Ενας αιώνας ιστορίας - Από το περίπτερο που βυθίστηκε σε live μετάδοση στην Πανεπιστημίου... στους περιπτεράδες που αναδείχθηκαν κορυφαίοι επιχειρηματίες
Ενας αιώνας ιστορίας - Από το περίπτερο που βυθίστηκε σε live μετάδοση στην Πανεπιστημίου... στους περιπτεράδες που αναδείχθηκαν κορυφαίοι επιχειρηματίες
Στα 1,2 δισ. ευρώ ο τζίρος ετησίως - Η ιστορία του πρώτου περιπτέρου που λειτούργησε στην Πανεπιστημίου το 1911 και το 1997 έπεσε... θύμα του μετροπόντικα - Το success stories κορυφαίων επιχειρηματιών που ξεκίνησαν από περιπτεράδες
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Κατά τη δεκαετία του ’80, στην πλατεία Κάνιγγος στο κέντρο της Αθήνας, μια πλατεία που έσφυζε από ζωή καθώς σε αυτή βρίσκονταν δεκάδες αφετηρίες ή στάσεις διερχόμενων λεωφορείων και τρόλεϊ, πλήθος καταστημάτων, φροντιστήρια, γραφεία, όπως και το υπουργείο Εμπορίου, υπήρχαν μέχρι και 14 περίπτερα για να εξυπηρετούν τους περαστικούς. Τρία ή τέσσερα μάλιστα διανυκτέρευαν.
Σήμερα, ακολουθώντας την τάση της εποχής, ο αριθμός των ανοιχτών περιπτέρων στην ίδια πλατεία, που εξακολουθεί να κατακλύζεται από περαστικούς, αν και ανακατασκευάστηκε και οι περισσότερες αφετηρίες λεωφορειακών γραμμών έχουν πια απομακρυνθεί, τα ανοιχτά περίπτερα έχουν περιοριστεί σε πέντε. Και ο αριθμός τους αναμένεται να συρρικνωθεί περαιτέρω.
Στην πλατεία Χαλανδρίου τα πράγματα είναι διαφορετικά. Σε σχέση με τρεις δεκαετίες πριν, ο αριθμός των περιπτέρων έχει μειωθεί μόλις κατά δύο και αυτό λόγω ανακατασκευής.
Πέντε, συν τρία σταθερά στη διπλανή πλατεία Δούρου παραμένουν στη θέση τους. Ωστόσο στη λεωφόρο Πεντέλης και τους κάθετους δρόμους, όπου κάποτε υπήρχαν ένα-δύο περίπτερα σχεδόν ανά τετράγωνο, σήμερα έχουν στην κυριολεξία εξαφανιστεί.
Μετά το Χαλάνδρι, σε μία πυκνοκατοικημένη περιοχή και σε διαδρομή τριών χιλιομέτρων, το πρώτο ανοιχτό περίπτερο βρίσκεται στον σταθμό του Προαστιακού «Πεντέλη» και το επόμενο στο κέντρο των Βριλησσίων. Πάνω από δέκα περίπτερα, σε λειτουργία τα προηγούμενα χρόνια, έχουν πλέον εξαφανιστεί από τον χάρτη.
Η εικόνα της αγοράς
Ανάλογη, με μικροδιαφορές, είναι η εικόνα σε όλες τις περιοχές της Αθήνας, από το κέντρο μέχρι τα προάστια. Τα περίπτερα συνεχώς λιγοστεύουν.
Και όσα παραμένουν στις επάλξεις, πασχίζουν να αλλάξουν την εικόνα και τον τρόπο λειτουργία τους για να μη βουλιάξουν οικονομικά.
