«
Είμαι θυμωμένη, αλλά δεν έχω επιλογή»... μια από τις φράσεις που προδίδει την ψυχική κόπωση που επικρατεί στη
Σανγκάη όπου τα αποθέματα υπομονής μοιάζουν να εξαντλούνται. Εκτός παγκόσμιας τροχιάς, με τις περισσότερες κυβερνήσεις να έχουν προχωρήσει στην άρση των μέτρων, η μεγαλύτερη πόλη της Κίνας υπακούει στη λογική των «μηδενικών κρουσμάτων».
Η Κίνα βρίσκεται αντιμέτωπη με έξαρση των κρουσμάτων κορωνοϊού, ωστόσο οι σκληροί περιορισμοί που επιβάλλει έχουν οδηγήσει
εκατομμύρια κατοίκους στην απόγνωση. Πολίτες δεν μπορούν να βγουν από το σπίτι εδώ και μήνες, στρατόπεδα καραντίνας μαρτυρούν μια πρωτόγνωρη κατάσταση, ενώ παιδιά έως 7 ετών χωρίζονται από τις οικογένειές τους και μεταφέρονται στα νοσοκομεία, σε περίπτωση νόσησης.
To lockdown στη Σανγκάη αφορά σε 25 εκατομμύρια κατοίκους και διανύει την πέμπτη εβδομάδα του. Παρά το γεγονός ότι οι λοιμώξεις μειώθηκαν, την περασμένη εβδομάδα, δεν συντελέστηκε κάποια κίνηση που να μαρτυρά χαλάρωση.
Τον δικό της Γογλοθά περιγράφει στο αμερικανικό δίκτυο ABC η Κένι που μαζί με τα δύο παιδιά και τους γονείς της
βρίσκεται από τον Μάρτιο εγκλωβισμένη στο σπίτι της.
Όπως και άλλοι πολίτες στη Σανγκάη, έτσι και εκείνη έρχεται αντιμέτωπη με σοβαρές ελλείψεις τροφίμων και λόγω των συνθηκών καταναλώνει
ένα μόνο γεύμα την ημέρα.
«
Δεν μπορώ να μαγειρέψω γιατί δεν υπάρχει κάτι να μαγειρέψω. Έχουμε μόνο νούντουλς. Αισθάνομαι απογοητευμένη και θλιμμένη» τόνισε η γυναίκα.
Πάσχιζε για να βρει
φάρμακα για τον διαβητικό πατέρα της, τη στιγμή που δεν είχε καμία βοήθεια από τις Αρχές της πόλης, τελικά όμως μια φίλη της τη βοήθησε, δίνοντάς της το φάρμακο που απαιτείτο.
Ενώ η Κένι αρχικά στήριζε την πολιτική των μέτρων περιορισμού της κινεζικής κυβέρνησης, η οπτική της άρχισε να αλλάζει όταν οι συνθήκες οδηγούσαν στην απόγνωση και στο συναισθηματικό τέλμα λόγω του ατέρμονου εγκλεισμού.