Εύα Μανιδάκη: Σκηνικά θαύματα στα θέατρα του κόσμου
Η μινιμαλιστική της ματιά έχει φέρει αέρα ανανέωσης στην αρχαία τραγωδία, την όπερα και τον χορό. Η αρχιτέκτων που σκηνογραφεί σε κάθε γωνιά της Γης, μας μιλάει για την τέχνη της προτού ανάψουν τα φώτα
Τα τελευταία 25 χρόνια τα σκηνικά της Εύας Μανιδάκη συμμετέχουν στις πιο πρωτοποριακές παραστάσεις στις θεατρικές σκηνές της Αθήνας, στα αρχαία θέατρα ανά την Ελλάδα και σε σκηνές σε όλο τον κόσμο, από τη Γερμανία μέχρι την Ιαπωνία. Σύγχρονα έργα, αρχαία τραγωδία, όπερα, χορός. Το κύριο αντικείμενό της είναι η αρχιτεκτονική, την οποία σπούδασε στο Παρίσι, και ο φυσικός της χώρος είναι το θέατρο, το οποίο σπούδασε στη σχολή του «Εμπρός». Αρχισε να σχεδιάζει σκηνικά όταν αποφοίτησε από τη σχολή κι έτσι, χωρίς να το επιδιώξει, βρέθηκε να κάνει αυτό που πάντα αγαπούσε: θέατρο. Παράλληλα με τη σκηνογραφία δραστηριοποιείται στο αρχιτεκτονικό στούντιο Flux-Οffice αναλαμβάνοντας σημαντικά έργα όπως το νέο πωλητήριο της Ακρόπολης που εγκαινιάστηκε στις αρχές Ιουνίου, τη μεγάλη έκθεση στο ΕΜΣΤ «Why Look at Animal» και ιδιωτικά πρότζεκτ.
Gala: Κάθε καλοκαίρι βλέπουμε τη δουλειά σας στην Επίδαυρο και το Ηρώδειο. Φέτος τι πρόκειται να δούμε; Εύα Μανιδάκη: Για το καλοκαίρι στην Επίδαυρο ετοιμάζω τον «Οιδίποδα»: ο Γιάννης Χουβαρδάς διασκευάζει και σκηνοθετεί τον «Οιδίποδα Τύραννο» και τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ», σε μία παράσταση ως ενιαίο έργο. Στο Ηρώδειο θα παρουσιαστεί σε επανάληψη το «Ριγκολέτο» σε παραγωγή Εθνικής Λυρικής Σκηνής και σκηνοθεσία της Κατερίνας Ευαγγελάτου. Οπως επίσης και η παράσταση «Ιππόλυτος» του Ευριπίδη, που ανεβάσαμε τον Μάρτιο στο Χονγκ Κονγκ, σε σκηνοθεσία Κατερίνας Ευαγγελάτου.
G.: Πώς ήταν η εμπειρία της αρχαίας τραγωδίας στην Κίνα; Ε.Μ.: Η παράσταση φιλοξενήθηκε από το 53ο Hong Kong Arts Festival. Αν και ερμηνεύτηκε στα ελληνικά από Ελληνες ηθοποιούς, φυσικά με υπέρτιτλους στα κινέζικα, είχε πολύ μεγάλη επιτυχία. Ενα θέατρο 1.500 θέσεων ήταν επί δύο μέρες sold out. Του χρόνου θα ανεβάσουμε τη «Λυσιστράτη» πάλι σε σκηνοθεσία της Κατερίνας Ευαγγελάτου, αυτή τη φορά όμως στα κινέζικα με Κινέζους ηθοποιούς. Η πρεμιέρα θα γίνει στο Χονγκ Κονγκ τον Μάρτιο του 2026, και στη συνέχεια θα ενταχθεί στο ρεπερτόριο του Εθνικού Θεάτρου της Σαγκάης. Πρόκειται για μια συνεργασία που μου δίνει μεγάλη χαρά και αγωνία. Αγαπώ πολύ την Ανατολή και ιδιαίτερα την Ιαπωνία. Στο παρελθόν έχω συνεργαστεί με το Εθνικό Θέατρο Νο στο Τόκιο. Ανεβάσαμε τη «Νέκυια» (ραψωδία λ’ της «Οδύσσειας» του Ομήρου) στα ιαπωνικά, σε σκηνοθεσία Γκένσο Ουμεβάκα και Μιχαήλ Μαρμαρινού. Στη συνέχεια η παράσταση παίχτηκε στην Επίδαυρο το 2015.
Ιδομενέας
G.: Τι σας συνδέει με την Ιαπωνία; Ε.Μ.: Η Ιαπωνία είναι για μένα κάτι πολύ περισσότερο από ένας απλός προορισμός - είναι μια έμπνευση, ένα μέρος που αγγίζει την ψυχή μου με την αισθητική, την παράδοση και τη φιλοσοφία της. Ο ιαπωνικός πολιτισμός με γοητεύει βαθιά. Κάθε αρχιτέκτονας πρέπει να πάει μια φορά στη ζωή του στην Ιαπωνία. Μόνο εκεί καταλαβαίνεις τι σημαίνει αρχιτεκτονική, σύγχρονη και παραδοσιακή. Στην Ιαπωνία τα κτίρια έχουν μία εσωτερικότητα. Δεν υπάρχουν για να επιβληθούν, αλλά για να συνυπάρχουν. Κατασκευάζονται με υλικά που γερνάνε ωραία, αναδεικνύοντας την ομορφιά της φθοράς, η οποία είναι και αναπόφευκτη.
G.: Βρίσκεστε σχεδόν κάθε καλοκαίρι στην Επίδαυρο. Τι ιδιαιτερότητες έχει η δουλειά στον συγκεκριμένο χώρο; Ε.Μ.: Η Επίδαυρος θεωρώ ότι είναι το πιο δύσκολο και γοητευτικό θέατρο του κόσμου. Οσα έργα και να κάνω, νιώθω πάντα σαν να είναι η πρώτη μου φορά. Αισθάνομαι τρομερή αγωνία γι’ αυτό το θέατρο. Εχει αυτό το τοπίο και αυτή την ενέργεια που πρέπει να τα σεβαστείς. Κουβαλάει την ιστορία της, η οποία είναι ορατή σε κάθε πέτρα. Οποιο σκηνικό και να βάλεις, πρέπει να συνδιαλλαγείς με τον χώρο, με τα δέντρα, τον ουρανό, τη δύση, τ’ αστέρια, τα πουλιά, τον αέρα. Ο,τι και να κάνεις σε αυτή τη συνδιαλλαγή, θα είναι μικρό σε σχέση με τον τόπο, γι’ αυτό και κάθε φορά είναι ένα στοίχημα.
G.: Πότε θεωρείτε ότι το σκηνικό σας είναι επιτυχημένο; Ε.Μ.: Οταν εξυπηρετεί καλά την παράσταση. Το σκηνικό από μόνο του δεν λέει κάτι, σημασία έχει πώς συνομιλεί με το σύνολο. Να μην ξεχωρίζει, αλλά να υπηρετεί αόρατα την παράσταση. Οταν γίνεται ένα με το κείμενο και τη σκηνοθεσία, τότε έχει πετύχει.
G.: Από τα έργα σας, υπάρχουν κάποια που θεωρείτε ότι είναι τα αριστουργήματά σας; Ε.Μ.: Πρώτα να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν κάνω αριστουργήματα. Υστερα, αυτό που μένει στη μνήμη μου μετά από κάθε σκηνικό είναι τα λάθη. Τα καταλαβαίνω μόνο εγώ. Η στάση μου απέναντι σε μένα είναι πάντα κριτική. Δεν υπάρχει περίπτωση να πω «ουάου, τι έκανα».
Damascus
G.: Επιλέγετε τις δουλειές που αναλαμβάνετε; Με ποια κριτήρια; Ε.Μ.: Το μοναδικό κριτήριο είναι οι συντελεστές. Πρέπει να έχουμε το ίδιο βλέμμα, να χρησιμοποιούμε το ίδιο λεξιλόγιο. Ο Χουβαρδάς, η Ευαγγελάτου, ο Μαρμαρινός, ο Καραθάνος είναι κάποιοι από τους συνεργάτες μου όλα αυτά τα χρόνια. Για να συμμετέχω σε μία παράσταση δεν μ’ ενδιαφέρει ούτε το θεατρικό έργο, ούτε το θέατρο ως κτίριο, μόνο οι άνθρωποι.
G.: Μπορείτε να ζείτε απ’ αυτή τη δουλειά; Ε.Μ.: Μετά από τόσα χρόνια δουλειάς, ναι, μπορώ να ζήσω από το επάγγελμά μου. Ομως εδώ θέλω να πω ότι το θέατρο στην Ελλάδα, δυστυχώς, δεν είναι μια καλοπληρωμένη δουλειά, το αντίθετο θα ’λεγα.
G.: Ποια είναι η διαδικασία για τη σκηνογραφία σε κάθε παράσταση; Ε.Μ.: Θα περιγράψω τη δική μου προσωπική διαδρομή. Η προσέγγισή μου εξαρτάται πάντα από τον σκηνοθέτη και το είδος του έργου - αν πρόκειται για τραγωδία, όπερα ή χορό. Ξεκινάω διαβάζοντας το κείμενο ξανά και ξανά, κρατώντας σημειώσεις. Ακολουθούν συναντήσεις με τον σκηνοθέτη για να συζητήσουμε ιδέες σε σχέση με τον χώρο και το κείμενο. Επειτα, κάνω σκίτσα, σχέδια και μακέτες, που δουλεύονται παράλληλα με τη σκηνοθετική προσέγγιση. Οι πρόβες ξεκινάνε με το στάδιο της ανάγνωσης, στο τραπέζι, μέχρι την προσομοίωση με το προσωρινό σκηνικό. Oταν κατασκευαστεί το τελικό σκηνικό, είμαστε στην τελική φάση πριν από την πρεμιέρα. Στην πρεμιέρα τελειώνει η δική μου δουλειά και αρχίζει να ζει το κείμενο και το σκηνικό τη δική του «ζωή».
G.: Στη διάρκεια της περιόδου προετοιμασίας, νιώθετε σαν να ζείτε μέσα στο έργο; Ε.Μ.: Ναι, απόλυτα. Κατά την προετοιμασία ζω μέσα στο έργο, το κουβαλάω συνεχώς μέσα μου. Το φαντάζομαι, το ακούω, το αισθάνομαι. Κάθε παράσταση είναι για μένα μια «γέννα», αλλά και ένας αποχωρισμός. Μόλις γίνει η πρεμιέρα, η σχέση μου μαζί του τελειώνει. Κι ενώ μέχρι τότε το κουβαλούσα κάθε στιγμή, μετά πρέπει να το αφήσω να ζήσει μόνο του.
G.: Eχετε ασχοληθεί με τη σκηνογραφία στον κινηματογράφο και την τηλεόραση; Ε.Μ.: Eχω κάνει λίγο κινηματογράφο και καθόλου τηλεόραση. Η αλήθεια είναι ότι το θέατρο κυριαρχεί στη ζωή μου.
Προμηθέας
G.: Θα μας μιλήσετε λίγο και για το έργο σας στην Ακρόπολη; Ε.Μ.: Στις αρχές Ιουνίου άνοιξε το Νέο Πωλητήριο του Αρχαιολογικού Χώρου της Ακρόπολης. Βρίσκεται ακριβώς απέναντι από την κεντρική είσοδο του μνημείου. Η ευθύνη ήταν μεγάλη για να δημιουργήσουμε ένα κτίριο κάτω από τον Παρθενώνα, σε γειτνίαση με τα έργα του Πικιώνη. Κεντρική ιδέα του σχεδιασμού ήταν η ελαφρότητα και η ενσωμάτωσή του στο τοπίο.
G.: Πώς επιλέγετε τα έργα που αναλαμβάνετε; Ε.Μ.: Οι άνθρωποι που προσεγγίζουν το γραφείο μας είναι άνθρωποι που γνωρίζουν το έργο μας και την αισθητική μας. Oπως συμβαίνει και με τις παραστάσεις, το κριτήριό μου είναι ο άνθρωπος.
G.: Υπάρχει ένα ύφος ή μία αισθητική που χαρακτηρίζει τις δημιουργίες σας; Ε.Μ.: Νομίζω, είναι ο μινιμαλισμός. Δεν είμαι άνθρωπος που μπορεί να προσαρμοστεί στα πάντα και να λειτουργήσει κατά παραγγελία.
G.: Πώς συμβιβάζετε τη δημιουργικότητά σας με το υπάρχον μπάτζετ; Ε.Μ.: Είναι πάντα δύσκολο να συνδυάσεις τη δημιουργικότητα με το χαμηλό μπάτζετ, ειδικά στο θέατρο που είναι από τη φύση του «φτωχό». Ο σκηνογράφος, τις περισσότερες φορές, καλείται να υλοποιήσει μια ιδέα με ελάχιστα μέσα, και αυτό απαιτεί κόπο, προσαρμοστικότητα και εφευρετικότητα. Ο μινιμαλισμός, μάλιστα, είναι συχνά πιο δαπανηρός απ’ ό,τι φαίνεται. Στην «Αλκηστη» στην Επίδαυρο, το σκηνικό ήταν ένας λόφος που έμοιαζε με χώμα, αλλά δεν ήταν λόγω περιορισμών του χώρου, καθώς στην Επίδαυρο απαγορεύεται να βάλεις χώμα στη σκηνή, οπότε έπρεπε να το φτιάξω ώστε να φαίνεται χωμάτινο χωρίς να είναι. Το αποτέλεσμα έμοιαζε απλό, αλλά απαιτούσε τεχνική πολυπλοκότητα και προσεκτικό σχεδιασμό.
Η μητέρα ενός ηθοποιού είπε μάλιστα: «Μα, καλά, ολόκληρο Εθνικό Θέατρο, δεν μπορούσε να δώσει λίγα χρήματα για σκηνικά;». Συχνά, ο κόπος του σκηνογράφου μένει αθέατος, όμως είναι εκεί, πίσω από καθετί που βλέπει ή δεν βλέπει το κοινό.
G.: Πώς παραμένετε συντονισμένη με τις διεθνείς εξελίξεις στο αντικείμενό σας; Ε.Μ.: Προσπαθώ να είμαι ενημερωμένη και παρακολουθώ τη σύγχρονη τέχνη. Μου αρέσει και με τροφοδοτεί. Επισκέπτομαι εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Και, φυσικά, στην Ιαπωνία που από μόνη της είναι ένα ανοιχτό μουσείο. Ενα έργο που με συγκίνησε πρόσφατα ήταν η εγκατάσταση του Τζέιμς Τουρέλ «House of Light» στη Νιγκάτα της Ιαπωνίας. Πρόκειται για ένα σπίτι σε ένα απομακρυσμένο βουνό, όπου μένεις και κοιμάσαι τη νύχτα. Την ώρα που χαράζει, ανοίγει η οροφή και το φως σε ξυπνάει. Το έργο τέχνης είναι το ίδιο το χάραγμα. Πρόκειται για μία από αυτές τις στιγμές που η τέχνη κάνει μία μικρή μετακίνηση στη ζωή σου.
Άμλετ
Amalia Melancholia,
η βασίλισσα των Φοινίκων
Post Inferno
Don't look
back