Αννα + Αντώνης = love

Αννα + Αντώνης = love

Οι «συνένοχοι» της πλέον συζητημένης μουσικής παράστασης της σεζόν μιλούν για μπουζούκια και μουσικές παραστάσεις, λουλούδια, αλκοόλ και ξενύχτια, καλόπιστες και κακόβουλες κριτικές, και εξηγούν γιατί νιώθουν περήφανοι για το «Ενα ή Κανένα»

Αννα + Αντώνης = love
Και μόνο εξ ονόματος το «Πάνθεον» φέρνει συνειρμικά στον νου ατμόσφαιρα αρχαίας Ρώμης, ειδωλολατρικούς θεούς με υπερφυσικές ικανότητες και ροπή στα ανθρώπινα πάθη, αλλά και σπονδές και επικλήσεις από τους κοινούς θνητούς. Σε κάποιους μπορεί ακόμη να θυμίζει τον πομπώδη, έκλυτο και ασύδοτο τρόπο των Ρωμαίων, αυτόν που τηρουμένων των αναλογιών όλοι έχουμε ζήσει στα καθ’ ημάς μπουζούκια. Ε, στο «Πάνθεον» της οδού Πειραιώς φέτος συμβαίνουν τα ακριβώς αντίθετα, αφού η Αννα Βίσση και ο Αντώνης Ρέμος επέλεξαν να επικοινωνήσουν τα τραγούδια τους χωρίς παρελκόμενα καπνού, αλκοόλ και λουλουδιών. Απαλλαγμένοι από την υπερβολή, φυγάδες της στερεοτυπικής εικόνας τους. Με έναν καινούριο, σχεδόν μυσταγωγικό τρόπο.

Βίσση:
«Με τον Αντώνη είναι η καλύτερη συνεργασία της καριέρας μου»
Κλείσιμο
Στην περίπτωση της Αννας Βίσση το ζεν ξεκινά από το καμαρίνι της. Δεν είναι μόνο οι συμβολισμοί των ανατολικών θρησκειών που μπορείς να διακρίνεις σε μια κλεφτή αλλά διερευνητική ματιά, τα μεγάλα κηροπήγια ή ο χαμηλός φωτισμός. Κυρίως είναι η αίσθηση μιας καθαρότητας στην ατμόσφαιρα, της ανεπιτήδευτης ηρεμίας. Δεν κρατιέμαι και τη ρωτώ γι’ αυτό το ζεν. «Είναι μια φιλοσοφία, ένα ζεν, όπως είπες, που με συγκινεί και με ηρεμεί. Ισως είναι η επόμενη δεκαετία που θα ζήσω. Πού ξέρεις;» λέει γελώντας. Μολονότι απομένει λίγη ώρα μέχρι την έναρξη της παράστασης του Σαββάτου μοιάζει πραγματικά ήρεμη, εκπέμπει μια απολύτως χαλαρωτική για τον συνομιλητή της πραότητα, με την οποία μου εξηγεί τι σημαίνει «Ενα ή Κανένα». «Είναι μία διαφορετική οπτική στο απόλυτα μαζί ή στο απόλυτα μόνοι».

Τη ρωτάω το περίφημο «γιατί μουσική παράσταση φέτος».  Με ξαφνιάζει: «Και αντερωτώ: Γιατί όχι; Τι τόσο διαφορετικό έχει αυτή η παράσταση; Δεν είναι ένα ενδιάμεσο της “Μάλα”, των “Δαιμόνων” και άλλων σόου που έχω κάνει; Πιο πολύ ανάγκη εξέλιξης ήταν. Αυτές οι δύο λέξεις μού έρχονται. Αν ξανάκανα κάτι πάλι σε ένα κέντρο διασκέδασης με τραπέζια, θα ανεχόμουν για μία ακόμη φορά τα λουλούδια... Ομολογώ πως δεν είμαι fan των λουλουδιών. Συμβιβαζόμουν όχι για οικονομικούς λόγους, γιατί εγώ δεν πληρωνόμουν από τα λουλούδια. Συμβιβαζόμουν γιατί οι Ελληνες έχουν συνηθίσει και θεωρούν ότι είναι μέρος της διασκέδασής τους, τελετουργικό μέρος μιας βραδιάς που ξεκινάει στις 12 τα μεσάνυχτα και τελειώνει στις 5-6 το πρωί. Ως τελετουργικό, λοιπόν, το δεχόμουν. Ως πράξη, όμως, αναλύοντάς την, προσωπικά με ενοχλούσε. Οχι ότι δεν έχω πετάξει κι εγώ λουλούδια σε καλλιτέχνες ως θεατής. Οταν είσαι στη Ρώμη, το κάνεις όπως οι Ρωμαίοι».

Της αντιτείνω πως εκτός από κλισέ τρόπος διασκέδασης, ίσως για κάποιους ήταν το μέσο να εκφράσουν την αγάπη τους. Είναι και πάλι σαφής: «Αν τα λουλούδια μού τα πετάγανε μόνο για την αγάπη, τότε θα με τιμούσε το πάθος της κίνησης. Ομως δεν γίνεται πια έτσι. Εχουν χαλάσει τα πράγματα. Υπάρχει μια ταξική διαφορά. Κάποιοι το κάνουν απλώς για επίδειξη. Πρέπει οπωσδήποτε να πάρουν το πρώτο τραπέζι και ακόμη και ο τρόπος που σου πετάνε το λουλούδι είναι υποτιμητικός. Και ανούσιος. Ξέρεις, πριν τα λουλούδια ήταν τα πιάτα... Στα πρώτα χρόνια της καριέρας μου το έχω ζήσει κι αυτό. Οχι στην Ελλάδα, στην Αμερική, όταν πήγα και τραγούδησα σε ένα μπουζουξίδικο κλασικό, στην Αστόρια νομίζω. Εχω κόψει τα πόδια μου από σπασμένο πιάτο. Ετρεχε το αίμα κανονικά. Το ’βλεπα κι εγώ ως πλάκα. Και το πιάτο και το λουλούδι. Ομως το πάω και παραπέρα. Τα δικά μου τραγούδια δεν είναι ούτε του πιάτου, ούτε του λουλουδιού τόσο πολύ. Περάσαμε την εποχή της πλάκας, που όμως δεν έχει πλέον πλάκα».
Το ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι ότι αυτά που λέει δεν τα εκφέρει με οργή ή απαξία. Τα λέει σαν κανονικός, κατασταλαγμένος άνθρωπος.

Παρατηρώ πως το «Ενα ή Κανένα» μοιάζει με φυσική συνέχεια μετά το revival των «Δαιμόνων», ότι η ίδια φαίνεται πλέον συμφιλιωμένη με την εικόνα της, απαλλαγμένη από το κυνήγι του εαυτού της: «Ποτέ δεν με έχω δει σαν εικόνα. Επειδή ακριβώς αυτό που είμαι στη ζωή μου είμαι και εκεί πάνω. Βεβαίως παίζω έναν ρόλο και ο ρόλος καθορίζεται από τα λόγια που λες, από τα τραγούδια. Εχω το ίδιο πάθος που έχω ως φίλη, ως σύντροφος, ως μητέρα, ως γιαγιά, είμαι ακριβώς η ίδια γυναίκα με το ίδιο ταμπεραμέντο, την ίδια νοοτροπία, την ίδια συμπεριφορά. Δεν βγαίνω εκεί πάνω και το παίζω κάτι άλλο. Εξακολουθώ να είμαι η Αννα», επισημαίνει. Βεβαίως, δεν αιθεροβατεί. «Εχει γλύκα η επιτυχία και η πρωτιά. Το θέμα είναι “μπορώ να είμαι τώρα πρώτη δίνοντας στο κοινό κάτι καινούριο;”» λέει και είναι σαν να βάζει (ξανά) στοίχημα με τον εαυτό της. Οι κουβέντες με την Αννα Βίσση, ο τρόπος, αλλά και οι ιστορίες που έχει να αφηγηθεί είναι στ’ αλήθεια γοητευτικές. Μου λέει για τον Γιάννη Κακλέα, τον σκηνοθέτη της παράστασης, τον οποίο θεωρεί δάσκαλο, για τις αγαπημένες της φωνές, τη Μαρία Κάλλας και την Τζάνις Τζόπλιν, μου εξηγεί γιατί ο έρωτας έχει περάσει σε δεύτερη μοίρα για εκείνην: «Δεν με ενδια­φέρει τόσο ο έρωτας. Οταν τραγουδάς ερωτικά τραγούδια υπάρχει μια ιδανική ατμόσφαιρα. Ιδανικός έρωτας όμως δεν υπάρχει. Το ’χω νιώσει πάρα πολύ. Φτάνει. Θέλω να ξεκουραστώ λίγο. Ο καλύτερος άνδρας είναι ο εγγονός μου τώρα. Αλήθεια, δεν πάνε μαζί αυτά. Διανύω άλλη περίοδο στη ζωή μου», λέει με ορμητικότητα που μαρτυρά τη δυναμική διάθεσή της.



Λίγο αργότερα θα μου εξηγήσει πώς η ίδια έχει «τεμαχίσει» τη σαραντάχρονη καριέρα της σε τέσσερις περιόδους: «Η πρώτη ήταν η πολύ ντροπαλή μου, μόλις είχα έρθει από την Κύπρο. Πήγαινα εκεί που με πήγε το ρεύμα, στις παρέες του Κουγιουμτζή, του Σπανού, της Αλεξίου και του Νταλάρα. Μετά γνώρισα τον Καρβέλα, τη μουσική θύελλα της ζωής μου, και πήγαμε στη φιλόδοξη, στη θαρραλέα, στην τολμηρή, στην καινοτόμο περίοδο. Με ξεκλείδωσε ο Καρβέλας. Με έκανε να καταλάβω ότι δεν ήμουν ένα ντροπαλό κορίτσι εγκλωβισμένο μες στο σώμα μου. Οταν του ’πα τα ακούσματά μου, τους Beatles, την Τζάνις Τζόπλιν, ακόμη και τον Φρανκ Σινάτρα και τους κλασικούς που αγαπάμε, τον Βάγκνερ, τον Μπετόβεν, ενωθήκαμε πολύ. Και ξανοιχτήκαμε βγάζοντας όλες αυτές τις επιρροές στα τραγούδια μας. Η τρίτη περίοδος ήταν εκεί που κουραστήκαμε, έως και βαρεθήκαμε. Δεν φοβάμαι τη λέξη. Κάναμε πολλά και συνεχώς και νιώθαμε ότι επαναλαμβανόμασταν σε αυτά που ναι μεν αγαπούσαμε, αλλά όταν κάνεις τα ίδια και τα ίδια, απλώς κάνεις τα ίδια και τα ίδια. Γι’ αυτό φεύγαμε. Είτε Λονδίνο, είτε Νέα Υόρκη ή Λος Αντζελες εγώ. Εφευγα για να ξανάρχομαι. Η τέταρτη περίοδος είναι τώρα που νιώθω ότι δεν με νοιάζει τίποτα. Λέω ένα τραγούδι εδώ, το “Instagram”. Οι μισοί το θάψανε, οι άλλοι μισοί είπανε “ουάου”. Ενα τραγούδι που ούτε πρόκειται επιτυχία να γίνει, ούτε έχει καμιά μελωδία που ο Ελληνας θα σιγοψιθυρίσει, αλλά είναι ένα τραγούδι που λατρεύω. Παλιά δεν τολμούσα να πω τραγούδια που ήθελα στα μαγαζιά. Σκέφτηκα λοιπόν ότι δεν φταίει το τραγούδι, αλλά ότι δεν το χωρούσε ο χώρος που τραγουδούσα. Αποφάσισα λοιπόν να πάω εκεί που μου λέει το μυαλό μου, η δική μου αισθητική - και του Καρβέλα βέβαια που γράφει τα τραγούδια. Και κάναμε μια συμφωνία. Οτι τώρα πια τις εξετάσεις μας τις δώσαμε. Πρέπει να δώσουμε στο φουλ με τη δική μας αντίληψη αυτό που πραγματικά μας αρέσει». Θα το κάνουν. Η ίδια εξομολογείται τη χαρά της που ήδη με τον Νίκο Καρβέλα έχουν στα σκαριά μια νέα ροκ όπερα για του χρόνου.

Τρεις ώρες αργότερα, όταν ακούσια θα εκτιναχθώ με ταχύτητα ελάσματος από τη θέση μου για να σηκωθώ και να χειροκροτήσω το μεγάλο φινάλε της με τον Ρέμο, θα θυμηθώ τα λόγια που είπε προτού αποχαιρετιστούμε: «Δεν είμαι βιαστικός ή ταχύς άνθρωπος. Πίεσα τον εαυτό μου σε όρια που τα πλήρωσα. Συμβαίνει όταν παίρνεις τον δρόμο της φωνής. Εγώ αυτόν ακολούθησα. Αν ρωτήσεις 10 ανθρώπους "τι σε συγκινεί στη Βίσση", οι 9 θα σου απαντήσουν: "Η φωνή"». Η Βίσση είναι φέτος πιο μεστή από ποτέ. Οσο για τον φετινό συνένοχό της, τον Αντώνη Ρέμο, είναι αποκαλυπτική: «Νομίζω ότι είναι ανακουφιστικό να συνεργάζεσαι με έναν άνθρωπο που δεν μπορεί να πει ψέματα. Αγάπησα την αλήθεια του χαρακτήρα αλλά και του καλλιτέχνη Ρέμου. Αν και είμαι μεγαλύτερή του, ένιωσα ότι είχα να κάνω με τον μεγάλο αδελφό μου. Είναι μακράν η καλύτερη συνεργασία που έχω κάνει ποτέ».


Ρέμος
«Το χαμόγελο της Αννας στο φινάλε είναι μοναδικό»
Θα έλεγε κανείς πως αν η Αννα Βίσση και ο Αντώνης Ρέμος τοποθετήθηκαν από κάποιους σε μία νοητή γωνία και κλήθηκαν να απολογηθούν για τη φετινή, διαφορετική συνέργειά τους στο «Πάνθεον», ο δεύτερος ήταν κατά τι πιο στριμωγμένος λόγω κλισέ και στερεοτυπικών αναφορών. Ο ίδιος πάντως μοιάζει όχι απλώς συμφιλιωμένος με την επιλογή του και απαλλαγμένος από τις δεύτερες σκέψεις, αλλά δείχνει να έχει περάσει στο επόμενο στάδιο, εκείνο της απόλαυσης: «Δεν με τρόμαξε καθόλου η αλλαγή του τρόπου επικοινω­νίας με τον κόσμο. Ισα-ίσα που ήταν μια ευκαιρία για μας να δείξουμε ότι τα πράγματα γύρω μας αλλάζουν και πρέπει κι εμείς να πορευτούμε, να προχωρήσουμε και να εξελιχθούμε - και όχι να επαναπαυόμαστε σε αυτά που έχουμε κάνει ως τώρα. Θεωρώ ότι τα χρόνια που ζούμε απαιτούν να είμαστε πάντα σε ετοιμότητα ώστε να μεταλλασσόμαστε. Η νύχτα όπως την ξέραμε μέχρι πριν από μερικά χρόνια δεν υπάρχει πια. Εννοώ τη χωρίς αναστολές και σε υπερβολικό βαθμό διασκέδαση που υπήρχε. Είναι πιο συμμαζεμένα και πιο συμπιεσμένα τα πράγματα τώρα. Και μέσα από πιο ανθρώπινες καταστάσεις μπορεί να βγαίνει ένα ωραίο αποτέλεσμα, που απ’ ό,τι βλέπω και νιώθω στις εμφανίσεις μας με την Αννα ίσως τελικά είναι και πιο ουσιαστικό», λέει.

Η λέξη «ουσία» και τα παράγωγά της θα επανέλθουν πολλές φορές στη συζήτησή μας. Οπως όταν επισημαίνω πως τόσο το «Ενα ή Κανένα» όσο και η τηλεοπτική παρουσία του ως coach στο «The Voice» μαρτυρούν πως μάλλον τρέφει πια τον καλλιτεχνικό εαυτό του με τρόπους που δεν είχε δοκιμάσει. Συμφωνεί. «Είναι μια χρονιά που προσέγγισα με πολύ πιο ουσιαστικό τρόπο πολλές πτυχές του εαυτού μου. Πάντα ψαχνόμουν και πάντα ήμουν ανήσυχο πνεύμα. Το ότι προέκυψε αυτή τη στιγμή το "The Voice", ένα τηλεοπτικό προϊόν, με χαροποιεί πάρα πολύ, ακριβώς γιατί μου αρέσει πολύ. Περνάω καλά, πολύ καλά. Εκείνο που μου αρέσει περισσότερο είναι ότι το concept δεν έχει καθόλου κιτρινισμό ή εμπαιγμό προς όσους εμπλέκονται σε όλο αυτό. Από κει και πέρα και οι συνεργάτες, η Δέσποινα, η Μελίνα και ο Μιχάλης, είναι πολύ αξιόλογοι και πολύ καλοί φίλοι. Ακόμη και ο Μιχάλης, με τον οποίο δεν γνωριζόμασταν από πριν, τείνει να γίνει ένας πολύ καλός φίλος. Νιώθω ότι και με τους τρεις μπορώ να μοιραστώ όμορφες στιγμές».



Το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο όταν έχεις απέναντί σου τον Αντώνη Ρέμο, ο οποίος για φέτος τουλάχιστον απέχει από τις διονυσιακές του εμφανίσεις στα μπουζούκια, είναι να τον ρωτήσεις αν η φετινή επιλογή του προϊδεάζει για τα επόμενα βήματά του. «Δεν αποποιούμαι το ξενύχτι, ούτε βγαίνω ξαφνικά να πω ότι δεν μου αρέσει. Ούτε και πιστεύω ότι θα πάψουμε ποτέ να ξενυχτάμε ως Ελληνες. Σίγουρα όμως μου αρέσει αυτό που κάνω τώρα, γιατί και πάλι διασκεδάζουμε. Με άλλο τρόπο. Πάντως, εννοείται ότι το καλοκαίρι θα βρω πάλι χρόνο και χώρο ώστε να θυμηθούμε πάλι τα παλιά. Μπορεί όμως κι αυτό να γίνει με έναν διαφορετικό τρόπο. Το ξενύχτι και η διασκέδαση θα συνεχίσουν να υπάρχουν χωρίς την κραιπάλη και την κατάχρηση», λέει. Ακόμη, ομολογεί ότι η ιδέα να μετατραπεί η πάλαι ποτέ «Αθηνών Αρένα» σε «Πάνθεον» και να αναβαπτιστεί σε -κατά κύριο λόγο- θεατρικό χώρο ήταν δική του. «Η Αννα Βίσση ήταν εκείνη που συντόνισε τις δυνάμεις για να ευοδωθεί αυτή η παράσταση», λέει. Τον ρωτάω τι είναι εκείνο που θα κρατήσει από τη φετινή συνεργασία, τι έμαθε από την Αννα Βίσση. «Από τη συνεργασία και το μοίρασμα της αγάπης με την Αννα, μπορώ να πω ότι το δίδαγμα είναι πως όταν κάτι το θέλεις πολύ, δεν υπάρχει περίπτωση να μη σου προκύψει και να μη συμβεί. Νιώθω περήφανος γι’ αυτή τη συνεργασία με την Αννα, νιώθω περήφανος για τη μουσική παράσταση που δημιουργήσαμε.

Εύχομαι και στους συναδέλφους μου να καταφέρουν να ζήσουν αυτή τη γοητεία και την ομορφιά που ζω εγώ φέτος», υπογραμμίζει. Προφανώς, αυτή είναι η καλύτερη απάντηση σε όλους όσοι βιάστηκαν να κριτικάρουν τη σύμπραξη - πολλοί μάλιστα ακόμη και προτού ξεκινήσει, τον Δεκέμβριο. Αλήθεια, ο ίδιος κλονίστηκε ή τσαντίστηκε από το ξαφνικό buzz γύρω από το «Ενα ή Κανένα»; «Ηταν φυσικό να γραφτούν πολλά. Αρέσει, βλέπεις, στους ανθρώπους που θέλουν να κάνουν κριτική -και μάλιστα κακόβουλη- μέσα από μπλογκ και διάφορα σάιτ. Βιάζονται πάντα να προλάβουν ποιος θα πει πρώτος τη μεγαλύτερη κακία. Δεν πειράζει, ο κόσμος έχει το κριτήριο και κρίνει. Οσο και να θέλεις να διαστρεβλώσεις την αλήθεια, αυτή κάποια στιγμή βγαίνει στην επιφάνεια. Δεν ξέρω αν με τσάντισε όλο αυτό. Περισσότερο μου δημιούργησε ένα εσωτερικό “γιατί”. Εμείς αυτό που κάναμε με την Αννα ήταν αν βλέπαμε ότι στο πρόγραμμα κάτι δεν πήγαινε καλά ή έπρεπε να διορθωθεί, να το διορθώνουμε. Είμαστε πια σε ένα σημείο που κάθε βράδυ όταν τελειώνουμε τη μουσική παράσταση και παίρνω την Αννα από το χέρι, νιώθω και τη δική της ψυχική αγαλλίαση. Αυτό σημαίνει πως για ένα ακόμη βράδυ περάσαμε υπέροχα.

Και αυτό το χαμόγελο που βλέπω και η ενέργεια που νιώθω στα χέρια της κάθε φορά στο φινάλε είναι κάτι το μοναδικό. Γι’ αυτή και μόνο τη στιγμή αξίζει κάθε κριτική, αξίζει οποιαδήποτε θυσία έχω κάνει, παίρνοντας σαφώς πολύ λιγότερα χρήματα απ’ ό,τι αν δούλευα σε οποιοδήποτε άλλο μαγαζί», καταλήγει. Σκέφτομαι πως το μοίρασμα και η γενναιοδωρία είναι ίσως οι δύο λέξεις-κλειδιά για τη σύμπραξη της Βίσση με τον Ρέμο. Οχι μόνο από τον έναν στον άλλο, αλλά και από εκείνους προς το κοινό. Και αντιστρόφως. Ενα ανεξάντλητο πάρε-δώσε, μια άυλη, χωρίς ρήτρες, συναλλαγή, σαν κι εκείνες που συμβαίνουν στους λατρευτικούς χώρους όπου οι άνθρωποι καταφεύγουν για να επικοινωνήσουν με εκείνο που εξυμνούν ως θείο. Καθένας στο πολύ προσωπικό του πάνθεον.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Δείτε Επίσης