Ανάμεσα στον ιό και τη φτώχεια
Γιάννης Μακρυγιάννης
Ανάμεσα στον ιό και τη φτώχεια
Από την αρχή της δοκιμασίας με τον κορωνοϊό υπήρξε ένα διακύβευμα: πώς θα προστατέψουμε το αγαθό της υγείας και τις ανθρώπινες ζωές, έστω κι αν χρειαστεί να περιορίσουμε δραστικά την κοινωνική και οικονομική ζωή.
Με τον καιρό και διαπιστώνοντας ότι η πανδημία δεν είναι υπόθεση λίγων εβδομάδων ή μηνών άρχισε να μπαίνει το δίλλημα: μέχρι ποίου σημείου, προκειμένου να γλιτώσουμε ζωές από τον ιό, βάζουμε στην κοινωνικοοικονομική ζωή περιορισμούς, οι οποίοι όμως έχουν σοβαρές επιπτώσεις, όπως ύφεση, φτώχεια, ψυχολογικά προβλήματα και άλλα παρόμοια;
Από τις περισσότερες δυτικές χώρες επιχειρήθηκε να βρεθεί, χωρίς πάντα επιτυχές αποτέλεσμα, μία ισορροπία ώστε να υπάρχουν οι λιγότερες δυνατές απώλειες και στα δύο μέτωπα. Ελάχιστες χώρες, κυρίως στην νοτιοανατολική Ασία, την εμπειρία της οποίας σε τέτοιες δοκιμασίες αγνόησε δυστυχώς η Ευρώπη, μαζί και η χώρα μας, πέτυχαν και στα δύο πεδία.
Ειδικά στην Ελλάδα προκρίθηκε και ορθώς στο πρώτο κύμα η δραστική καραντίνα και πήγε καλά η μάχη για την προστασία της υγείας. Στο ενδιάμεσο κάπως μπλέχτηκε η ιστορία. Ο συνδυασμός των δύο μαχών δεν έγινε με τον καλύτερο τρόπο. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να χαθεί η μάχη της οικονομίας (του τουρισμού δηλαδή) και έτσι να έχουμε μία από τις χειρότερες υφέσεις στο τρίτο τρίμηνο, ενώ αρχίσαμε να χάνουμε και τη μάχη για την υγεία, κάτι που φάνηκε στην εκδήλωση του δεύτερου κύματος ειδικά το δίμηνο Νοέμβριος – Δεκέμβριος, όταν είχαμε από τα χειρότερα ποσοστά θνησιμότητας σε όλο τον κόσμο.
Στην αρχή του νέου χρόνου η χώρα είναι σε δύσκολη θέση και στα δύο μέτωπα, εξ ου και το δίλλημα, που προκαλεί υπόγεια ή και φανερή κρίση ανάμεσα στην κυβέρνηση και τους επιστήμονες: να παραμείνει εντελώς κλειστή η αγορά, ώστε να μην κρασάρει πάλι το σύστημα υγείας ή να ανοίξουν δραστηριότητες με κίνδυνο μία νέα έξαρση, εντελώς ανεξέλεγκτη, που ίσως θα κοστίσει πολλές ανθρώπινες ζωές; Να αυστηροποιηθούν τα περιοριστικά μέτρα, που θα αποτρέψουν τη μετάδοση του ιού ή να χαλαρώσουν για να μην οδηγηθούν οι κοινωνικές αντοχές σε οριακές καταστάσεις;
Η κυβέρνηση μοιάζει να τα έχει χαμένα. Και στην προσπάθειά της να απεκδυθεί ευθυνών ρίχνει τις ευθύνες στους επιστήμονες, όπως έκανε για παράδειγμα με το μη έγκαιρο κλείσιμο της Θεσσαλονίκης τον Οκτώβριο.
Από την άλλη η επιτροπή βλέπει για παράδειγμα ότι η κυβέρνηση διαχειρίζεται την κατάσταση ανάλογα με τις πολιτικές της επιδιώξεις, όπως έκανε ανεχόμενη το άνοιγμα των εκκλησιών κατά την εορτή των Φώτων.
Η καχυποψία έχει πλέον εμφιλοχωρήσει στις σχέσεις των δύο πλευρών. Η μεν κυβέρνηση ξέρει ότι εάν μείνουν τα πάντα ή σχεδόν τα πάντα κλειστά για δύο τρεις μήνες ακόμα, το κόστος στην οικονομία θα είναι τεράστιο και το μνημόνιο για το οποίο μιλούσε κάποια στιγμή ο Σκυλακάκης, ίσως καταστεί αναπόφευκτο. Οι δε επιστήμονες αντιλαμβάνονται ότι μπορεί να φορτωθούν ευθύνες που δεν τους αναλογούν και εμφανίζονται ιδιαίτερα συντηρητικοί.
Έτσι, οι γιατροί τρομάζουν στην ιδέα ότι το σύστημα υγείας θα πιεστεί, καθώς γνωρίζουν τις αντοχές του, οι δε επιχειρηματίες, εργαζόμενοι και ελεύθεροι επαγγελματίες ζουν με το φάσμα της διάλυσης.
Μέσα σε αυτό το κλίμα υπάρχει πράγματι ο κίνδυνος να χαθούν και πάλι οι μάχες και στα δύο μέτωπα: και στην υγεία και στην οικονομία.
Για πολλούς γνωστούς λόγους, όπως η τακτική του no testing, η απουσία ουσιαστικά ιχνηλάτησης, η έλλειψη ουσιαστικής επιδημιολογικής εικόνας – κυνηγάμε τον ιό διαρκώς – η μη προετοιμασία, (ακόμα!), του συστήματος υγείας και άλλους.
Αλλά και έναν καινούργιο: η υπερεπένδυση στην ελπίδα του εμβολίου θολώνει την ανάγκη να βελτιωθούν πράγματα σε όλο το φάσμα της σύγκρουσης με την πανδημία και να βρεθούν βέλτιστες λύσεις και στα δύο μέτωπα. Το εμβόλιο μπορεί πράγματι να σώσει ζωές και να αποσυμπιέσει το σύστημα υγείας υπό την προϋπόθεση ότι θα έρθουν έγκαιρα (που δεν φαίνεται) επαρκείς ποσότητες (που επίσης δεν φαίνεται), αλλά και να είναι έτοιμος ο κρατικός μηχανισμός να κάνει τους εμβολιασμούς. Μία απλή αντιπαραβολή των δηλώσεων των ίδιων των κυβερνητικών παραγόντων για τη δυναμικότητα του συστήματος να κάνει εμβολιασμούς και τους υπερφιλόδοξους στόχους που τίθενται επίσης από τους ίδιους, θα καταλάβει κανείς ότι ούτε αυτό φαίνεται!
Από τις περισσότερες δυτικές χώρες επιχειρήθηκε να βρεθεί, χωρίς πάντα επιτυχές αποτέλεσμα, μία ισορροπία ώστε να υπάρχουν οι λιγότερες δυνατές απώλειες και στα δύο μέτωπα. Ελάχιστες χώρες, κυρίως στην νοτιοανατολική Ασία, την εμπειρία της οποίας σε τέτοιες δοκιμασίες αγνόησε δυστυχώς η Ευρώπη, μαζί και η χώρα μας, πέτυχαν και στα δύο πεδία.
Ειδικά στην Ελλάδα προκρίθηκε και ορθώς στο πρώτο κύμα η δραστική καραντίνα και πήγε καλά η μάχη για την προστασία της υγείας. Στο ενδιάμεσο κάπως μπλέχτηκε η ιστορία. Ο συνδυασμός των δύο μαχών δεν έγινε με τον καλύτερο τρόπο. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να χαθεί η μάχη της οικονομίας (του τουρισμού δηλαδή) και έτσι να έχουμε μία από τις χειρότερες υφέσεις στο τρίτο τρίμηνο, ενώ αρχίσαμε να χάνουμε και τη μάχη για την υγεία, κάτι που φάνηκε στην εκδήλωση του δεύτερου κύματος ειδικά το δίμηνο Νοέμβριος – Δεκέμβριος, όταν είχαμε από τα χειρότερα ποσοστά θνησιμότητας σε όλο τον κόσμο.
Στην αρχή του νέου χρόνου η χώρα είναι σε δύσκολη θέση και στα δύο μέτωπα, εξ ου και το δίλλημα, που προκαλεί υπόγεια ή και φανερή κρίση ανάμεσα στην κυβέρνηση και τους επιστήμονες: να παραμείνει εντελώς κλειστή η αγορά, ώστε να μην κρασάρει πάλι το σύστημα υγείας ή να ανοίξουν δραστηριότητες με κίνδυνο μία νέα έξαρση, εντελώς ανεξέλεγκτη, που ίσως θα κοστίσει πολλές ανθρώπινες ζωές; Να αυστηροποιηθούν τα περιοριστικά μέτρα, που θα αποτρέψουν τη μετάδοση του ιού ή να χαλαρώσουν για να μην οδηγηθούν οι κοινωνικές αντοχές σε οριακές καταστάσεις;
Η κυβέρνηση μοιάζει να τα έχει χαμένα. Και στην προσπάθειά της να απεκδυθεί ευθυνών ρίχνει τις ευθύνες στους επιστήμονες, όπως έκανε για παράδειγμα με το μη έγκαιρο κλείσιμο της Θεσσαλονίκης τον Οκτώβριο.
Από την άλλη η επιτροπή βλέπει για παράδειγμα ότι η κυβέρνηση διαχειρίζεται την κατάσταση ανάλογα με τις πολιτικές της επιδιώξεις, όπως έκανε ανεχόμενη το άνοιγμα των εκκλησιών κατά την εορτή των Φώτων.
Η καχυποψία έχει πλέον εμφιλοχωρήσει στις σχέσεις των δύο πλευρών. Η μεν κυβέρνηση ξέρει ότι εάν μείνουν τα πάντα ή σχεδόν τα πάντα κλειστά για δύο τρεις μήνες ακόμα, το κόστος στην οικονομία θα είναι τεράστιο και το μνημόνιο για το οποίο μιλούσε κάποια στιγμή ο Σκυλακάκης, ίσως καταστεί αναπόφευκτο. Οι δε επιστήμονες αντιλαμβάνονται ότι μπορεί να φορτωθούν ευθύνες που δεν τους αναλογούν και εμφανίζονται ιδιαίτερα συντηρητικοί.
Έτσι, οι γιατροί τρομάζουν στην ιδέα ότι το σύστημα υγείας θα πιεστεί, καθώς γνωρίζουν τις αντοχές του, οι δε επιχειρηματίες, εργαζόμενοι και ελεύθεροι επαγγελματίες ζουν με το φάσμα της διάλυσης.
Μέσα σε αυτό το κλίμα υπάρχει πράγματι ο κίνδυνος να χαθούν και πάλι οι μάχες και στα δύο μέτωπα: και στην υγεία και στην οικονομία.
Για πολλούς γνωστούς λόγους, όπως η τακτική του no testing, η απουσία ουσιαστικά ιχνηλάτησης, η έλλειψη ουσιαστικής επιδημιολογικής εικόνας – κυνηγάμε τον ιό διαρκώς – η μη προετοιμασία, (ακόμα!), του συστήματος υγείας και άλλους.
Αλλά και έναν καινούργιο: η υπερεπένδυση στην ελπίδα του εμβολίου θολώνει την ανάγκη να βελτιωθούν πράγματα σε όλο το φάσμα της σύγκρουσης με την πανδημία και να βρεθούν βέλτιστες λύσεις και στα δύο μέτωπα. Το εμβόλιο μπορεί πράγματι να σώσει ζωές και να αποσυμπιέσει το σύστημα υγείας υπό την προϋπόθεση ότι θα έρθουν έγκαιρα (που δεν φαίνεται) επαρκείς ποσότητες (που επίσης δεν φαίνεται), αλλά και να είναι έτοιμος ο κρατικός μηχανισμός να κάνει τους εμβολιασμούς. Μία απλή αντιπαραβολή των δηλώσεων των ίδιων των κυβερνητικών παραγόντων για τη δυναμικότητα του συστήματος να κάνει εμβολιασμούς και τους υπερφιλόδοξους στόχους που τίθενται επίσης από τους ίδιους, θα καταλάβει κανείς ότι ούτε αυτό φαίνεται!
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα