
Αγαπάς τη δημοκρατία; Απόδειξη!
Πολλά θεωρητικά μπορούμε να συζητήσουμε για την έννοια της Δημοκρατίας, στη σύγχρονη εκδοχή της, ένα είναι όμως πάντα εκείνο που κρίνει εντέλει την ποιότητά της αλλά και τη βιωσιμότητά της, και το οποίο δεν είναι διόλου θεωρητικό: η διαρκής επαγρύπνηση σε σχέση με την υπεράσπισή της, τόσο από την πολιτική εξουσία όσο και από την κοινωνία των πολιτών
Μια επαγρύπνηση απέναντι στους κατά καιρούς εχθρούς της που κρίνεται αποκλειστικά στην πράξη, στο τι δηλαδή είμαστε όλοι διατεθειμένοι να πράξουμε όταν αυτή αμφισβητείται και απειλείται στο εκάστοτε παρόν. Και η συζήτηση αυτή παραμένει παρούσα στη μεταμνημονιακή Ελλάδα που την περασμένη δεκαετία της κρίσης, εκτός από τα οικονομικά της δεινά, βίωσε και μια έντονη απονομιμοποίηση του πολιτικού της συστήματος, η οποία οδήγησε σε αρκετές πολιτικές τερατογεννέσεις.
Ο νεοναζισμός είναι ακόμη παρών
Η πιο αποκρουστική και επικίνδυνη τερατογέννεση ήταν η άνοδος της άκρας δεξιάς, και μάλιστα στη ριζοσπαστική και νεοναζιστική εκδοχή της, που μεταπολιτευτικά και καθόλη τη διάρκεια της Γ' Ελληνικής Δημοκρατίας είχε παραμείνει στο επίπεδο κάποιων ελάχιστων γραφικών νοσταλγών του Εθνικοσοσιαλισμού και του Χίτλερ.
Το ευρύ αντιμνημονιακό μέτωπο και οι πλατείες της Αγανάκτησης, ωστόσο, ήταν που ευνόησαν τη νομιμποίηση της βίαιης αμφισβήτησης του “συστήματος” στη βάση λουμπενοποιημένων συμπεριφορών, τις οποίες πιο αυθεντικά από όλους εξέφρασε εκείνη την περίοδο, όπως θυμόμαστε από πλήθος περιστατικών, ο τότε εκπρόσωπος Τύπου της Χρυσής Αυγής, Ηλίας Κασιδιάρης. Δεν ξέρω κατά πόσο η απόσταση από εκείνα τα χρόνια και η μάλλον δικαιολογημένη ροπή μας να αφήσουμε πίσω μας όλα όσα τότε μας πλήγωσαν εξηγεί ενδεχομένως μια σημερινή τάση να υποτιμήσουμε τη σημασία του προβλήματος για τη Δημοκρατία μας.
Να θυμίσω απλώς ότι στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015, η Χ.Α. ήρθε τρίτο κόμμα (όπως άλλωστε και στις εκλογές του Ιανουαρίου, νωρίτερα τον ίδιο χρόνο) αγγίζοντας το 7% και εκλέγοντας 18 βουλευτές. Κάτι λιγότερο από 400 χιλιάδες συμπατριώτες μας, με άλλα λόγια, θέλγονταν τότε και στήριζαν στην κάλπη ένα νεοναζιστικό κόμμα-μιλίτσια που όχι μόνο προωθούσε πολιτικές θέσεις οι οποίες (όπως έχει δείξει και η έρευνα στο κρυφό καταστατικό της) αμφισβητούσαν ευθέως το πολίτευμά μας αλλά και τις συνόδευε με δολοφονικές επιθέσεις εναντίον πολιτών.
Τι έπραξε τότε η Δημοκρατία μας, με πρωτοβουλία της συγκυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου; Αποφάσισε να εξαντλήσει τις δυνατότητες που παρέχει το συνταγματικό και νομικό οπλοστάσιο της Γ' Ελληνικής Δημοκρατίας και να κυνηγήσει την Χ.Α., όχι για τις όπως είδαμε άκρως επικίνδυνες ιδέες της αλλά για αυτές καθαυτές τις πράξεις της. Παρά τις απαράδεκτες καθυστερήσεις, τελικά το δικαστήριο καταδίκασε πρωτοδίκως τα στελέχη της Χ.Α. ως μέλη εγκληματικής οργάνωσης, οδηγώντας έτσι και στην πολιτική απαξίωση του αντιδημοκρατικού αυτού κόμματος που στις εκλογές του 2019 δεν μπήκε καν στη βουλή.
Ιδού συνεπώς, τι σημαίνει “μαχόμενη δημοκρατία” στην πράξη, και ποιο είναι το πρότυπο της αντιμετώπισης των διακηρυγμένων εχθρών της. Όχι η απλή ιδεολογική και ρητορική αντιπαράθεση αλλά η εξάντληση όλων των δυνατοτήτων και των ορίων που παρέχει η έννομη τάξη απέναντι σε όσους θέλουν ακριβώς να καταλύσουν αυτήν την έννομη τάξη.
Μόνο που ο κίνδυνος δεν έχει σήμερα εξαλειφθεί και η μάχη αυτή πρέπει να είναι συνεχής και αδιάλειπτη. Το νέο κόμμα που ίδρυσε ο έγκλειστος στη φυλακή Ηλίας Κασιδιάρης δεν είναι παρά μια αλλαγή της προβιάς που είθισται να φοράνε πάντοτε οι νεοναζιστές όταν δρουν σε Δημοκρατίες όπως ακριβώς είχε πράξει άλλωστε και ο Χίτλερ με τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, πριν τη δέσει χειροπόδαρα αφότου κατάφερε να τοποθετηθεί (με νόμιμες εκλογές) καγκελάριος της Γερμανίας, το 1933.
Αν λειτούργησε ευεργετικά τότε για τη Δημοκρατία μας το πρότυπο της δίωξης της Χ.Α., δεν αντιλαμβάνομαι γιατί θα πρέπει να το αλλάξουμε στην περίπτωση του νέου κόμματος του Κασιδιάρη, έναντι του οποίου μάλιστα έχουμε σήμερα την υποχρέωση να κινηθούμε προληπτικά, εφόσον γνωρίζουμε τις προθέσεις του αλλά κυρίως εφόσον είναι ήδη καταδικασμένος (σε 13,5 χρόνια) για συμμετοχή σε μια παρόμοια εγκληματική οργάνωση.
Η νομική στοιχειοθέτηση μιας τέτοιας απαγόρευσης δεν είναι προφανώς μια απλή υπόθεση, καθώς έχει πολλές παραμέτρους και κρύβει παγίδες προκειμένου να μην μπορεί να αμφισβητηθεί κατόπιν σε κανένα δικαστήριο. Και η σχετική τροπολογία που κατέθεσε και πέρασε χθες από τη βουλή η παρούσα κυβέρνηση είναι σε αυτή τη κατεύθυνση της διόρθωσης, όταν αποκαλύφθηκε ότι ένας συνταξιούχος δικαστικός διεκδικεί να παίξει τον ρόλο του αχυρανθρώπου στην αρχηγία του κόμματος Κασιδιάρη προκειμένου να συμμετάσχει κανονικά στις επερχόμενες εκλογές.
Αξίζει κα πάλι να υπογραμμίσουμε την υπαρκτή διάσταση του κινδύνου για τη Δημοκρατία μας: το Εθνικό Κόμμα-Έλληνες, που ιδρύθηκε το 2020, καταγράφει στις τρέχουσες δημοσκοπήσεις ίσως πάνω και από 4% ενώ υπάρχουν γεωγραφικές περιοχές, όπως του νοτίου Αιγαίου ή της Στερεάς Ελλάδας, που το ποσοστό αυτό διπλασσιάζεται!
Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ απέχει από το αντιφασιστικό μέτωπο;
Ο νεοναζισμός είναι ακόμη παρών
Η πιο αποκρουστική και επικίνδυνη τερατογέννεση ήταν η άνοδος της άκρας δεξιάς, και μάλιστα στη ριζοσπαστική και νεοναζιστική εκδοχή της, που μεταπολιτευτικά και καθόλη τη διάρκεια της Γ' Ελληνικής Δημοκρατίας είχε παραμείνει στο επίπεδο κάποιων ελάχιστων γραφικών νοσταλγών του Εθνικοσοσιαλισμού και του Χίτλερ.
Το ευρύ αντιμνημονιακό μέτωπο και οι πλατείες της Αγανάκτησης, ωστόσο, ήταν που ευνόησαν τη νομιμποίηση της βίαιης αμφισβήτησης του “συστήματος” στη βάση λουμπενοποιημένων συμπεριφορών, τις οποίες πιο αυθεντικά από όλους εξέφρασε εκείνη την περίοδο, όπως θυμόμαστε από πλήθος περιστατικών, ο τότε εκπρόσωπος Τύπου της Χρυσής Αυγής, Ηλίας Κασιδιάρης. Δεν ξέρω κατά πόσο η απόσταση από εκείνα τα χρόνια και η μάλλον δικαιολογημένη ροπή μας να αφήσουμε πίσω μας όλα όσα τότε μας πλήγωσαν εξηγεί ενδεχομένως μια σημερινή τάση να υποτιμήσουμε τη σημασία του προβλήματος για τη Δημοκρατία μας.
Να θυμίσω απλώς ότι στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015, η Χ.Α. ήρθε τρίτο κόμμα (όπως άλλωστε και στις εκλογές του Ιανουαρίου, νωρίτερα τον ίδιο χρόνο) αγγίζοντας το 7% και εκλέγοντας 18 βουλευτές. Κάτι λιγότερο από 400 χιλιάδες συμπατριώτες μας, με άλλα λόγια, θέλγονταν τότε και στήριζαν στην κάλπη ένα νεοναζιστικό κόμμα-μιλίτσια που όχι μόνο προωθούσε πολιτικές θέσεις οι οποίες (όπως έχει δείξει και η έρευνα στο κρυφό καταστατικό της) αμφισβητούσαν ευθέως το πολίτευμά μας αλλά και τις συνόδευε με δολοφονικές επιθέσεις εναντίον πολιτών.
Τι έπραξε τότε η Δημοκρατία μας, με πρωτοβουλία της συγκυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου; Αποφάσισε να εξαντλήσει τις δυνατότητες που παρέχει το συνταγματικό και νομικό οπλοστάσιο της Γ' Ελληνικής Δημοκρατίας και να κυνηγήσει την Χ.Α., όχι για τις όπως είδαμε άκρως επικίνδυνες ιδέες της αλλά για αυτές καθαυτές τις πράξεις της. Παρά τις απαράδεκτες καθυστερήσεις, τελικά το δικαστήριο καταδίκασε πρωτοδίκως τα στελέχη της Χ.Α. ως μέλη εγκληματικής οργάνωσης, οδηγώντας έτσι και στην πολιτική απαξίωση του αντιδημοκρατικού αυτού κόμματος που στις εκλογές του 2019 δεν μπήκε καν στη βουλή.
Ιδού συνεπώς, τι σημαίνει “μαχόμενη δημοκρατία” στην πράξη, και ποιο είναι το πρότυπο της αντιμετώπισης των διακηρυγμένων εχθρών της. Όχι η απλή ιδεολογική και ρητορική αντιπαράθεση αλλά η εξάντληση όλων των δυνατοτήτων και των ορίων που παρέχει η έννομη τάξη απέναντι σε όσους θέλουν ακριβώς να καταλύσουν αυτήν την έννομη τάξη.
Μόνο που ο κίνδυνος δεν έχει σήμερα εξαλειφθεί και η μάχη αυτή πρέπει να είναι συνεχής και αδιάλειπτη. Το νέο κόμμα που ίδρυσε ο έγκλειστος στη φυλακή Ηλίας Κασιδιάρης δεν είναι παρά μια αλλαγή της προβιάς που είθισται να φοράνε πάντοτε οι νεοναζιστές όταν δρουν σε Δημοκρατίες όπως ακριβώς είχε πράξει άλλωστε και ο Χίτλερ με τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, πριν τη δέσει χειροπόδαρα αφότου κατάφερε να τοποθετηθεί (με νόμιμες εκλογές) καγκελάριος της Γερμανίας, το 1933.
Αν λειτούργησε ευεργετικά τότε για τη Δημοκρατία μας το πρότυπο της δίωξης της Χ.Α., δεν αντιλαμβάνομαι γιατί θα πρέπει να το αλλάξουμε στην περίπτωση του νέου κόμματος του Κασιδιάρη, έναντι του οποίου μάλιστα έχουμε σήμερα την υποχρέωση να κινηθούμε προληπτικά, εφόσον γνωρίζουμε τις προθέσεις του αλλά κυρίως εφόσον είναι ήδη καταδικασμένος (σε 13,5 χρόνια) για συμμετοχή σε μια παρόμοια εγκληματική οργάνωση.
Η νομική στοιχειοθέτηση μιας τέτοιας απαγόρευσης δεν είναι προφανώς μια απλή υπόθεση, καθώς έχει πολλές παραμέτρους και κρύβει παγίδες προκειμένου να μην μπορεί να αμφισβητηθεί κατόπιν σε κανένα δικαστήριο. Και η σχετική τροπολογία που κατέθεσε και πέρασε χθες από τη βουλή η παρούσα κυβέρνηση είναι σε αυτή τη κατεύθυνση της διόρθωσης, όταν αποκαλύφθηκε ότι ένας συνταξιούχος δικαστικός διεκδικεί να παίξει τον ρόλο του αχυρανθρώπου στην αρχηγία του κόμματος Κασιδιάρη προκειμένου να συμμετάσχει κανονικά στις επερχόμενες εκλογές.
Αξίζει κα πάλι να υπογραμμίσουμε την υπαρκτή διάσταση του κινδύνου για τη Δημοκρατία μας: το Εθνικό Κόμμα-Έλληνες, που ιδρύθηκε το 2020, καταγράφει στις τρέχουσες δημοσκοπήσεις ίσως πάνω και από 4% ενώ υπάρχουν γεωγραφικές περιοχές, όπως του νοτίου Αιγαίου ή της Στερεάς Ελλάδας, που το ποσοστό αυτό διπλασσιάζεται!
Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ απέχει από το αντιφασιστικό μέτωπο;
Κι εδώ είναι που ερχόμαστε όλοι ενώπιον των ευθυνών μας, ιδίως οι πολιτικές δυνάμεις του κοινοβουλίου που είναι και επιφορτισμένες να αξιολογήσουν έναν τέτοιο κίνδυνο και να πράξουν αναλόγως για την αντιμετώπισή του. Έτσι, απέναντι στην υποστήριξη της τροπολογίας που πέρασε χθες με τις ψήγφους της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, στοιχήθηκαν όλα τα υπόλοιπα κόμματα με πρώτο τον ΣΥΡΙΖΑ.
Γιατί άραγε εκείνοι που αυτοπαρουσιάζονται τόσες δεκαετίες ως οι βασικοί πολέμιοι του φασισμού και φώναζαν σε όλους τους τόνους ότι οι υπόδικοι νεοναζί “δεν ειναι αθώοι”, αποδεικνύονται στην πράξη τόσο τραγικά απόντες από την υπεράσπιση της Δημοκρατίας, και μάλιστα τώρα που αυτή απαιτεί ένα κοινό μέτωπο των δυνάμεων του συνταγματικού τόξου;
Τα επιχειρήματα που ακούστηκαν στο δημόσιο διάλογο ενάντια στη νομική απαγόρευση του ακροδεξιού κόμματος του Κασιδιάρη ήταν κυρίως δύο, εξίσου αδύναμα και τα δύο.
Το πρώτο ισχυρίζεται ότι εκείνο που χρειάζεται για να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο του νεοναζισμού είναι (γενικώς και αορίστως) η “ενδυνάμωση” της Δημοκρατίας. Αν και δεν εξηγείται επαρκώς, υποθέτουμε ότι αυτό αναφέρεται στην ακόμη βαθύτερη εμπέδωση της δημοκρατικής κουλτούρας στους θεσμούς και την κοινωνία, έτσι ώστε κάποτε να εξαφανιστούν εντελώς τέτοιες ιδεολογικές απόψεις.
Το επιχείρημα ακούγεται τόσο ρομαντικό όσο και ουτοπικό. Και τούτο διότι οι Δημοκρατίες πάντα γνώριζαν και πάντα θα γνωρίζουν αμφισβήτηση και υπονόμευση από πολίτες και πολιτικές δυνάμεις που έχουν ροπή στον αυταρχισμό. Δεν έχει υπάρξει στη νεώτερη ιστορία δημοκρατικό κράτος που να μην βρεθεί ενώπιον τέτοιας αμφισβήτησης, και τίποτε δεν μας προδιαθέτει να πούμε ότι θα εξαλειφθεί ποτέ πλήρως αυτή η απειλή. Κυρίως, όμως δεν εξηγεί τι κάνουμε ως Δημοκρατία με το επιτακτικό πρόβλημα που έχουμε μπροστά μας στο παρόν, μέχρι τέλος πάντων να κατακτήσουμε εκείνον τον “δημοκρατικό παράδεισο”.
Και αυτό ισχύει και για όσους φιλελεύθερους προτιμούν τις αρχές τους έναντι των λύσεων απαγόρευσης, κάνοντας το εξής παράδοξο: καταλήγουν να εμφανίζονται πιο καχύποπτοι και επικριτικοί απέναντι σε όσυς αναζητούν λύσεις για την προστασία της Δημοκρατίας από ό,τι σε όσους έχουν διακηρυγμένη πρόθεση να την ανατρέψουν.
Το δεύτερο επιχείρημα είναι αντιθέτως πιο κυνικό αλλά πάντως το ίδιο αναποτελεσματικό. Ισχυρίζεται ότι όλο αυτό το κυνήγι του Κασιδιάρη, στο τέλος θα καταλήξει στην ηρωοποίησή του και άρα στην ενίσχυση της πολιτικής του επιρροής. Η άποψη αυτή ενέχει ουσιαστικά μια εικόνα της Δημοκρατίας ως μια αδύναμη μωρή παρθένο που δεν έχει τάχα και πολλές δυνατότητες να προστατέψει την τιμή της έναντι των επίδοξων βιαστών της.
Στην πραγματικότητα, χωρίς να το αντιλαμβάνονται, όσοι το υιοθετούν μας λένε ότι η Δημοκρατία θα πρέπει να κάτσει να υποστεί την ταπείνωσή της προκειμένου να μην “ηρωοποιήσει” τον βιαστή της, όπως ακριβώς προτείνεται συχνά και στα θύματα κανονικών βιασμών: μην καταγγείλεις τον βιαστή σου διότι κινδυνεύεις να εκτεθείς σε όσους σεξιστές θα βγουν να πουν “ε, πήγαινε γυρεύοντας και αυτή”.
Μια παλιά διαφημιστική εκστρατεία του υπουργείου Οικονομικών τη δεκαετία του '80, καλούσε τους πολίτες να αποδείξουν έμπρακτα την αγάπη τους για την Ελλάδα με το να εκδίδουν και να ζητάνε στις συναλλαγές τους απόδειξη. Ισχύει και για τα δημοκρατικά φρονήματα όπου δεν αρκεί να δηλώνονται θεωρητικά, αν δεν επιβεβαιώνονται και έμπρακτα την ώρα της μάχης για την υπεράσπισή τους.
*Ο Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος είναι Καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και Αντιπρόεδρος του Παρατηρητηρίου για τη Διδασκαλία της Ιστορίας στο Συμβούλιο της Ευρώπης
Γιατί άραγε εκείνοι που αυτοπαρουσιάζονται τόσες δεκαετίες ως οι βασικοί πολέμιοι του φασισμού και φώναζαν σε όλους τους τόνους ότι οι υπόδικοι νεοναζί “δεν ειναι αθώοι”, αποδεικνύονται στην πράξη τόσο τραγικά απόντες από την υπεράσπιση της Δημοκρατίας, και μάλιστα τώρα που αυτή απαιτεί ένα κοινό μέτωπο των δυνάμεων του συνταγματικού τόξου;
Τα επιχειρήματα που ακούστηκαν στο δημόσιο διάλογο ενάντια στη νομική απαγόρευση του ακροδεξιού κόμματος του Κασιδιάρη ήταν κυρίως δύο, εξίσου αδύναμα και τα δύο.
Το πρώτο ισχυρίζεται ότι εκείνο που χρειάζεται για να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο του νεοναζισμού είναι (γενικώς και αορίστως) η “ενδυνάμωση” της Δημοκρατίας. Αν και δεν εξηγείται επαρκώς, υποθέτουμε ότι αυτό αναφέρεται στην ακόμη βαθύτερη εμπέδωση της δημοκρατικής κουλτούρας στους θεσμούς και την κοινωνία, έτσι ώστε κάποτε να εξαφανιστούν εντελώς τέτοιες ιδεολογικές απόψεις.
Το επιχείρημα ακούγεται τόσο ρομαντικό όσο και ουτοπικό. Και τούτο διότι οι Δημοκρατίες πάντα γνώριζαν και πάντα θα γνωρίζουν αμφισβήτηση και υπονόμευση από πολίτες και πολιτικές δυνάμεις που έχουν ροπή στον αυταρχισμό. Δεν έχει υπάρξει στη νεώτερη ιστορία δημοκρατικό κράτος που να μην βρεθεί ενώπιον τέτοιας αμφισβήτησης, και τίποτε δεν μας προδιαθέτει να πούμε ότι θα εξαλειφθεί ποτέ πλήρως αυτή η απειλή. Κυρίως, όμως δεν εξηγεί τι κάνουμε ως Δημοκρατία με το επιτακτικό πρόβλημα που έχουμε μπροστά μας στο παρόν, μέχρι τέλος πάντων να κατακτήσουμε εκείνον τον “δημοκρατικό παράδεισο”.
Και αυτό ισχύει και για όσους φιλελεύθερους προτιμούν τις αρχές τους έναντι των λύσεων απαγόρευσης, κάνοντας το εξής παράδοξο: καταλήγουν να εμφανίζονται πιο καχύποπτοι και επικριτικοί απέναντι σε όσυς αναζητούν λύσεις για την προστασία της Δημοκρατίας από ό,τι σε όσους έχουν διακηρυγμένη πρόθεση να την ανατρέψουν.
Το δεύτερο επιχείρημα είναι αντιθέτως πιο κυνικό αλλά πάντως το ίδιο αναποτελεσματικό. Ισχυρίζεται ότι όλο αυτό το κυνήγι του Κασιδιάρη, στο τέλος θα καταλήξει στην ηρωοποίησή του και άρα στην ενίσχυση της πολιτικής του επιρροής. Η άποψη αυτή ενέχει ουσιαστικά μια εικόνα της Δημοκρατίας ως μια αδύναμη μωρή παρθένο που δεν έχει τάχα και πολλές δυνατότητες να προστατέψει την τιμή της έναντι των επίδοξων βιαστών της.
Στην πραγματικότητα, χωρίς να το αντιλαμβάνονται, όσοι το υιοθετούν μας λένε ότι η Δημοκρατία θα πρέπει να κάτσει να υποστεί την ταπείνωσή της προκειμένου να μην “ηρωοποιήσει” τον βιαστή της, όπως ακριβώς προτείνεται συχνά και στα θύματα κανονικών βιασμών: μην καταγγείλεις τον βιαστή σου διότι κινδυνεύεις να εκτεθείς σε όσους σεξιστές θα βγουν να πουν “ε, πήγαινε γυρεύοντας και αυτή”.
Μια παλιά διαφημιστική εκστρατεία του υπουργείου Οικονομικών τη δεκαετία του '80, καλούσε τους πολίτες να αποδείξουν έμπρακτα την αγάπη τους για την Ελλάδα με το να εκδίδουν και να ζητάνε στις συναλλαγές τους απόδειξη. Ισχύει και για τα δημοκρατικά φρονήματα όπου δεν αρκεί να δηλώνονται θεωρητικά, αν δεν επιβεβαιώνονται και έμπρακτα την ώρα της μάχης για την υπεράσπισή τους.
*Ο Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος είναι Καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και Αντιπρόεδρος του Παρατηρητηρίου για τη Διδασκαλία της Ιστορίας στο Συμβούλιο της Ευρώπης
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα