Ως παντρεμένη, μαγείρευες;
Όταν παντρεύτηκα, ήξερα μόνο μακαρονάδα, τηγανητά αυγά και σαλατούλα. Ήμουν πολύ μικρή και όλα τα έκανε η μάνα μου, από το να φωνάξει τον υδραυλικό και τον ηλεκτρολόγο, μέχρι τη μαγειρική. Αναγκάστηκα να γίνω ξεφτέρι μετά την απώλειά της. Έπειτα μου ήρθαν και οι μνήμες. Η μητέρα μου είχε καταγωγή από τη Σμύρνη, η γιαγιά μου ήταν βέρα Σμυρνιά και έκανε καταπληκτικά σουτζουκάκια. Ευτυχώς είχα πάρα πολύ εύκολο άντρα, στη μαγειρική τουλάχιστον. Σε άλλα ήταν δύσκολος...
Μιλάς για τον Αριστείδη Καρύδη - Φουκς;
Ναι, για τον Ντίντη. Όλοι έχουμε τις ευκολίες μας και τις δυσκολίες μας. Κανένας χαρακτήρας δεν μοιάζει με τον άλλον. Αυτό είναι και το ενδιαφέρον. Σκέψου να ήμασταν όλοι ίδιοι! Πλήξη, μονοτονία και απελπισία. Να βλέπουμε τον εαυτό μας συνέχεια; Αίσχος!
Είχατε αρκετά χρόνια σχέση πριν παντρευτείτε. Πώς προέκυψε ο γάμος σας;
Αυτό είναι μια ολόκληρη ιστορία, σχεδόν μυθιστορηματική. Είχαμε σχέση πέντε χρόνια. Όταν βγήκα στο θέατρο, κατευθείαν πρωταγωνίστρια δίπλα στον Δημήτη Χορν, με το έργο Ρομανσέρο, Οκτώβριο του 1959, ήρθαν διάφοροι γαμπροί. Όπως λένε όλοι κι όπως βλέπω και φωτογραφίες, ήμουν μια κουκλάρα. Άρχισα, λοιπόν, να παίρνω ανθοδέσμες, επώνυμες κι ανώνυμες, στο θέατρο. Μέγας θαυμαστής και πολύ φίλος μου ήταν ο Κλέαρχος Κονιτσιώτης, ο παραγωγός ταινιών, ο επονομαζόμενος «πρίγκιπας» του ελληνικού σινεμά. Ο Κλέαρχος το είχε πει ξεκάθαρα στον Ντίντη, ότι, αν χωρίζαμε, εκείνος θα με πολιορκούσε ερωτικά. Εγώ τον έβλεπα μόνο σαν φίλο και ποτέ δεν υπήρξε κάτι μεταξύ μας. Μετά από έναν καβγά που είχα με τον Φουκς, πήγα με τον Κλέαρχο στην Αθηναία για φαγητό. Κούκλοι και οι δύο, σηκωθήκαμε να χορέψουμε και ξαφνικά μπαίνει μέσα ο Ντίντης. Μας βλέπει, μας δείχνει ότι μας είδε και φεύγει.
Ποια ήταν η αντίδρασή σου;
Έπαθα πανικό. Φεύγουμε με τον Κονιτσιώτη, με πηγαίνει στο σπίτι και μέσα στο ασανσέρ με περίμενε ο Ντίντης. Η κατάληξη ήταν να πάμε και οι τρεις στο σπίτι του Κλέαρχου να μιλήσουμε. «Μου είπε η Μάρω ότι τσακωθήκατε, σ’ το είχα δηλώσει, στην πρώτη στραβή που θα γίνει, εγώ θα είμαι για τη Μάρω» είπε εκείνος στον Ντίντη κι αυτός θύμωσε κι έφυγε. Τις επόμενες μέρες εγώ κρατούσα το θυμό μου, δεν σήκωνα τηλέφωνα, δεν είχα επαφή με τον Ντίντη. Πλησίαζε Πρωτοχρονιά. Μου στέλνει ένα δώρο –ένα ζευγαράκι σε ένα παγκάκι με ένα φαναράκι– κι ένα γράμμα (μπλε φάκελος, μπλε κόλλα) που έλεγε: «Αν τα ξημερώματα της 1ης Ιανουαρίου 1960 δεν έρθεις να μιλήσουμε, δεν θα με βρει η ζωή». Ήταν και σεναριογράφος!
Πήγες στο κάλεσμα;
Παραμονή Πρωτοχρονιάς μάς καλεί ο Χορν, τη Βέρα Ζαβιτσιάνου κι εμένα, στο σπίτι του για ρεβεγιόν και μας κάνει δώρο από ένα υπέροχο φόρεμα Ντίμης Κρίτσας. Μπαίνει ο νέος χρόνος, σβήνουν τα φώτα κι όταν ανάβουν, ένας άγνωστος κύριος που ήταν απέναντί μου μου εύχεται χρόνια πολλά και μου λέει: “Μα τι κάθεστε; Τρέξτε λοιπόν!”. Με πιάνει παγωμάρα, δεν ήξερε κανείς τίποτα. Λέω στον Χορν όλη την αλήθεια, μου λέει “Κάνε ό,τι θες, πουλάκι μου” και φεύγω. Τρέχω με τα πόδια στην πολυκατοικία, ανοιχτή η κάτω πόρτα, στερεωμένη με το χαλάκι. Πάω επάνω, ανοιχτή η πόρτα του διαμερίσματος, στερεωμένη με το χαλάκι. Τόσο καλά με ήξερε! Μπαίνω μέσα, είχε δύο κεριά αναμμένα, είχε ρίξει ένα άδειο μπουκάλι κι ένα άδειο κουτί από χάπια στο πάτωμα κι ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Σηκώνεται, με αγκαλιάζει και μου λέει: «Πάμε στο Πικέρμι, στον Αρία το κέντρο, να κάνουμε Πρωτοχρονιά; Τα έφαγα όλα αυτά, λουκούμι!». Τότε μου έκανε την πρόταση γάμου, 1η Ιανουαρίου του 1960, και σε δέκα μέρες παντρευτήκαμε.
Ο Κονιτσιώτης πώς το δέχτηκε;
Έλειπε για Πρωτοχρονιά στη Γερμανία. Πριν να φύγει, μου είχε δώσει μια βέρα με πέτρες από τον Ζολώτα ως δώρο, για να τον περιμένω όταν θα γυρίσει. Ήμουν το απωθημένο του. Εκείνος για μένα ήταν πάντα ένας καλός φίλος που του έλεγα τα μυστικά μου.
Ήταν ευτυχισμένη στιγμή ο γάμος;
Περίεργη στιγμή. Με φόβισε και λίγο, μου άρεσε κιόλας. Δεν το είχαμε σαν όνειρο να παντρευτούμε, κανένας από τους δυο μας. Συνήθως οι γυναίκες σκαλίζουν εντέχνως το θέμα του γάμου. Αφού μου το πρότεινε, εκ των υστέρων σκέφτηκα το «γιατί». Ένιωσε απειλή από τον Κονιτσιώτη και τους επίδοξους γαμπρούς και ήθελε να με έχει σίγουρη.
Ήταν ξαφνικό, δεν έβαλες καν νυφικό.
Έβαλα ένα ρούχο του Dior, που το είχα αντιγράψει σε μοδίστρα, και δύο στοιχεία από νυφικό, τούλι στο κεφάλι και γάντια. Ήμασταν λίγο ανατρεπτικοί γενικώς. Κουμπάρος μας ήταν ο Γιάννης Μαρής, μας το ζήτησε μόνος του. Τότε γυρίζαμε τις ταινίες Έγκλημα στο Κολωνάκι και Έγκλημα στα Παρασκήνια, είχαμε γίνει φίλοι και γίναμε και κουμπάροι.
Τι συνέβη και χάλασε ο γάμος σας;
Μετά από επτά χρόνια (σχέση και γάμος), αυτό το γρουσούζικο 7 έκανε μια σκανταλιά. Μόλις έγινα γνωστή ηθοποιός και νοικοκυρούλα και χαλάρωσα, μου βάρεσε ένα ωραίο κερατάκι. Το πήρα χαμπάρι και δεν το σήκωσα. Νόμιζα ότι ήταν το πρώτο, αλλά είχε φοβερό σουξέ στις γυναίκες. Χωρίσαμε, παραμείναμε όμως πάντα φίλοι. Ενάμιση χρόνο πριν πεθάνει, έμεινε στο σπίτι μου και μου έλεγε: «Τι να σου κάνω; Πριν σε παντρευτώ με είχαν χεσμένο. Μετά που παντρευτήκαμε, με ήθελαν όλες».
Έχεις σκεφτεί ποτέ αν θα μπορούσες να είσαι ακόμη παντρεμένη;
Δεν μπορώ να ξέρω. Ο Καρύδης - Φουκς ήταν πολύ προχωρημένο άτομο, καλλιτέχνης, έξυπνος. Μπορεί και να ήμασταν ακόμη μαζί, αν ζούσε. Δεν αποκλείω τίποτα.
Αυτός ο έρωτας υπήρξε θυελλώδης. Έζησες αργότερα κάτι παρόμοιο;
Έζησα έναν πάρα πολύ μεγάλο έρωτα αργότερα, σε ωριμότερη ηλικία, που χάλασε για άλλους λόγους.
Είχες αλλάξει ως γυναίκα τότε;
Σκέφτομαι τις διαφορές που είχα σαν κορίτσι πρωτόβγαλτο με τον Ντίντη και με τον κατοπινό μεγάλο έρωτα. Για τον Φουκς ήμουν πολύ μικροαστή το ’60. Είχα ταμπού, φοβόμουν την κοινωνία, είχα πάντα στο μυαλό μου να είμαι σωστή. Τότε με οδηγούσε ο Ντίντης. Αργότερα ήμουν πιο απελευθερωμένη, πιο απαιτητική, πιο τσαούσα. Ήξερα τι ήθελα και το ζητούσα. Είχα ξυπνήσει και ως θηλυκό, είχα και κάποιες εμπειρίες.
Με συνάδελφό σου έχει υπάρξει κάποιο ειδύλλιο;
Στα πενήντα τέσσερα χρόνια που είμαι στο χώρο, είχα μόνο μια σχέση με ηθοποιό. Είχα τσιμπηθεί μαζί του, ήταν αμοιβαίο, αλλά υπήρχε εμπόδιο μεγάλο.
Ο μεγαλύτερος έρωτας της ζωής σου;
Πιστεύω ότι ο πιο δυνατός μου έρωτας, που με πόνεσε κιόλας, ήταν με τον Αριστείδη Καρύδη - Φουκς. Είχε φύγει ο έρωτας και είχε μείνει η αγάπη. Αυτό είναι και το πιο σημαντικό. Οι έρωτες κάνουν έναν κύκλο, καταλήγουν σε κάτι καλό ή τελειώνουν. Εκείνη την ώρα πονάς, καταριέσαι τον εαυτό σου ή τον άλλον, είσαι ευτυχισμένος, κλαις, η ζωή είναι ωραία ό,τι κι αν έχεις ζήσει, είναι υπέροχα τελικά. Τα πάντα εν σοφία εποίησε. Άλλη η ηλικία των 20, άλλη των 40, άλλη των 60. Μετά μπαίνει η λογική και τα επεξεργάζεσαι καλύτερα.
Εσύ, που είσαι η πιο πολύτεκνη «μάνα» του ελληνικού σινεμά (σ.σ. στην ταινία Οικογένεια Χωραφά), πώς αντιμετώπισες το θέμα της μητρότητας;
Ήξερα από την αρχή, από τα 22 μου, ότι δεν μπορούσα να κάνω παιδιά. Και το φόρεσα πολύ καλά... Ήμουν τυχερή που δεν έκανα τελικά, γιατί βλέπω πόσο παιδεύονται τα σημερινά παιδιά και οι γονείς τους μαζί τους. Έχω τα παιδιά της αδελφής μου, τα ανίψια μου, που τα λατρεύω.
Εκτός από τον Παπακαλιάτη, για τον οποίο έχεις εκφραστεί με πολύ καλά λόγια, ξεχωρίζεις κάποιον άλλον ηθοποιό;
Έχουμε πολύ ταλαντούχους και ικανούς ηθοποιούς πια. Μορφώνονται, προσπαθούν, δουλεύουν και βελτιώνονται. Έχω μια ιδιαίτερη αδυναμία και ξεχωρίζω, όχι μόνο ως ηθοποιό αλλά και ως άνθρωπο, τον Γιώργο Καραμίχο.
Η Μάρω, ως γυναίκα, φοβήθηκε ποτέ τον άντρα;
Αρκετές φορές, αλλά πιστεύω ότι υπήρχαν και αρκετοί άντρες που φοβήθηκαν τη Μάρω και της το λένε τώρα. Ως νέα ήμουν λίγο απρόσιτη, διότι είχα επηρεαστεί από το σπίτι μου. Ιδιαίτερα η γιαγιά μου, όταν άκουσε ότι θα βγω στο θέατρο, ήταν αμείλικτη. Με αποκάλεσε «πουτανάκι» στην εκπομπή του Φρέντυ Γερμανού.
Η γιαγιά ήταν η μαμά της μαμάς;
Ναι. Μέναμε μαζί. Η γιαγιά, η μαμά, η αδελφή μου κι εγώ. Μπαμπάς δεν υπήρχε, είχε πεθάνει από τη φυματίωση της εποχής, νεότατος. Ήμουν 2 χρόνων. Η αδελφή μου παντρεύτηκε πρώτη, πολύ καλά κι ωραία, αλλά είναι χήρα κι αυτή σήμερα. Έχασε την κόρη της πρόσφατα από καρκίνο, πέρασε δύο εγκεφαλικά. Ανεβαίνω καμιά φορά και μένω κάνα μήνα μαζί της. Έχω μεγάλη αδυναμία στο γιο της και στα εγγόνια της.
Θεατρικά σε βρίσκουμε ως «Δεσποινίς Μαργαρίτα». Τι αντιπροσωπεύει στην εποχή μας αυτός ο μονόλογος;
Η Δεσποινίς Μαργαρίτα είναι η δύναμη της εξουσίας, αλλά ταυτόχρονα κι ένα πληγωμένο της κομμάτι. Είμαι ενθουσιασμένη με το έργο. Γράφτηκε από το Roberto Athayde, κάτω από τη βαριά σκιά του δικτατορικού καθεστώτος της Βραζιλίας. Κεντρικό πρόσωπο είναι μια δασκάλα δημοτικού που υποτιμά, λοιδορεί, εξευτελίζει, τιμωρεί και εκφοβίζει αυτούς που δικαιούνται τα αγαθά της μάθησης και της γνώσης. Στο τέλος, όμως, πέφτει στην παγίδα της, προκειμένου να διατηρήσει την εξουσία. Το φινάλε –για όσους γνωρίζουν το κείμενο– έχει μια ενδιαφέρουσα ανατροπή.
Η συνεργασία με τον Χορν
«Έπαιξα μαζί του τρία χρόνια στο θέατρο και ήταν σαν να έβγαλα μια δεύτερη σχολή. Όταν ετοιμάζαμε την Οδό Ονείρων, ήθελα να φύγω. Ένιωθα ριγμένη, δεν είχα κάποιο σπουδαίο νούμερο, ώσπου έρχεται ο Χατζιδάκις και φέρνει τη “Μαύρη Φορντ”. Δεν μου αρέσει καθόλου, θέλω να τα διαλύσω όλα, έρχεται ο Τάκης και μου λέει “Είσαι τρελή; Δύο πράγματα θα μείνουν από την Οδό Ονείρων, το ‘Ηθοποιός σημαίνει φως’ και η ‘Μαύρη Φορντ’. Και είχε δίκιο. Μια άλλη φορά γύρισα και του είπα “Θέλω κι εγώ να γίνω Βουγιουκλάκη!” και μου λέει: “Ευχή και κατάρα σού δίνω να μη γίνεις Βουγιουκλάκη, για να παίζεις μέχρι τα 80 σου”. Και πάλι είχε δίκιο».
Διαβάστε περισσότερα στο PEOPLE που κυκλοφορεί μαζί με το ΘΕΜΑ.