Ιδια κατάσταση και στη Θεσσαλονίκη και στα άλλα αστικά κέντρα. Ενας κλάδος που επί δεκαετίες αναπτυσσόταν και απλωνόταν, με τα περίπτερα να αποτελούν σήμα κατατεθέν της εμπορικής ζωής της χώρας, βιτρίνα της στους τουρίστες, καθώς αποτελούν μία καθαρά ελληνική και μάλιστα ιδιοφυή πατέντα μικροεπιχειρηματικότητας, αλλά και αποτυπώνοντας με μοναδική αυθεντικότητα τον εκάστοτε κοινωνικό σφυγμό, τείνουν να καταστούν είδος εν ανεπαρκεία.
Κλείσιμο
Την περασμένη εβδομάδα, ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Μισθωτών Περιπτέρων Θεόδωρος Μάλλιος έκρουσε, για μία ακόμη φορά, τον κώδωνα του κινδύνου.
Περίπου 6.300 περίπτερα υπολογίζεται ότι έβαλαν λουκέτο τα τελευταία 15 χρόνια, με αφετηρία την έναρξη της μνημονιακής κρίσης, το 2009-2010. Χονδρικά, το 2010 υπήρχαν στην Ελλάδα περίπου 10.000 περίπτερα, ενώ το 2024 καταγράφηκαν μόλις 4.000.
Ακόμη πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ετήσιας έρευνας Census της NielsenIQ, από τα 9.904 περίπτερα που λειτουργούσαν πανελλαδικά το 2010, το 2023 είχαν μείνει ανοιχτά μόλις τα 4.358, δηλαδή λιγότερα κατά 56%. Ενώ υπολογίζεται ότι άλλα 300 έκλεισαν εντός του 2024, δηλαδή ακόμη ένα 0,5%. Σε συχνότητα, την τελευταία 15ετία, 420 ετησίως ή ένα (και… κάτι) περίπτερο έκλεινε καθημερινά.
Στον Δήμο Αθηναίων -για την προαναφερόμενη περίοδο- τα περίπτερα μειώθηκαν από 1.200 σε περίπου 450, ενώ στο συγκρότημα της Θεσσαλονίκης ο πτωτικός ρυθμός ήταν πιο εντυπωσιακός, από 3.000 το 2010, πέρυσι τα περίπτερα ήταν περίπου 700.
Στην Πάτρα έχουν απομείνει μόλις 117 περίπτερα, από 332 μία δεκαετία πριν. Στη Λάρισα 65, από 130.
Μόνες εξαιρέσεις φαίνεται να είναι τα περίπτερα σε γειτονιές των αστικών κέντρων με πυκνή κατοίκηση, που φαίνεται ακόμη να αντέχουν. Αλλά για πόσο; Η απάντηση δεν είναι αισιόδοξη, αλλά ούτε και τόσο αποθαρρυντική όσο έδειξαν τα παραπάνω στοιχεία.
Η συρρίκνωση του αριθμού των περιπτέρων συνεχίζεται, αλλά με μειωμένο ρυθμό.
Σύμφωνα με την περυσινή (Μάιος - Ιούνιος 2024) κλαδική μελέτη της ICAP CRIF για τον κλάδο των καταστημάτων, της μικρής λιανικής (περίπτερα, καταστήματα ψιλικών, παντοπωλεία/μίνι μάρκετ), η συγκεκριμένη αγορά αποδεικνύεται εξόχως ανθεκτική, καθώς αθροίζει ετήσιες πωλήσεις 5,15 δισ. ευρώ.
Τα περίπτερα απορροφούν το 23,3% των πωλήσεων αυτών, δηλαδή 1,2 δισ. ευρώ έσοδα τον χρόνο, αν και μειωμένα κατά 2% σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο. Το κέρδος του υπολογίζεται σε 9%-10% επί του τζίρου, άρα πάνω από 110 εκατ. ευρώ ετησίως. Το 41,4% του συνολικού αριθμού των εν λειτουργία περιπτέρων βρίσκεται σε Αττική και Θεσσαλονίκη.
Ο ανταγωνισμός
Γιατί, όμως, τα περίπτερα λιγοστεύουν ακόμη και σε εκείνα τα σημεία που δεν θα το περίμενε κανείς, όπως κεντρικές πλατείες, δρόμοι, ακόμη και τουριστικές περιοχές και είναι πλέον δυσεύρετα;
Μια πρώτη βασική αλήθεια είναι ότι αλλάζει και η φυσιογνωμία τους. Η επιχειρηματική τους ταυτότητα και το κοινωνικό τους αποτύπωμα. Παλαιότερα είχαν σχεδόν αποκλειστικότητα στα προϊόντα που πουλούσαν.
Στο επίκεντρο αρχικά τα τσιγάρα, οι εφημερίδες και τα περιοδικά, τα σοκολατοειδή, οι καραμέλες. Σταδιακά προστέθηκαν τα προϊόντα ψυγείου, αναψυκτικά, μπίρες και παγωτά. Ακόμη και άλλα είδη πρώτης ανάγκης, από συσκευασμένο καφέ και σνακ μέχρι παυσίπονα και είδη πρώτων βοηθειών και άλλα είδη.
Σήμερα, όμως, σε αυτή τη διαρκώς αναπτυσσόμενη, αλλά και ισχυρά ανταγωνιστική αγορά των 5,15 δισ., της μικρής λιανικής, οι διαφορετικοί νέοι παίκτες προσαρμόζονται ευκολότερα και ανταποκρίνονται πιο δυναμικά στις νέες αγοραστικές απαιτήσεις.
Αυτό είναι μάλλον το μεγαλύτερο πρόβλημα των παραδοσιακών περιπτερούχων που μάχονται να αντέξουν στον σκληρό ανταγωνισμό της αγοράς. Ενώ δηλαδή η μικρή λιανική έχει εξελιχθεί σε «ιερό δισκοπότηρο» του retail, τα περίπτερα, δηλαδή πάνω από το 1/5 του κλάδου αυτού, ουσιαστικά «ψυχορραγούν».
Τα πράγμα είναι ακόμα απλούστερα. Οι επιχειρήσεις που μπορούν να ικανοποιήσουν τις διαρκώς μεταβαλλόμενες ανάγκες των καταναλωτών έχουν το πάνω χέρι. Και ποιες είναι αυτές πλέον;
Οι καταναλωτές θέλουν τα καταστήματα της μικρής λιανικής, ανάμεσά τους και τα περίπτερα επομένως, να διαθέτουν όσο το δυνατόν πιο διευρυμένη ποικιλία προϊόντων, από βασικά είδη μέχρι εξειδικευμένα προϊόντα υγείας και ευεξίας, αλλά ακόμα και λύσεις φαγητού και καφέ on the go, να έχουν διευρυμένο ωράριο, ακόμη και επτά ημέρες την εβδομάδα και επί 24 ώρες το 24ωρο, να κάνουν προσφορές, να δέχονται ηλεκτρονικές πληρωμές, ακόμη και να είναι κόμβος για υπηρεσίες παράδοσης και παραλαβής δεμάτων.
Σε πόσα από τα παραπάνω είναι δυνατόν να ανταποκριθούν τα περίπτερα; Οχι σε πολλά, οι περιορισμοί είναι σημαντικοί. Αλλά οι εναπομείναντες δίνουν τη μάχη όπως μπορούν.
Γνωρίζοντας ότι αφού οι αγοραστικές συνήθειες άλλαξαν άρδην, είναι πια μονόδρομος να προσπαθήσουν να αλλάξουν. Να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα της αγοράς ώστε να αντέξουν στον έντονο ανταγωνισμό και να επιβιώσουν. Πολλοί, βεβαίως, δεν τα καταφέρνουν και αποσύρονται.
Τα ειδικότερα «αγκάθια»
Υπάρχουν και άλλα ειδικότερα προβλήματα, βεβαίως, που δίνουν τον τόνο στη συρρίκνωση του αριθμού των περιπτέρων.
Στη βάση της πυραμίδας, πάντα, η φύση της δουλειάς.
Εξαντλητικά ωράρια για τους απασχολούμενους ιδιοκτήτες, μειωμένα κέρδη όταν αναγκάζονται να χρησιμοποιούν εργαζόμενους.
Ανασφάλεια, μεροκάματο του τρόμου τις νυχτερινές ώρες, δεν είναι λίγα τα θύματα ληστειών από αδίστακτους εγκληματίες μέχρι και δολοφόνους.
Και απέναντί τους, την ίδια ώρα, τα μεγαλύτερα 24/7 καταστήματα λιανικής, με προφανή σημαντικά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα.
Τα έσοδα δεν αυξάνονται, η χρήση POS μείωσε τα κέρδη, μετά τη μνημονιακή κρίση που μείωσε τους τζίρους και των περιπτέρων ήρθε η πανδημία και τα lockdowns που ώθησαν μαζικά τους καταναλωτές στις ηλεκτρονικές αγορές ακόμα και για τα πλέον χρειώδη. Και κερασάκι στην τούρτα η μεγάλη αύξηση του ενεργειακού κόστους, ιδίως μετά την πολεμική σύρραξη στην Ουκρανία.
Ακόμη, η αντικαπνιστική εκστρατεία μείωσε σημαντικά την κατανάλωση καπνικών προϊόντων, που κάποτε ήταν το δέλεαρ για να φτάσει κανείς στο ταμείο του περιπτέρου. Το ίδιο και η κρίση του Τύπου.
Τα μισά περίπτερα σχεδόν δεν πουλάνε πια εφημερίδες και περιοδικά, στην επαρχία μάλιστα το ποσοστό αγγίζει και το 90%. Ολα αυτά συνέβαλαν στην πτώση του τζίρου των περιπτέρων.
Το νέο καθεστώς
Ακόμη η αλλαγή της νομοθεσίας σχετικά με τις άδειες και τη λειτουργία των περιπτέρων, όπου με την παρέμβαση της τρόικας οι σχετικές αρμοδιότητες από το υπουργείο Εθνικής Αμυνας πέρασαν στο Εσωτερικών και από εκεί καθαρά στους δήμους, οι οποίοι έχουν τη θεσμική για την αδειοδότηση και τη χωροταξική αρμοδιότητα, δεν απέδωσε.
Μετά το 2012 και την αλλαγή της αρμοδιότητας χορήγησης αδειών, οι παλιές άδειες περιπτέρων, που αφορούσαν τους αναπήρους πολέμου και των Σωμάτων Ασφαλείας, παρέμειναν μέχρι να εξαντληθούν.
Σε ένα μεγάλο μέρος αυτών δεν υπήρχε διάδοχη κατάσταση και το 70% των περιπτέρων πλέον δημοπρατείται σε δημόσιο πλειστηριασμό, με διαδικασία παρόμοια των δημοτικών ακινήτων, αναψυκτηρίων κ.λπ., ενώ το υπόλοιπο 30% δίνεται σε Ατομα με Αναπηρία άνω του 67% και πολύτεκνους με εισοδηματικά κριτήρια που μπαίνουν σε δημόσια κλήρωση.
Ωστόσο, πολλοί εξ αυτών αναγκάστηκαν να παραιτηθούν του δικαιώματός τους, καθώς τα περίπτερα που πήραν ήταν άγονα -δεν ενδιαφερόταν κανείς να τα νοικιάσει, καθώς δεν είχαν κίνηση για να αποδίδουν κέρδη- και αναγκάζονταν να πληρώνουν ασκόπως το επιβληθέν τέλος κουβουκλίου.
Παράλληλα, οι αυστηρότεροι κανόνες που θεσπίστηκαν και οι νέοι πολεοδομικοί περιορισμοί, σε συνδυασμό με το συνήθως υψηλό κόστος της ενοικίασης του χώρου -πέρα από τις άδειες λειτουργίας- αποτέλεσαν τροχοπέδη για πολλούς ιδιοκτήτες περιπτέρων.
Πολλοί δήμοι έχουν περιορίσει τη χορήγηση νέων αδειών, ενώ απομάκρυναν πολλά περίπτερα από κεντρικές περιοχές για αισθητικούς λόγους, την απελευθέρωση του δημόσιου χώρου, αλλά και για να μην εξελιχθούν ακόμη και σε εστίες μόλυνσης. Ετσι, πολλά περίπτερα παραμένουν ξενοίκιαστα και τελικά οι δήμοι τα «ξηλώνουν».
Πώς αντιδρούν
Οι περισσότεροι περιπτερούχοι μάχονται απεγνωσμένα να αλλάξουν τη μοίρα της μικρο-επιχείρησής τους.
Κάποιοι από μόνοι τους ανανεώνουν και εκσυγχρονίζουν το περίπτερό τους, πλουτίζουν την γκάμα των προϊόντων που διαθέτουν, στριμώχνουν πολλά και διαφορετικά είδη αξιοποιώντας κάθε τετραγωνικό εκατοστό του διαθέσιμου χώρου τους ώστε να μοιάζει περισσότερο με μίνι μάρκετ και ως εκ τούτου να λειτουργήσουν πιο ανταγωνιστικά.
Αλλοι αλλάζουν σημείο και ρισκάρουν να πληρώσουν βεβαίως αυξημένο ενοίκιο σε προνομιακές περιοχές και τέλη κουβουκλίου, πιστεύοντας ότι θα αυξήσουν τον τζίρο τους. Αλλοι εντάσσονται σε αλυσίδες μικρής λιανικής, οι οποίες πάντως προτιμούν περισσότερο τα μεγαλύτερα καταστήματα.
Πολλοί προσφεύγουν σε διάφορες άλλες λύσεις για να επιβιώσουν. Πολλά έχουν αλλάξει εντελώς τη χρήση τους, ιδίως στο κέντρο της πρωτεύουσας.
Στην Ομόνοια, λοιπόν, στην Αθηνάς, στην Πανεπιστημίου, ακόμα και πέριξ αυτών, δεν είναι λίγα τα περίπτερα που πουλάνε αποκλειστικά από προϊόντα ηλεκτρονικού τσιγάρου, θήκες και αξεσουάρ για κινητά μέχρι μπιζού ή ζώνες και πορτοφόλια και άλλα δερμάτινα είδη, ακόμη και γυαλιά ηλίου και σκελετούς.
Οχι, όμως, μόνο σε τουριστικές περιοχές ή το Σύνταγμα, αλλά ακόμα και στην Κηφισιά, στο Χαλάνδρι και τη Γλυφάδα διαθέτουν, σε μεγάλη ποικιλία μάλιστα, ποικιλία από ξένες εφημερίδες και περιοδικά.
Το πλήγμα
Οι ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις μέχρι την είσοδο πια στην ψηφιακή εποχή μετέβαλλαν άρδην τα καταναλωτικά πρότυπα και τις συνήθειες, περιορίζοντας μοιραία, στο διάβα του χρόνου, το κοινωνικό αποτύπωμα και τον σπουδαίο άλλοτε ρόλο του περιπτέρου στην καθημερινότητα των Ελλήνων.
Κάποτε, μόνο στο περίπτερο μπορούσε κάποιος να εξυπηρετηθεί τηλεφωνικά. Οποιος ήθελε να τηλεφωνήσει -ή και να δεχτεί τηλεφώνημα, ακόμη και άγνωστος σε μια γειτονιά- κατέφευγε στο περίπτερο.
Και ο ιδιοκτήτης επομένως γινόταν κοινωνός των συμβαινόντων στη γειτονιά. Πρώτα οι περίφημες μαύρες τηλεφωνικές συσκευές με καλώδιο για το ακουστικό και μετά οι περίφημοι κερματοδέκτες, με ουρές να σχηματίζονται και συχνά να ακούγεται το «Συντομεύετε παρακαλώ». Σήμερα οι εικόνες αυτές δεν υπάρχουν.
Ακόμη, στα κεντρικά αλλά και στα περιφερειακά περίπτερα, πλήθος κόσμου συγκεντρωνόταν για να διαβάσει τα πρωτοσέλιδα των κρεμασμένων στα μανταλάκια εφημερίδων. Με τον χώρο τους να γίνεται συχνά πεδίο αντιπαραθέσεων - είτε πολιτικών είτε για τα αθλητικά, κάτι που δεν έχει εκλείψει πλήρως ακόμη και σήμερα, ιδίως κάποια κυριακάτικα πρωινά.
Ο περιπτερούχος της γειτονιάς γνώριζε την εφημερίδα που αγόραζε ο κάθε πελάτης του, άρα με πάσα βεβαιότητα τις πολιτικές (ή και συλλογικές αθλητικές) πεποιθήσεις του. Γνώριζε τη μάρκα των τσιγάρων που κάπνιζε, τη σοκολάτα ή το αναψυκτικό που του άρεσε, τις καταναλωτικές του προτιμήσεις εν γένει.
Ακόμα στο περίπτερο κατέφευγε κάποιος για απλές χρηστικές πληροφορίες. Να ρωτήσει για κάποια διεύθυνση σπιτιού ή καταστήματος, πού είναι η ΔΕΗ ή ο ΟΤΕ της γειτονιάς, τι ώρα περνάει το λεωφορείο, πόσο κοντά είναι κάποια τράπεζα, ακόμα και για να χαλάσει ένα χαρτονόμισμα σε ψιλά.
Πολλοί τέτοιοι επισκέπτες μπορεί να αγόραζαν και κάτι, ενισχύοντας τον τζίρο των περιπτέρων, άλλοι ωστόσο όχι. Αυτός, όμως, ήταν ο σφυγμός της καθημερινότητας εκατομμυρίων Ελλήνων και η σταδιακή απώλεια αυτού του ρόλου από το σύγχρονο περίπτερο του επέφερε σημαντικό πλήγμα «αναγνώρισης» και τελικά βιωσιμότητας.
Νίκος Ρίζος, Νίκος Σταυρίδης και Βίλμα Κύρου στην ταινία «Τζίπ, περίπτερο κι αγάπη» του 1957
Η ιστορία
Η ιστορία του περιπτέρου ξεκίνησε στις αρχές του περασμένου αιώνα, όταν το ελληνικό κράτος, προκειμένου να βοηθήσει όσους πολέμησαν για την πατρίδα, έδωσε κάποιες άδειες πώλησης καθημερινών προϊόντων.
Γνωρίζοντας την ενδεχόμενη αδυναμία των αναπήρων πολέμου να εργαστούν ή να διαχειριστούν το περίπτερό τους, τους έδωσε αργότερα το δικαίωμα και να το νοικιάζουν.
Πολύ νωρίτερα, η αρχική μορφή περιπτέρου ήταν κιόσκια που πουλούσαν καπνό στο Ναύπλιο. Στην Αθήνα, το πρώτο περίπτερο έκανε την εμφάνισή του στην οδό Πανεπιστημίου το φθινόπωρο του 1911.
Είχε όμως και μια απίστευτη πτυχή στη μετέπειτα ιστορία του. 86 χρόνια μετά, τον Οκτώβριο του 1997, κατέρρευσε, όταν ο μετροπόντικας έσκαβε ακριβώς κάτω από την Πανεπιστημίου, στη στοά της γραμμής 2 του μετρό.
Το έδαφος υποχώρησε και το περίπτερο κυριολεκτικά βυθίστηκε στη γη. Το γεγονός καταγράφηκε από κάμερα τηλεοπτικού συνεργείου που βρισκόταν τυχαία στο σημείο, με τον περιπτερούχο να πηδάει κυριολεκτικά την ύστατη στιγμή έξω από αυτό. Μετά από πολλές συζητήσεις, το συγκεκριμένο, ιστορικό περίπτερο ξαναστήθηκε στο ίδιο σημείο. Απέναντι από τη Στοά Αρσάκη.
Η πρώτη επίσημα κατατεθειμένη και νομοθετημένη αναφορά για την κατασκευή περιπτέρων στην Ελλάδα συναντάται στο Φύλλο 113 Τεύχος Α΄ της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος στις 25 Απριλίου 1914, φέροντας τις υπογραφές των τότε υπουργών Εσωτερικών Εμμανουήλ Ρεπούλη και Δικαιοσύνης Κωνσταντίνου Δ. Ρακτιβάν.
Το 1914 τα περίπτερα απέκτησαν ομοιόμορφη εικόνα. Τα περισσότερα ήταν κίτρινου χρώματος, 0,70×0,70 μέτρα, ξύλινα, με μια τέντα γύρω από την κατασκευή για σκιά.
Στην Αθήνα, τα πρώτα περίπτερα στήθηκαν σε κεντρικές αρτηρίες και σημεία της πόλης. Στην πλατεία Συντάγματος, στην Πανεπιστημίου, στη Σταδίου και την Ομόνοια. Γρήγορα όμως, εξαπλώθηκαν και στις γειτονιές.
Κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου πολλαπλασιάστηκαν, ενώ στην Κατοχή λόγω των μεγάλων ελλείψεων υπολειτουργούσαν.
Μετά τον πόλεμο η Αθήνα γνώρισε τεράστια ανάπτυξη και τα περίπτερα εξελίχθηκαν σε εμβληματικά σημεία της. Η εικόνα του φωτισμένου περιπτέρου τη νύχτα έγινε χαρακτηριστική της αθηναϊκής ζωής.
Το 1970 μεγάλωσαν σε εμβαδόν, στο 1,30×1,50 τ.μ. Τότε προστέθηκαν στα περισσότερα από αυτά ψυγεία για αναψυκτικά και παγωτά, ρίχνοντας στην αγορά ακόμα περισσότερα προϊόντα προς πώληση.
Στη δεκαετία του 1980 τα περίπτερα -ειδικά στην Αθήνα και τις μεγάλες πόλεις- γνώρισαν τη μεγαλύτερή τους άνθηση. Γέμισαν με προϊόντα κάθε είδους, από περιοδικά lifestyle και κόμικς μέχρι μπαταρίες, στυλό, προφυλακτικά, ακόμα και μικρά παιχνίδια. Ηταν συχνά τόσο φορτωμένα που έμοιαζαν να κρέμονται από όλες τις πλευρές.
Μετά το 2000 και την αλλαγή των καταναλωτικών συνηθειών, τα περίπτερα άρχισαν να πιέζονται. Ωστόσο στην Αθήνα, πολλά περίπτερα μεγάλωσαν και μετατράπηκαν σε περίπτερα-μαμούθ.
Μετά τις νομοθετικές αλλαγές του 2012, ο Δήμος Αθηναίων επιτρέπει στα περίπτερα να καλύψουν με ρολά χώρο 4,25 τ.μ. και επιπλέον χώρο μέχρι τα 6,35 τ.μ. για δύο ψυγεία με την πληρωμή τέλους κατάληψης κοινόχρηστου χώρου.
Τα ενοίκια προ κρίσης κυμαίνονταν κατά μέσο όρο από 700 έως 1.300 ευρώ, ανάλογα την περιοχή στην οποία βρίσκονταν. Σήμερα, σε ορισμένες προνομιούχες περιοχές μπορεί να φτάνουν και στο δεκαπλάσιο.
Δύο success stories
Υπάρχουν δύο ιστορίες περιπτερούχων που ξεκίνησαν από τα μικρά κουβούκλια των περιπτέρων τους σε ένα κεντρικό σημείο της Αθήνας και δημιούργησαν ολόκληρες εμπορικές αυτοκρατορίες. Η πρώτη είναι του Γιάννη Γεωργακά, ιδρυτή του «Μινιόν».
Η ιστορία του ίσως πιο πετυχημένου αθηναϊκού πολυκαταστήματος ξεκίνησε το 1934 όταν ο Γιάννης Γεωργακάς με τον Αγγελο Σεραφειμίδη άνοιξαν το περίπτερο με το όνομα «Μινιόν» -λόγω του μεγέθους του- στην οδό Σταδίου. Λίγο αργότερα, το μετέφεραν στην Αιόλου, στον αριθμό 104.
Το Μινιόν ξεκίνησε από περίπτερο και έγινε ολόκληρο πολυκατάστημα
Το επιχειρηματικό δαιμόνιο του Γεωργακά και το ανήσυχο πνεύμα του φάνηκαν από νωρίς, όταν αποφάσισε να καινοτομήσει κάνοντας το «Μινιόν» το πρώτο περίπτερο που έκλεισε τις δύο πλαϊνές πτέρυγές του.
Και τις μετέτρεψε σε βιτρίνες, όπου εξέθετε διάφορα είδη καθημερινής χρήσης: στυλό, γυαλιά, είδη ξυρίσματος, οδοντόκρεμες, ψαλίδια, τσατσάρες, καλαπόδια, ξεσκονιστήρια, κάλτσες, αναπτήρες, κολόνιες κ.ά.
Η ιστορία από εκεί και μετά είναι γνωστή. Το «Μινιόν» έγινε το πρώτο μεγάλο πολυκατάστημα της Ελλάδος και γράφτηκε στην ιστορία της…
Η δεύτερη είναι των αδελφών Χόντου, ιδρυτών της αλυσίδας Hondos Center. Τα πέντε αδέλφια, Αργύρης, Γιάννης, Νίκος, Κώστας και Γιώργος Χόντος, ξεκίνησαν ως πλασιέ σαπουνιών και καλλυντικών και στις αρχές της δεκαετίας του ’60 ανέλαβαν τη λειτουργία ενός περιπτέρου επί της οδού Ομήρου.
Χάρη στην ιδιαίτερη κλίση τους στο εμπόριο και με σκληρή δουλειά κατάφεραν το 1967 και έχτισαν το πρώτο τους κατάστημα, το οποίο βρισκόταν ακριβώς απέναντι από εκείνο το περίπτερο. Και αυτή ήταν μόνο η αρχή.
Oι αριθμοί
6.300 περίπτερα έβαλαν λουκέτο τα τελευταία 15 χρόνια
9.904 λειτουργούσαν το 2010 για να μειωθούν σε 4.000 το 2024
420 βάζουν λουκέτο ετησίως
1,2 δισ. είναι ο τζίρος τους σε ετήσια βάση
41,4% του συνολικού αριθμού τους είναι σε Αττική και Θεσσαλονίκη
Ο Γενικός διευθυντής της DigiCar, Δημήτρης Δαλιάνης, μας εξηγεί πώς η εταιρεία επιταχύνει τη μετάβαση επιχειρήσεων και ιδιωτών στην ηλεκτροκίνηση, με ευέλικτες και ολοκληρωμένες υπηρεσίες leasing ηλεκτρικών οχημάτων
Αυτά τα Χριστούγεννα τα Max Stores σε καλούν να ανακαλύψεις όμορφα δώρα, μοναδικά στολίδια, προσεγμένα διακοσμητικά, άπειρες ιδέες και εκατοντάδες παιχνίδια για όλα τα αγαπημένα σου πρόσωπα.
Μέσα από κάθε δράση της, η ΔΩΔΩΝΗ ενισχύει τις τοπικές κοινωνίες και υιοθετεί πρακτικές που σέβονται τον άνθρωπο και το περιβάλλον - Τι δείχνουν τα στοιχεία της Έκθεσης Βιώσιμης Ανάπτυξης 2024 για τις επιδόσεις της.