωθυπουργό τον – «δημοκρατικότατο» - Αλέξη Τσίπρα η οδός Ηρώδου Αττικού ήταν κλειστή για κάθε πεζό και εποχούμενο πολίτη, συχνότατα δε ήταν τα επεισόδια και οι ξυλοδαρμοί διαμαρτυρομένων ομάδων πολιτών. Τότε – επί σειρά ετών – δεν είχε θιγεί το «δημοκρατικό αίσθημα» ούτε του κ. Φάμελλου ούτε της κυρίας Κωνσταντοπούλου, προέδρου της Βουλής τότε και για αρκετό διάστημα.

Δεν υπάρχει αντίλογος στο ότι πρέπει πάρα πολλά να γίνουν για την όλη βελτίωση της λειτουργίας μας ως κράτους. Ιδίως μάλιστα όταν έχει προηγηθεί μια τελείως ανερμάτιστη κυβερνητική περίοδος της «πρώτης φοράς Αριστερά» του Αλέξη Τσίπρα και των «συντρόφων» του. Που δεν ήξεραν τίποτε απολύτως από οργάνωση και διοίκηση. Ήξεραν - πολύ καλά μάλιστα – να μιλάνε. Και όχι μόνο αυτό. Από την περίοδο αυτή βγήκαμε με τις εκλογές του 2019. Έκτοτε πηγαίνουμε συνεχώς και καλύτερα, όπως αυτό πιστοποιείται και από την πορεία της οικονομίας και την διεθνή θέση της χώρας. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν απομένουν πολλά να γίνουν ακόμη.

Όμως από το σημείο αυτό μέχρι του να γίνεται η Κυβέρνηση και ειδικά ο πρωθυπουργός επίκεντρο γενικευμένης κριτικής η απόσταση είναι μεγάλη. Έχει καταντήσει για κάθε τροχαίο, ακόμη και κάθε ξυλοδαρμό να «φταίι ο Μητσοτάκης»…Οι γενικευμένες επικρίσεις δίνουν την εντύπωση ότι είναι σαν να διατυπώνεται - από πολλές πλευρές - η «θέση-αξίωση» ότι «είναι η σειρά μας να κυβερνήσουμε». Και φυσικά σε μια τέτοια περίπτωση το ερώτημα δεν είναι αν «ο επόμενος θα είναι καλύτερος», αλλά «ποιος».

Γιατί δεν φαίνεται κανείς απολύτως ικανός και κατάλληλος να χειριστεί τα θέματα κυβερνητικής πολιτικής, εκεί μάλιστα που τα έχει φθάσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Ποιος - για να μείνουμε στα μεγάλα θέματα εξωτερικής πολιτικής - θα μιλήσει και θα χειριστεί ζητήματα σχετικά με τις έρευνες στα ελληνικά κοιτάσματα από τις μεγάλες εταιρείες που έχουν ήδη εκδηλώσει ενδιαφέρον. Κι αυτό πέραν του ότι μια κατ’ αυτόν τον τρόπο «κυβερνητική αλλαγή», αναμφισβήτητα διαφοροποιεί το γενικό πλαίσιο σταθερότητας που είναι – σήμερα – το πρώτο και κύριο στοιχείο που έκανε τις δύο Αμερικανικές εταιρείες να εκδηλώσουν ενδιαφέρον. Γιατί, τα κοιτάσματα υπήρχαν, το πλαίσιο κυβερνητικής και πολιτικής σταθερότητας δεν υπήρχε πριν το διασφαλίσει η σημερινή Κυβέρνηση.

Ποιος και πώς θα συνομιλήσει για τα ελληνοτουρκικά θέματα, για τους περαιτέρω χειρισμούς από το σημείο που έφθασαν υπό την παρούσα κυβέρνηση; Με αυτά τα ζητήματα δεν παίζουν.

«Ποιος», λοιπόν, αν φύγει ο Κυριάκος Μητσοτάκης όπως ζητάει η Αντιπολίτευση και υπονοούν οι εντός της κυβερνητικής παράταξης παράγοντες. Δοκιμασμένοι και οι μεν και οι δε. Κυβέρνησαν και οριστικά κρίθηκαν. Και οι μεν της Αντιπολίτευσης μέχρι και «με τον Αλέξη» θα ξαναπήγαιναν προκειμένου να αποκτήσουν πολιτική οντότητα, πλην, ίσως, του κ. Ανδρουλάκη που προφανώς μέχρι τέλους θα μάχεται για την νίκη, «έστω και με μία μονάδα»…

Μένει να αναλογισθούμε τους ευρισκόμενους στον εσωκομματικό-εσωπαραταξιακό χώρο της ΝΔ. Από τους ασκήσαντες την εξουσία δεν φαίνεται κανείς ικανός ή πρόθυμος να αναμετρηθεί με το εγχείρημα. Να υποθέσουμε ότι τα πάντα γίνονται για να προκύψει «νέο πρόσωπο»; Πέραν λοιπόν του βασικού ερωτήματος, αν «ο επόμενος θα είναι καλύτερος» υπάρχει και το πρόσθετο. Αν με αυτούς τους παράγοντες βρεθεί ο «επόμενος» πώς αυτός θα είναι ανεξάρτητος από εκείνους που έδιωξαν τον προηγούμενο;

Ο κ. Κώστας Καραμανλής είπε, στην τελευταία ομιλία του, κάτι πολύ σωστό: Οι πολιτικές κρίσεις φέρνουν και εθνικές κρίσεις.
Είναι δε όχι βέβαιο, αλλά καταγεγραμμένο ότι η Τουρκία καιροφυλακτεί να περάσουμε, από δεκαετία σε δεκαετία, μια τέτοια πολιτική κρίση…

Υ.Γ.: Ως καθυστερημένο «αντίο»

Για τον Διονύση Σαββόπουλο, τον Νιόνιο, όλων μας, πολλά ήδη λέχθηκαν και θα λεχθούν. Ας μου επιτραπεί ένα και μόνο: Μέσα σε μαύρα χρόνια, βαθιάς και βαριάς δικτατορίας, στο «Ροντέο», στο «Κύτταρο»… Ένωνε το τραγούδι, ο λόγος, η παρουσία του όλους στο «εμείς». Έκφραση εναντίωσης στην χούντα. Και εκείνος απευθυνόταν σε όλους με ίσο λόγο και τρόπο. «Εμείς», όταν δεν υπήρχε πολιτική διάκριση, αλλά όλοι, μέσα στην καθημερινότητά μας, αντίθετοι σε ένα και μόνο, στην χούντα. Οι «δικοί» του πρώτα κι απ’ την αρχή δεν του συγχώρεσαν ότι δεν έδωσε πρωτεία και αποκλειστικότητα σε «προοδευτικούς» χώρους κι ανθρώπους. Και τον «έκριναν». Για να τους απαντήσει, ως «Ο Αριστοφάνης που γύρισε από τα θυμαράκια». Με την δική του «Παράβαση», όπου πολύ πολύ προφητικά δεν στηλίτευσε, αλλά οίκτιρε… «μια τσογλανοπαρέα που κάνει κριτική»…
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Δείτε Επίσης