Ένα «Γιασεμί» αξίας €2,8 εκατ.: Η ιστορία του διάσημου μαγαζιού της Πλάκας
Η πορεία του μαγαζιού που έγινε ρομαντικό κινηματογραφικό σκηνικό για την ταινία «Αν...» του Χριστόφορου Παπακαλιάτη διακόπηκε απότομα για να πωληθεί το ακίνητο στον όμιλο Nice n Easy
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Στην καρδιά της Πλάκας, σε έναν από τους πιο φωτογενείς και πολυτραγουδισμένους δρόμους της Αθήνας, ένα ακίνητο άλλαξε χέρια - και μαζί του έριξε αυλαία σε μια εποχή γεμάτη αρώματα γιασεμιού, σπιτικές πίτες και ιστορίες που γράφτηκαν με θέα στην Ακρόπολη. Το ακίνητο που στέγαζε επί 16 χρόνια το εμβληματικό μπιστρό «Γιασεμί», σύμβολο του αθηναϊκού ρομαντισμού και σταθερή αξία στην Πλάκα, πουλήθηκε αντί 2,8 εκατ. ευρώ σε εταιρεία συμφερόντων του ομίλου Nice n Easy.
Από τη μια πλευρά της συμφωνίας βρίσκονταν οι τέσσερις κληρονόμοι του Γιάννη Κούκλη, στον οποίο ανήκε το ακίνητο. Από την άλλη, ο νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας που συνδέεται με τον όμιλο Nice n Easy, που διαθέτει σειρά καταστημάτων εστίασης σε Αθήνα και Μύκονο.
Το ακίνητο που άλλαξε χέρια, σύμφωνα με το συμβόλαιο, είναι συνολικής επιφάνειας 344,06 τ.μ., καταλαμβάνοντας κομβική θέση στα περίφημα σκαλάκια της οδού Μνησικλέους, εκεί όπου η πόλη χαμηλώνει τον ρυθμό της και ακούγονται το γέλιο, το κουβεντολόι και οι ρυθμοί του πιάνου από το εσωτερικό του «Γιασεμιού».
Οταν γυριζόταν το «Αν...» του Χριστόφορου Παπακαλιάτη (εδώ με τη Μαρίνα Καλογήρου) το 2012
Το 2012 στο σινεμά
Μπορεί η είδηση της μεταβίβασης να έχει πρωτίστως οικονομικό ενδιαφέρον, ωστόσο το «Γιασεμί» δεν ήταν απλώς ένας ακόμα μισθωμένος χώρος. Ηταν τοπόσημο, ένας ζωντανός οργανισμός φορτωμένος με συναισθηματικό κεφάλαιο, αναμνήσεις και ένα παρελθόν που συγχρωτίστηκε με τον πολιτισμό και τον κινηματογράφο.
Το 2012 το μπιστρό αποτέλεσε χαρακτηριστικό σκηνικό σε πολλές από τις πιο καθοριστικές σκηνές της ρομαντικής ταινίας «Αν...» του Χριστόφορου Παπακαλιάτη. Η ταινία που έσπασε τα ταμεία και άφησε ισχυρό αποτύπωμα στο ελληνικό σινεμά διαδραματίζεται στην Πλάκα, με το «Γιασεμί» να αναλαμβάνει έναν ρόλο σχεδόν ισάξιο με των πρωταγωνιστών: αυτόν της άλλης εποχής, του ονειρικού φόντου, της Αθήνας που όλοι θα θέλαμε να θυμόμαστε.
Οταν κυκλοφόρησε η ταινία, το «Γιασεμί» μετρούσε μόλις τρία χρόνια λειτουργίας. Είχε, ωστόσο, ήδη εδραιωθεί ως σημείο αναφοράς, με το χαρακτηριστικό του στυλ, τα πολύχρωμα τραπεζάκια να κατεβαίνουν στα σκαλάκια και την ατμόσφαιρα που έμοιαζε βγαλμένη από παλιά ελληνική ταινία. Κι έτσι, μέσα από την ταινία του Παπακαλιάτη, το «Γιασεμί» έγινε οικείο σε όλη την Ελλάδα. Υπήρξε αναπόσπαστο μέρος μιας αισθητικής που ξύπνησε τον ρομαντισμό σε μια εποχή όπου όλα γύρω σκοτείνιαζαν από την οικονομική κρίση. Η ταινία «Αν...» ξετυλίγει την ιστορία του κεραυνοβόλου έρωτα του Δημήτρη, ευαίσθητου σκηνοθέτη (τον οποίο ενσαρκώνει ο ίδιος ο Παπακαλιάτης), και της Χριστίνας, γοητευτικής αρχιτέκτονος (την υποδύεται η Μαρίνα Καλογήρου).
Κλείσιμο
Από τα πρώτα κιόλας πλάνα η κάμερα στρέφεται στα σκαλάκια της Μνησικλέους και στο «Γιασεμί», αναδεικνύοντάς το ως κάτι πολύ περισσότερο από ένα απλό σκηνικό. Το μπιστρό μετατρέπεται στην πορεία της ταινίας σε σταθερό σημείο συνάντησης για το ζευγάρι, ένα μέρος όπου ανταλλάσσονται βλέμματα με νόημα, λέγονται αλήθειες και ωριμάζει η σχέση τους. Μέσα από τη ματιά του φακού, το «Γιασεμί» γίνεται σύμβολο ενός ολόκληρου συναισθηματικού σύμπαντος, το καταφύγιο όπου οι ήρωες βρίσκουν ησυχία, οικειότητα και την αίσθηση ότι, έστω για λίγο, ο κόσμος μπορεί να σταθεί ακίνητος.
Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που ταξίδευαν από άλλα σημεία της πόλης -ακόμα και από το εξωτερικό- για να καθίσουν στα σκαλοπάτια του, να πιουν λικέρ τριαντάφυλλο, να φωτογραφηθούν μπροστά στη μοβ πρόσοψη και να αναπνεύσουν για λίγη ώρα την παλιά, νοσταλγική Αθήνα. Τώρα, με την αλλαγή της ιδιοκτησίας, τα φώτα του «Γιασεμιού» έχουν σβήσει, αλλά η είδηση της πώλησης δεν είναι απλώς μία ακόμη καταχώρηση στο Κτηματολόγιο ή μια επιχειρηματική πράξη, αλλά το επιστέγασμα του τέλους μιας εποχής.
Η επόμενη μέρα
Τι μέλλει γενέσθαι με τον ιστορικό χώρο; Η επόμενη σελίδα για το ακίνητο προμηνύεται διαφορετική, αλλά όχι αποξενωμένη από το παρελθόν του, καθώς οι νέοι ιδιοκτήτες εκφράζουν την πρόθεση να σεβαστούν απόλυτα την ιστορία και την αισθητική του χώρου, διατηρώντας σχεδόν αναλλοίωτη την εικόνα που το καθιέρωσε στη συνείδηση του κοινού. Το μόνο βέβαιο είναι ότι για χιλιάδες Αθηναίους -και ακόμη περισσότερους επισκέπτες- το «Γιασεμί» δεν θα είναι ποτέ απλώς μια διεύθυνση στην Πλάκα, αλλά μια ανάμνηση με μυρωδιά βασιλικού και φρέσκου γλυκού στο ταψί.
Το παρασκήνιο πίσω από το λουκέτο του «Γιασεμιού» απέχει πολύ από τη ρομαντική εικόνα που το ίδιο το μαγαζί είχε χαρίσει στην Πλάκα όλα αυτά τα χρόνια. Αν και οι νέοι ιδιοκτήτες του ακινήτου, η εταιρεία συμφερόντων του ομίλου Nice n Easy, εξέφρασαν από την πρώτη στιγμή την πρόθεσή τους να διατηρήσουν τον χαρακτήρα, την αύρα και τη μοναδική αισθητική του χώρου, διαβεβαιώνοντας πως «θα σεβαστούν την κληρονομιά του μαγαζιού και θα συνεχίσουν αντάξια την παράδοση», η διαδικασία της μετάβασης αποδείχθηκε πολύ πιο σύνθετη και συναισθηματικά φορτισμένη απ’ όσο ίσως φαντάζονταν.
Το «Γιασεμί» δεν ήταν μία ακόμη εμπορική επιχείρηση. Ηταν προέκταση της ψυχής της Μαρίζας Κουζέλη, της γυναίκας που το οραματίστηκε, το έστησε από το μηδέν και το φρόντισε ως προσωπικό της δημιούργημα. Γι’ αυτό και δεν ήταν διατεθειμένη να το εγκαταλείψει αμαχητί. Παρά τη λήξη της μίσθωσης, συνέχισε να λειτουργεί το κατάστημα κρατώντας τις πόρτες ανοιχτές και τα φώτα αναμμένα, ως ένα σιωπηρό μήνυμα αντίστασης απέναντι σε μια πραγματικότητα που αρνιόταν να αποδεχτεί. Ταυτόχρονα, προσέφυγε στη Δικαιοσύνη διεκδικώντας νομικά το δικαίωμα να παραμείνει στο ακίνητο και να συνεχίσει τη λειτουργία της επιχείρησης.
Η αποκαθήλωση
Η νομική διαμάχη με τους νέους ιδιοκτήτες κράτησε σχεδόν έναν χρόνο, γεμάτο εντάσεις, αγωνία και μια αβέβαιη αναμονή για την έκβαση. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου η κυρία Κουζέλη συνέχιζε να δουλεύει, να υποδέχεται πελάτες, να στολίζει τα σκαλοπάτια και να ποτίζει τα γιασεμιά της.
Η απόφαση του δικαστηρίου έβαλε οριστικό τέλος στη μίσθωση αναγκάζοντάς τη να αποχωρήσει. Και κάπως έτσι, όχι με μια τελετή αποχαιρετισμού, αλλά με ήχους εργαλείων, χαρτόκουτα και βιαστικά πακεταρίσματα ξεκίνησε η αποκαθήλωση. Οπως συχνά συμβαίνει με ό,τι αγαπήθηκε βαθιά, η αποχώρηση δεν είναι ποτέ ουδέτερη. Είναι μια σιωπηρή μάχη με τον χρόνο και με τις αναμνήσεις. Η κυρία Κουζέλη προσπαθεί τώρα να μαζέψει όσα μπορεί: τα έπιπλα, τα φωτιστικά, τις καρέκλες, τα αντικείμενα που διαμόρφωσαν την αύρα του χώρου και έγιναν αναπόσπαστο μέρος της ταυτότητάς του. Το κάθε αντικείμενο, το κάθε τραπεζάκι και κάθε χειρόγραφο σημείωμα στον μαυροπίνακα του καταστήματος μεταφέρονται προσεκτικά - όχι απλώς για λόγους χρηστικότητας, αλλά επειδή φέρει πάνω του την ανάμνηση μιας εποχής όπου το «Γιασεμί» δεν ήταν απλώς ένα μπιστρό, αλλά ένα αθηναϊκό τοπόσημο γεμάτο φως, μυρωδιές και συναισθήματα.
Η μεταφορά τους δεν είναι μόνο τεχνική, αλλά και συναισθηματική. Είναι η προσπάθεια να διασωθεί ένα κομμάτι του χρόνου, με την κρυφή ελπίδα ότι κάποτε, κάπου αλλού, θα μπορέσει να ξαναστηθεί ένα σκηνικό που θα θυμίζει -έστω για λίγο- εκείνη τη μικρή γωνιά της Πλάκας που φιλοξένησε το πιο πολυφωτογραφημένο και αγαπημένο καφέ της Αθήνας. Σύμφωνα με την προσωπική της αφήγηση, η κυρία Κουζέλη θυμάται με συγκίνηση τη στιγμή που όλα ξεκίνησαν: ήταν Μεγάλο Σάββατο του 2009, γύρω στις 6 το απόγευμα, την ώρα που το Αγιο Φως ανέβαινε προς το Μετόχι.
Ο Γιάννης Κούκλης, ιδιοκτήτης του ακινήτου, της ζήτησε να το φέρει κρατώντας ένα φαναράκι. Οταν επέστρεψε, εκείνος άναψε ένα ψηλό κερί, έκανε τον σταυρό πάνω από την πόρτα και της είπε απλά: «Καλορίζικο!». Εκείνη τη στιγμή γεννήθηκε το «Γιασεμί» όχι ως μια απλή επιχείρηση, αλλά ως κάτι πολύ περισσότερο. Ενας χώρος που έμελλε να γίνει σημείο αναφοράς για την Πλάκα, ένα καταφύγιο αισθήσεων και αναμνήσεων.
Ταξίδι στον χρόνο
Σύμφωνα με πληροφορίες του «ΘΕΜΑτος», ο Γιάννης Κούκλης είχε προτείνει εκείνη την περίοδο στη Μαρίζα Κουζέλη να αποκτήσει το ακίνητο εκφράζοντας την επιθυμία να της περάσει το μαγαζί που έβλεπε να ανθεί στα χέρια της. Ωστόσο, η συμφωνία δεν προχώρησε ποτέ.
Οπως η ίδια περιγράφει, το «Γιασεμί» δεν ήταν μόνο οι νοστιμιές που έβγαιναν από την κουζίνα και βασίζονταν στα κιτάπια και τις ιστορίες της γιαγιάς της, ούτε τα ροφήματα με τα αρώματα και τις παραδοσιακές συνταγές. Ηταν κάτι πολύ βαθύτερο: ο κόσμος που το αγάπησε, οι μουσικοί που έντυσαν το ταξίδι του με νότες, οι άνθρωποι που εργάστηκαν με μεράκι πίσω από τον πάγκο και η καθημερινότητα που χτίστηκε εκεί - από τα απολαυστικά πρωινά στα σκαλάκια της Μνησικλέους μέχρι τα μεσημέρια με τις ζεστές ακτίνες του ήλιου και τα βράδια με τους ήχους του πιάνου, συχνά με μελωδίες του Χατζιδάκι. Καθώς ίδια περιγράφει τις τελευταίες της στιγμές στον χώρο, λίγες μέρες πριν από το φετινό Πάσχα, ξημερώματα της Δευτέρας 31 Μαρτίου, η συγκίνηση είναι διάχυτη.
Το μαγαζί έχει αδειάσει, αλλά όχι και η ψυχή της. «Με ευγνωμοσύνη αγκαλιάζουμε απόψε τα μαξιλάρια όπου νωχελικά πάνω τους ακουμπήσατε την αγάπη και την εμπιστοσύνη σας», σημειώνει, ενώ ο Νίκος Δημητροκάλης σηκώνει το πιάνο από τη θέση του. Και κάπως έτσι ανοίγουν πανιά για άλλες θάλασσες, με τις αποσκευές γεμάτες αξεπέραστες στιγμές, μελωδίες και το άρωμα του γιασεμιού που θα συνεχίσει να αιωρείται για πάντα στους δρόμους της Πλάκας.
Η διεθνής διάκριση iF Design Award 2024 για το ελαστικό ECSTA PS71 EV, επιβεβαιώνει τη δέσμευση της εταιρείας για λύσεις υψηλών προδιαγραφών και κορυφαίας συμπεριφοράς στον δρόμο.
Banana breads, σκανδιναβικά σέμλα με σαντιγί, cinnamon rolls, κρουασάν gianduja, brownies με αλμυρή καραμέλα και πολλές ακόμη high-quality επιλογές από τα premium bakeries της πόλης
Με λύσεις που περιλαμβάνουν GPS Plotter, βυθόμετρα, όργανα, αυτόματο πιλότο, ηχοσυστήματα, VHF, κάμερες, ραντάρ και πολλά ακόμα, μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες κάθε σκάφους.