Αντι-φιλελεύθερα και αναχρονιστικά
Η κυβέρνηση ελάχιστους μήνες μετά τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, στις οποίες ανανεώθηκε η εμπιστοσύνη του εκλογικού σώματος προς εκείνη, επιλέγει να φέρει προς ψήφιση στη Βουλή ένα φορολογικό νομοσχέδιο που αυξάνει κατά οριζόντιο τρόπο τις φορολογικές υποχρεώσεις των ελεύθερων επαγγελματιών
Λίγους μήνες πριν τίποτε δεν προμήνυε κάτι τέτοιο. Καμία προεκλογική εξαγγελία δεν είχε γίνει σχετικά (πέρα από κάποιες αόριστες αναφορές περί διεύρυνσης της φορολογικής βάσης»). Απεναντίας, ακούγαμε σε όλους τους τόνους ότι κανένας νέος φόρος δεν επρόκειτο να επιβληθεί, ενώ θα καταργείτο και το περίφημο τέλος επιτηδεύματος. Η νομοθετική πρωτοβουλία δε έχει χαρακτηριστικά Blitzkrieg: Η κοινωνία έμαθε τα χαρακτηριστικά των νέων ρυθμίσεων ταυτόχρονα με την ανάρτηση του σχεδίου στην δημόσια διαβούλευση, δεν έγινε κανένας δημόσιος διάλογος, οι εκπρόσωποι των ενδιαφερόμενων φορέων συνάντησαν μόνον τον Υφυπουργό που δεν δεχόταν διάλογο για το παραμικρό, εισάγεται δε να ψηφιστεί με την διαδικασία του κατεπείγοντος (;). Με άλλα λόγια, αυτό που λέμε… «καλή νομοθέτηση».
Ο κατά τις διακηρύξεις στόχος είναι ο εντοπισμός και η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, που η κυβέρνηση εντοπίζει μόνον στον εν λόγω κλάδο φορολογικών υποκειμένων. Είναι όμως έτσι; Εντοπίζεται με τεκμήρια η φοροδιαφυγή;
Η βασική «μεταρρυθμιστική» φιλοσοφία είναι μια πραγματικά παλιά συνταγή: τα γνωστά μας τεκμήρια. Στην πρόσφατη ιστορία την ίδια μέθοδο υιοθέτησε ο νομοθέτης από την δεκαετία του 1970 και μετά από λίγο καιρό άλλαζε την επιλογή του αυτή υπό το βάρος των αντιδράσεων που γεννούσε η αδικία που κρύβεται πίσω από την φιλοσοφία που τα διέπει. Είναι πανθομολογούμενο ότι παρά την επανειλημμένη νεκρανάσταση των τεκμηρίων, η κατάσταση σε σχέση με την φοροδιαφυγή δεν άλλαξε καθόλου.
Κι αυτό είναι λογικό, διότι τα τεκμήρια δεν έχουν απολύτως καμία σχέση με μέθοδο εντοπισμού της φοροδιαφυγής. Αντιθέτως, το κράτος ομολογώντας ότι είτε δεν είναι διατεθειμένο, είτε δεν μπορεί να ασχοληθεί με μεθόδους εντοπισμού του πραγματικού εισοδήματος κάποιου φορολογούμενου που επιχειρεί να το κρύψει, θεωρεί αυθαίρετα ότι οι φορολογούμενοι της αντίστοιχης ομάδας έχουν ένα ελάχιστο εισόδημα αδιαφορώντας αν πράγματι αυτοί το έχουν ή όχι. Είναι σαν λέει η κυβέρνηση στους ελεύθερους επαγγελματίες «Επειδή δεν μπορώ ή δεν θέλω να ασχοληθώ με πόσα πράγματι αποκερδαίνετε, φέρτε όλοι σας φόρο σαν έχετε 11.000,00€ (το ποσό αυτό αυξάνεται) και δεν με νοιάζει και δεν ασχολούμαι με το τι ισχύει στην πραγματικότητα».
Τι κι αν κάποιος, παρά τις προσπάθειές του, δεν έχει καταφέρει να βγάλει το ποσό αυτό, τι κι αν σε κάποιον έχουν συμβεί μια σειρά από αναποδιές και δεν μπόρεσε να δουλέψει, τι κι αν κάποιος έχει άλλες πηγές εισοδήματος (ατομικές ή οικογενειακές) και διατηρεί βιβλία ελεύθερου επαγγελματία για να συμπληρώσει το εισόδημά του ή και γιατί έτσι του αρέσει! Το κράτος αδιαφορεί: όλους τους παραπάνω θα τους φορολογήσει για ένα εισόδημα που δεν απέκτησαν ποτέ, αλλά το κράτος θεωρεί βέβαιο ότι απέκτησαν.
Η κυβέρνηση μπροστά στην έκταση των αντιδράσεων επιχείρησε να θολώσει τα νερά: «Βάφτισε» όψιμα το τεκμήριο μαχητό και αναγκάζει τον φορολογούμενο, για να απολαύσει το αυτονόητο, ήτοι για να φορολογηθεί για το εισόδημα που πράγματι έβγαλε και όχι για ένα υποθετικό εισόδημα, να «δεχθεί» τον φορολογικό έλεγχο. Λες και το κράτος δεν είχε πάντα την εξουσία να υποβάλει οιονδήποτε φορολογούμενο σε έλεγχο. Το κράτος αντιμετωπίζει εκ προοιμίου ολόκληρες επαγγελματικές ομάδες ως φοροφυγάδες και τους αναγκάζει να αποδείξουν εκείνοι ότι «δεν είναι ελέφαντες».
Η δια τεκμηρίων φορολόγηση δεν θίγει στην πραγματικότητα τους φοροφυγάδες και δη αυτούς που αποκρύπτουν σημαντική φορολογητέα ύλη. Το ποσό με το οποίο θα επιβαρυνθεί ο «μεγάλος φοροφυγάς» με το νέο φορολογικό νομοσχέδιο είναι ελάχιστο σε σχέση με τα εισοδήματα που αποκρύπτει. Αντιθέτως, για τον ειλικρινή φορολογούμενο που πράγματι αποκερδαίνει ποσά μικρότερα του τεκμηρίου και αναγκάζεται να φορολογηθεί για εισόδημα που δεν έχει, η επιβάρυνση είναι τεράστιο «χαστούκι» που θα τον αναγκάσει πιθανόν να βγει εκτός επαγγέλματος.
Κι όλα αυτά προωθούνται προς ψήφιση την εποχή που διεθνής τάση – υποβοηθούμενη από τα σύγχρονα μέσα της τεχνολογίας – είναι ο εντοπισμός του πραγματικού φορολογητέου εισοδήματος. Ενώ δηλαδή σήμερα είναι πολύ πιο εύκολος ο εντοπισμός της πραγματικής φοροδιαφυγής, η κυβέρνηση βάλλει κατά δικαίων και αδίκων επιβάλλοντας φόρους για χρήματα που φαντάζεται ότι υπάρχουν, ενώ είναι πολύ πιο εφικτό να διαπιστώσει ποια χρήματα πραγματικά υπάρχουν.
Την ίδια στιγμή μένουν εκτός τεκμαρτού τρόπου προσδιορισμού οι εταιρίες που δραστηριοποιούνται στους ίδιους τομείς που δραστηριοποιούνται οι αντίστοιχοι ελεύθεροι επαγγελματίες. Βλέποντας ότι τα προσδοκώμενα έσοδα του νομοσχεδίου είναι πολύ χαμηλά (περίπου όσο είναι το τελευταίο τμήμα των εσόδων που έδωσε στην τελευταία «γύρα» των επιδομάτων) εύκολα μπαίνει κανείς στον πειρασμό να υποθέσει ότι ανομολόγητος σκοπός του νομοσχεδίου δεν είναι πράγματι η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, ούτε καν η αύξηση των κρατικών εσόδων, αλλά η βίαιη εξώθηση όσο το δυνατόν περισσότερων ελεύθερων επαγγελματιών να βγουν από το ελεύθερο επάγγελμα και να διαλέξουν άλλο στρατόπεδο: Είτε αυτό της εταιρικής άσκησης του επαγγέλματός τους, είτε αυτό της μισθωτής εργασίας. Η απάντηση σε εκείνον που θα μπορούσε να θεωρεί μια τέτοια στόχευση γενικώς ενδιαφέρουσα, είναι ότι το κράτος μπορεί να θεσπίζει κίνητρα για να κατευθύνει την οικονομική δραστηριότητα σε κατευθύνσεις που θεωρεί σκόπιμες. Δεν έχει όμως το «δικαίωμα» να τιμωρεί όποιον επιλέγει έναν άλλον τρόπο άσκησης της δραστηριότητάς του και να αναπτύξει την προσωπικότητά του όπως αυτός επιθυμεί. Και σε κάθε περίπτωση κάτι τέτοιο καμία σχέση δεν έχει με την φιλελεύθερη αντίληψη που θεωρεί «ιερή» την κάθε νόμιμη επιλογή του πολίτη και οικονομικού υποκειμένου.
Γενικότερα, αυτό που είναι πράγματι απογοητευτικό από την τελευταία κυβερνητική πρωτοβουλία είναι ότι αυτή είναι γεμάτη από χαρακτηριστικά που κάθε άλλο παρά φιλελεύθερα είναι: Φορολόγηση με βάση εικαζόμενο εισόδημα, a priori αντιμετώπιση ολόκληρων επαγγελματικών ομάδων και δη αυτών που επιλέγουν το ελεύθερο επιχειρείν ως κατ’ αρχήν απατεώνων, λήψη του αυτονόητου (φορολόγηση με βάση το πραγματικό εισόδημα) μόνο αν δεχθεί κανείς να «ξεγυμνωθεί» στον παντοδύναμο κρατικό μηχανισμό, αμειβόμενες καταγγελίες.
Η ίδια η φιλοσοφία, λοιπόν, που τόσο επιχειρεί να διαφυλάξει η κυβέρνηση είναι – από όποια πλευρά και αν το δει κανείς – λάθος και ελπίζουμε να το αντιληφθεί όσο είναι καιρός. Σε διαφορετική περίπτωση κινδυνεύει να τορπιλίσει η ίδια πραγματικές μεταρρυθμίσεις που έχει εξαγγείλει και έχει ανάγκη η οικονομία και η κοινωνία μας.
Φώτης Κ. Γιαννούλας, Δικηγόρος, μέλος ΔΣ Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών
Ο κατά τις διακηρύξεις στόχος είναι ο εντοπισμός και η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, που η κυβέρνηση εντοπίζει μόνον στον εν λόγω κλάδο φορολογικών υποκειμένων. Είναι όμως έτσι; Εντοπίζεται με τεκμήρια η φοροδιαφυγή;
Η βασική «μεταρρυθμιστική» φιλοσοφία είναι μια πραγματικά παλιά συνταγή: τα γνωστά μας τεκμήρια. Στην πρόσφατη ιστορία την ίδια μέθοδο υιοθέτησε ο νομοθέτης από την δεκαετία του 1970 και μετά από λίγο καιρό άλλαζε την επιλογή του αυτή υπό το βάρος των αντιδράσεων που γεννούσε η αδικία που κρύβεται πίσω από την φιλοσοφία που τα διέπει. Είναι πανθομολογούμενο ότι παρά την επανειλημμένη νεκρανάσταση των τεκμηρίων, η κατάσταση σε σχέση με την φοροδιαφυγή δεν άλλαξε καθόλου.
Κι αυτό είναι λογικό, διότι τα τεκμήρια δεν έχουν απολύτως καμία σχέση με μέθοδο εντοπισμού της φοροδιαφυγής. Αντιθέτως, το κράτος ομολογώντας ότι είτε δεν είναι διατεθειμένο, είτε δεν μπορεί να ασχοληθεί με μεθόδους εντοπισμού του πραγματικού εισοδήματος κάποιου φορολογούμενου που επιχειρεί να το κρύψει, θεωρεί αυθαίρετα ότι οι φορολογούμενοι της αντίστοιχης ομάδας έχουν ένα ελάχιστο εισόδημα αδιαφορώντας αν πράγματι αυτοί το έχουν ή όχι. Είναι σαν λέει η κυβέρνηση στους ελεύθερους επαγγελματίες «Επειδή δεν μπορώ ή δεν θέλω να ασχοληθώ με πόσα πράγματι αποκερδαίνετε, φέρτε όλοι σας φόρο σαν έχετε 11.000,00€ (το ποσό αυτό αυξάνεται) και δεν με νοιάζει και δεν ασχολούμαι με το τι ισχύει στην πραγματικότητα».
Τι κι αν κάποιος, παρά τις προσπάθειές του, δεν έχει καταφέρει να βγάλει το ποσό αυτό, τι κι αν σε κάποιον έχουν συμβεί μια σειρά από αναποδιές και δεν μπόρεσε να δουλέψει, τι κι αν κάποιος έχει άλλες πηγές εισοδήματος (ατομικές ή οικογενειακές) και διατηρεί βιβλία ελεύθερου επαγγελματία για να συμπληρώσει το εισόδημά του ή και γιατί έτσι του αρέσει! Το κράτος αδιαφορεί: όλους τους παραπάνω θα τους φορολογήσει για ένα εισόδημα που δεν απέκτησαν ποτέ, αλλά το κράτος θεωρεί βέβαιο ότι απέκτησαν.
Η κυβέρνηση μπροστά στην έκταση των αντιδράσεων επιχείρησε να θολώσει τα νερά: «Βάφτισε» όψιμα το τεκμήριο μαχητό και αναγκάζει τον φορολογούμενο, για να απολαύσει το αυτονόητο, ήτοι για να φορολογηθεί για το εισόδημα που πράγματι έβγαλε και όχι για ένα υποθετικό εισόδημα, να «δεχθεί» τον φορολογικό έλεγχο. Λες και το κράτος δεν είχε πάντα την εξουσία να υποβάλει οιονδήποτε φορολογούμενο σε έλεγχο. Το κράτος αντιμετωπίζει εκ προοιμίου ολόκληρες επαγγελματικές ομάδες ως φοροφυγάδες και τους αναγκάζει να αποδείξουν εκείνοι ότι «δεν είναι ελέφαντες».
Η δια τεκμηρίων φορολόγηση δεν θίγει στην πραγματικότητα τους φοροφυγάδες και δη αυτούς που αποκρύπτουν σημαντική φορολογητέα ύλη. Το ποσό με το οποίο θα επιβαρυνθεί ο «μεγάλος φοροφυγάς» με το νέο φορολογικό νομοσχέδιο είναι ελάχιστο σε σχέση με τα εισοδήματα που αποκρύπτει. Αντιθέτως, για τον ειλικρινή φορολογούμενο που πράγματι αποκερδαίνει ποσά μικρότερα του τεκμηρίου και αναγκάζεται να φορολογηθεί για εισόδημα που δεν έχει, η επιβάρυνση είναι τεράστιο «χαστούκι» που θα τον αναγκάσει πιθανόν να βγει εκτός επαγγέλματος.
Κι όλα αυτά προωθούνται προς ψήφιση την εποχή που διεθνής τάση – υποβοηθούμενη από τα σύγχρονα μέσα της τεχνολογίας – είναι ο εντοπισμός του πραγματικού φορολογητέου εισοδήματος. Ενώ δηλαδή σήμερα είναι πολύ πιο εύκολος ο εντοπισμός της πραγματικής φοροδιαφυγής, η κυβέρνηση βάλλει κατά δικαίων και αδίκων επιβάλλοντας φόρους για χρήματα που φαντάζεται ότι υπάρχουν, ενώ είναι πολύ πιο εφικτό να διαπιστώσει ποια χρήματα πραγματικά υπάρχουν.
Την ίδια στιγμή μένουν εκτός τεκμαρτού τρόπου προσδιορισμού οι εταιρίες που δραστηριοποιούνται στους ίδιους τομείς που δραστηριοποιούνται οι αντίστοιχοι ελεύθεροι επαγγελματίες. Βλέποντας ότι τα προσδοκώμενα έσοδα του νομοσχεδίου είναι πολύ χαμηλά (περίπου όσο είναι το τελευταίο τμήμα των εσόδων που έδωσε στην τελευταία «γύρα» των επιδομάτων) εύκολα μπαίνει κανείς στον πειρασμό να υποθέσει ότι ανομολόγητος σκοπός του νομοσχεδίου δεν είναι πράγματι η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, ούτε καν η αύξηση των κρατικών εσόδων, αλλά η βίαιη εξώθηση όσο το δυνατόν περισσότερων ελεύθερων επαγγελματιών να βγουν από το ελεύθερο επάγγελμα και να διαλέξουν άλλο στρατόπεδο: Είτε αυτό της εταιρικής άσκησης του επαγγέλματός τους, είτε αυτό της μισθωτής εργασίας. Η απάντηση σε εκείνον που θα μπορούσε να θεωρεί μια τέτοια στόχευση γενικώς ενδιαφέρουσα, είναι ότι το κράτος μπορεί να θεσπίζει κίνητρα για να κατευθύνει την οικονομική δραστηριότητα σε κατευθύνσεις που θεωρεί σκόπιμες. Δεν έχει όμως το «δικαίωμα» να τιμωρεί όποιον επιλέγει έναν άλλον τρόπο άσκησης της δραστηριότητάς του και να αναπτύξει την προσωπικότητά του όπως αυτός επιθυμεί. Και σε κάθε περίπτωση κάτι τέτοιο καμία σχέση δεν έχει με την φιλελεύθερη αντίληψη που θεωρεί «ιερή» την κάθε νόμιμη επιλογή του πολίτη και οικονομικού υποκειμένου.
Γενικότερα, αυτό που είναι πράγματι απογοητευτικό από την τελευταία κυβερνητική πρωτοβουλία είναι ότι αυτή είναι γεμάτη από χαρακτηριστικά που κάθε άλλο παρά φιλελεύθερα είναι: Φορολόγηση με βάση εικαζόμενο εισόδημα, a priori αντιμετώπιση ολόκληρων επαγγελματικών ομάδων και δη αυτών που επιλέγουν το ελεύθερο επιχειρείν ως κατ’ αρχήν απατεώνων, λήψη του αυτονόητου (φορολόγηση με βάση το πραγματικό εισόδημα) μόνο αν δεχθεί κανείς να «ξεγυμνωθεί» στον παντοδύναμο κρατικό μηχανισμό, αμειβόμενες καταγγελίες.
Η ίδια η φιλοσοφία, λοιπόν, που τόσο επιχειρεί να διαφυλάξει η κυβέρνηση είναι – από όποια πλευρά και αν το δει κανείς – λάθος και ελπίζουμε να το αντιληφθεί όσο είναι καιρός. Σε διαφορετική περίπτωση κινδυνεύει να τορπιλίσει η ίδια πραγματικές μεταρρυθμίσεις που έχει εξαγγείλει και έχει ανάγκη η οικονομία και η κοινωνία μας.
Φώτης Κ. Γιαννούλας, Δικηγόρος, μέλος ΔΣ Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα