Η Ελένη Ερήμου λέει πράγματα που μοιάζουν αν όχι παράταιρα, τουλάχιστον εκκεντρικά για την εποχή μας, όπως λόγου χάρη ότι η τέχνη οφείλει να πάρει θέση στην εποχή της οικονομικής (και όχι μόνο) δυστοπίας. Μου λέει πως θεωρεί κάπως ύποπτη την καθημερινή ερώτηση «τι κάνεις;», πως συνήθως απαντά «καλά», αλλά πάντα με ένα υφέρπον κόμπιασμα πίσω από τις λέξεις. Στις 11 Νοεμβρίου, ημερομηνία για την ίδια σημαδιακή μια και συμπίπτει με την επέτειο του θανάτου του ποιητή Γιάννη Ρίτσου, η Ελένη Ερήμου ανεβάζει στο «Παλλάς» την «Ωδή», μια παράσταση αφιερωμένη στον Αλέκο Παναγούλη, έναν άνθρωπο, έναν ήρωα, όπως λέει, που την έχει σημαδέψει.
Πώς προέκυψε η ιδέα για την παράσταση-αφιέρωμα στον Αλέκο Παναγούλη; Από ανάγκη, υποχρέωση και καθήκον. Πριν από δύο χρόνια έπαιζα στο θέατρο «Τζένη Καρέζη» που είναι μπροστά στη Βουλή και συναντούσα πορείες, διαδηλώσεις, κλούβες, απεργίες, φασαρίες, «αγανακτισμένους», εξαγριωμένους ανθρώπους. Τελείωνε η παράσταση και βρισκόμουν σε μια Αθήνα άδεια, άσχημη, νεκρή, κατεστραμμένη, αγνώριστη. Πλημμύριζα από συναισθήματα αγανάκτησης, θυμού, απογοήτευσης, σκέψεις και προβληματισμούς για το τι συμβαίνει. Ποιος φταίει; Τι φταίει; Πού πάμε; Τι κάνω; Τι πρέπει να κάνω; Τι οφείλω να κάνω; Η διαδρομή από το θέατρο στο σπίτι μου ζωντάνευε μνήμες μιας άλλης ταραγμένης εποχής. Ξεπήδησαν από μέσα μου πρόσωπα, γεγονότα, συγκεντρώσεις, ομιλίες σε μεγάφωνα, πορείες, συγκρούσεις, συνθήματα «1-1-4», συλλήψεις, δολοφονίες και ένωνα τη φωνή μου με το πλήθος, τραγουδώντας το αγόρι που έφυγε για πάντα, το γελαστό παιδί: «Σωτήρη Πέτρουλα, Σωτήρη Πέτρουλα, αηδόνι και λιοντάρι, βουνό και ξαστεριά».
Μέσα σ’ αυτό το σκηνικό των αναμνήσεων, με πρωταγωνιστές στην πολιτική σκηνή ατάλαντους κομπάρσους και με αποτέλεσμα τη διδακτορία, ήρθαν στη σκέψη μου πρόσωπα «λησμονημένα», όπως ο Σάκης Καράγιωργας, καθηγητής μου στο Πάντειο, ο ταγματάρχης Σπύρος Μουστακλής, ο Τάσος Μίνης, και βέβαια ο ήρωας-σύμβολο αντίστασης κατά της χούντας, Αλέξανδρος Παναγούλης. Ο καλλιτέχνης οφείλει να κάνει την τέχνη του όπλο, οφείλει να πάρει θέση με το έργο του, να φωνάξει, να διαμαρτυρηθεί, να αφυπνίσει ψυχές και συνειδήσεις. Ο Αλέκος είναι μια πραγματικότητα και η παράσταση αποτελεί μια υπενθύμιση για το πόσο εύθραυστη είναι η δημοκρατία. Εσωσε με τη στάση του την τιμή και την αξιοπρέπεια όλων των Ελλήνων.
Θεωρούσε ως ύψιστο αγαθό την ελευθερία γιατί συναρτάται με την αξιοπρέπεια του ανθρώπου ως ανθρώπου. Είναι επίσης ο «περίεργος» και απροσδόκητος θάνατός του που με συγκλόνισε την 1η Μάη του ’76, που πάγωσε όλη την Ελλάδα και όλο τον κόσμο. Το χρώσταγα στον εαυτό μου, στον «πνευματικό άνθρωπο» Αλέξανδρο Παναγούλη, που πήρε μια πολιτική, κοινωνική και ιδεολογική στάση απέναντι στα προβλήματα της γενιάς του.
Ποιοι συμβολισμοί προκύπτουν από μια τέτοια προσωπικότητα σήμερα; Είναι φανερό ότι αυτή η χρεοκοπία που ζούμε σήμερα, ηθική και οικονομική, είναι η φυσική συνέπεια της μεταπολιτευτικής Ελλάδας και η φωνή ενός μαχητή της δημοκρατίας έρχεται να μας ξυπνήσει, γιατί εκείνος τόλμησε και απέτυχε. Εμείς αποτύχαμε χωρίς να τολμήσουμε. «Ανησυχώ για το πολιτικό αύριο της πατρίδας μου», είχε πει και πως «η πολιτική στη χώρα μας στηρίζεται στον φανατισμό που αναδεικνύει και συντηρεί τους ιδιοτελείς και τους ασυνείδητους».