Κύπρος: Αθώωσαν τον αστυνομικό, «παραίτησαν» τις διευθύντριες των φυλακών
Κύπρος: Αθώωσαν τον αστυνομικό, «παραίτησαν» τις διευθύντριες των φυλακών
Και η συνέχεια στα ευρωπαϊκά δικαστήρια - Ολα όσα έγιναν μετά την καταγγελία ότι ο αστυνομικός διοικητής ανέθεσε σε βαρυποινίτη την εξεύρεση βίντεο που «να καίει» τη διευθύντρια και την υποδιευθύντρια των φυλακών
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Η διευθύντρια και η υποδιευθύντρια των Κεντρικών Φυλακών της Κύπρου, Αννα Αριστοτέλους και Αθηνά Δημητρίου, αντίστοιχα, «αποφυλακίζονται», αρνούμενες να συνεχίσουν να διευθύνουν το σωφρονιστικό ίδρυμα και θέτοντας σοβαρό θέμα για τη ν προσωπική τους ασφάλεια. Μια καταγγελία που έκαναν τον περασμένο Ιούνιο εναντίον του διοικητή της Υπηρεσίας Καταπολέμησης Ναρκωτικών (ΥΚΑΝ ) της Κυπριακής Αστυνομίας, αντί να τις προστατεύσει, τις οδήγησε στην πόρτα εξόδου των φυλακών, γιατί, όπως οι ίδιες καταγγέλλουν, το σύστημα είναι ανίκητο και εξοντώνει όποιον τολμήσει να τα βάλει μαζί του.
Σε μια περίοδο που η Κύπρος καταγράφει πρωτοφανείς επιδόσεις σε σκάνδαλα διαφθοράς, οι Κεντρικές Φυλακές αποτελούσαν τη μόνη φωτεινή εξαίρεση, καθώς όλοι οι διεθνείς οργανισμοί τις κατέτασσαν μεταξύ των καλύτερων στον κόσμο. Το γεγονός αυτό μάλιστα καταγράφηκε πρόσφατα και σε ειδικό ντοκιμαντέρ του Netflix, το οποίο προβλήθηκε σε όλες τις χώρες.
Οι Κύπριοι, ως γνήσιοι Ελληνες, δεν συγχωρούν την επιτυχία και κυριολεκτικά τη θεωρούν ποινικό αδίκημα.
Το έγκλημά τους; Κατήγγειλαν τον διοικητή της ΥΚΑΝ Μιχάλη Κατσουνωτό για διαφθορά, αποκαλύπτοντας ότι επικοινωνούσε τηλεφωνικώς με βαρυποινίτη εντός των φυλακών, ζητώντας του να βρει «ροζ» βίντεο με τις δύο γυναίκες «που να τις κάφκει», δηλαδή να τις καίει. Μετά την καταγγελία τους έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι τους. Αντί να ξεκαθαρίσει η υπόθεση με τον αξιωματικό της Αστυνομίας, μπήκε σε λειτουργία ένας μηχανισμός εξόντωσής τους που τελικά τις οδήγησε στην υποβολή αιτήματος για μετακίνησή τους από τις Κεντρικές Φυλακές, καθώς δεν μπορούν πλέον να εργαστούν με ασφάλεια.
«Δημόσιο συμφέρον» και τέλος
Οι καταγγελίες κατά του διοικητή της ΥΚΑΝ ερευνήθηκαν διεξοδικά και ο ποινικός ανακριτής κατέληξε σε πόρισμα στο οποίο κατέγραψε τη διαπίστωσή του ότι ο αξιωματικός της Αστυνομίας πιθανόν είχε διαπράξει δύο σοβαρά ποινικά αδικήματα: αυτό της κατάχρησης εξουσίας και αυτό της συνωμοσίας. Αντί να ακολουθηθεί η συνηθισμένη διαδικασία, ο γενικός εισαγγελέας της Δημοκρατίας Γιώργος Σαββίδης και ο βοηθός γενικός εισαγγελέας Σάββας Αγγελίδης εξέδωσαν ανακοίνωση στην οποία ανέφεραν ότι αποφάσισαν να μην ασκήσουν ποινική δίωξη... για λόγους «δημοσίου συμφέροντος», χωρίς να εξηγούν ποιο δημόσιο συμφέρον μπορούσε να εξυπηρετηθεί από τη μη δίωξη ενός ανώτερου αξιωματικού της Αστυνομίας ο οποίος καταχρώμενος την εξουσία του συνωμότησε με βαρυποινίτη για να πλήξει τη διευθύντρια και την υποδιευθύντρια των φυλακών ζητώντας ένα βίντεο το οποίο, όπως αποδείχθηκε, ουδέποτε υπήρξε.
Μάλιστα στην κοινή ανακοίνωσή τους ο γενικός και ο βοηθός γενικός εισαγγελέας επιχείρησαν να δικαιολογήσουν τον αξιωματικό αφήνοντας να νοηθεί ότι ενεργούσε από υπηρεσιακό ζήλο!
Η εξέλιξη αυτή θεωρήθηκε από τις κυρίες Αριστοτέλους και Δημητρίου ως κατάληξη της προσπάθειας κουκουλώματος της υπόθεσης και ζήτησαν την άμεση μετακίνησή τους από τις φυλακές, καταγγέλλοντας συγκάλυψη της διαφθοράς. Οπως ανέφεραν, «ο χειρισμός και το σκεπτικό της ανακοίνωσης του γενικού εισαγγελέα όχι μόνο πλήττει σοβαρά τα θεμελιώδη δικαιώματά μας που αφορούν την ανθρώπινή μας αξιοπρέπεια και την προσωπική μας ζωή, αφού οι προσπάθειές του ήταν να βρει βίντεο από την προσωπική μας ζωή με σκοπό να μας πλήξει, αλλά επιβραβεύει την κατάχρηση εξουσίας και τη συνωμοσία, επικροτεί ενέργειες που υποσκάπτουν τα καθήκοντα και τις ευθύνες της διεύθυνσης των φυλακών και θέτει σε σοβαρούς κινδύνους την ασφάλειά μας έναντι του οργανωμένου εγκλήματος, το οποίο μπορεί να παρακινεί κρατούμενους με ανταλλάγματα, για να δίδουν καταθέσεις εναντίον της διεύθυνσης στην Αστυνομία».
Ο γενικός ελεγκτής της Κύπρου, Οδυσσέας Μιχαηλίδης, έσπευσε από την πρώτη στιγμή να ζητήσει την τοποθέτηση των δύο γυναικών στη δική του υπηρεσία, εξαίροντας το ήθος και την εντιμότητά τους. Ωστόσο μέχρι στιγμής δεν έχει επιτευχθεί η μετακίνησή τους καθώς το υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης δεν μπορεί να βρει, έστω και προσωρινώς, αντικαταστάτες τους. Σε όσους έγιναν κρούσεις για να αναλάβουν τη διεύθυνση των φυλακών αρνήθηκαν.
Να μας τα γράψετε!
Σε μια περίοδο που η Κύπρος καταγράφει πρωτοφανείς επιδόσεις σε σκάνδαλα διαφθοράς, οι Κεντρικές Φυλακές αποτελούσαν τη μόνη φωτεινή εξαίρεση, καθώς όλοι οι διεθνείς οργανισμοί τις κατέτασσαν μεταξύ των καλύτερων στον κόσμο. Το γεγονός αυτό μάλιστα καταγράφηκε πρόσφατα και σε ειδικό ντοκιμαντέρ του Netflix, το οποίο προβλήθηκε σε όλες τις χώρες.
Οι Κύπριοι, ως γνήσιοι Ελληνες, δεν συγχωρούν την επιτυχία και κυριολεκτικά τη θεωρούν ποινικό αδίκημα.
Το έγκλημά τους; Κατήγγειλαν τον διοικητή της ΥΚΑΝ Μιχάλη Κατσουνωτό για διαφθορά, αποκαλύπτοντας ότι επικοινωνούσε τηλεφωνικώς με βαρυποινίτη εντός των φυλακών, ζητώντας του να βρει «ροζ» βίντεο με τις δύο γυναίκες «που να τις κάφκει», δηλαδή να τις καίει. Μετά την καταγγελία τους έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι τους. Αντί να ξεκαθαρίσει η υπόθεση με τον αξιωματικό της Αστυνομίας, μπήκε σε λειτουργία ένας μηχανισμός εξόντωσής τους που τελικά τις οδήγησε στην υποβολή αιτήματος για μετακίνησή τους από τις Κεντρικές Φυλακές, καθώς δεν μπορούν πλέον να εργαστούν με ασφάλεια.
