Δεν αρκεί μόνον «να πέσει φως»
Γρηγόρης Τζιοβάρας
Δεν αρκεί μόνον «να πέσει φως»
Συμπληρώνονται αισίως δύο εβδομάδες αφότου η ολυμπιονίκης Σοφία Μπεκατώρου πήρε τη γενναία απόφαση να μιλήσει δημοσίως για την κακοποίηση που υπέστη από έναν άνθρωπο ο οποίος, με βάση τα καταγγελλόμενα, έκανε κατάφωρη κατάχρηση της εξουσίας την οποία διέθετε.
Η καταγγελία της γνωστής αθλήτριας έδωσε το έναυσμα για να ανοίξουν και άλλα στόματα και να έρθει στο φως μια ατελείωτη σωρεία αποτρόπαιων περιστατικών που η κοινωνία μας προσπαθούσε να κρατήσει μυστικά με τον ίδιο τρόπο που κάποιοι κρύβουν βεβιασμένα τα σκουπίδια κάτω από το χαλί με σκοπό να δείξουν ότι διατήρησαν «καθαρό» τον χώρο ευθύνης τους.
Λίγοι είναι εκείνοι που, κακά τα ψέματα, μπορεί να ισχυριστούν ότι έπεσαν από τα σύννεφα με όσα ακούστηκαν και γράφηκαν το τελευταίο δεκαπενθήμερο τόσο για τα φαινόμενα με τις κάθε είδους κακοποιήσεις όσο και για τα πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν σε τέτοιες καταστάσεις. Καταστάσεις οι οποίες εκτείνονται σε πολλούς τομείς της εγχώριας δημόσιας ζωής: από το θέατρο ως τη δημοσιογραφία, από την τηλεόραση έως τα υπουργικά γραφεία και ακόμη παραπέρα.
Παρά ταύτα είναι απορίας άξιο ότι, πέρα από κάποιες γενικόλογες δηλώσεις αγανάκτησης που ακούστηκαν στην αρχή και περιορίστηκαν στις καταγγελίες για τα τεκταινόμενα στον χώρο της ιστιοπλοΐας, μέχρι στιγμής δεν έχει υπάρξει καμία οργανωμένη θεσμικού χαρακτήρα πρωτοβουλία, αφενός για να κολαστούν τα εγκλήματα που μπορεί να αποδειχθούν και αφετέρου για να οριοθετηθούν κανόνες συμπεριφοράς που ενδεχομένως να συμβάλουν, αν όχι να μπει ένα τέρμα, τουλάχιστον στον περιορισμό του φαινομένου.
Με λύπη, άλλωστε, διαπιστώνει κανείς την παγερή αδιαφορία με την οποία αντιμετωπίζουν τις καταγγελίες οι θεσμοί της οργανωμένης Πολιτείας. Όπως και οι συλλογικότητες της κοινωνίας των πολιτών. Που είναι, για παράδειγμα, οι πολυποίκιλες μη κυβερνητικές οργανώσεις που ασχολούνται με τα ανθρώπινα δικαιώματα; Γιατί, αλήθεια, τόσο ηχηρή σιωπή; Οι οργανώσεις για τα δικαιώματα των γυναικών δεν βρήκαν να τις αφορά όλος αυτός ο θόρυβος;
Οι αρμόδιες εισαγγελικές αρχές; Τι κάνουν άραγε; Γιατί δεν κινητοποιήθηκαν αυτεπαγγέλτως για να καλέσουν, έστω, καταγγέλλοντες και καταγγελλόμενους για να δώσουν καταθέσεις; Ακόμη και αν καταλήξουν στη διαπίστωση ότι τα καταγγελλόμενα στερούνται βάση αληθείας ή εμπίπτουν σε παραγραφή, το κέρδος για το κοινωνικό σύνολο δεν θα είναι διόλου ευκαταφρόνητο.
Αν το κάνουν, τότε οι καταγγελλόμενοι θα ξέρουν ότι την επόμενη φορά που κάποιος ή κάποια θα τους καταγγείλει σε χρόνο που δεν θα εμπίπτει σε παραγραφή, θα βρεθούν αντιμέτωποι με την τσιμπίδα του νόμου. Ενώ οι καταγγέλλοντες θα ξέρουν ότι βρήκαν, τουλάχιστον, ένα ευήκοον ους. Έτσι ώστε την επόμενη φορά οι ίδιοι ή κάποιοι άλλοι να μην αισθάνονται εύκολη λεία στα χέρια των εξουσιαστών τους οι οποίοι θα μείνουν στο απυρόβλητο όποιο έγκλημα και αν διαπράξουν;
Λίαν προσφάτως αποκτήσαμε και υφυπουργό αρμόδιο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Τον άκουσε κανείς να παίρνει θέση; Να ανακοινώνει κάποια επικείμενη θεσμική παρέμβαση; Μια παραγγελία για δικαστική έρευνα; Μια ημερίδα; Ένα συνέδριο; Τη σύσταση, έστω, μιας Επιτροπής που να μελετήσει το σοβαρό αυτό κοινωνικό ζήτημα το οποίο ανεδείχθη και να αποφανθεί αν είναι όλα καλά στο δικαιικό μας σύστημα ή αν χρειάζεται να γίνουν κάποιες παρεμβάσεις για την άρση της ατιμωρησίας;
Υπό αυτές τις συνθήκες, δυστυχώς η τροπή των πραγμάτων δείχνει ότι οι θεσμοί της κοινωνίας μας δεν είναι ακόμη έτοιμοι να θέσουν το χέρι της επί τον τύπον των ήλων. Η αρχική μεγάλη αγανάκτηση για όσα υπέστη η Σοφία Μπεκατώρου, δυστυχώς, περιορίζεται. Προϊόντος του χρόνου, μάλιστα, τείνει να προσλάβει τα χαρακτηριστικά ενός σήριαλ με κουτσομπολίστικο περιεχόμενο που δίνει τροφή στις αναλόγου επιπέδου αδηφάγες στήλες των ηλεκτρονικών ή έντυπων μέσων ενημέρωσης.
Σε άλλες χώρες, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, η ανακίνηση τέτοιων θεμάτων δεν περιορίστηκε μόνον στις δημοσιεύσεις των καταγγελιών των θυμάτων. Το περίφημο πλέον «#metoo» ευαισθητοποίησε μεγάλο μέρος της αμερικανικής αλλά και της παγκόσμιας κοινωνίας. Τα πράγματα, όμως, δεν έμειναν απλώς εκεί. Οι θεσμοί ενεργοποιήθηκαν και οι πρωταγωνιστές ήρθαν αντιμέτωποι με τον πέλεκυ της Δικαιοσύνης.
Όπως και να έχει, πάντως, σε ό,τι αφορά τα καθ΄ ημάς, το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν αρκεί να συμφωνούμε οι περισσότεροι στη γενικόλογη διαπίστωση – ευχή περί της ανάγκης «να πέσει άπλετο φως». Χρειάζεται κάτι περισσότερο. Και αυτό δεν μπορεί να είναι τίποτε λιγότερο από την επιβεβλημένη κάθαρση. Την κάθαρση που θα λειτουργήσει λυτρωτικά για τα θύματα της κακοποίησης. Πρωτίστως, όμως, την κάθαρση που, αν μη τι άλλο, με τη δύναμη της απαξίας θα δημιουργήσει προηγούμενο για όποιον μελλοντικά διανοηθεί να επαναλάβει αυτού του είδους τις αποτρόπαιες πράξεις.
Υ.Γ.: Ισχυρισμοί του τύπου «γιατί τα θυμήθηκαν μετά από τόσα χρόνια;», «εμένα δεν με παρενόχλησε κανείς, επειδή δεν έδωσα ποτέ δικαιώματα» ή «όλα γίνονται για λόγους αντεκδίκησης» ελέγχονται ως παντελώς ανυπόστατοι. Και, σε κάθε περίπτωση, μαρτυρούν αφελή άγνοια όταν δεν υποκρύπτουν ενοχική υποκρισία.
Λίγοι είναι εκείνοι που, κακά τα ψέματα, μπορεί να ισχυριστούν ότι έπεσαν από τα σύννεφα με όσα ακούστηκαν και γράφηκαν το τελευταίο δεκαπενθήμερο τόσο για τα φαινόμενα με τις κάθε είδους κακοποιήσεις όσο και για τα πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν σε τέτοιες καταστάσεις. Καταστάσεις οι οποίες εκτείνονται σε πολλούς τομείς της εγχώριας δημόσιας ζωής: από το θέατρο ως τη δημοσιογραφία, από την τηλεόραση έως τα υπουργικά γραφεία και ακόμη παραπέρα.
Παρά ταύτα είναι απορίας άξιο ότι, πέρα από κάποιες γενικόλογες δηλώσεις αγανάκτησης που ακούστηκαν στην αρχή και περιορίστηκαν στις καταγγελίες για τα τεκταινόμενα στον χώρο της ιστιοπλοΐας, μέχρι στιγμής δεν έχει υπάρξει καμία οργανωμένη θεσμικού χαρακτήρα πρωτοβουλία, αφενός για να κολαστούν τα εγκλήματα που μπορεί να αποδειχθούν και αφετέρου για να οριοθετηθούν κανόνες συμπεριφοράς που ενδεχομένως να συμβάλουν, αν όχι να μπει ένα τέρμα, τουλάχιστον στον περιορισμό του φαινομένου.
Με λύπη, άλλωστε, διαπιστώνει κανείς την παγερή αδιαφορία με την οποία αντιμετωπίζουν τις καταγγελίες οι θεσμοί της οργανωμένης Πολιτείας. Όπως και οι συλλογικότητες της κοινωνίας των πολιτών. Που είναι, για παράδειγμα, οι πολυποίκιλες μη κυβερνητικές οργανώσεις που ασχολούνται με τα ανθρώπινα δικαιώματα; Γιατί, αλήθεια, τόσο ηχηρή σιωπή; Οι οργανώσεις για τα δικαιώματα των γυναικών δεν βρήκαν να τις αφορά όλος αυτός ο θόρυβος;
Οι αρμόδιες εισαγγελικές αρχές; Τι κάνουν άραγε; Γιατί δεν κινητοποιήθηκαν αυτεπαγγέλτως για να καλέσουν, έστω, καταγγέλλοντες και καταγγελλόμενους για να δώσουν καταθέσεις; Ακόμη και αν καταλήξουν στη διαπίστωση ότι τα καταγγελλόμενα στερούνται βάση αληθείας ή εμπίπτουν σε παραγραφή, το κέρδος για το κοινωνικό σύνολο δεν θα είναι διόλου ευκαταφρόνητο.
Αν το κάνουν, τότε οι καταγγελλόμενοι θα ξέρουν ότι την επόμενη φορά που κάποιος ή κάποια θα τους καταγγείλει σε χρόνο που δεν θα εμπίπτει σε παραγραφή, θα βρεθούν αντιμέτωποι με την τσιμπίδα του νόμου. Ενώ οι καταγγέλλοντες θα ξέρουν ότι βρήκαν, τουλάχιστον, ένα ευήκοον ους. Έτσι ώστε την επόμενη φορά οι ίδιοι ή κάποιοι άλλοι να μην αισθάνονται εύκολη λεία στα χέρια των εξουσιαστών τους οι οποίοι θα μείνουν στο απυρόβλητο όποιο έγκλημα και αν διαπράξουν;
Λίαν προσφάτως αποκτήσαμε και υφυπουργό αρμόδιο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Τον άκουσε κανείς να παίρνει θέση; Να ανακοινώνει κάποια επικείμενη θεσμική παρέμβαση; Μια παραγγελία για δικαστική έρευνα; Μια ημερίδα; Ένα συνέδριο; Τη σύσταση, έστω, μιας Επιτροπής που να μελετήσει το σοβαρό αυτό κοινωνικό ζήτημα το οποίο ανεδείχθη και να αποφανθεί αν είναι όλα καλά στο δικαιικό μας σύστημα ή αν χρειάζεται να γίνουν κάποιες παρεμβάσεις για την άρση της ατιμωρησίας;
Υπό αυτές τις συνθήκες, δυστυχώς η τροπή των πραγμάτων δείχνει ότι οι θεσμοί της κοινωνίας μας δεν είναι ακόμη έτοιμοι να θέσουν το χέρι της επί τον τύπον των ήλων. Η αρχική μεγάλη αγανάκτηση για όσα υπέστη η Σοφία Μπεκατώρου, δυστυχώς, περιορίζεται. Προϊόντος του χρόνου, μάλιστα, τείνει να προσλάβει τα χαρακτηριστικά ενός σήριαλ με κουτσομπολίστικο περιεχόμενο που δίνει τροφή στις αναλόγου επιπέδου αδηφάγες στήλες των ηλεκτρονικών ή έντυπων μέσων ενημέρωσης.
Σε άλλες χώρες, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, η ανακίνηση τέτοιων θεμάτων δεν περιορίστηκε μόνον στις δημοσιεύσεις των καταγγελιών των θυμάτων. Το περίφημο πλέον «#metoo» ευαισθητοποίησε μεγάλο μέρος της αμερικανικής αλλά και της παγκόσμιας κοινωνίας. Τα πράγματα, όμως, δεν έμειναν απλώς εκεί. Οι θεσμοί ενεργοποιήθηκαν και οι πρωταγωνιστές ήρθαν αντιμέτωποι με τον πέλεκυ της Δικαιοσύνης.
Όπως και να έχει, πάντως, σε ό,τι αφορά τα καθ΄ ημάς, το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν αρκεί να συμφωνούμε οι περισσότεροι στη γενικόλογη διαπίστωση – ευχή περί της ανάγκης «να πέσει άπλετο φως». Χρειάζεται κάτι περισσότερο. Και αυτό δεν μπορεί να είναι τίποτε λιγότερο από την επιβεβλημένη κάθαρση. Την κάθαρση που θα λειτουργήσει λυτρωτικά για τα θύματα της κακοποίησης. Πρωτίστως, όμως, την κάθαρση που, αν μη τι άλλο, με τη δύναμη της απαξίας θα δημιουργήσει προηγούμενο για όποιον μελλοντικά διανοηθεί να επαναλάβει αυτού του είδους τις αποτρόπαιες πράξεις.
Υ.Γ.: Ισχυρισμοί του τύπου «γιατί τα θυμήθηκαν μετά από τόσα χρόνια;», «εμένα δεν με παρενόχλησε κανείς, επειδή δεν έδωσα ποτέ δικαιώματα» ή «όλα γίνονται για λόγους αντεκδίκησης» ελέγχονται ως παντελώς ανυπόστατοι. Και, σε κάθε περίπτωση, μαρτυρούν αφελή άγνοια όταν δεν υποκρύπτουν ενοχική υποκρισία.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα