Η ιστορική ευκαιρία της κυβέρνησης Μητσοτάκη
Αν ισχύει ότι οι νέες κυβερνήσεις δημιουργούν πάντα στην αρχή προσδοκίες στην κοινή γνώμη για τον τρόπο που θα πολιτευτούν σε μεγαλύτερα ή μικρότερα θέματα, για την επανεκλεγείσα κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη αυτό ισχύει με τρόπο που είχαμε να δούμε αρκετές δεκαετίες τώρα στην περίοδο της μεταπολίτευσης
Είναι προφανές ότι οι υψηλές αυτές προσδοκίες προκύπτουν ως λογικό αποτέλεσμα της θριαμβευτικής νίκης της ΝΔ στις εκλογές της περασμένης Κυριακής που συνοδεύτηκε από την κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος αν και παραμένει στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, έχει να διαχειριστεί τόσο τεράστια εσωτερικά ζητήματα ανασυγκρότησης και ηγεσίας ώστε είναι άγνωστο πόσο αποτελεσματικά θα μπορεί να υπηρετήσει εφεξής τον θεσμικό του ρόλο.
Έτσι κι αλλιώς, αν δούμε την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση σε επίπεδο κομμάτων, είναι σαφές ότι έχει προκύψει μια μεγάλη και πρωτοφανής ανισορροπία που σπάνια συναντάμε στην ελληνική πολιτική ιστορία τόσο του 20ού όσο και του 21ου αιώνα. Από την μία πλευρά, έχουμε ένα απόλυτα κυρίαρχο κόμμα, όπως η ΝΔ, με ένα εντυπωσιακό και σταθερά πάνω από 40% εκλογικό ποσοστό, καθώς κι έναν πρωθυπουργό, όπως ο Κ. Μητσοτάκης, που τυγχάνει επίσης εντυπωσιακής και σταθερής δημοτικότητας μια επταετία τώρα, από τότε δηλαδή που εξελέγη στην αρχηγία του κόμματός του αλλά και σε όλη την κυβερνητική του θητεία.
Και από την άλλη, έχουμε επτά κόμματα μεσαίου και μικρού μεγέθους, κανένα από τα οποία δεν διαθέτει αυτή τη στιγμή ούτε την δυναμική, ούτε την στιβαρή ηγεσία, ούτε γενικώς τις αντικειμενικές προϋποθέσεις να αμφισβητήσει την πολιτική ηγεμονία του κυβερνητικού κόμματος. Ο μεν ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε μια δύσκολα ανατρέψιμη καθοδική τάση που έχει χαρακτηριστικά κατάρρευσης. Το πιο πιθανό είναι δηλαδή να βρεθεί ακόμη πιο χαμηλά παρά πιο ψηλά.
Το δε ΠΑΣΟΚ, ενώ κατέγραψε κάποια κέρδη και στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις, σημειώνοντας μια ανοδική δυναμική, δεν φάνηκε ωστόσο να αξιοποιεί υπέρ του την μεγάλη πτώση του ΣΥΡΙΖΑ, παρά την θεωρητική άποψη ότι τα δύο αυτά κόμματα είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Αυτό δεν επιβεβαιώνεται στην πράξη και θα πρέπει να υποχρεώσει το ΠΑΣΟΚ να αναθεωρήσει τη στρατηγική του αναφορικά με την προσέλευση νέων ψηφοφόρων, αντί να εστιάζει στους απογοητευμένους του Αλέξη Τσίπρα.
Επίσης, το ΠΑΣΟΚ καταγράφει χαμηλή απήχηση στα μεγάλα αστικά κέντρα, ενώ είναι ισχυρότερο μόνο σε κάποιες περιφέρειες που ήταν παλιά παραδοσιακά κάστρα του (πχ Κρήτη ή Δωδεκάννησα). Χωρίς ωστόσο να καταφέρει να ενισχυθεί στην Αττική ή στην Θεσσαλονίκη, δύσκολα θα μπορέσει να διεκδικήσει στο μέλλον πρωταγωνιστική θέση.
Από εκεί και μετά, προσπερνώντας το ΚΚΕ, το οποίο διατηρεί για τον εαυτό του πάντα μια σταθερή θέση, ταυτόχρονα εντός-εκτός του πολιτικού συστήματος, τα υπόλοιπα 4 κόμματα είναι μικροί πολιτικοί σχηματισμοί διαμαρτυρίας, ορισμένοι εκ των οποίων μάλιστα εντελώς καινούργιοι ως παίκτες στο πολιτικό σύστημα.
Ψεκασμένοι, θρησκόληπτοι και φωνασκούντες, χωρίς ειδικό βάρος
Επειδή από το βράδυ της περασμένης Κυριακής και μετά, εξαιτίας της εισόδου αυτών των μικρών κομμάτων στο κοινοβούλιο που αθροίζουν περίπου 16%, γίνεται μια μεγάλη συζήτηση για μια υποτιθέμενη “ακροδεξιά στροφή” της κοινωνίας, που πρέπει να μας προβληματίζει και να μας φοβίζει, πρέπει να ειπωθεί ότι τα πράγματα είναι πιο σύνθετα. Τα κόμματα αυτά, που με βάση τον παραδοσιακό άξονα Δεξιάς – Αριστεράς εντάσσονται τόσο στην ακροδεξιά όσο και στην ακροαριστερά, είναι στην ουσία όλα τους νατιβιστικά κόμματα τα οποία προέρχονται από μια παλιά εθνολαϊκιστική κουλτούρα. Μια κουλτούρα που χαρακτήριζε κάποτε οριζόντια όλα τα μεγάλα κόμματα της μεταπολίτευσης και που υποστήριζε το γνωστό “η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες”, με ολίγη προσθήκη ελληνορθόδοξης πίστης και αρκετό αντιευρωπαϊσμό.
Εκείνο που άλλαζε ήταν η δοσολογία ανάλογα με το κόμμα και τις ιδιαίτερες πολιτικές ταυτότητες που εξέφραζε. Το αντιμνημονιακό μέτωπο της περασμένης δεκαετίας, που στηριζόταν ακριβώς στην ανίερη συμμαχία ενός αριστεροδέξιου συνασπισμού αγανακτισμένων, είναι γεγονός ότι ενίσχυσε τις εθνολαϊκιστικές αυτές τάσεις, με βάση την τότε κυρίαρχη άποψη ότι για την κρίση έφταιγαν οι κακόβουλοι “ξένοι” που λειτουργούσαν με “νεοαποικιακούς όρους” στην χώρα, επιδιώκοντας δήθεν να διαλύσουν τόσο την οικονομία της όσο και την πολιτισμική της ιδιαιτερότητα. Ένα από τα πιο επικίνδυνα τέρατα που γέννησε εκείνη η συγκυρία ήταν εκείνο του νεοναζιστικού μορφώματος της Χρυσής Αυγής, το οποίο βασιζόταν σε έναν βίαιο ακτιβισμό και σε έναν λόγο μίσους για τους μετανάστες αλλά και για το εγχώριο “σύστημα”.
Παρότι ωστόσο μια τέτοια αντιμεταναστευτική, θρησκόληπτη, ρωσόφιλη και εχθροπαθής κουλτούρα συνεχίζει να θέλγει μέρος της κοινωνίας, όπως φάνηκε στις εκλογές της 25ης Ιουνίου, οι συνθήκες έχουν μεταβληθεί άρδην από την περίοδο των Αγανακτισμένων και του διχασμού. Οι “Σπαρτιάτες” που θεωρούνται απλώς η προβειά του Κασιδιάρη, μοιάζουν να απέχουν πολύ από τους νεοναζιστές του Μιχαλολιάκου. Δεν πρόκειται για ένα κόμμα – μιλίτσια όπως ήταν η Χ.Α. που τρομοκρατούσε παρελαύνοντας στους δρόμους με τα στιλάρια της, ενώ και ο σκιώδης “αρχηγός” της δεν παύει να βρίσκεται στην φυλακή.
Ο δε επίσημος επικεφαλής των Σπαρτιατών που υπήρξε για πολλά χρόνια ένας άγνωστος πολιτευτής έχοντας περάσει, χωρίς να προσφέρει τίποτε αξιομνημόνευτο, από όλα τα διαμερίσματα της δεξιάς πολυκατοικίας, δεν έχει δώσει δείγματα πολιτικού που έχει το ειδικό βάρος να απειλήσει τη Δημοκρατία μας. Για να το πούμε απλά, ο λόγος του κόμματος θα παραμείνει προφανώς επιθετικός, αντιμεταναστευτικός, ενίοτε τοξικός και χυδαίος αλλά χωρίς να μπορεί να απειλήσει τίποτε ουσιαστικά.
Ακόμη πειρσσότερο ισχύει αυτό και για τα άλλα τρία μικρά κόμματα που θα εκπροσωπούνται στο κοινοβουλευτικό ημικύκλιο. Φιλοπουτινικοί που πουλάνε “ορθοδοξία, ψεκασμένοι που πουλάνε “επιστολές” του Ιησού και πρώην αντιμνημονιακοί που πουλάνε αντισυστημισμό συνθέτουν ένα μικρό πάνθεον αντιφιλελεύθερων νατιβιστών που μπορεί μεν να κολακεύουν τα ένστικτα μιας μερίδας της βαθιάς “ανυπότακτης” Ελλάδας αλλά αδυνατούν να σταθούν εμπόδιο στην αλλαγή της μεγάλης εικόνας που συντελείται αυτή τη στιγμή στην χώρα.
Έτσι κι αλλιώς, αν δούμε την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση σε επίπεδο κομμάτων, είναι σαφές ότι έχει προκύψει μια μεγάλη και πρωτοφανής ανισορροπία που σπάνια συναντάμε στην ελληνική πολιτική ιστορία τόσο του 20ού όσο και του 21ου αιώνα. Από την μία πλευρά, έχουμε ένα απόλυτα κυρίαρχο κόμμα, όπως η ΝΔ, με ένα εντυπωσιακό και σταθερά πάνω από 40% εκλογικό ποσοστό, καθώς κι έναν πρωθυπουργό, όπως ο Κ. Μητσοτάκης, που τυγχάνει επίσης εντυπωσιακής και σταθερής δημοτικότητας μια επταετία τώρα, από τότε δηλαδή που εξελέγη στην αρχηγία του κόμματός του αλλά και σε όλη την κυβερνητική του θητεία.
Και από την άλλη, έχουμε επτά κόμματα μεσαίου και μικρού μεγέθους, κανένα από τα οποία δεν διαθέτει αυτή τη στιγμή ούτε την δυναμική, ούτε την στιβαρή ηγεσία, ούτε γενικώς τις αντικειμενικές προϋποθέσεις να αμφισβητήσει την πολιτική ηγεμονία του κυβερνητικού κόμματος. Ο μεν ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε μια δύσκολα ανατρέψιμη καθοδική τάση που έχει χαρακτηριστικά κατάρρευσης. Το πιο πιθανό είναι δηλαδή να βρεθεί ακόμη πιο χαμηλά παρά πιο ψηλά.
Το δε ΠΑΣΟΚ, ενώ κατέγραψε κάποια κέρδη και στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις, σημειώνοντας μια ανοδική δυναμική, δεν φάνηκε ωστόσο να αξιοποιεί υπέρ του την μεγάλη πτώση του ΣΥΡΙΖΑ, παρά την θεωρητική άποψη ότι τα δύο αυτά κόμματα είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Αυτό δεν επιβεβαιώνεται στην πράξη και θα πρέπει να υποχρεώσει το ΠΑΣΟΚ να αναθεωρήσει τη στρατηγική του αναφορικά με την προσέλευση νέων ψηφοφόρων, αντί να εστιάζει στους απογοητευμένους του Αλέξη Τσίπρα.
Επίσης, το ΠΑΣΟΚ καταγράφει χαμηλή απήχηση στα μεγάλα αστικά κέντρα, ενώ είναι ισχυρότερο μόνο σε κάποιες περιφέρειες που ήταν παλιά παραδοσιακά κάστρα του (πχ Κρήτη ή Δωδεκάννησα). Χωρίς ωστόσο να καταφέρει να ενισχυθεί στην Αττική ή στην Θεσσαλονίκη, δύσκολα θα μπορέσει να διεκδικήσει στο μέλλον πρωταγωνιστική θέση.
Από εκεί και μετά, προσπερνώντας το ΚΚΕ, το οποίο διατηρεί για τον εαυτό του πάντα μια σταθερή θέση, ταυτόχρονα εντός-εκτός του πολιτικού συστήματος, τα υπόλοιπα 4 κόμματα είναι μικροί πολιτικοί σχηματισμοί διαμαρτυρίας, ορισμένοι εκ των οποίων μάλιστα εντελώς καινούργιοι ως παίκτες στο πολιτικό σύστημα.
Ψεκασμένοι, θρησκόληπτοι και φωνασκούντες, χωρίς ειδικό βάρος
Επειδή από το βράδυ της περασμένης Κυριακής και μετά, εξαιτίας της εισόδου αυτών των μικρών κομμάτων στο κοινοβούλιο που αθροίζουν περίπου 16%, γίνεται μια μεγάλη συζήτηση για μια υποτιθέμενη “ακροδεξιά στροφή” της κοινωνίας, που πρέπει να μας προβληματίζει και να μας φοβίζει, πρέπει να ειπωθεί ότι τα πράγματα είναι πιο σύνθετα. Τα κόμματα αυτά, που με βάση τον παραδοσιακό άξονα Δεξιάς – Αριστεράς εντάσσονται τόσο στην ακροδεξιά όσο και στην ακροαριστερά, είναι στην ουσία όλα τους νατιβιστικά κόμματα τα οποία προέρχονται από μια παλιά εθνολαϊκιστική κουλτούρα. Μια κουλτούρα που χαρακτήριζε κάποτε οριζόντια όλα τα μεγάλα κόμματα της μεταπολίτευσης και που υποστήριζε το γνωστό “η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες”, με ολίγη προσθήκη ελληνορθόδοξης πίστης και αρκετό αντιευρωπαϊσμό.
Εκείνο που άλλαζε ήταν η δοσολογία ανάλογα με το κόμμα και τις ιδιαίτερες πολιτικές ταυτότητες που εξέφραζε. Το αντιμνημονιακό μέτωπο της περασμένης δεκαετίας, που στηριζόταν ακριβώς στην ανίερη συμμαχία ενός αριστεροδέξιου συνασπισμού αγανακτισμένων, είναι γεγονός ότι ενίσχυσε τις εθνολαϊκιστικές αυτές τάσεις, με βάση την τότε κυρίαρχη άποψη ότι για την κρίση έφταιγαν οι κακόβουλοι “ξένοι” που λειτουργούσαν με “νεοαποικιακούς όρους” στην χώρα, επιδιώκοντας δήθεν να διαλύσουν τόσο την οικονομία της όσο και την πολιτισμική της ιδιαιτερότητα. Ένα από τα πιο επικίνδυνα τέρατα που γέννησε εκείνη η συγκυρία ήταν εκείνο του νεοναζιστικού μορφώματος της Χρυσής Αυγής, το οποίο βασιζόταν σε έναν βίαιο ακτιβισμό και σε έναν λόγο μίσους για τους μετανάστες αλλά και για το εγχώριο “σύστημα”.
Παρότι ωστόσο μια τέτοια αντιμεταναστευτική, θρησκόληπτη, ρωσόφιλη και εχθροπαθής κουλτούρα συνεχίζει να θέλγει μέρος της κοινωνίας, όπως φάνηκε στις εκλογές της 25ης Ιουνίου, οι συνθήκες έχουν μεταβληθεί άρδην από την περίοδο των Αγανακτισμένων και του διχασμού. Οι “Σπαρτιάτες” που θεωρούνται απλώς η προβειά του Κασιδιάρη, μοιάζουν να απέχουν πολύ από τους νεοναζιστές του Μιχαλολιάκου. Δεν πρόκειται για ένα κόμμα – μιλίτσια όπως ήταν η Χ.Α. που τρομοκρατούσε παρελαύνοντας στους δρόμους με τα στιλάρια της, ενώ και ο σκιώδης “αρχηγός” της δεν παύει να βρίσκεται στην φυλακή.
Ο δε επίσημος επικεφαλής των Σπαρτιατών που υπήρξε για πολλά χρόνια ένας άγνωστος πολιτευτής έχοντας περάσει, χωρίς να προσφέρει τίποτε αξιομνημόνευτο, από όλα τα διαμερίσματα της δεξιάς πολυκατοικίας, δεν έχει δώσει δείγματα πολιτικού που έχει το ειδικό βάρος να απειλήσει τη Δημοκρατία μας. Για να το πούμε απλά, ο λόγος του κόμματος θα παραμείνει προφανώς επιθετικός, αντιμεταναστευτικός, ενίοτε τοξικός και χυδαίος αλλά χωρίς να μπορεί να απειλήσει τίποτε ουσιαστικά.
Ακόμη πειρσσότερο ισχύει αυτό και για τα άλλα τρία μικρά κόμματα που θα εκπροσωπούνται στο κοινοβουλευτικό ημικύκλιο. Φιλοπουτινικοί που πουλάνε “ορθοδοξία, ψεκασμένοι που πουλάνε “επιστολές” του Ιησού και πρώην αντιμνημονιακοί που πουλάνε αντισυστημισμό συνθέτουν ένα μικρό πάνθεον αντιφιλελεύθερων νατιβιστών που μπορεί μεν να κολακεύουν τα ένστικτα μιας μερίδας της βαθιάς “ανυπότακτης” Ελλάδας αλλά αδυνατούν να σταθούν εμπόδιο στην αλλαγή της μεγάλης εικόνας που συντελείται αυτή τη στιγμή στην χώρα.
Είναι και αυτή μια υπαρκτή Ελλάδα που νομοτελειακά κάπου θα εκφραστεί, και η στροφή του κυβερνώντος κόμματος στο Κέντρο ήταν που προσέφερε το έδαφος αυτό στα δεξιά του για να αναπτυχθεί. Αλλά αυτό αποτελεί ταυτόχρονα ευχής έργον για έναν φιλελεύθερο σαν τον Κ. Μητσοτάκη που ποτέ δεν διατηρούσε προνομιακή επαφή με αυτόν τον κόσμο. Πρόκειται, σε κάθε περίπτωση, για πολύ μικρά και κατακερματισμένα μεγέθη για να θέσουν σε κίνδυνο το στοίχημα μιας εκσυγχρονισμένης, αναπτυγμένης και σταθερής Ελλάδας.
Μια ομάδα που έχει όλες τις προϋποθέσεις να πετύχει
Με τα σημερινά δεδομένα και την ηγεμονεύουσα θέση τους στο σύστημα, η πρόκληση αυτή βρίσκεται αποκλειστικά στα χέρια του πρωθυπουργού και της κυβερνητικής ομάδας που συγκρότησε από χθες. Όχι μόνο δεν έχουν αντιπάλους ικανούς να τους αμφισβητήσουν αλλά διαθέτουν όσα υλικά χρειάζεται για να οικοδομήσουν το όραμά τους για την Ελλάδα του 2030: επεξεργασμένο πρόγραμμα, τεράστιους υλικούς πόρους από το Ταμείο Ανάπτυξης και το ΕΣΠΑ, εμπειρία και τεχνογνωσία, εξαιρετικά στελέχη ιδίως σε κάποια πόστα, και πάνω από όλα μια διαταξική και διαγενεακή συναίνεση, και μια κοινωνική συμμαχία που έχει επενδύσει πολλά σε εκείνους ως πρόσωπα, τρέφοντας μεγάλες προσδοκίες για βαθιές αλλαγές.
Αντί, συνεπώς, να βλέπουμε παντού κινδύνους, έχει μεγαλύτερη σημασία να δούμε αυτή τη στιγμή τις ευκαιρίες για την χώρα. Και παρά τον λόγο του μιζεραμπιλισμού που μερικές φορές επικρατεί στον μηντιακό χώρο ή και σε μια μονίμως κινδυνολογούσα διανόηση, η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική. Οι δυνάμεις του εκσυγχρονισμού και του πολιτικού φιλελευθερισμού είναι για πρώτη φορά τόσο πλειοψηφικές και ηγεμονικές στη μεταπολίτευση, ενώ οι δυνάμεις της συντήρησης και του αντιευρωπαϊσμού για πρώτη φόρα τόσο κατακερματισμένες και με τόσο σπιθαμιαίες ηγεσίες.
Δεν είναι από τις ιστορικές ευκαιρίες που προκύπτουν συχνά στην πορεία μιας χώρας, παρά την ασταθή διεθνή συγκυρία και τις εξωγενείς κρίσεις που είναι σίγουρο ότι δεν θα σταματήσουν να μας ταλαιπωρούν. Γι' αυτό και η βασική έγνοια μας ως κοινωνία των πολιτών πρέπει να είναι ο κριτικός λόγος στην κατεύθυνση της αλλαγής και όχι της κινδυνολογίας ή της μιζέριας. Αυτό ανήκει σε μια δεκαετία που πλέον ηττήθηκε και πρέπει να την αφήσουμε και ψυχικά πίσω μας για να μπορούμε να δούμε καθαρότερα το παρόν και το μέλλον.
*Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος είναι Καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και Αντιπρόεδρος του Παρατηρητηρίου για τη Διδασκαλία της Ιστορίας στο Συμβούλιο της Ευρώπης
Μια ομάδα που έχει όλες τις προϋποθέσεις να πετύχει
Με τα σημερινά δεδομένα και την ηγεμονεύουσα θέση τους στο σύστημα, η πρόκληση αυτή βρίσκεται αποκλειστικά στα χέρια του πρωθυπουργού και της κυβερνητικής ομάδας που συγκρότησε από χθες. Όχι μόνο δεν έχουν αντιπάλους ικανούς να τους αμφισβητήσουν αλλά διαθέτουν όσα υλικά χρειάζεται για να οικοδομήσουν το όραμά τους για την Ελλάδα του 2030: επεξεργασμένο πρόγραμμα, τεράστιους υλικούς πόρους από το Ταμείο Ανάπτυξης και το ΕΣΠΑ, εμπειρία και τεχνογνωσία, εξαιρετικά στελέχη ιδίως σε κάποια πόστα, και πάνω από όλα μια διαταξική και διαγενεακή συναίνεση, και μια κοινωνική συμμαχία που έχει επενδύσει πολλά σε εκείνους ως πρόσωπα, τρέφοντας μεγάλες προσδοκίες για βαθιές αλλαγές.
Αντί, συνεπώς, να βλέπουμε παντού κινδύνους, έχει μεγαλύτερη σημασία να δούμε αυτή τη στιγμή τις ευκαιρίες για την χώρα. Και παρά τον λόγο του μιζεραμπιλισμού που μερικές φορές επικρατεί στον μηντιακό χώρο ή και σε μια μονίμως κινδυνολογούσα διανόηση, η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική. Οι δυνάμεις του εκσυγχρονισμού και του πολιτικού φιλελευθερισμού είναι για πρώτη φορά τόσο πλειοψηφικές και ηγεμονικές στη μεταπολίτευση, ενώ οι δυνάμεις της συντήρησης και του αντιευρωπαϊσμού για πρώτη φόρα τόσο κατακερματισμένες και με τόσο σπιθαμιαίες ηγεσίες.
Δεν είναι από τις ιστορικές ευκαιρίες που προκύπτουν συχνά στην πορεία μιας χώρας, παρά την ασταθή διεθνή συγκυρία και τις εξωγενείς κρίσεις που είναι σίγουρο ότι δεν θα σταματήσουν να μας ταλαιπωρούν. Γι' αυτό και η βασική έγνοια μας ως κοινωνία των πολιτών πρέπει να είναι ο κριτικός λόγος στην κατεύθυνση της αλλαγής και όχι της κινδυνολογίας ή της μιζέριας. Αυτό ανήκει σε μια δεκαετία που πλέον ηττήθηκε και πρέπει να την αφήσουμε και ψυχικά πίσω μας για να μπορούμε να δούμε καθαρότερα το παρόν και το μέλλον.
*Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος είναι Καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και Αντιπρόεδρος του Παρατηρητηρίου για τη Διδασκαλία της Ιστορίας στο Συμβούλιο της Ευρώπης
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα