Ρόμπερτ Ρέντφορντ: Ο αντιστάρ που έγινε θρύλος - Οι ανθρώπινες ιστορίες πίσω από τον κινηματογραφικό ήρωα
Ρόμπερτ Ρέντφορντ: Ο αντιστάρ που έγινε θρύλος - Οι ανθρώπινες ιστορίες πίσω από τον κινηματογραφικό ήρωα

Ρόμπερτ Ρέντφορντ: Ο αντιστάρ που έγινε θρύλος - Οι ανθρώπινες ιστορίες πίσω από τον κινηματογραφικό ήρωα

Κράτησε πάντα απόσταση από το Χόλιγουντ, έκανε το βλέμμα του εργαλείο αφήγησης και τη σιωπή του μορφή διαμαρτυρίας - Με καριέρα πέντε δεκαετιών, βραβεία, απώλειες, μεγάλους έρωτες και ακόμα μεγαλύτερες σιωπές, έζησε όπως έπαιξε: με πειθαρχία, βάθος και μια διακριτική, σχεδόν ντροπαλή ευγένεια

«Ημουν ένας πολύ θυμωμένος νεαρός. Δεν ήξερα γιατί. Ισως επειδή προσπαθούσα να βρω την ταυτότητά μου». Κάπως έτσι είχε περιγράψει ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ τον εαυτό του σε μία από τις ελάχιστες, αλλά ουσιώδεις εξομολογήσεις του για τη ζωή του. Ενας άντρας με αλαβάστρινη σιωπή και βλέμμα που έδειχνε πάντα κάτι περισσότερο από αυτό που έλεγε.

Ενας ηθοποιός που δεν έπαιξε ρόλους απλώς, αλλά διαμόρφωσε το τοπίο του αμερικανικού κινηματογράφου. Η είδηση του θανάτου του στα 89 του χρόνια κλείνει έναν ολόκληρο κινηματογραφικό αιώνα. Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ δεν ήταν σταρ, ήταν σχολή, μια προσωπικότητα που σημάδεψε το σινεμά με το ταλέντο του, την επιμονή του και το πάθος του για την τέχνη, τη φύση και την αλήθεια. Η ιστορία της ζωής του είναι γεμάτη κινηματογραφικές επιτυχίες, προσωπικές δοκιμασίες, αλλά και στιγμές που αποκαλύπτουν τον άνθρωπο πίσω από τον θρύλο.



Γεννημένος το 1936 στη Σάντα Μόνικα, ο Τσαρλς Ρόμπερτ Ρέντφορντ Τζούνιορ μεγάλωσε σε μια οικογένεια εργατικής τάξης. Ο πατέρας του Τσαρλς Ρέντφορντ ήταν γαλατάς - μια δουλειά σκληρή και απαιτητική, που τον κρατούσε μακριά από το σπίτι τις περισσότερες ώρες. «Ηταν πάντα έξω όταν πήγαινα σχολείο και όταν επέστρεφα. Ενιωθα πως δεν τον έβλεπα ποτέ», είχε πει. Αυτή η απουσία διαμόρφωσε την παιδική του αίσθηση μοναξιάς, κάτι που αργότερα θα μετουσίωνε σε δημιουργικότητα. Η μητέρα του Μάρθα Χαρτ τον ενθάρρυνε να φαντάζεται, να ζωγραφίζει, να βλέπει τη ζωή αλλιώς. Πέθανε ξαφνικά όταν ο Ρόμπερτ ήταν μόλις 18 χρόνων, μια απώλεια που τον συντάραξε. Οπως είχε αποκαλύψει: «Ο θάνατος της μητέρας μου ήταν η πρώτη μεγάλη μου απώλεια. Ηταν το φως μου. Οταν έσβησε, έχασα τον δρόμο μου».

Μετά τον θάνατό της, η οικογένεια μετακόμισε στο Βαν Νάις, λίγο έξω από το Λος Αντζελες. Ο νεαρός Ρέντφορντ βρέθηκε σε μια παρέα αλητών, μια περιβόητη συμμορία με το όνομα «Οι Βαρόνοι». Πέρασε μια φάση εφηβικής επαναστατικότητας προσπαθώντας να βρει τον εαυτό του. Τον βρήκε. Αν και γεννημένος στην Καλιφόρνια, ένιωθε πάντα μια σύνδεση με τη σκωτσέζικη και ιρλανδική του καταγωγή. Οπως είχε αστειευτεί σε συνέντευξή του: «Ζω σε κάστρο και φοράω κιλτ συνέχεια. Ολοι ξέρουν πως είμαι μισός Ιρλανδός και μισός Σκωτσέζος». Πέρα από το χιούμορ, η δήλωση αποκάλυπτε τη βαθιά του επίγνωση για τις ρίζες του. Οι πρόγονοί του, καθολικοί και προτεστάντες, είχαν μεταναστεύσει στις ΗΠΑ στα μέσα του 19ου αιώνα αναζητώντας μια νέα αρχή.






Η είσοδός του στον κινηματογράφο ήταν εκρηκτική. Το 1969 η ταινία «Οι δύο ληστές» με τον Πολ Νιούμαν καθιέρωσε το δίδυμο ως ένα από τα πιο εμβληματικά στην ιστορία του σινεμά. Ακολούθησαν οι «Τρεις μέρες του Κόνδορα», «Το κεντρί», «Ο υπέροχος Γκάτσμπι» και φυσικά το «Ολοι οι άνθρωποι του προέδρου» όπου ενσάρκωσε τον δημοσιογράφο Μπομπ Γούντγουορντ στην ταινία-σταθμό για το σκάνδαλο Watergate. Ο Ρέντφορντ δεν ήταν απλώς ένας γοητευτικός σταρ. Ηταν ένας διανοούμενος της εικόνας, που πίστευε στην πολιτική δύναμη του κινηματογράφου. Ως σκηνοθέτης κατέπληξε το 1980 με το «Συνηθισμένοι άνθρωποι», μια ταινία για το πένθος και τη σιωπή στην οικογένεια, που του χάρισε το Οσκαρ Σκηνοθεσίας. Ακολούθησαν οι ταινίες «Το ποτάμι κυλά ανάμεσά μας» (1992), «Quiz Show» (1994), «Ο γητευτής των αλόγων» (1998). Το στυλ του, λεπτό, υπαινικτικό, βαθιά ανθρώπινο. Κέρδισε, εκτός από το Οσκαρ Σκηνοθεσίας, Τιμητικό Οσκαρ (2002), Χρυσή Σφαίρα Σκηνοθεσίας και το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας από τον Μπαράκ Ομπάμα το 2016. Κι όμως, παρέμεινε ταπεινός.



Ελεγε συχνά: «Τα βραβεία είναι ωραία, αλλά το σημαντικότερο είναι να παραμένεις ειλικρινής με τον εαυτό σου».

Ηταν πλούσια και η ακτιβιστική δράση του. Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ, όμως, δεν υπήρξε απλώς άλλος ένας ακτιβιστής του Χόλιγουντ, αλλά ένας άνθρωπος με πραγματικό ενδιαφέρον για τους αυτόχθονες λαούς, το περιβάλλον και τη Δικαιοσύνη. Από τη δεκαετία του ’70 και ενώ μεσουρανούσε πρωταγωνιστώντας στο «Κεντρί», αφιέρωσε ενέργεια και επιρροή για την υποστήριξη περιβαλλοντικών πρωτοβουλιών. Καταψήφισε την ανέγερση εργοστασίου ενέργειας στη Γιούτα, υποστήριξε την έγκριση νόμων όπως το Clean Air Act και το Clean Water Act, ενώ παρέμεινε ενεργό μέλος του Συμβουλίου Προστασίας Φυσικών Πόρων έως το τέλος της ζωής του.



Το 2013 ίδρυσε το Ιδρυμα για την Προστασία της Αγριας Ζωής στο Νέο Μεξικό και βοήθησε στη διάσωση άγριων αλόγων. Η σχέση του με τους ιθαγενείς της Αμερικής ήταν βαθιά. Οταν γύριζε ως παραγωγός την ταινία «Σκοτεινός άνεμος» το 1991, εμφανιζόταν συχνά σε τελετές της φυλής των Χόπι, όπου ο ίδιος κουβαλούσε κινηματογραφικό εξοπλισμό και έστηνε προβολές ταινιών στα σπίτια των κατοίκων. Για εκείνους, ήταν ένας πραγματικός φίλος, όχι ένας περαστικός σταρ. Ακόμη και μέσα από τις ταινίες του, ο Ρέντφορντ προωθούσε πολιτικά και κοινωνικά μηνύματα με σοβαρότητα, σεμνότητα και συνέπεια και ποτέ δεν φοβήθηκε να μιλήσει ανοιχτά για τις ανησυχίες του παντού. «Η τέχνη μπορεί να ανοίξει πόρτες. Και αν τις ανοίξει με ενσυναίσθηση, μπορεί να αλλάξει τον κόσμο», είχε πει σε μια ομιλία του στο Κογκρέσο.


Στην προσωπική ζωή του κρατούσε χαμηλούς τόνους. Παντρεύτηκε τη Λόλα βαν Βάγκενεν το 1958, με την οποία απέκτησαν τέσσερα παιδιά: τη Σόνα, την Εϊμι, τον Ντέιβιντ Τζέιμς (γνωστό ως Τζέιμι) και τον Σκοτ, που τον έχασαν μόλις δυόμισι μηνών από αιφνίδιο βρεφικό θάνατο. Το 1983 η Σόνα βίωσε μια τραγωδία όταν ο σύντροφός της δολοφονήθηκε στο Κολοράντο. Ο γάμος του με τη Λόλα κράτησε μέχρι το 1985. Αργότερα, ο Ρέντφορντ έκανε σχέση με την καλλιτέχνιδα Σίμπιλ Σαπίρο και από το 2009 ήταν παντρεμένος με τη Γερμανίδα ζωγράφο Σίμπιλ Ζάγκαρς. Η απώλεια του γιου του, Τζέιμς, το 2020 από καρκίνο στο ήπαρ ήταν από τα πιο σκληρά χτυπήματα. Ο Τζέιμς ήταν επίσης σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ και ακτιβιστής. Ο Ρέντφορντ μιλούσε με υπερηφάνεια για τη δουλειά του γιου του: «Ηταν καλύτερος από εμένα. Πιο τολμηρός».



Σε πιο ανάλαφρους τόνους, ο Ρέντφορντ είχε εκφράσει τον θαυμασμό του για την Ελλάδα. «Αγαπώ την Κρήτη. Πέρασα σχεδόν πέντε μήνες στο νησί και έμεινα έκπληκτος από τη φιλοξενία των ανθρώπων», είχε πει. Η θάλασσα, η πέτρα, το φως τον μάγευαν. Επέστρεφε για διακοπές με διακριτικότητα, χωρίς ποτέ να το κάνει δημόσιο γεγονός. Ο Ρέντφορντ ήταν πάντα κάτι παραπάνω από αυτό που φαινόταν. Ντροπαλός, στοχαστικός, με ένα βλέμμα που κοίταζε μακριά. «Πίστευα πάντα πως η επιτυχία είναι επικίνδυνη. Σου κρύβει τον εαυτό σου». Αντιθέτως, ο ίδιος έβλεπε την τέχνη ως διαρκή αναζήτηση.

Οταν απέκτησε τη γη στο Πρόβο, ονειρεύτηκε έναν τόπο όπου η τέχνη και η φύση θα μπορούσαν να συνυπάρχουν - μια κοινότητα αφιερωμένη στην καλλιτεχνική έκφραση, στην πνευματική αναζήτηση και την περιβαλλοντική ευθύνη. Ετσι το 1981 ίδρυσε το Sundance Institute και έδωσε φωνή σε εκατοντάδες ανεξάρτητους δημιουργούς. Χωρίς αυτό δεν θα είχαν γίνει τα πρώτα βήματα των Κουέντιν Ταραντίνο, Στίβεν Σόντερμπεργκ, Σοφία Κόπολα, Πολ Τόμας Αντερσον και Ντάμιεν Σαζέλ. Το Sundance, όμως, δεν προσέφερε μόνο βήμα στις ανεξάρτητες φωνές - παρείχε χώρο, προστασία και πίστη, και εξελίχθηκε σε ένα από τα κορυφαία φεστιβάλ για ντοκιμαντέρ, ιδίως για εκείνα που εστιάζουν σε προοδευτικά θέματα όπως τα αναπαραγωγικά δικαιώματα, τα ζητήματα των ΛΟΑΤΚΙ και η κλιματική αλλαγή. Και αυτό οφειλόταν στον ίδιο τον Ρέντφορντ: τον άνθρωπο που αρνήθηκε τις πολυτελείς επενδύσεις, που επέλεξε να «αναπτύξει λίγο και να διατηρήσει πολύ». Το Sundance έγινε τελικά κάτι μεγαλύτερο από φεστιβάλ: έγινε κίνημα.



Το 2018 πρωταγωνίστησε στο «Ο κύριος και το όπλο», μια ήσυχη ταινία-αποχαιρετισμό, όπου υποδύθηκε έναν ηλικιωμένο ληστή με στυλ και φινέτσα. Μιλώντας για τον ρόλο του είχε πει: «Ηθελα να φύγω όπως ήρθα: διασκεδάζοντας». Αυτή ήταν η τέχνη του. Η χαρά του παιχνιδιού, το βάθος της σιωπής, η σοφία της ελευθερίας. Η Μπάρμπρα Στρέιζαντ, με την οποία συμπρωταγωνίστησε στην ταινία «Τα καλύτερά μας χρόνια» (1973), έγραψε στην αποχαιρετιστήρια ανάρτησή της: «Ηταν μοναδικός στο είδος του. Κάθε μέρα στο σετ ήταν συναρπαστική, έντονη και γεμάτη ατόφια χαρά. Ημασταν αντίθετοι: εκείνος προερχόταν από τον κόσμο των αλόγων, εγώ ήμουν αλλεργική σε αυτά! Κι όμως, συνεχίσαμε να προσπαθούμε να μαθαίνουμε περισσότερα ο ένας για τον άλλον, ακριβώς όπως οι χαρακτήρες της ταινίας». Και με μία φράση έκλεισε τον κύκλο: «Ηταν ο ήρωάς μου».



Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ ήταν πολλά: σταρ, σκηνοθέτης, ακτιβιστής, σύζυγος, πατέρας, δημιουργός. Ομορφος, αλλά ποτέ ματαιόδοξος. Πολιτικός, χωρίς να φωνάζει. Σκηνοθέτης που κοιτούσε κατάματα τον άνθρωπο και ηθοποιός που άφησε πίσω του κάτι πιο δυνατό κι από ρόλους: αρχές. Σήμερα, καθώς το φως της μεγάλης οθόνης χαμηλώνει, η μορφή του μένει. Οπως και οι ιστορίες του.

Εκείνες που άγγιξαν τον χρόνο, χωρίς να τον φοβηθούν. Ηταν και θα μείνει το πρόσωπο της αμερικανικής συνείδησης που δεν φοβήθηκε ποτέ να κοιτάξει την αλήθεια κατάματα. Και τώρα, φεύγει όπως του αξίζει: σαν εικόνα σε μια μεγάλη οθόνη, με τον ήλιο πίσω του και τον άνεμο στα ξανθά μαλλιά του 


Φωτογραφίες: getty images/ideal image, afp/visualhellas.gr
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
δειτε ολες τις ειδησεις

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