«Δημόσιο συμφέρον» και τέλος
Οι καταγγελίες κατά του διοικητή της ΥΚΑΝ ερευνήθηκαν διεξοδικά και ο ποινικός ανακριτής κατέληξε σε πόρισμα στο οποίο κατέγραψε τη διαπίστωσή του ότι ο αξιωματικός της Αστυνομίας πιθανόν είχε διαπράξει δύο σοβαρά ποινικά αδικήματα: αυτό της κατάχρησης εξουσίας και αυτό της συνωμοσίας. Αντί να ακολουθηθεί η συνηθισμένη διαδικασία, ο γενικός εισαγγελέας της Δημοκρατίας Γιώργος Σαββίδης και ο βοηθός γενικός εισαγγελέας Σάββας Αγγελίδης εξέδωσαν ανακοίνωση στην οποία ανέφεραν ότι αποφάσισαν να μην ασκήσουν ποινική δίωξη... για λόγους «δημοσίου συμφέροντος», χωρίς να εξηγούν ποιο δημόσιο συμφέρον μπορούσε να εξυπηρετηθεί από τη μη δίωξη ενός ανώτερου αξιωματικού της Αστυνομίας ο οποίος καταχρώμενος την εξουσία του συνωμότησε με βαρυποινίτη για να πλήξει τη διευθύντρια και την υποδιευθύντρια των φυλακών ζητώντας ένα βίντεο το οποίο, όπως αποδείχθηκε, ουδέποτε υπήρξε.
Μάλιστα στην κοινή ανακοίνωσή τους ο γενικός και ο βοηθός γενικός εισαγγελέας επιχείρησαν να δικαιολογήσουν τον αξιωματικό αφήνοντας να νοηθεί ότι ενεργούσε από υπηρεσιακό ζήλο!
Η εξέλιξη αυτή θεωρήθηκε από τις κυρίες Αριστοτέλους και Δημητρίου ως κατάληξη της προσπάθειας κουκουλώματος της υπόθεσης και ζήτησαν την άμεση μετακίνησή τους από τις φυλακές, καταγγέλλοντας συγκάλυψη της διαφθοράς. Οπως ανέφεραν, «ο χειρισμός και το σκεπτικό της ανακοίνωσης του γενικού εισαγγελέα όχι μόνο πλήττει σοβαρά τα θεμελιώδη δικαιώματά μας που αφορούν την ανθρώπινή μας αξιοπρέπεια και την προσωπική μας ζωή, αφού οι προσπάθειές του ήταν να βρει βίντεο από την προσωπική μας ζωή με σκοπό να μας πλήξει, αλλά επιβραβεύει την κατάχρηση εξουσίας και τη συνωμοσία, επικροτεί ενέργειες που υποσκάπτουν τα καθήκοντα και τις ευθύνες της διεύθυνσης των φυλακών και θέτει σε σοβαρούς κινδύνους την ασφάλειά μας έναντι του οργανωμένου εγκλήματος, το οποίο μπορεί να παρακινεί κρατούμενους με ανταλλάγματα, για να δίδουν καταθέσεις εναντίον της διεύθυνσης στην Αστυνομία».
Ο γενικός ελεγκτής της Κύπρου, Οδυσσέας Μιχαηλίδης, έσπευσε από την πρώτη στιγμή να ζητήσει την τοποθέτηση των δύο γυναικών στη δική του υπηρεσία, εξαίροντας το ήθος και την εντιμότητά τους. Ωστόσο μέχρι στιγμής δεν έχει επιτευχθεί η μετακίνησή τους καθώς το υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης δεν μπορεί να βρει, έστω και προσωρινώς, αντικαταστάτες τους. Σε όσους έγιναν κρούσεις για να αναλάβουν τη διεύθυνση των φυλακών αρνήθηκαν.
Να μας τα γράψετε!
Το κουβάρι άρχισε να ξετυλίγεται το περασμένο καλοκαίρι. Η Γενική Εισαγγελία της Κύπρου είχε ενημερωθεί ανεπισήμως για τη δραστηριότητα του διοικητή της ΥΚΑΝ χωρίς να κάνει απολύτως τίποτε. Ακόμα κι όταν η κυρία Αριστοτέλους έκανε δημόσια καταγγελία, ο γενικός εισαγγελέας και ο βοηθός γενικός εισαγγελέας δεν προχώρησαν σε αυτεπάγγελτη έρευνα, ζητώντας από τις δύο γυναίκες να κάνουν γραπτώς την καταγγελία τους ώστε να την εξετάσουν και να κρίνουν αν θα έπρεπε να διατάξουν έρευνα! Οταν πια η καταγγελία υποβλήθηκε γραπτώς από τους δικηγόρους τους, ο γενικός εισαγγελέας αναγκάστηκε να διορίσει ανεξάρτητο ποινικό ανακριτή τον νομικό Αχιλλέα Αιμιλιανίδη για να κάνει έρευνα, καθώς αυτή δεν μπορούσε να γίνει από την Αστυνομία, αφού ο ερευνώμενος ήταν ανώτερος αξιωματικός του Σώματος.
Σύμφωνα με έγκυρες πηγές του «ΘΕΜΑτος», προτού υποβληθεί επισήμως η καταγγελία, υπουργός είχε συμβουλέψει τις δύο γυναίκες να το ξανασκεφτούν, σε μια προσπάθεια να τις μεταπείσει και να κλείσει η υπόθεση προτού καν ανοίξει. Οι συμβουλές, ωστόσο, δεν εισακούστηκαν, καθώς οι κυρίες Αριστοτέλους και Δημητρίου αισθάνονταν ότι θιγόταν η προσωπική τους αξιοπρέπεια, ενώ ετίθετο και θέμα ασφάλειας, καθώς ένας ανώτερος αξιωματικός της Αστυνομίας είχε ανοικτό δίαυλο επικοινωνίας με βαρυποινίτη με τον οποίο μεθόδευε τρόπους να τις πλήξει.
Πόλεμος εκδίκησης
Αφού η δημοσιοποίηση της υπόθεσης δεν αποτράπηκε, ξεκίνησε ένας ανηλεής πόλεμος κατά της διευθύντριας και της υποδιευθύντριας, σε μια προσπάθεια να τις παρουσιάσουν ως επικίνδυνες, ανίκανες και ακατάλληλες, «ανακαλύπτοντας» διακίνηση ναρκωτικών και κινητών στις φυλακές. Ολα αυτά μετά την καταγγελία τους κατά του αξιωματικού της Αστυνομίας, καθώς μέχρι εκείνη τη στιγμή οι πάντες τούς απένειμαν τα εύσημα και τους έδιναν συγχαρητήρια για το έργο τους!
Αρχικά μεθοδεύτηκε η παρουσίαση δήθεν ντοκουμέντων από τηλεοπτικό κανάλι, τα οποία ωστόσο ήταν τα στοιχεία που είχαν δώσει οι ίδιες οι γυναίκες στον ποινικό ανακριτή, καθώς τα είχαν ανακαλύψει στο κινητό τηλέφωνο του βαρυποινίτη που επικοινωνούσε με τον διοικητή της ΥΚΑΝ. Μάλιστα παρουσιάστηκε και ρεπορτάζ με συνέντευξη που σχετιζόταν με την προηγούμενη διεύθυνση των φυλακών και μονταρίστηκε για να εμφανιστεί ως φρέσκια!
Στη βάση αυτών, ο βοηθός γενικός εισαγγελέας ανακάλυψε δικαστικές αποφάσεις με μαρτυρίες προ διετίας για οργάνωση εγκλημάτων με καθοδήγηση από κατάδικους στις Κεντρικές Φυλακές. Αμέσως διόρισε όχι έναν, ούτε δύο, αλλά τέσσερις ποινικούς ανακριτές για να ανακαλύψουν ποινικά αδικήματα κατά των δύο γυναικών που διηύθυναν τις φυλακές.
Δεν διέλαθε την προσοχή κανενός ότι, ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη η ανάκριση για τις δικές τους καταγγελίες, βρέθηκαν κατηγορούμενες!
Επειδή ο διορισμός τεσσάρων ποινικών ανακριτών δεν τις έκαμψε, ακολούθησε αμέσως άλλη ποινική ανάκριση εναντίον τους. Κλήθηκαν στο Αρχηγείο Αστυνομίας και ανακρίνονταν επί 12ωρο γιατί η κυπριακή εφημερίδα «Πολίτης» δημοσίευσε ένα αδιαβάθμητο email της ιδιωτικής εταιρείας η οποία είχε εγκαταστήσει το σύστημα απενεργοποίησης κινητών τηλεφώνων στις φυλακές. Οι κυρίες Αριστοτέλους και Δημητρίου θεωρήθηκαν ύποπτες για τη διαρροή του email. Μάλιστα η Αστυνομία είχε σπεύσει να δηλώσει πως θεωρούνται ύποπτες για κακούργημα!
Τελικά, ο θησαυρός αποδείχθηκε άνθρακας και η ποινική ανάκριση τερματίστηκε, αφού δεν είχε διαπραχθεί κανένα ποινικό αδίκημα.
Στημένες καταθέσεις;
Οι δύο εκ των τεσσάρων ποινικών ανακριτών που είχαν διοριστεί για να ασκηθεί πίεση στη διευθύντρια και την υποδιευθύντρια των φυλακών ήταν πρώην αξιωματικοί της Αστυνομίας και η αμεροληψία τους αμφισβητήθηκε. Μάλιστα εναντίον τους έγινε καταγγελία στην Ανεξάρτητη Αρχή Κατά της Διαφθοράς, καθώς υπήρξε μαρτυρία ότι επιχείρησαν να επηρεάσουν μάρτυρες, σε συνεργασία με εν ενεργεία αστυνομικούς, ώστε να δώσουν καταθέσεις κατά της διεύθυνσης των φυλακών, ισχυριζόμενοι ότι στο σωφρονιστικό ίδρυμα γίνεται ευρεία χρήση παράνομων κινητών τηλεφώνων και ναρκωτικών. Παρά τις καταγγελίες για μόλυνση της έρευνας με στημένες καταθέσεις, ο γενικός εισαγγελέας αρνήθηκε να τη διακόψει και έδωσε οδηγίες για ολοκλήρωσή της από τους ίδιους πρώην αξιωματικούς της Αστυνομίας.
Στο σκοτάδι ο «Ράμπο»
Η έρευνα των τεσσάρων ποινικών ανακριτών ολοκληρώθηκε και δεν εντόπισε τη διάπραξη ποινικών αδικημάτων από οποιονδήποτε και έτσι δεν έγινε κατορθωτό να κατηγορηθούν οι κυρίες Αριστοτέλους και Δημητρίου. Ωστόσο, ο γενικός εισαγγελέας και ο βοηθός γενικός εισαγγελέας δεν κατέθεσαν τα όπλα και εξέδωσαν ανακοίνωση με την οποία στοχοποιούσαν και πάλι τη διεύθυνση των φυλακών και ζητούσαν από την υπουργό Δικαιοσύνης να λάβει μέτρα, αφήνοντας σαφώς να νοηθεί ότι αφού δεν προέκυψαν ποινικά αδικήματα θα μπορούσαν να τους ασκήσουν πειθαρχική δίωξη!
Την ίδια ώρα κρατούσαν επί τρεις μήνες στο συρτάρι το πόρισμα του ανεξάρτητου ποινικού ανακριτή Αχιλλέα Αιμιλιανίδη, ο οποίος είχε εισηγηθεί την ποινική δίωξη του αξιωματικού που έψαχνε το βίντεο και συνεργαζόταν με τον βαρυποινίτη.
Μετά από έντονες πιέσεις και πολλά δημοσιεύματα για την περίεργη καθυστέρηση σε σχέση με το περιεχόμενο του πορίσματος, ο γενικός εισαγγελέας αναγκάστηκε να εκδώσει ανακοίνωση με την οποία έβαλε ταφόπλακα στην υπόθεση, λέγοντας ότι, παρά τη διαπίστωση διάπραξης ποινικών αδικημάτων από τον διοικητή της ΥΚΑΝ, αποφάσισε να μην του ασκήσει δίωξη! Κατόπιν, οι κυρίες Αριστοτέλους και Δημητρίου ζήτησαν από τον γενικό εισαγγελέα το πόρισμα, αλλά προσέκρουσαν στην άρνησή του.
Οπως δηλώνει στο «ΘΕΜΑ» η διευθύντρια των φυλακών, «φαίνεται να προκύπτουν σοβαρές αντιφάσεις μεταξύ της ανακοίνωσης του γενικού εισαγγελέα για τη μη ποινική δίωξη του κ. Κατσουνωτού για λόγους δημοσίου συμφέροντος, στην οποία έγινε επίκληση του πορίσματος του κ. Αιμιλιανίδη, και του ίδιου του πορίσματος, όπως αυτό είδε το φως της δημοσιότητας. Με άλλα λόγια, η αιτιολογία που έδωσε ο γενικός εισαγγελέας στην ανακοίνωσή του όχι μόνο δεν φαίνεται να υποστηρίζεται από το πόρισμα του κ. Αιμιλιανίδη, αλλά είναι αντίθετη με τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε ο κ. Αιμιλιανίδης».
Ο γενικός εισαγγελέας είχε επιχειρήσει να αποδώσει τη στάση του αξιωματικού της Αστυνομίας σε υπηρεσιακό ενδιαφέρον, ενώ ο ποινικός ανακριτής στο πόρισμά του κάνει λόγο για προσωπικό μένος κατά της κυρίας Αριστοτέλους, με τον κ. Κατσουνωτό να συμπεριφέρεται ως «Ράμπο».
Το δίκιο τους στην Ευρώπη
Αφού ο γενικός εισαγγελέας αρνήθηκε να ασκήσει ποινική δίωξη, οι δύο γυναίκες αποφάσισαν να καταχωρήσουν ιδιωτική ποινική δίωξη, όπως προβλέπεται από την κυπριακή νομοθεσία. Ωστόσο το εγχείρημά τους δεν φαίνεται να έχει πιθανότητες επιτυχίας, αφού το Σύνταγμα δίνει στον γενικό εισαγγελέα την εξουσία να διακόπτει όποια ιδιωτική ποινική δίωξη επιθυμεί χωρίς η απόφασή του να μπορεί να ελεγχθεί δικαστικώς και χωρίς να είναι υποχρεωμένος να δώσει εξηγήσεις.
Επομένως, η διευθύντρια και η υποδιευθύντρια των Κεντρικών Φυλακών σκοπεύουν να προσφύγουν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας καταγγέλλοντας συγκάλυψη ποινικών αδικημάτων, διαφθορά και καταπάτηση των δικαιωμάτων τους.
Η διεύθυνση των φυλακών, παράλληλα με όλα όσα συμβαίνουν τους τελευταίους μήνες, βρέθηκε και στο στόχαστρο της υπουργού Δικαιοσύνης, γιατί αρνήθηκε να δώσει συγκατάθεση σε λειτουργία λογισμικού το οποίο θα συλλέγει τηλεπικοινωνιακά δεδομένα. Η άρνησή τους σχετίζεται με το γεγονός ότι οι Κεντρικές Φυλακές βρίσκονται σε αστική περιοχή και, σε περίπτωση ενεργοποίησης του συγκεκριμένου λογισμικού, θα συλλέγονται παρανόμως τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα πολιτών που διαμένουν κοντά, αλλά και όσων επισκέπτονται το σωφρονιστικό ίδρυμα (επισκέπτες, δικηγόροι, δημοσιογράφοι κ.λπ.).
Διερωτώνται, λοιπόν, γιατί το κράτος πλήρωσε 2 εκατ. ευρώ για εγκατάσταση συστήματος που απενεργοποιεί τα κινητά τηλέφωνα, αφού θέλει να ενεργοποιήσει λογισμικό που θα τα παρακολουθεί; Με αυτό τον τρόπο διατυπώνουν εμμέσως υποψίες ότι το υπουργείο δεν θέλει να απενεργοποιούνται τα κινητά τηλέφωνα, αλλά να τα παρακολουθεί. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η εταιρεία που έχει αναλάβει να εγκαταστήσει το σύστημα απενεργοποίησης των κινητών τηλεφώνων μέχρι σήμερα δεν έχει καταφέρει να ολοκληρώσει την προσπάθεια και έτσι στον χώρο των φυλακών λειτουργούν κανονικά ακόμα και τα κινητά παλιάς τεχνολογίας 2G, 3G και 4G.
Σύμφωνα με έγκυρες πηγές του «ΘΕΜΑτος», προτού υποβληθεί επισήμως η καταγγελία, υπουργός είχε συμβουλέψει τις δύο γυναίκες να το ξανασκεφτούν, σε μια προσπάθεια να τις μεταπείσει και να κλείσει η υπόθεση προτού καν ανοίξει. Οι συμβουλές, ωστόσο, δεν εισακούστηκαν, καθώς οι κυρίες Αριστοτέλους και Δημητρίου αισθάνονταν ότι θιγόταν η προσωπική τους αξιοπρέπεια, ενώ ετίθετο και θέμα ασφάλειας, καθώς ένας ανώτερος αξιωματικός της Αστυνομίας είχε ανοικτό δίαυλο επικοινωνίας με βαρυποινίτη με τον οποίο μεθόδευε τρόπους να τις πλήξει.
Πόλεμος εκδίκησης
Αφού η δημοσιοποίηση της υπόθεσης δεν αποτράπηκε, ξεκίνησε ένας ανηλεής πόλεμος κατά της διευθύντριας και της υποδιευθύντριας, σε μια προσπάθεια να τις παρουσιάσουν ως επικίνδυνες, ανίκανες και ακατάλληλες, «ανακαλύπτοντας» διακίνηση ναρκωτικών και κινητών στις φυλακές. Ολα αυτά μετά την καταγγελία τους κατά του αξιωματικού της Αστυνομίας, καθώς μέχρι εκείνη τη στιγμή οι πάντες τούς απένειμαν τα εύσημα και τους έδιναν συγχαρητήρια για το έργο τους!
Αρχικά μεθοδεύτηκε η παρουσίαση δήθεν ντοκουμέντων από τηλεοπτικό κανάλι, τα οποία ωστόσο ήταν τα στοιχεία που είχαν δώσει οι ίδιες οι γυναίκες στον ποινικό ανακριτή, καθώς τα είχαν ανακαλύψει στο κινητό τηλέφωνο του βαρυποινίτη που επικοινωνούσε με τον διοικητή της ΥΚΑΝ. Μάλιστα παρουσιάστηκε και ρεπορτάζ με συνέντευξη που σχετιζόταν με την προηγούμενη διεύθυνση των φυλακών και μονταρίστηκε για να εμφανιστεί ως φρέσκια!
Στη βάση αυτών, ο βοηθός γενικός εισαγγελέας ανακάλυψε δικαστικές αποφάσεις με μαρτυρίες προ διετίας για οργάνωση εγκλημάτων με καθοδήγηση από κατάδικους στις Κεντρικές Φυλακές. Αμέσως διόρισε όχι έναν, ούτε δύο, αλλά τέσσερις ποινικούς ανακριτές για να ανακαλύψουν ποινικά αδικήματα κατά των δύο γυναικών που διηύθυναν τις φυλακές.
Δεν διέλαθε την προσοχή κανενός ότι, ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη η ανάκριση για τις δικές τους καταγγελίες, βρέθηκαν κατηγορούμενες!
Επειδή ο διορισμός τεσσάρων ποινικών ανακριτών δεν τις έκαμψε, ακολούθησε αμέσως άλλη ποινική ανάκριση εναντίον τους. Κλήθηκαν στο Αρχηγείο Αστυνομίας και ανακρίνονταν επί 12ωρο γιατί η κυπριακή εφημερίδα «Πολίτης» δημοσίευσε ένα αδιαβάθμητο email της ιδιωτικής εταιρείας η οποία είχε εγκαταστήσει το σύστημα απενεργοποίησης κινητών τηλεφώνων στις φυλακές. Οι κυρίες Αριστοτέλους και Δημητρίου θεωρήθηκαν ύποπτες για τη διαρροή του email. Μάλιστα η Αστυνομία είχε σπεύσει να δηλώσει πως θεωρούνται ύποπτες για κακούργημα!
Τελικά, ο θησαυρός αποδείχθηκε άνθρακας και η ποινική ανάκριση τερματίστηκε, αφού δεν είχε διαπραχθεί κανένα ποινικό αδίκημα.
Στημένες καταθέσεις;
Οι δύο εκ των τεσσάρων ποινικών ανακριτών που είχαν διοριστεί για να ασκηθεί πίεση στη διευθύντρια και την υποδιευθύντρια των φυλακών ήταν πρώην αξιωματικοί της Αστυνομίας και η αμεροληψία τους αμφισβητήθηκε. Μάλιστα εναντίον τους έγινε καταγγελία στην Ανεξάρτητη Αρχή Κατά της Διαφθοράς, καθώς υπήρξε μαρτυρία ότι επιχείρησαν να επηρεάσουν μάρτυρες, σε συνεργασία με εν ενεργεία αστυνομικούς, ώστε να δώσουν καταθέσεις κατά της διεύθυνσης των φυλακών, ισχυριζόμενοι ότι στο σωφρονιστικό ίδρυμα γίνεται ευρεία χρήση παράνομων κινητών τηλεφώνων και ναρκωτικών. Παρά τις καταγγελίες για μόλυνση της έρευνας με στημένες καταθέσεις, ο γενικός εισαγγελέας αρνήθηκε να τη διακόψει και έδωσε οδηγίες για ολοκλήρωσή της από τους ίδιους πρώην αξιωματικούς της Αστυνομίας.
Στο σκοτάδι ο «Ράμπο»
Η έρευνα των τεσσάρων ποινικών ανακριτών ολοκληρώθηκε και δεν εντόπισε τη διάπραξη ποινικών αδικημάτων από οποιονδήποτε και έτσι δεν έγινε κατορθωτό να κατηγορηθούν οι κυρίες Αριστοτέλους και Δημητρίου. Ωστόσο, ο γενικός εισαγγελέας και ο βοηθός γενικός εισαγγελέας δεν κατέθεσαν τα όπλα και εξέδωσαν ανακοίνωση με την οποία στοχοποιούσαν και πάλι τη διεύθυνση των φυλακών και ζητούσαν από την υπουργό Δικαιοσύνης να λάβει μέτρα, αφήνοντας σαφώς να νοηθεί ότι αφού δεν προέκυψαν ποινικά αδικήματα θα μπορούσαν να τους ασκήσουν πειθαρχική δίωξη!
Την ίδια ώρα κρατούσαν επί τρεις μήνες στο συρτάρι το πόρισμα του ανεξάρτητου ποινικού ανακριτή Αχιλλέα Αιμιλιανίδη, ο οποίος είχε εισηγηθεί την ποινική δίωξη του αξιωματικού που έψαχνε το βίντεο και συνεργαζόταν με τον βαρυποινίτη.
Μετά από έντονες πιέσεις και πολλά δημοσιεύματα για την περίεργη καθυστέρηση σε σχέση με το περιεχόμενο του πορίσματος, ο γενικός εισαγγελέας αναγκάστηκε να εκδώσει ανακοίνωση με την οποία έβαλε ταφόπλακα στην υπόθεση, λέγοντας ότι, παρά τη διαπίστωση διάπραξης ποινικών αδικημάτων από τον διοικητή της ΥΚΑΝ, αποφάσισε να μην του ασκήσει δίωξη! Κατόπιν, οι κυρίες Αριστοτέλους και Δημητρίου ζήτησαν από τον γενικό εισαγγελέα το πόρισμα, αλλά προσέκρουσαν στην άρνησή του.
Οπως δηλώνει στο «ΘΕΜΑ» η διευθύντρια των φυλακών, «φαίνεται να προκύπτουν σοβαρές αντιφάσεις μεταξύ της ανακοίνωσης του γενικού εισαγγελέα για τη μη ποινική δίωξη του κ. Κατσουνωτού για λόγους δημοσίου συμφέροντος, στην οποία έγινε επίκληση του πορίσματος του κ. Αιμιλιανίδη, και του ίδιου του πορίσματος, όπως αυτό είδε το φως της δημοσιότητας. Με άλλα λόγια, η αιτιολογία που έδωσε ο γενικός εισαγγελέας στην ανακοίνωσή του όχι μόνο δεν φαίνεται να υποστηρίζεται από το πόρισμα του κ. Αιμιλιανίδη, αλλά είναι αντίθετη με τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε ο κ. Αιμιλιανίδης».
Ο γενικός εισαγγελέας είχε επιχειρήσει να αποδώσει τη στάση του αξιωματικού της Αστυνομίας σε υπηρεσιακό ενδιαφέρον, ενώ ο ποινικός ανακριτής στο πόρισμά του κάνει λόγο για προσωπικό μένος κατά της κυρίας Αριστοτέλους, με τον κ. Κατσουνωτό να συμπεριφέρεται ως «Ράμπο».
Το δίκιο τους στην Ευρώπη
Αφού ο γενικός εισαγγελέας αρνήθηκε να ασκήσει ποινική δίωξη, οι δύο γυναίκες αποφάσισαν να καταχωρήσουν ιδιωτική ποινική δίωξη, όπως προβλέπεται από την κυπριακή νομοθεσία. Ωστόσο το εγχείρημά τους δεν φαίνεται να έχει πιθανότητες επιτυχίας, αφού το Σύνταγμα δίνει στον γενικό εισαγγελέα την εξουσία να διακόπτει όποια ιδιωτική ποινική δίωξη επιθυμεί χωρίς η απόφασή του να μπορεί να ελεγχθεί δικαστικώς και χωρίς να είναι υποχρεωμένος να δώσει εξηγήσεις.
Επομένως, η διευθύντρια και η υποδιευθύντρια των Κεντρικών Φυλακών σκοπεύουν να προσφύγουν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας καταγγέλλοντας συγκάλυψη ποινικών αδικημάτων, διαφθορά και καταπάτηση των δικαιωμάτων τους.
Η διεύθυνση των φυλακών, παράλληλα με όλα όσα συμβαίνουν τους τελευταίους μήνες, βρέθηκε και στο στόχαστρο της υπουργού Δικαιοσύνης, γιατί αρνήθηκε να δώσει συγκατάθεση σε λειτουργία λογισμικού το οποίο θα συλλέγει τηλεπικοινωνιακά δεδομένα. Η άρνησή τους σχετίζεται με το γεγονός ότι οι Κεντρικές Φυλακές βρίσκονται σε αστική περιοχή και, σε περίπτωση ενεργοποίησης του συγκεκριμένου λογισμικού, θα συλλέγονται παρανόμως τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα πολιτών που διαμένουν κοντά, αλλά και όσων επισκέπτονται το σωφρονιστικό ίδρυμα (επισκέπτες, δικηγόροι, δημοσιογράφοι κ.λπ.).
Διερωτώνται, λοιπόν, γιατί το κράτος πλήρωσε 2 εκατ. ευρώ για εγκατάσταση συστήματος που απενεργοποιεί τα κινητά τηλέφωνα, αφού θέλει να ενεργοποιήσει λογισμικό που θα τα παρακολουθεί; Με αυτό τον τρόπο διατυπώνουν εμμέσως υποψίες ότι το υπουργείο δεν θέλει να απενεργοποιούνται τα κινητά τηλέφωνα, αλλά να τα παρακολουθεί. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η εταιρεία που έχει αναλάβει να εγκαταστήσει το σύστημα απενεργοποίησης των κινητών τηλεφώνων μέχρι σήμερα δεν έχει καταφέρει να ολοκληρώσει την προσπάθεια και έτσι στον χώρο των φυλακών λειτουργούν κανονικά ακόμα και τα κινητά παλιάς τεχνολογίας 2G, 3G και 4G.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα