Θαλάσσιος Χωροταξικός Σχεδιασμός - Η ώρα της Αλήθειας
Αλέξανδρος Δεσποτόπουλος

Αλέξανδρος Δεσποτόπουλος

Θαλάσσιος Χωροταξικός Σχεδιασμός - Η ώρα της Αλήθειας

Ο Θαλάσσιος Χωροταξικός Σχεδιασμός (ΘΧΣ), ο οποίος ανακοινώθηκε προσφάτως από την Κυβέρνηση, δεν αποτελεί απλώς μια θεσμική συμμόρφωση με τις επιταγές της Οδηγίας 2014/89/ΕΕ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά συνιστά και μία βαθειά πολιτική και γεωστρατηγική πράξη με άμεση εμβέλεια στο πεδίο της ασφάλειας, της άσκησης κυριαρχικών δικαιωμάτων και της εθνικής στρατηγικής ευρύτερα

Η ανακοίνωση του ΘΧΣ, συνοδευόμενη από τον σχετικό χάρτη, εγγράφεται σε μία συνεπή προσπάθεια της Ελλάδας να προτάξει το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, με ειδική αναφορά στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982 (UNCLOS), και να εμπεδώσει την ύπαρξη μιας κυριαρχικής γεωπολιτικής συνείδησης που δεν υποτάσσεται σε συγκυριακές πιέσεις ή διπλωματικές εκπτώσεις. Πράγματι, το γεγονός ότι η Ελλάδα προχώρησε στην ανακοίνωση του ΘΧΣ —καθυστερημένα, καθότι ήδη από το 2021 όφειλε να έχει εκπληρώσει την υποχρέωση αυτή— υπαγορεύθηκε όχι μόνο από την ανάγκη αποφυγής περαιτέρω κυρώσεων από την ΕΕ, αλλά και από τη συνειδητή επιλογή να χαράξει τα όρια της εθνικής της παρουσίας στο θαλάσσιο γεωσύστημα με μεθοδολογική και νομική αρτιότητα.

Χωρίς αμφιβολία, η δημοσιοποίηση του χάρτη που συνοδεύει τον ΘΧΣ εγγράφεται σε μία σαφή στρατηγική: την εμπέδωση του νομικού και επιχειρησιακού πλαισίου των ελληνικών αξιώσεων στον θαλάσσιο χώρο. Σε αντίθεση με παλαιότερες φάσεις της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, η οποία λειτουργούσε κυρίως σε αντιδράσεις προς κινήσεις τρίτων, εδώ έχουμε μία πρόδηλη εκδήλωση πρωτοβουλίας με θετικό πρόσημο. Η Ελλάδα, αντί να επιλέγει τον δρόμο της σιωπηλής αποδοχής των εκκρεμοτήτων, προβάλλει πλέον με σαφήνεια την εθνική της αντίληψη για την έκταση των θαλασσίων ζωνών της, επιβεβαιώνοντας αφενός την προσήλωσή της στο Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS), αφετέρου τη βούλησή της να αποκτήσει ενεργό ρόλο στον σχεδιασμό του γεωστρατηγικού της μέλλοντος.

Είναι καθοριστικής σημασίας το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν αρκέστηκε σε μία ρητορική περί «νομικών δυνατοτήτων», αλλά καταθέτει τον ΘΧΣ ως επίσημο έγγραφο σε διεθνή θεσμικό οργανισμό. Η αποτύπωση των ελληνικών θέσεων εντός του κοινοτικού πλαισίου συνιστά έμμεση νομιμοποίηση των εθνικών αξιώσεων και δημιουργεί, de facto, νέα θεσμικά τετελεσμένα. Αποτελεί επίσης, σημαντικό εργαλείο υπεράσπισης σε οποιοδήποτε μελλοντικό πεδίο διαπραγμάτευσης ή δικαστικής διαδικασίας. Πλέον, η ελληνική θέση δεν είναι απλώς λόγος, αλλά είναι και κείμενο. Δεν είναι μόνον άποψη, είναι καταγραφή.

Ο Σχεδιασμός λοιπόν λειτουργεί ως εργαλείο στρατηγικής πίεσης προς την Άγκυρα, στέλνοντας σαφές μήνυμα ότι ο διάλογος δεν μπορεί να προχωρήσει εάν η Τουρκία συνεχίσει να εμμένει στις αναθεωρητικές, μαξιμαλιστικές της διεκδικήσεις, οι οποίες παραβιάζουν το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας και επιχειρούν την απονομιμοποίηση βασικών αρχών, όπως η επήρεια των νησιών. Η Ελλάδα, με τον ΘΧΣ, αποδεικνύει ότι διαθέτει σαφές στρατηγικό πλαίσιο και δεν προσεγγίζει τη διαδικασία του διαλόγου από θέση αμυνόμενου, αλλά ως ώριμο κράτος δικαίου, που επιλέγει τη θεσμική οδό αλλά διατηρεί τη δυνατότητα δυναμικών κινήσεων. Το μήνυμα είναι σαφές: είτε η Τουρκία θα προσέλθει σε έναν ουσιαστικό, ισότιμο και νομικά θεμελιωμένο διάλογο, αποσύροντας τις μαξιμαλιστικές της απαιτήσεις, είτε θα κληθεί να αντιμετωπίσει μία Ελλάδα που δεν αρκείται πλέον σε ρητορικά σχήματα, αλλά προχωρεί σε συγκεκριμένες ενέργειες ενίσχυσης των εθνικών της θέσεων με πλήρη διεθνή κάλυψη.

Τεχνικά, η απεικόνιση των θαλασσίων ζωνών σε χάρτη, αποτυπώνει με σαφήνεια τις απόψεις της Ελλάδος περί της υφιστάμενης και δυνητικής της δικαιοδοσίας στο Αιγαίο, την Ανατολική Μεσόγειο και το Ιόνιο. Περιλαμβάνει ήδη συναφθείσες συμφωνίες, όπως οι ελληνοϊταλικές του 1977 και του 2020, καθώς και την τμηματική συμφωνία με την Αίγυπτο το 2020, και τις συνδυάζει με τη θεσμική βάση του Νόμου Μανιάτη (ν. 4001/2011), ο οποίος καθορίζει τις εξωτερικές οριοθετήσεις βάσει της αρχής της μέσης γραμμής. Η ελληνική θέση παραμένει πάγια και διαχρονική: όλα τα νησιά, ανεξαρτήτως μεγέθους και απόστασης από την ηπειρωτική χώρα, διαθέτουν πλήρη επήρεια σε όλες τις θαλάσσιες ζώνες. Το ότι η Αθήνα προχώρησε σε τμηματικές συμφωνίες, αποδεχόμενη μερική επήρεια σε ορισμένα νησιά, δεν συνιστά αλλοίωση της βασικής αρχής, αλλά αναγκαία στρατηγική παραχώρηση προκειμένου να συναφθούν διμερείς συμβάσεις με συγκεκριμένους εταίρους, στο πλαίσιο του πραγματισμού που επιβάλλει η διεθνής διαπραγμάτευση.

Η σημασία του ΘΧΣ αναδεικνύεται, επίσης, στο γεγονός ότι αποτυπώνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της Ελλάδος στα 6 ναυτικά μίλια (με εξαίρεση το Ιόνιο, όπου επεκτάθηκε στα 12 ν.μ.), διατηρώντας ρητώς το δικαίωμα επέκτασής της οποτεδήποτε και σε οποιαδήποτε περιοχή, σύμφωνα με την UNCLOS, την οποία η Τουρκία επιλέγει να μην αποδέχεται. Εδώ οφείλουμε να αναδείξουμε ένα κρίσιμο στοιχείο: η Τουρκία, αν και μη συμβαλλόμενο μέρος της UNCLOS, επιμένει να εκλαμβάνει κάθε ελληνική πράξη ενάσκησης δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτήν ως μονομερή πρόκληση. Πρόκειται περί λογικού παραδόξου: μία χώρα η οποία δεν αποδέχεται τη διεθνή συνθήκη, επικαλείται την παραβίασή της. Η αντίφαση αυτή δεν μπορεί να παραγνωρίζεται από την επιστημονική και διπλωματική κοινότητα. Ο ΘΧΣ αποτελεί, λοιπόν, ένα επίσημο και αδιαμφισβήτητο τεκμήριο ότι η Ελλάδα επιλέγει τη νομιμότητα έναντι του τακτικισμού. Επιπλέον, το γεγονός ότι ο εν λόγω χάρτης δεν ταυτίζεται με τον λεγόμενο «χάρτη της Σεβίλλης», όπως κακόπιστα διατείνεται η Άγκυρα, καταρρίπτει τον μύθο περί «μαξιμαλιστικών» ελληνικών αξιώσεων. Αντιθέτως, αποτυπώνει την εθνική αντίληψη περί του θαλασσίου χώρου εκεί όπου δεν υπάρχουν ακόμη συμφωνίες, προτάσσοντας πάντα την αρχή της καλόπιστης διαπραγμάτευσης.

Οι περιοχές που αποτυπώνονται στον χάρτη του ΘΧΣ και συνιστούν «κόκκινο πανί» για την Άγκυρα και τα Τίρανα είναι συγκεκριμένες και απολύτως αναγνωρίσιμες. Στην περίπτωση της Τουρκίας, η ένταση επικεντρώνεται στον θαλάσσιο χώρο μεταξύ Καστελλορίζου, Καρπάθου, Κάσου, Κρήτης και μέχρι του 28ου μεσημβρινού, δηλαδή την περιοχή που αποτελεί τον πυρήνα της τουρκικής θεωρίας περί «Γαλάζιας Πατρίδας» και των προσφάτων συμφωνιών της Τουρκίας με το καθεστώς της Τρίπολης στη Λιβύη. Η αποτύπωση των ελληνικών θέσεων στο συγκεκριμένο τόξο αποκαλύπτει –για πρώτη φορά σε επίπεδο επίσημου κοινοτικού εγγράφου– την ελληνική θέση στην πλήρη επήρεια των νησιών και την απόρριψη της τουρκικής ερμηνείας περί περιορισμένων ή ανύπαρκτων θαλασσίων δικαιωμάτων σε αυτά.

Η ένταση που προκαλείται δεν είναι απλώς αποτέλεσμα διαφορετικών ερμηνειών. Είναι το αποτέλεσμα της ελληνικής απόφασης να αποτυπώσει σε θεσμικό χάρτη τη θεμελιώδη γεωπολιτική της αντίληψη: ότι το σύμπλεγμα Καστελλορίζου – και εν συνόλω τα νησιά της Δωδεκανήσου – διαμορφώνουν με σαφήνεια τις συνθήκες για την επαφή της ελληνικής και της κυπριακής ΑΟΖ. Αυτό το γεγονός έχει κεφαλαιώδη σημασία. Διότι η συνάντηση των ΑΟΖ Ελλάδος και Κυπριακής Δημοκρατίας, με θεμέλιο την επήρεια των νήσων, ακυρώνει πλήρως τη στρατηγική επιδίωξη της Άγκυρας να διασπάσει τον ελληνισμό σε δύο απομονωμένα γεωπολιτικά συμπλέγματα: ένα στα δυτικά (ηπειρωτική Ελλάδα και Ιόνιο) και ένα στα ανατολικά (Κύπρος). Η επιβεβαίωση αυτής της γεωγραφικής συνέχειας μέσω ενός διεθνούς χάρτη νομιμότητας λειτουργεί όχι μόνον ως διπλωματική δήλωση, αλλά και ως έμπρακτη άσκηση εθνικής στρατηγικής.

Κλείσιμο
Εξίσου σημαντική –για διαφορετικούς όμως λόγους– είναι η αποτύπωση των ελληνικών θαλασσίων ζωνών στο Ιόνιο, στην περιοχή των ελληνοαλβανικών επαφών. Η Αλβανία, έχοντας αποσύρει τη συναφθείσα συμφωνία του 2009 μετά από παρέμβαση της Τουρκίας και απόφαση του αλβανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, εμφανίζεται πλέον να τελεί σε θεσμική αμηχανία. Ο ΘΧΣ επαναφέρει στο προσκήνιο τις ελληνικές θέσεις στο βορειοδυτικό θαλάσσιο μέτωπο και, με βάση την αρχή της μέσης γραμμής, υποδεικνύει εκ νέου την αναγκαιότητα οριοθέτησης. Η Αλβανία καλείται να επανέλθει σε διάλογο επί τη βάσει του Διεθνούς Δικαίου, διαφορετικά η θεσμική της αξιοπιστία έναντι της ΕΕ τίθεται σε αμφισβήτηση.

Η τουρκική αντίδραση εδράζεται σε δύο επίπεδα: πρώτον, σε μια εσωτερική ανάγκη της τουρκικής πολιτικής ηγεσίας να απαντήσει στους εθνικιστικούς κύκλους που την κατηγορούν για υποχωρητικότητα, και δεύτερον, στη διαχρονική στρατηγική της Άγκυρας να μην αποδέχεται πλήρη δικαιώματα σε νησιωτικά συμπλέγματα, ιδίως στο Καστελλόριζο. Ωστόσο, το γεγονός ότι η Τουρκία ετοιμάζει δικό της χωροταξικό σχεδιασμό, τον οποίο προτίθεται να καταθέσει στα Ηνωμένα Έθνη και στην UNESCO, δεν θα πρέπει να προκαλεί εφησυχασμό. Πρόκειται για μία προσπάθεια οικοδόμησης de facto αξιώσεων, με όχημα τη θεωρία περί «Γαλάζιας Πατρίδας» και με σκοπό την εμπέδωση αμφισβητούμενων δικαιοδοσιών, στη βάση μιας εθνικής γεωστρατηγικής που απορρίπτει τη συμβατική λογική και το διεθνές δίκαιο και επιδιώκει αναθεώρηση των υφιστάμενων ισορροπιών. Σε αυτό το πλαίσιο, η ελληνική απάντηση δεν μπορεί να είναι άλλη από την επίμονη, ψύχραιμη, αλλά και αποφασιστική υπεράσπιση του διεθνούς δικαίου.

Αξιοσημείωτο είναι, τέλος, και το μήνυμα που εκπέμπεται προς την Αλβανία. Η αποτύπωση των ελληνικών θέσεων στον ΘΧΣ αφορά όχι μόνο την Ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο, αλλά και την περιοχή του Ιονίου. Η Αλβανία, ενώ επιδιώκει ευρωπαϊκή ενταξιακή πορεία, οφείλει να προχωρήσει, όπως έχει δεσμευτεί, σε κοινή προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Ο ΘΧΣ, σε αυτή την περίπτωση, λειτουργεί ως προληπτικός μηχανισμός αποτροπής τετελεσμένων και ως θεσμικό εργαλείο ενίσχυσης της ελληνικής θέσης στην περίπτωση που η Αλβανία επιχειρήσει αυθαίρετη ενέργεια στα όρια των θαλάσσιων ζωνών της.

Το γεγονός ότι ο ΘΧΣ δεν συνιστά οριοθέτηση ΑΟΖ, αλλά αποτύπωση χρήσεων και δικαιοδοσιών, ενισχύει τη σημασία του. Διότι η Ελλάδα δεν επιχειρεί να επιβάλει μονομερώς τις απόψεις της, αλλά να τις θεσμοποιήσει εντός του πλαισίου που της παρέχει το διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο. Πρόκειται για μία σοβαρή στρατηγική, η οποία διαχωρίζει τη στείρα ρητορεία από τη θεσμική δράση, και επιτρέπει την Ελλάδα να κινηθεί εντός πλαισίων νομιμότητας, χωρίς όμως να παραιτείται από την προβολή της ισχύος της σε επίπεδο λόγου, συμβολισμού και θέσης.

Ο ΘΧΣ, λοιπόν, δεν είναι απλά ένας τεχνοκρατικός χάρτης. Είναι πρωτίστως ταυτόχρονα πολιτικό κείμενο, νομικό τεκμήριο και γεωπολιτική δήλωση. Είναι μία πράξη στρατηγικής ωρίμανσης του ελληνικού κράτους, η οποία αν δεν αξιοποιηθεί περαιτέρω με αποφασιστικότητα και συνέπεια, κινδυνεύει να παραμείνει σημειολογική. Ωστόσο, αν αποτελέσει το εφαλτήριο για έναν εθνικό σχεδιασμό με διάρκεια, με προσήλωση στο Δίκαιο και με πίστη στη γεωπολιτική βαρύτητα του ελληνικού χώρου, τότε δεν θα έχουμε να κάνουμε απλώς με ένα ακόμη χαρτογραφικό υπόμνημα, αλλά με μία ιστορική στροφή στη στρατηγική του Ελληνισμού επί των θαλασσών του.

* Αλέξανδρος Δεσποτόπουλος, Διεθνολόγος
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
δειτε ολες τις ειδησεις

Δείτε Επίσης

Συνεχίζοντας σε αυτό τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση των cookies στη συσκευή σας όπως περιγράφεται στην πολιτική cookies

Μάθετε περισσότερα εδώ

Αποδοχή