Το Δημοτικό είναι η σημαντικότερη εκπαιδευτική βαθμίδα, εκεί όπου τα παιδιά ανακαλύπτουν τις δυνατότητές τους και προετοιμάζονται για την εκπαιδευτική τους πορεία αλλά και για ολόκληρη τη ζωή τους
Νίκος Κούρκουλος: Ο δικός μας Μάρλον Μπράντο
Νίκος Κούρκουλος: Ο δικός μας Μάρλον Μπράντο
Ξεφυλλίζοντας από το τέλος τη ζωή σαν μυθιστόρημα ενός χαρισματικού ανθρώπου, η εικόνα του οποίου αποτυπώθηκε στη συλλογική μνήμη ως του γόη που ξεχώριζε τόσο για τη λεβεντιά όσο και για την καλλιτεχνική του αυθεντία
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
«Ο,τι τελικά μένει είναι η ψυχή μας». Μια φράση-επίλογος της μυθιστορηματικής ζωής του Νίκου Κούρκουλου, ειπωμένη από τον ίδιο, αποτυπωμένη πάνω σε σκούρο φόντο. Κι όμως, η ορμή της εικόνας του θαρρείς πως πετά λάμψεις, τ’ αστέρια δεν σβήνουν ποτέ, τα άσκοπα φώτα θολώνουν τη ματιά μας...
Στέκεσαι εκεί. Στην τελευταία σελίδα μιας βίβλου και ξεκινάς να ξεφυλλίζεις από το τέλος προς την αρχή μνήμες, εικόνες και στιγμιότυπα της ζωής ενός ανθρώπου που ξεχώρισε με τη διττή ταυτότητα της υποκριτικής και της αυθεντίας. Είναι ωραίο να πηγαίνεις από το τέλος προς την αρχή, μοιάζει σαν τίποτα να μην έφτασε, σαν όλα να μπορούν να ξεκινήσουν πάλι.
Πέφτεις στον τελευταίο μεγάλο ρόλο του Νίκου Κούρκουλου, σε εκείνον του καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, και η ψυχή σου τελεί υπό στάση ανάτασης. Κοιτάζεις εικόνες, διαβάζεις αποσπάσματα και αβίαστα συνειδητοποιείς τους λόγους για τους οποίους είμαστε υποχρεωμένοι να διατηρούμε ζωντανή τη μνήμη των μεγάλων μορφών του μικρού αυτού τόπου. Εκείνων που καταφέρνουν να κάνουν το πάθος τους τέχνη, την τέχνη τους ζωή και τη ζωή τους αμφίδρομη λατρεία.
Θυμάσαι ότι ο Κούρκουλος υπήρξε ο άνθρωπος που κατάφερε να αναστήσει το Εθνικό συνθέτοντας με απίστευτη μαεστρία το ξύπνημα μιας καλλιτεχνικής πραγματικότητας που είχε πέσει σε λήθαργο. Η σκηνή του θεάτρου, η ωραία κοιμωμένη του, εκείνος το όμορφο πριγκιπόπουλο που της έδωσε το φιλί της ζωής και την παραχώρησε χωρίς κανένα ίχνος ιδιοκτησιακού απωθημένου στους καλύτερους υπηκόους του θεατρικού πλανήτη.
Δραστήριος, μεθοδικός, εμπνευσμένος και κυρίως ακομπλεξάριστος σε ό,τι αφορά την τέχνη του, ο Κούρκουλος δεν είχε παρωπίδες και εμμονές, δεν χώριζε τους καλλιτέχνες σε σοβαρούς και ασόβαρους, δεν έβαζε ταμπέλες, δεν παρέβλεπε τα ταλέντα, δεν υπήρξε ποτέ «αυτός και οι άλλοι»: «“Γιατί κάθεσαι έξω, δεν πάγωσες;”. “Πάγωσα”. “Ελα μέσα να ζεσταθείς”, μου είπε και άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου του. Μπήκα και ζεστάθηκε το κοκαλάκι μου.
Ο Νίκος Κούρκουλος, ο υπ’ αριθμόν 1 σταρ του θεάτρου και του κινηματογράφου, ενδιαφέρθηκε μην κρυώσει ένας ηθοποιός που έπαιζε τρίτο ρόλο στην ταινία όπου εκείνος πρωταγωνιστούσε. Ηταν μια παγωμένη νύχτα του Δεκεμβρίου και γυρίζαμε σκηνές με καλοκαιρινά ρούχα στα νταμάρια του Ψυχικού. Τη βραδιά εκείνη γνώρισα έναν αληθινό πρωταγωνιστή, απλό, χωρίς ίχνος βεντετισμού, μεγαλόκαρδο και λεβέντη σε όλα. Ζήσαμε μεγάλες στιγμές του Εθνικού Θεάτρου μαζί του. Οι δυσκολίες άπειρες και καθημερινές. Οι διάφορες Σκηνές που εκείνος ίδρυσε λειτουργούσαν ασταμάτητα. Πολλές παραστάσεις σε περιοδεία στην Ελλάδα και στο εξωτερικό γνώριζαν θριάμβους.
Απειροι ηθοποιοί και όλων των ειδών οι καλλιτεχνικοί συντελεστές μπαινόβγαιναν στο γραφείο του. Ηταν εκεί για να υποδεχτεί τους πάντες, ακόμη και τους κομπάρσους», θυμάται ανάμεσα σε πολλά πρόσωπα ο σκηνοθέτης και αναπληρωτής καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού, Κώστας Τσιάνος.
«Ο κατήφορος» που τον απογείωσε
Συνεχίζεις να ξεφυλλίζεις από το τέλος προς την αρχή. Ο Κούρκουλος, εξώφυλλο στο «Ρομάντζο», στα «Επίκαιρα», στον «Θησαυρό», στη «Βεντέτα», πρωταγωνιστής σε 37 κινηματογραφικές ταινίες που έβλεπες, βλέπεις και θα βλέπεις γιατί έπαιζε εκείνος.
Σταματάς στο 1961 όταν μπαίνει στον ελληνικό κινηματογράφο, σπάει το φράγμα της ανωνυμίας με το κοινωνικό μελό «Ο κατήφορος» και ανεβαίνει στο πάνθεον των ωραίων της εποχής. Και κάπου εκεί μαθαίνεις από τον ίδιο ότι «Δεν ήμουν ωραίο παιδί... Κι αν άλλοι το πίστευαν, εγώ το αγνοούσα. Δεν πίστεψα ξεκινώντας πως θα μπορούσα να γίνω σταρ, ή Χορν ή Βεάκης. Το θέατρο με μάγευε, ήθελα να το υπηρετήσω. Απλά...».
Τόσο απλά περνάς στο θέατρο και στους 42 ρόλους που ερμήνευσε πάνω στο σανίδι. Χαζεύεις το χαρτί με τις «Πτυχιακαί Εξετάσεις» κατά το σχολικό έτος 1957-1958, τον ίδιο δίπλα στον Χορν, στη Λαμπέτη, στον Φέρτη, στην Καρέζη, στον Κατράκη και τη Μελίνα, το αδιαμφισβήτητο ταλέντο του που τον οδήγησε στο αρχαίο ελληνικό δράμα και σε μεγάλα κλασικά, αλλά και σύγχρονα έργα του αμερικάνικου και του ευρωπαϊκού θεάτρου. Κλείνεις τα μάτια και χαμογελάς, φέρνεις στον νου σου τα λόγια του: «Αν σας έλεγα ότι γεννήθηκα για να γίνω ηθοποιός θα σας έλεγα ψέματα. Μέχρι τα 19 μου χρόνια σχεδόν δεν ήξερα το θέατρο. Δεν είχα παρακολουθήσει θεατρικές παραστάσεις, ίσως μόνο κάποιες επιθεωρήσεις.
Η καριέρα
Στέκεσαι εκεί. Στην τελευταία σελίδα μιας βίβλου και ξεκινάς να ξεφυλλίζεις από το τέλος προς την αρχή μνήμες, εικόνες και στιγμιότυπα της ζωής ενός ανθρώπου που ξεχώρισε με τη διττή ταυτότητα της υποκριτικής και της αυθεντίας. Είναι ωραίο να πηγαίνεις από το τέλος προς την αρχή, μοιάζει σαν τίποτα να μην έφτασε, σαν όλα να μπορούν να ξεκινήσουν πάλι.
Πέφτεις στον τελευταίο μεγάλο ρόλο του Νίκου Κούρκουλου, σε εκείνον του καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, και η ψυχή σου τελεί υπό στάση ανάτασης. Κοιτάζεις εικόνες, διαβάζεις αποσπάσματα και αβίαστα συνειδητοποιείς τους λόγους για τους οποίους είμαστε υποχρεωμένοι να διατηρούμε ζωντανή τη μνήμη των μεγάλων μορφών του μικρού αυτού τόπου. Εκείνων που καταφέρνουν να κάνουν το πάθος τους τέχνη, την τέχνη τους ζωή και τη ζωή τους αμφίδρομη λατρεία.
Θυμάσαι ότι ο Κούρκουλος υπήρξε ο άνθρωπος που κατάφερε να αναστήσει το Εθνικό συνθέτοντας με απίστευτη μαεστρία το ξύπνημα μιας καλλιτεχνικής πραγματικότητας που είχε πέσει σε λήθαργο. Η σκηνή του θεάτρου, η ωραία κοιμωμένη του, εκείνος το όμορφο πριγκιπόπουλο που της έδωσε το φιλί της ζωής και την παραχώρησε χωρίς κανένα ίχνος ιδιοκτησιακού απωθημένου στους καλύτερους υπηκόους του θεατρικού πλανήτη.
Δραστήριος, μεθοδικός, εμπνευσμένος και κυρίως ακομπλεξάριστος σε ό,τι αφορά την τέχνη του, ο Κούρκουλος δεν είχε παρωπίδες και εμμονές, δεν χώριζε τους καλλιτέχνες σε σοβαρούς και ασόβαρους, δεν έβαζε ταμπέλες, δεν παρέβλεπε τα ταλέντα, δεν υπήρξε ποτέ «αυτός και οι άλλοι»: «“Γιατί κάθεσαι έξω, δεν πάγωσες;”. “Πάγωσα”. “Ελα μέσα να ζεσταθείς”, μου είπε και άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου του. Μπήκα και ζεστάθηκε το κοκαλάκι μου.
Ο Νίκος Κούρκουλος, ο υπ’ αριθμόν 1 σταρ του θεάτρου και του κινηματογράφου, ενδιαφέρθηκε μην κρυώσει ένας ηθοποιός που έπαιζε τρίτο ρόλο στην ταινία όπου εκείνος πρωταγωνιστούσε. Ηταν μια παγωμένη νύχτα του Δεκεμβρίου και γυρίζαμε σκηνές με καλοκαιρινά ρούχα στα νταμάρια του Ψυχικού. Τη βραδιά εκείνη γνώρισα έναν αληθινό πρωταγωνιστή, απλό, χωρίς ίχνος βεντετισμού, μεγαλόκαρδο και λεβέντη σε όλα. Ζήσαμε μεγάλες στιγμές του Εθνικού Θεάτρου μαζί του. Οι δυσκολίες άπειρες και καθημερινές. Οι διάφορες Σκηνές που εκείνος ίδρυσε λειτουργούσαν ασταμάτητα. Πολλές παραστάσεις σε περιοδεία στην Ελλάδα και στο εξωτερικό γνώριζαν θριάμβους.
Απειροι ηθοποιοί και όλων των ειδών οι καλλιτεχνικοί συντελεστές μπαινόβγαιναν στο γραφείο του. Ηταν εκεί για να υποδεχτεί τους πάντες, ακόμη και τους κομπάρσους», θυμάται ανάμεσα σε πολλά πρόσωπα ο σκηνοθέτης και αναπληρωτής καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού, Κώστας Τσιάνος.
«Ο κατήφορος» που τον απογείωσε
Συνεχίζεις να ξεφυλλίζεις από το τέλος προς την αρχή. Ο Κούρκουλος, εξώφυλλο στο «Ρομάντζο», στα «Επίκαιρα», στον «Θησαυρό», στη «Βεντέτα», πρωταγωνιστής σε 37 κινηματογραφικές ταινίες που έβλεπες, βλέπεις και θα βλέπεις γιατί έπαιζε εκείνος.
Σταματάς στο 1961 όταν μπαίνει στον ελληνικό κινηματογράφο, σπάει το φράγμα της ανωνυμίας με το κοινωνικό μελό «Ο κατήφορος» και ανεβαίνει στο πάνθεον των ωραίων της εποχής. Και κάπου εκεί μαθαίνεις από τον ίδιο ότι «Δεν ήμουν ωραίο παιδί... Κι αν άλλοι το πίστευαν, εγώ το αγνοούσα. Δεν πίστεψα ξεκινώντας πως θα μπορούσα να γίνω σταρ, ή Χορν ή Βεάκης. Το θέατρο με μάγευε, ήθελα να το υπηρετήσω. Απλά...».
Τόσο απλά περνάς στο θέατρο και στους 42 ρόλους που ερμήνευσε πάνω στο σανίδι. Χαζεύεις το χαρτί με τις «Πτυχιακαί Εξετάσεις» κατά το σχολικό έτος 1957-1958, τον ίδιο δίπλα στον Χορν, στη Λαμπέτη, στον Φέρτη, στην Καρέζη, στον Κατράκη και τη Μελίνα, το αδιαμφισβήτητο ταλέντο του που τον οδήγησε στο αρχαίο ελληνικό δράμα και σε μεγάλα κλασικά, αλλά και σύγχρονα έργα του αμερικάνικου και του ευρωπαϊκού θεάτρου. Κλείνεις τα μάτια και χαμογελάς, φέρνεις στον νου σου τα λόγια του: «Αν σας έλεγα ότι γεννήθηκα για να γίνω ηθοποιός θα σας έλεγα ψέματα. Μέχρι τα 19 μου χρόνια σχεδόν δεν ήξερα το θέατρο. Δεν είχα παρακολουθήσει θεατρικές παραστάσεις, ίσως μόνο κάποιες επιθεωρήσεις.
Η καριέρα
Η πρώτη μου προσέγγιση άρχισε μέσα από την αρχαία τραγωδία. Κάποια “Αντιγόνη” που διδασκόμαστε όλοι στο Γυμνάσιο, έστω και άσχημα, ένα βιβλίο ανάλυσης αρχαίας τραγωδίας που έπεσε τυχαία στα χέρια μου, μου κίνησαν το ενδιαφέρον της μελέτης και όχι της υποκριτικής.
Τελειώνοντας το Γυμνάσιο, παιδί μικροαστικής οικογένειας, με το όνειρο μιας καλύτερης επαγγελματικής καριέρας, ξεκίνησα για τη Νομική. Σύντομα τα εγκατέλειψα και έδωσα εξετάσεις στη Δραματική».
Πας ακόμη πιο πίσω. Οχι στον χρόνο, αλλά στη μαγική διάσταση του έρωτα που γεννά μια αίσθηση παντοδυναμίας και προηγείται κάθε καριέρας. Στη ζωή του μεγάλου Κούρκουλου κάτι τέτοιο συντελέστηκε δύο φορές. Η πρώτη, το 1966, όταν παντρεύτηκε από μεγάλο έρωτα τη Μελίτα και απέκτησε μαζί της δύο παιδιά, τον Αλκι και τη Μελίτα. Η δεύτερη, το 1986, όταν συνάντησε τυχαία στην Επίδαυρο τη Μαριάννα Λάτση, την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα και απέκτησε μαζί της δύο παιδιά, την Εριέττα και τον Φίλιππο.
Παρότι δεν παντρεύτηκαν ποτέ, έμειναν μαζί μέχρι το τέλος του, στις 30 Ιανουαρίου του 2007. Τα παιδιά του, όλη του η ζωή. Μια ζωή αποτυπωμένη σε φωτογραφικά ενσταντανέ γεμάτα παιδικά χαμόγελα και πατρική περηφάνεια.
Κι ύστερα η αρχή. Η δική του προσωπική αρχή. Με τον μπαμπά Αλκίνοο που είχε το όνειρο να τον δει πολιτικό μηχανικό και τη μαμά Αυξεντία. Ενα ξανθό όμορφο μωρό καθισμένο πάνω στα γόνατα των δικών του και στην καλή τύχη που του επιφύλασσε η μοίρα.
Ενα μωρό που όταν έγινε παιδί αναγκάστηκε να φοιτήσει σε νυχτερινό σχολείο για να βοηθήσει την οικογένεια, ένα παιδί που όταν έγινε έφηβος έπαιζε μπάλα στον Παναθηναϊκό, ένας έφηβος που όταν έγινε νεαρός αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου με βαθμό «Λίαν Καλώς», ένας νεαρός που όταν έγινε άνδρας έκανε χιλιάδες ανθρώπους να υποκλιθούν στη γοητεία και το ταλέντο του.
Η προσωπική ζωή
Μία τέτοια υπόκλιση του ταιριάζει και σήμερα, όπως ακριβώς και στους συντελεστές του μοναδικού βιβλίου με τον τίτλο «Νίκος Κούρκουλος, ένας αυθεντικός πολίτης παντός καιρού» που εκδόθηκε πρόσφατα από το Κοινωφελές Ιδρυμα Ιωάννη Σ. Λάτση υπό την αιγίδα του Εθνικού Θεάτρου. Ενα βιβλίο που ξεφυλλίζεις ξανά από την αρχή... με την αίσθηση ότι τίποτα δεν έφτασε, πως κάποιες ζωές, ακόμη κι αν τελείωσαν, μοιάζουν να ξεκινούν.
Οι ρίζες
Δραστήριος, μεθοδικός, εμπνευσμένος και κυρίως ακομπλεξάριστος σε ό,τι αφορά την τέχνη του, ο Κούρκουλος δεν είχε παρωπίδες και εμμονές, δεν χώριζε τους καλλιτέχνες σε σοβαρούς και ασόβαρους, δεν έβαζε ταμπέλες, δεν παρέβλεπε τα ταλέντα, δεν υπήρξε ποτέ «αυτός και οι άλλοι»
Τελειώνοντας το Γυμνάσιο, παιδί μικροαστικής οικογένειας, με το όνειρο μιας καλύτερης επαγγελματικής καριέρας, ξεκίνησα για τη Νομική. Σύντομα τα εγκατέλειψα και έδωσα εξετάσεις στη Δραματική».
Πας ακόμη πιο πίσω. Οχι στον χρόνο, αλλά στη μαγική διάσταση του έρωτα που γεννά μια αίσθηση παντοδυναμίας και προηγείται κάθε καριέρας. Στη ζωή του μεγάλου Κούρκουλου κάτι τέτοιο συντελέστηκε δύο φορές. Η πρώτη, το 1966, όταν παντρεύτηκε από μεγάλο έρωτα τη Μελίτα και απέκτησε μαζί της δύο παιδιά, τον Αλκι και τη Μελίτα. Η δεύτερη, το 1986, όταν συνάντησε τυχαία στην Επίδαυρο τη Μαριάννα Λάτση, την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα και απέκτησε μαζί της δύο παιδιά, την Εριέττα και τον Φίλιππο.
Παρότι δεν παντρεύτηκαν ποτέ, έμειναν μαζί μέχρι το τέλος του, στις 30 Ιανουαρίου του 2007. Τα παιδιά του, όλη του η ζωή. Μια ζωή αποτυπωμένη σε φωτογραφικά ενσταντανέ γεμάτα παιδικά χαμόγελα και πατρική περηφάνεια.
Κι ύστερα η αρχή. Η δική του προσωπική αρχή. Με τον μπαμπά Αλκίνοο που είχε το όνειρο να τον δει πολιτικό μηχανικό και τη μαμά Αυξεντία. Ενα ξανθό όμορφο μωρό καθισμένο πάνω στα γόνατα των δικών του και στην καλή τύχη που του επιφύλασσε η μοίρα.
Ενα μωρό που όταν έγινε παιδί αναγκάστηκε να φοιτήσει σε νυχτερινό σχολείο για να βοηθήσει την οικογένεια, ένα παιδί που όταν έγινε έφηβος έπαιζε μπάλα στον Παναθηναϊκό, ένας έφηβος που όταν έγινε νεαρός αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου με βαθμό «Λίαν Καλώς», ένας νεαρός που όταν έγινε άνδρας έκανε χιλιάδες ανθρώπους να υποκλιθούν στη γοητεία και το ταλέντο του.
Η προσωπική ζωή
Μία τέτοια υπόκλιση του ταιριάζει και σήμερα, όπως ακριβώς και στους συντελεστές του μοναδικού βιβλίου με τον τίτλο «Νίκος Κούρκουλος, ένας αυθεντικός πολίτης παντός καιρού» που εκδόθηκε πρόσφατα από το Κοινωφελές Ιδρυμα Ιωάννη Σ. Λάτση υπό την αιγίδα του Εθνικού Θεάτρου. Ενα βιβλίο που ξεφυλλίζεις ξανά από την αρχή... με την αίσθηση ότι τίποτα δεν έφτασε, πως κάποιες ζωές, ακόμη κι αν τελείωσαν, μοιάζουν να ξεκινούν.
Οι ρίζες
Δραστήριος, μεθοδικός, εμπνευσμένος και κυρίως ακομπλεξάριστος σε ό,τι αφορά την τέχνη του, ο Κούρκουλος δεν είχε παρωπίδες και εμμονές, δεν χώριζε τους καλλιτέχνες σε σοβαρούς και ασόβαρους, δεν έβαζε ταμπέλες, δεν παρέβλεπε τα ταλέντα, δεν υπήρξε ποτέ «αυτός και οι άλλοι»
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα