Ο
Ντόναλντ Τραμπ δεν είναι και ο καλύτερος «φίλος» ή «σύμμαχος» των χωρών νότια της δικής του. Πολλοί θα πουν πως δεν είναι ούτε και αυτής στα βόρεια αλλά είναι διαφορετικοί οι λόγοι που οι σχέσεις ΗΠΑ – Καναδά έχουν «διαταραχθεί» ή ψυχρανθεί. Εσχάτως ο Πρόεδρος των ΗΠΑ μετά το Μεξικό έχει βάλει στο στόχαστρό του και την
Βραζιλία. Ο Αμερικανός Πρόεδρος δηλώνει μάλιστα πως από την Παρασκευή οι
δασμοί των ΗΠΑ προς την μεγαλύτερη χώρα της Λατινικής Αμερικής μπορεί να είναι έως και 50% σε συγκεκριμένα προϊόντα κι θέτει ως όρο για να υπάρξει η οποιαδήποτε διμερής διαπραγμάτευση ένα ζήτημα αμιγώς πολιτικό και όχι μία από τις γνωστές εμπορικές «αδικίες» που έχει επικαλεστεί με όλο τον υπόλοιπο πλανήτη…
Βραζιλία μία προνομιακή για τις ΗΠΑ αγορά
Σε αντίθεση με τις 21 άλλες χώρες που έλαβαν επιστολές από τον
Τραμπ στις αρχές Ιουλίου,
οι Ηνωμένες Πολιτείες κατέγραψαν πλεόνασμα 6,8 δισεκατομμυρίων δολαρίων στο εμπορικό ισοζύγιο με τη Βραζιλία το περασμένο έτος — γεγονός που σημαίνει ότι οι εξαγωγές αμερικανικών προϊόντων προς τη Βραζιλία ξεπέρασαν τις εισαγωγές από αυτή. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας των ΗΠΑ, τα κυριότερα προϊόντα που εξήγαγε η Ουάσιγκτον προς τη Νότια Αμερική ήταν αεροσκάφη και διαστημικά οχήματα, καύσιμα, βιομηχανικός εξοπλισμός όπως πυρηνικοί αντιδραστήρες και ηλεκτρικός εξοπλισμός. Ένας ενδεχόμενος βραζιλιάνικος δασμός ύψους 50% στα αμερικανικά αγαθά θα μπορούσε να πλήξει σοβαρά αυτούς τους τομείς. Η Βραζιλία από την πλευρά της
εμφανίζει το 2024 εξαγωγές προς τις ΗΠΑ που ξεπερνούν τα 40 δισεκατομμύρια δολάρια με σημαντικότερο κομμάτι του συγκεκριμένου ισοζυγίου να είναι το αργό πετρέλαιο από τις εξαγωγές του οποίου στα βραζιλιάνικα ταμεία μπήκαν 5,8 δισεκατομμύρια δολάρια.
Το αφήγημα Μπολσονάρο
Ο Αμερικανός Πρόεδρος – λάτρης αυτού του τύπου των αναλύσεων – γνωρίζει σαφώς πως με την Βραζιλία το αφήγημα δεν μπορεί να είναι το ήδη ευρέως χρησιμοποιημένο «μας εκμεταλλεύονται» και προτάσσει ένα αμιγώς εσωτερικό ζήτημα της χώρας της λατινικής Αμερικής, την δίκη που αντιμετωπίζει για υποκίνηση πραξικοπήματος ο πρώην Πρόεδρος και στενός του φίλος Ζαίρ Μπολσονάρο.
Οι σχέσεις μεταξύ του Ντόναλντ Τραμπ και του Ζαΐρ Μπολσονάρο υπήρξαν ιδιαίτερα θερμές και ασυνήθιστα προσωπικές για δύο ηγέτες κρατών, ενσαρκώνοντας έναν ιδιότυπο άξονα δεξιόστροφου λαϊκισμού στην παγκόσμια πολιτική σκηνή.
Κατά τη διάρκεια της προεδρίας τους, Τραμπ και Μπολσονάρο εξέφρασαν ανοιχτά τον θαυμασμό τους ο ένας για τον άλλον. Ο Βραζιλιάνος πρόεδρος αυτοπροσδιορίστηκε ως
«ο Τραμπ των τροπικών» και ευθυγραμμίστηκε πλήρως με τις αμερικανικές πολιτικές σε ζητήματα όπως η εξωτερική πολιτική, το περιβάλλον και η αντιμετώπιση της Κίνας. Οι δύο άνδρες υποστήριξαν ανοιχτά τη μείωση ρυθμιστικών περιορισμών, τη στροφή προς τον εθνικισμό και την επιθετική ρητορική κατά των πολιτικών τους αντιπάλων και των θεσμών.
Στο εμπόριο, η συνεργασία ήταν φαινομενικά αρμονική, ωστόσο οι ΗΠΑ, υπό τον Τραμπ, δεν δίστασαν να επιβάλουν δασμούς και στη Βραζιλία, παρά τη φιλική πολιτική σχέση. Αυτό ανέδειξε τα όρια της προσωπικής διπλωματίας, όταν έρχονται στο προσκήνιο τα σκληρά οικονομικά συμφέροντα.
Η σχέση των δύο ηγετών ενισχύθηκε και από τις κοινές θέσεις τους σε θέματα όπως η άρνηση της κλιματικής αλλαγής, η αντιμετώπιση της πανδημίας με σκεπτικισμό προς την επιστημονική κοινότητα και η υπονόμευση της αξιοπιστίας των εκλογικών διαδικασιών. Μετά την αποχώρηση του Τραμπ από τον Λευκό Οίκο, ο Μπολσονάρο αρνήθηκε να συγχαρεί τον Τζο Μπάιντεν για τη νίκη του, ενώ καλλιέργησε παρόμοια ρητορική αμφισβήτησης της νομιμότητας των εκλογών και στη Βραζιλία.
Συνολικά, οι σχέσεις Τραμπ–Μπολσονάρο υπήρξαν χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς η ιδεολογική συγγένεια και η προσωποπαγής πολιτική μπορούν να παρακάμψουν, προσωρινά, τους παραδοσιακούς διπλωματικούς κανόνες — χωρίς όμως να εξασφαλίζουν μακροπρόθεσμη στρατηγική σταθερότητα.
Ο σκληροτράχηλος Λούλα και η Κίνα
Ο Πρόεδρος της Βραζιλίας έχει υπάρξει και ο ίδιος στο επίκεντρο δικαστικών ερευνών και μάλιστα καταδικάστηκε. Οι δικαστικές περιπέτειες του Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα, αποτελούν μάλιστα μία από τις πιο δραματικές πολιτικοδικαστικές υποθέσεις των τελευταίων δεκαετιών στη χώρα.
Το 2017, ο Λούλα καταδικάστηκε για διαφθορά και ξέπλυμα χρήματος στο πλαίσιο του σκανδάλου Lava Jato (Πλυντήριο Αυτοκινήτων), που
αποκάλυψε ένα εκτεταμένο δίκτυο διαφθοράς μεταξύ κρατικών εταιρειών, εργολάβων και πολιτικών. Η κατηγορία αφορούσε κυρίως την ανακαίνιση ενός παραθαλάσσιου διαμερίσματος, που —σύμφωνα με την εισαγγελία— του προσφέρθηκε από κατασκευαστική εταιρεία ως αντάλλαγμα για ευνοϊκές συμβάσεις με την κρατική πετρελαϊκή Petrobras.
Η ποινή του, αρχικά εννέα χρόνια, επεκτάθηκε αργότερα σε πάνω από δώδεκα, με αποτέλεσμα
ο Λούλα να φυλακιστεί το 2018. Αυτό του στέρησε τη δυνατότητα να θέσει υποψηφιότητα στις προεδρικές εκλογές της ίδιας χρονιάς, τις οποίες κέρδισε ο Ζαΐρ Μπολσονάρο. Ωστόσο, η υπόθεση πήρε νέα τροπή το 2021, όταν το Ανώτατο Δικαστήριο της Βραζιλίας έκρινε ότι το δικαστήριο που τον καταδίκασε δεν είχε δικαιοδοσία για να εξετάσει την υπόθεση, ακυρώνοντας τις καταδίκες.
Επιπλέον,
αποκαλύφθηκαν στοιχεία για έλλειψη αμεροληψίας του δικαστή Σέρζιο Μόρο, ο οποίος είχε αναλάβει κεντρικό ρόλο στη δίωξη του Λούλα και στη συνέχεια έγινε μάλιστα υπουργός Δικαιοσύνης στην κυβέρνηση Μπολσονάρο, ενισχύοντας τις υπόνοιες για πολιτικά κίνητρα πίσω από τη δίωξη.