Μεταναστευτική Κρίση: Η Μονομέρεια της Δημόσιας Συζήτησης
Μάριος Καλέας

Μάριος Καλέας

Μεταναστευτική Κρίση: Η Μονομέρεια της Δημόσιας Συζήτησης

Το μεταναστευτικό τείνει να εξελιχθεί σε μία από τις πλέον σημαντικές προκλήσεις για την Ελληνική πολιτεία και τις τοπικές κοινωνίες είτε πρόκειται για τον ακριτικό Έβρο και τα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου είτε για την Κρήτη και την ηπειρωτική χώρα με τα μεγάλα αστικά της κέντρα

Καθημερινά, εφημερίδες, ενημερωτικά sites και αναλυτές επανέρχονται στο θέμα, υιοθετώντας, ωστόσο, σχεδόν αποκλειστικά, έναν λόγο αμιγώς θεωρητικό στα όρια του ατελέσφορου βερμπαλισμού ανακυκλώνοντας τα ίδια κλισέ και πανομοιότυπες ιδέες, οι οποίες εν μέρει είναι αυτές που έχουν οδηγήσει στην τωρινή, αδιέξοδη κατάσταση και άρα αποτελούν δομικό κομμάτι του προβλήματος και όχι της θεραπείας του.

Συγκεκριμένα, ο δημόσιος διάλογος, που τελευταία θυμίζει μονόλογο στα όρια του δογματισμού, κατακλύζεται από μία αόριστη και ατέρμονη μονόπλευρη ρητορική. Με βιτρίνα τις συχνές αναφορές σε ανθρώπινα δικαιώματα, διεθνείς συμβάσεις, ηθικές υποχρεώσεις και ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, με ολίγη «δόση» επιχειρησιακής προσέγγισης (έτσι για να φανεί ότι ξέρουμε από πεδίο και διαδικασίες), και με ντρέσινκ κάποια εύπεπτα «τσιτάτα», σερβίρεται μια ξαναζεσταμένη συνταγή, βαπτισμένη ως μεταναστευτική σπεσιαλιτέ. Ωστόσο, είναι γνωστό ότι όταν οι πρώτες ύλες είναι ελαττωματικές και τα βασικά συστατικά «ληγμένα» τότε ανεξαρτήτως προθέσεων το τελικό αποτέλεσμα στην καλύτερη των περιπτώσεων στερείται γεύσεως και περιεχομένου.

Ειδικότερα και στο περιθώριο ψήφισης του νέου νομοσχεδίου για την αναμόρφωση του πλαισίου επιστροφών ακούστηκαν οι προτάσεις του πολιτικού κόσμου και των φορέων της κοινωνίας των πολιτών, πολλές εκ των οποίων την επομένη τροφοδότησαν τον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο με άρθρα υποτιθέμενης «αδιαπραγμάτευτα προστιθέμενης αξίας».

Διαβάσαμε λοιπόν, και συνεχίζουμε να διαβάζουμε μεταξύ άλλων ότι η Ελλάδα αποτελεί χώρα transit και άρα αυτό που πρέπει να κάνουν οι κρατικές Υπηρεσίες είναι η υποδοχή των παράνομα εισερχομένων και η υποστήριξη της απρόσκοπτης διέλευσης και μετάβασής τους στα Κράτη Μέλη της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης που αποτελούν και τελικό προορισμό τους. Οι εκφραστές της θέσης αυτής που είθισται να είναι και υποστηρικτές της απόλυτης συμμόρφωσης με τις διεθνείς υποχρεώσεις της Ελλάδας εστιάζοντας κατά κύριο λόγο στη Σύμβαση της Γενεύης (1951) και στο ευρωπαϊκό δίκαιο για το άσυλο, φαίνεται να αγνοούν τη θεσμική ασυμμετρία που προκύπτει από το Κανονιστικό Πλαίσιο του Κανονισμού Δουβλίνο, με άλλα λόγια την αποκλειστική ευθύνη που φέρει η Ελλάδα ως πρώτη χώρα εισόδου και υποβολής αιτήματος διεθνούς προστασίας για την εξέταση της αίτησης ασύλου.

Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, είναι εξαναγκασμένη σύμφωνα με το σχετικό Κανονισμό να απορροφά το μεγαλύτερο βάρος της ευρωπαϊκής μεταναστευτικής πολιτικής, χωρίς να υπάρχουν αποτελεσματικοί μηχανισμοί ανακατανομής ή ουσιαστικής ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Με απλά λόγια, οι υπογράφοντες τον Κανονισμό του Δουβλίνο κατέστησαν αυτόματα τη χώρα μας υπεύθυνη και αρμόδια για την υποδοχή και φιλοξενία όσων εισέρχονται παρανόμως και υποβάλλουν σε αυτή αίτημα διεθνούς προστασίας.

Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ακόμα και εάν οι πολίτες τρίτων χωρών που εισήλθαν παράνομα στην Ελλάδα καταφέρουν να φτάσουν σε μεταγενέστερο χρόνο σε κάποιο άλλο ΚΜ ως δευτερογενή ροή, τυχόν σύλληψη τους από τις Αρχές του άλλου ΚΜ δυνητικά επιφέρει την επιστροφή τους στην ελληνική επικράτεια βάσει του παραπάνω Κανονισμού. Το νέο Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο, που συμφωνήθηκε το 2024 και αναμένεται να εφαρμοστεί εντός του 2026, διατηρεί τον ίδιο πυρήνα ευθύνης. Παρά τις εξαγγελίες για "ευελιξία" και "μηχανισμό αλληλεγγύης", το βάρος εξακολουθεί να μετατίθεται στις χώρες των εξωτερικών συνόρων.

Μια άλλη πρόταση που υποστηρίζεται ως αντίδοτο των χιλιάδων αφίξεων στη χώρα μας είναι η χορήγηση ταξιδιωτικών εγγράφων (διαβατηρίων) για να διευκολυνθεί το ταξίδι τους με νόμιμο τρόπο, θέση που συνιστά την επιτομή του φαύλου κύκλου. Και αυτό διότι στην περίπτωση αυτή, οι αναγνωρισμένοι πρόσφυγες και κάτοχοι των ελληνικών ταξιδιωτικών εγγράφων δεν νομιμοποιούν την παραμονή τους στα άλλα ΚΜ παρά μόνο για ενενήντα (90) ημέρες βάσει της Συνθήκης Σένγκεν και άρα οφείλουν στη συνέχεια να επιστρέψουν στην ελληνική επικράτεια. Εάν δεν το πράξουν οικειοθελώς, θέτουν τον εαυτό τους σε κίνδυνο άμεσης και αναγκαστικής επιστροφής, όχι όμως στη χώρα καταγωγής τους αλλά στην Ελλάδα!

Επιπρόσθετα, και με αφορμή την πρόσφατη απόφαση αναστολής της υποβολής αιτήματος ασύλου για τις νέες αφίξεις στην Κρήτη από Λιβύη, υπήρξαν τοποθετήσεις εντός του Κοινοβουλίου από μερίδα του πολιτικού κόσμου που εναντιώθηκε στην ανωτέρω νομοθετική πρωτοβουλία χρησιμοποιώντας το επιχείρημα της αντισυνταγματικότητας και στον αντίποδα πρότειναν: την παραλαβή και επίσπευση εξέτασης των αιτημάτων ασύλου και τον άμεσο διαχωρισμό των δικαιούχων από όσους δεν χρήζουν διεθνούς προστασίας ενόσω αυτοί διαμένουν στις δομές του εθνικού συστήματος φιλοξενίας.

Κλείσιμο
Παραβλέποντας ότι αυτό ήδη λαμβάνει χώρα και η Ελλάδα έχει την πολυτέλεια να διαθέτει τη δεύτερη κατά αναλογία ταχύτερη και παραγωγικότερη Υπηρεσία Ασύλου στην ΕΕ, κάποιοι παραβλέπουν ότι η Ελλάδα από τις αρχές του 2025 και κυρίως το πρώτο δεκαήμερο του Ιουλίου βρέθηκε σε συνθήκες δυσανάλογης μεταναστευτικής πίεσης δεχόμενη ΜΟΝΟ στην Κρήτη σε δέκα ημέρες από 1/7/2025 έως 10/7/2025, 3.000 αφίξεις όσες δηλαδή υποδέχθηκαν συνολικά, σύμφωνα με την πρόσφατη Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το ενιάμηνο Ιουλίου 2024-Μαρτίου 2025, οι Βουλγαρία (46), Φιλανδία (4), Μάλτα (197), Πολωνία (1202), Λιθουανία (25), Λετονία (28), Εσθονία (46) και το Βέλγιο (1652)!

Όταν, όμως, είτε λόγω άγνοιας είτε λόγω συγκεκαλυμμένης σκοπιμότητας παραβλέπεται η ασύμμετρη κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η χώρα, υπάρχει αναπόφευκτη συσκότιση της επιτακτικής ανάγκης να μετακινηθεί ο διάλογος από τη θεωρία στην πράξη. Έχει διερωτηθεί κανείς τι σημαίνει πρακτικά και επιχειρησιακά η διαχείριση 3.000 αφίξεων κάθε δέκα ημέρες σε ένα νησί της χώρας;

Πόσο καιρό μπορεί να διαρκέσει αυτή η πίεση χωρίς να αντιδράσουν οι τοπικές κοινωνίες, καταρρεύσουν οι κρατικές υπηρεσίες, διαρραγεί ο κοινωνικός ιστός και πρώτού κάνουν την εμφάνισή τους οι αλγεινές και εξευτελιστικές εικόνες της Μόριας και της Ειδομένης; Αναφέρω το πρόσφατο παράδειγμα της Κρήτης, γιατί η διαχείριση του μεταναστευτικού στη δημόσια σφαίρα παρουσιάζεται συχνά ως αποκλειστικό θέμα ηθικής και «ευρωπαϊκών αξιών». Εντούτοις, η υλική διάσταση της κρίσης – δηλαδή το ποιος, πού και πώς θα φιλοξενήσει, ταυτοποιήσει, διαχειριστεί και εντέλει αποφασίσει για το μέλλον χιλιάδων ανθρώπων – αποσιωπάται συστηματικά σκοπίμως ή λόγω επιχειρησιακής άγνοιας.

Η περίπτωση της Κρήτης, λοιπόν, είναι απολύτως ενδεικτική. Από τον Ιούνιο του 2024 παρατηρήθηκε ραγδαία αύξηση των αφίξεων από τη Βόρεια Αφρική μέσω Λιβύης και Αιγύπτου. Αν συνεχιζόταν αυτός ο ρυθμός, και κρίνοντας με βάση την πρότερη εμπειρία του Έβρου και του Αιγαίου, η Κρήτη θα είχε δεχθεί κατ’ εκτίμηση πάνω από 90.000 άτομα σε ετήσια βάση – πληθυσμός που αντιστοιχεί σε ολόκληρη πόλη όπως ο Άγιος Νικόλαος ή τα Χανιά. Και εδώ είναι τα πρακτικά ερωτήματα που εγείρονται: Υπάρχουν δομές φιλοξενίας στην Κρήτη ή στην υπόλοιπη Ελλάδα για τέτοιους αριθμούς αφίξεων και πόσο κόσμο μπορούν αυτές να φιλοξενήσουν;

1.000; 5.000; 50.000; 200.000; Ακόμα και αν προκριθεί τελικά η λύση μεταφοράς των νεοαφιχθέντων στα ηπειρωτικά σε αντίστοιχες δομές της ενδοχώρας, μπορεί το εθνικό σύστημα υποδοχής να φιλοξενήσει ένα τόσο μεγάλο αριθμό φιλοξενουμένων;

Λαμβάνοντας υπόψη την τρέχουσα και πεπερασμένη δυναμική των 40.000 θέσεων φιλοξενίας του Εθνικού Συστήματος Υποδοχής και των 33 δομών που περιλαμβάνει ανά την Ελλάδα, η ανωτέρω ερώτηση είναι ξεκάθαρα ρητορική. Επιπλέον, είναι εύλογο να διερωτηθεί κανείς τι γίνεται με τις λοιπές παρεχόμενες υπηρεσίες σίτισης, ιατρικής φροντίδας, καθαριότητας και ασφάλειας; Τα χρήματα που λαμβάνονται από ΕΕ για την κάλυψη των αναγκών αυτών αφορούν συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα (75-25%) που σημαίνει ότι μέρος του εθνικού προϋπολογισμού με αυξητική τάση αφιερώνεται στο μεταναστευτικό και μιλάμε πλέον για ποσά που «ζαλίζουν».

Επιπρόσθετα, όλοι όσοι απλά προβάλουν ως πανάκεια τη γρήγορη καταγραφή και εξέταση των αιτημάτων των αθρόα νεοαφιχθέντων, λες και πρόκειται για μια απλή διοικητική διαδικασία έχουν άραγε αναρωτηθεί τι απαιτείται στην πράξη; Πόσο προσωπικό χρειάζεται για να ταυτοποιηθούν, να καταγραφούν και να προχωρήσουν οι αιτήσεις ασύλου κατά τρόπο σύννομο και σε πόσο χρόνο μπορεί να τελεσιδικήσει μία αίτηση όταν τα ένδικα μέσα που υπαγορεύονται κυρίως από ευρωπαϊκές οδηγίες είναι τόσα πολλά που δίνουν την αίσθηση ότι όποιος μπει στη χώρα θα παραμείνει σε αυτή ανεξάρτητα της βούλησης των εθνικών κυβερνήσεων; Αυτά τα ερωτήματα δεν είναι απλώς τεχνοκρατικά. Αφορούν την ουσία της εθνικής κυριαρχίας, της κοινωνικής συνοχής και της βιωσιμότητας του κράτους δικαίου. Είναι ερωτήματα που αναδεικνύουν ότι όλα τα πράγματα έχουν μια αρχή μέση και τέλος με εξαίρεση την παράνομη μετανάστευση στην Ευρώπη που ουδείς τολμάει να προσεγγίσει από τη σκοπιά του πραγματισμού.

Στο ζήτημα των επιστροφών η εικόνα γίνεται ακόμη πιο σύνθετη και οι αντιφάσεις ορισμένων θέσεων αποκαλύπτονται. Από τη μία κάποιοι δηλώνουν ότι επιθυμούν τις επιστροφές όσων δεν χρήζουν προστασίας αλλά από την άλλη πλευρά δεν επιθυμούν την κατάργηση των μεταγενέστερων καταχρηστικών αιτημάτων ασύλου, δηλαδή την παρελκυστική εκ νέου υποβολή αιτήματος προκειμένου να καθυστερήσει ή ακυρωθεί η εκτέλεση της απόφασης επιστροφής τους. Ναι μεν επί της αρχής είναι υπέρ των απελάσεων αλλά δεν επιθυμούν τις επιστροφές σε ασφαλείς τρίτες χώρες ή σε χώρες προηγούμενης συνήθους διαμονής γεγονός που εκ των πραγμάτων οδηγεί σε αδιέξοδο αφού η επιστροφή σε χώρες όπως το Αφγανιστάν είναι ανέφικτη ελλείψει διπλωματικών σχέσεων με το καθεστώς το Ταλιμπάν. Συμφωνούν θεωρητικά με τις επιστροφές αρκεί, όμως, ο επιστρεφόμενος να μην τίθεται σε διοικητική κράτηση μέχρι την αναχώρησή του αλλά να του δίνεται το προνόμιο της διακριτικής ευχέρειας να παρουσιαστεί με δική του πρωτοβουλία ή να αποχωρήσει ο ίδιος με ιδία μέσα στο πλαίσιο μιας «συμφωνίας κυρίων».

Τελευταία αλλά όχι έσχατη, είναι η νέα «ρηξικέλευθη» θέση σύνδεσης και κάλυψης των κενών στις αγορές εργασίας του δυτικού κόσμου με τη μαζική ανεξέλεγκτη παράνομη μετανάστευση. Σαν να πρόκειται για παιχνίδι μουσικών καρεκλών, θεωρείται ότι τα κενά εξειδικευμένης εργασίας δύναται να καλυφθούν ως δια μαγείας από ένα απρόσωπο, ανειδίκευτο πλήθος που συρρέει ως ένα βαθμό με κίνητρα εντελώς διαφορετικά από αυτά της εργασίας.

Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία των Γερμανικών Αρχών το 40% των Σύρων που εγκαταστάθηκαν την τελευταία δεκαετία στη Γερμανία συνεχίζει να είναι άνεργο και περίπου το 55% των Αφγανών συνεχίζει να απολαμβάνει την επιδοματική πολιτική του κράτους δίχως να έχει εργαστεί ή απλά έχοντας απασχοληθεί προσωρινά, αναδεικνύοντας το πόσο απαιτητικό και πολυπαραγοντικό είναι το εγχείρημα της ομαλής και παραγωγικής ένταξης μαζικών πληθυσμών σε κοινωνίες υποδοχής που απέχουν παρασάγγας πολιτισμικά και αξιακά από τις κοινωνίες προέλευσης. Τα μοντέλα ενσωμάτωσης απέτυχαν πανευρωπαϊκά και κατέρρευσαν παταγωδώς όχι γιατί στερούνταν ηθικής βάσης και επαρκούς σχεδιασμού αλλά γιατί επιχείρησαν να διαχειριστούν ένα παγκόσμιο ζήτημα βασιζόμενα αποκλειστικά στην περιορισμένη δυτική οπτική και θεώρηση των πραγμάτων.

Εν κατακλείδι, η ευρωπαϊκή και ελληνική δημόσια συζήτηση για το μεταναστευτικό κυριαρχείται, από έναν μονοδιάστατο ανθρωπιστικό λόγο. Πολλοί αναλυτές εστιάζουν – ορθά – στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων, αλλά αποφεύγουν την ίδια στιγμή να αντικρίσουν τις συνέπειες και τα αδιέξοδα ανεφάρμοστων πολιτικών. Η νομική δέσμευση, επομένως, είναι υπαρκτή αλλά τείνει να γίνει άνιση όταν η ρητορική και η θεωρητική ευθύνη για τα ανθρώπινα δικαιώματα παραβλέπουν πλήρως την κρατική και επιχειρησιακή επάρκεια. Η συνεχής επίκληση των διεθνών συμβάσεων χωρίς αντίστοιχες εφαρμοστικές προτάσεις δεν συνιστά στρατηγική και η Ελλάδα είναι ξεκάθαρο ότι δεν μπορεί να διαχειριστεί το μεταναστευτικό αποκλειστικά με όρους ιδεολογίας ή νομικής θεωρίας. Πρέπει να μιλήσει για το ανέφικτο, για να αρχίσει να σχεδιάζει το εφικτό. Οτιδήποτε λιγότερο αποτελεί είτε αυταπάτη, είτε συνειδητή αδράνεια.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
δειτε ολες τις ειδησεις

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Δείτε Επίσης