«Ο Παύλος Φύσσας δεν ήταν το εμβληματικό πρόσωπο. Ήταν κάποιος αντιφασίστας ανάμεσα σε άλλους, ώστε να βρεθεί ένα ηθικό έρεισμα. Τα μεγαλύτερα εγκλήματα της ανθρωπότητας έγιναν άλλωστε για την ηθική» είπε σήμερα στην αγόρευσή της η εισαγγελέας του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων που δικάζει σε δεύτερο βαθμό την υπόθεση της εγκληματικής οργάνωσης της
Χρυσής Αυγής.
Ειδικότερα, η εισαγγελέας της έδρας κυρία
Κυριακή Στεφανάτου κατά τη σημερινή τρίτη ημέρα της αγόρευσής της, αποτιμώντας τα στοιχεία της δικογραφίας και αυτά που προέκυψαν στο ακροατήριο, αναφέρθηκε διεξοδικά στη δολοφονία του 34χρονου μουσικού
Παύλου Φύσσα τον Σεπτέμβριο του 2013, ένα έγκλημα που σήμανε την αρχή του τέλους για την εγκληματική δράση της Χρυσής Αυγής.
Παρουσία της Μάγδας Φύσσα και με τον Γιάννη Λαγό να είναι και σήμερα ο μοναδικός από τους 42 κατηγορούμενους που βρίσκονται στο δικαστήριο, η εισαγγελέας επισήμανε πως ο Παύλος Φύσσας μπήκε στο στόχαστρο της εγκληματικής οργάνωσης «
γιατί τους χλεύαζε».
Στην αρχή της σημερινής συνεδρίασης η εισαγγελέας αναφέρθηκε εκτενώς στη προσωπικότητα του μουσικού, στην αντιφασιστική του δράση, τονίζοντας μεταξύ άλλων πως «τα διόλου κολακευτικά λόγια του θύματος ήταν γνωστά στους κατηγορούμενους, όπως προκύπτει από τις τηλεφωνικές συνομιλίες».
Εν συνεχεία, η κυρία Στεφανάτου ανέφερε πως τα μέλη της οργάνωσης μόνο και μόνο για ένα τραγούδι που δεν τους άρεσε θεωρούσαν ότι είχαν το δικαίωμα να χτυπήσουν.
«Μπορεί κάτι τέτοιο να ακούγεται υπερβολικό, αλλά δεν είναι. Ο Νίκος Μιχαλολιάκος είναι μετρ της ψυχολογίας, στηρίζεται στην πεποίθηση ότι όταν η αλήθεια ακούγεται απίθανη, οι άλλοι θεωρούν πιο λογικό να λες ψέματα» είπε η κυρία Στεφανάτου, επαναλαμβάνοντας πως «η Χρυσή Αυγή απαιτούσε από τους πάντες όχι μόνο σεβασμό αλλά και
υποταγή».
Κατά την εισαγγελέα, η επιλογή του Παύλου Φύσσα από την εγκληματική οργάνωση δεν ήταν τυχαία, καθώς όπως τόνισε χαρακτηριστικά, σημειώνεται σε μια στιγμή που η βία της κορυφώνεται.
Ενδεικτικά η κυρία Στεφανάτου επισήμανε: «Είμαστε στη φάση της κλιμάκωσης της βίας, δηλαδή να προκαλέσουν τη αντίδραση της αριστεράς να αντεπιτεθεί και να παρέμβει το παρακράτος. Μέσα σε εννέα μήνες σημειώνονται πέντε μείζονες επιθέσεις, όπως η δολοφονία Λουκμάν, η Πάρος και η δολοφονία Φύσσα. Δεν υποχωρούσαν. Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα δεν ήταν ακατανόητη, είχε νόημα. Πραγματικά ο Παύλος Φύσσας δεν τους είχε προκαλέσει και η ιδιότητά του δεν δικαιολογεί τέτοιο μίσος. Όμως η Χρυσή Αυγή ως εγκληματική οργάνωση στόχευε στο ανώνυμο μέλος και όχι σε εμβληματικά πρόσωπα και η εξόντωση του αντιπάλου γινόταν από ολόκληρο το τάγμα και όχι από μεμονωμένους εκτελεστές. Ο Φύσσας δεν ήταν εμβληματικό πρόσωπο, ήταν ένας
αντιφασίστας. Επελέγη ως κατάλληλος στόχος γιατί τους χλεύαζε με τα τραγούδια του και ήταν θέμα χρόνου η κινητοποίηση του τάγματος εφόδου».
Στη συνέχεια, η εισαγγελέας αναφέρθηκε σε κινητοποίηση στην ιεραρχία της Χρυσής Αυγή μετά τη δολοφονία, επικαλούμενη τα στοιχεία από την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου.
Συγκεκριμένα η κυρία Στεφανάτου σημείωσε πως ο Ιωάννης Λαγός είχε «έχει διαρκή ενημέρωση για την εξέλιξη της επίθεσης όπως και για όσα ακολούθησαν, αφού είναι δεδομένο ότι τίποτα δεν έκανε ο κατηγορούμενος Γ. Πατέλης (επικεφαλής της Τοπικής Νίκαιας) χωρίς την έγκριση του Ιωάννη Λαγού». Ο τελευταίος, κατά την εισαγγελέα «ήταν υπόλογος στο Ν. Μιχαλολιάκο».
Καρέ - καρέ η κυρία Στεφανάτου περιέγραψε ακολούθως την επίθεση έξω από την καφετέρια «Κοράλι» μετά τη λήξη του ποδοσφαιρικού αγώνα, αναφέροντας πως ο Παύλος Φύσσας ήταν κατευναστικός μέχρι το τέλος, ενώ «οι Χρυσαυγίτες ήταν αδιάλλακτοι εφοδιασμένοι με στειλιάρια και ρόπαλα».
Αναφερόμενη δε, στα όσα προηγήθηκαν της δολοφονίας, η εισαγγελική λειτουργός σημείωσε: «Χωρίς να έχει προηγηθεί οτιδήποτε, παρουσία αστυνομίας και με παράγγελμα, 15 Χρυσαυγίτες κάποιοι με κοκάλινα γάντια μηχανής και κράνη, άρχισαν να κυνηγούν την παρέα του Παύλου Φύσσα. Συντεταγμένα και χωρίς να αλλάξουν τη συμπεριφορά τους από την παρουσία αστυνομικών και συνέχισαν προς Παναγή Τσαλδάρη που ήταν η παρέα Φύσσα και φώναζαν "νατος εκεί είναι".