Περίπου στη μέση του κεφαλαίου της «
Ιθάκης» με τίτλο «Η Οδύσσεια της διαπραγμάτευσης», ο
Αλέξης Τσίπρας γράφει ότι κέρδισε την εκτίμηση και τη συμπάθεια της Καγκελαρίου Μέρκελ με μια απάντησή του σε ερώτηση του Πρώτου Θέματος. Συγκεκριμένα, ο τέως πρωθυπουργός είχε πει το Μάρτιο του 2015 ότι «η
Άνγκελα Μέρκελ είναι ένας άνθρωπος που ακούει και θέλει να προωθήσει εποικοδομητικά την ανταλλαγή απόψεων».
Στην
πολιτική αυτοβιογραφία της, το βιβλίο «Ελευθερία», η Μέρκελ εξήρε την αγγλομάθεια του Αλέξη Τσίπρα, ενώ από τη δική του πλευρά, η πιο πειστική των φιλοφρονήσεων θα ήταν η ταφή του συνθήματος «Go back κυρία Μέρκελ» στο κοιμητήριο της λήθης, οριστικά.
Γράφει ο πρώην πρωθυπουργός:
Κάποια στιγμή [σσ: στην αρχή του 2015] εμφανίστηκε η Μέρκελ, με την οποία δεν είχαμε συναντηθεί διά ζώσης μέχρι τότε. Ήρθε χαμογελαστή προς το μέρος μου για να μου πιάσει κουβέντα. Μου έριξε βέβαια και μια μπηχτή, ότι ενώ είχα ήδη επισκεφτεί το Παρίσι και τη Ρώμη, δεν είχα περάσει από το Βερολίνο. Της απάντησα, με πλατύ χαμόγελο, πως δεν συνήθιζα να πηγαίνω επισκέψεις απρόσκλητος και πως με μεγάλη χαρά θα πήγαινα στο Βερολίνο μόλις με προσκαλούσε. Το έπιασε κι αυτή το υπονοούμενο και δεσμεύτηκε πως σύντομα θα μου έστελνε μια τέτοια πρόσκληση.
(....)
Από την πλευρά της, η Μέρκελ είχε γύρω της την καθιερωμένη ομάδα των στενών της συμβούλων. Η Καγκελαρία λειτουργεί με ένα δομημένο σύστημα. Στη συνάντησή μας υπήρχε ο σύμβουλος για τα οικονομικά, ο σύμβουλος για τις διεθνείς σχέσεις, και φυσικά, παρούσα ήταν και η Γραμματέας της, η
Μπεάτε Μπάουμαν, η οποία, αργότερα, συνέβαλε στο βιβλίο των απομνημονευμάτων που εξέδωσε. Ένας μικρός κύκλος ανθρώπων, οργανωμένος και πειθαρχημένος. Στη δική μας πλευρά η πειθαρχία δεν θα έλεγα ότι ήταν το πιο δυνατό μας προτέρημα, τουλάχιστον των περισσότερων από εμάς. Όμως από την άλλη είχαμε να επιδείξουμε γνώση, ζήλο, ενθουσιασμό και μαχητικό πνεύμα. Δεν είχαμε λίγα προτερήματα κι εμείς.
Η συζήτηση εξελίχθηκε απρόσμενα αναλυτική και σε λεπτομέρειες. Είχαμε προγραμματίσει να καθίσουμε περίπου μία ώρα και τελικά παραμείναμε σχεδόν ένα τετράωρο στο ίδιο τραπέζι, ανταλλάσσοντας σκέψεις και επιχειρήματα. Άνοιξε ολόκληρη η βεντάλια των θεμάτων, από τις μεταρρυθμίσεις και τα δημοσιονομικά μέτρα που μας πρότειναν κατά τη διαπραγμάτευση, μέχρι ζητήματα ευρύτερης στρατηγικής.
(....)
Η Μέρκελ, όμως, επανερχόταν διαρκώς στη δική της λίστα. Μας έλεγε πως κατανοούσε ότι θέλαμε να κάνουμε τις δικές μας αλλαγές, αλλά υποστήριζε πως στην
Ευρωζώνη υπάρχει ένα πλαίσιο κανόνων, και υπάρχουν και οι Θεσμοί. Άρα δεν ήταν οι Γερμανοί που αποφάσιζαν. Όλες οι κυβερνήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης είχαν αναθέσει συλλογικά αρμοδιότητες σε αυτούς τους Θεσμούς, και οι αποφάσεις που μας αφορούσαν θα λαμβάνονταν εκεί, και όχι από αυτήν. Και συνέχιζε, δείχνοντάς μας ξανά και ξανά τα έγγραφα: «Εδώ είναι οι δεσμεύσεις σας. Με αυτές τι σκοπεύετε να κάνετε;»
Μερικές στιγμές, οι δυσκολίες που είχαμε να συνεννοηθούμε γίνονταν πολύ φανερές. Και το πρόβλημα ασφαλώς δεν ήταν οι διαφορετικές γλώσσες που μιλούσαμε. Οι περισσότερες από τις δεσμεύσεις που μας παρουσίασε η Καγκελάριος ήταν, εκ των πραγμάτων, εκτός της πολιτικής και προγραμματικής μας λογικής. Από ολόκληρη τη λίστα που μας έδειχνε, ελάχιστα σημεία μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως συγκλίνοντα με τις δικές μας προτάσεις.
Η Μέρκελ αντιλήφθηκε νομίζω πως είχε να κάνει με νέους ανθρώπους, έντιμους, αποφασισμένους, με αυτοπεποίθηση, ίσως και με υπερβολική σιγουριά και με κάποια ιδεολογική αφέλεια, που πήγαζε κι από την έλλειψη εμπειρίας στη διακυβέρνηση. Είδε μπροστά της ανθρώπους που πίστευαν βαθιά σε αυτά που έλεγαν, αλλά που, όπως ενδεχομένως αυτή να σκεφτόταν, δεν πατούσαν ακόμη γερά στο έδαφος της ευρωπαϊκής πραγματικότητας.
Με πήρε διακριτικά στην άκρη, σε πιο προσωπικό τόνο, και μου είπε: «Αλέξη, θέλω να σου δώσω το προσωπικό μου τηλέφωνο. Κι αν βρεθείς σε οποιαδήποτε δυσκολία κάποια στιγμή, ό,τι ώρα κι αν είναι, μη διστάσεις να με καλέσεις. Θέλω να σε βοηθήσω». Με ξάφνιασε. Δεν το περίμενα. Υπήρχε κάτι αφοπλιστικό στη στιγμή εκείνη και στη στάση της. Της απάντησα ευγενικά: «Σ' ευχαριστώ, Άνγκελα. Το εκτιμώ πολύ σοβαρά. Όποτε χρειαστεί θα σε καλέσω». Ασφαλώς, αν κανείς θέλει να το δει υπό διαφορετικό πρίσμα, θα μπορούσε να πει πως είχε και μια διάσταση διπλωματικού χειρισμού. Ίσως ήταν η δική της μεθοδολογία επιρροής. Ίσως και μια μορφή εκδήλωσης της «ήπιας δύναμης» που χαρακτήριζε τη συνολική της παρουσία στα ευρωπαϊκά πράγματα. Ίσως και όχι. Σε κάθε περίπτωση, ήταν μια κίνηση με ιδιαίτερο συμβολισμό, ένα είδος προσωπικής προσέγγισης, ένας τρόπος να χτιστεί μια γέφυρα, πέρα από τις τυπικότητες.