Μια ζωή θέατρο
Μια ζωή θέατρο
Μια συζήτηση με τον Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο για τον «Αίαντα» που ανεβάζει στην Επίδαυρο στις 17 και 18 Ιουλίου αλλά και το θέατρο γενικότερα
Ανήκει στους ευφυείς και ικανούς ανθρώπους του θεάτρου μας. Το Θέατρο του Νέου Κόσμου, το θεατρικό του παιδί που φέτος ενηλικιώνεται (έφτασε τα 18!), αρκεί για να το αποδείξει. Στις 17 και 18 Ιουλίου ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος
Αυτή είναι και η αφορμή για τη συνάντησή μας. Και ομολογώ ότι πηγαίνοντας να τον βρω στο Θέατρο του Νέου Κόσμου έχω την αίσθηση ότι η συζήτησή μας θα περιστραφεί γύρω από την παράσταση και μόνο. Με διαψεύδει. Έχει τη διάθεση να μου πει πολλά περισσότερα. Αφήνω τις ερωτήσεις μου στην άκρη, ανοίγω το κασσετοφωνάκι μου και τον αφήνω να πάρει το νήμα από την αρχή…
«Ο πατέρας μου ήταν ράφτης. Δούλευε ακριβώς δίπλα στο Ακροπόλ. Είχα λοιπόν αποκτήσει από πάρα πολύ μικρός κονέ με τον πορτιέρη και έμπαινα μέσα και έβλεπα τον Φωτόπουλο, τον Αυλωνίτη, τη Βλαχοπούλου, τη Ρένα Ντορ με τον Αλέκο Λειβαδίτη…», μου αποκαλύπτει δίνοντας έμφαση στους δύο τελευταίους που τους θαύμαζε απεριόριστα. «Θυμάμαι την κίνηση της Ρένας Ντορ…», μου λέει και μοιάζει εκστασιασμένος μόνο στην ανάμνηση. «Από την επιθεώρηση αγάπησα το θέατρο», παρατηρεί.
μετράει ξανά τις δυνάμεις του στην αρχαία τραγωδία -μετά τις «Τρωάδες» το 2010– παρουσιάζοντας στην Επίδαυρο τον «Αίαντα» του Σοφοκλή.Αυτή είναι και η αφορμή για τη συνάντησή μας. Και ομολογώ ότι πηγαίνοντας να τον βρω στο Θέατρο του Νέου Κόσμου έχω την αίσθηση ότι η συζήτησή μας θα περιστραφεί γύρω από την παράσταση και μόνο. Με διαψεύδει. Έχει τη διάθεση να μου πει πολλά περισσότερα. Αφήνω τις ερωτήσεις μου στην άκρη, ανοίγω το κασσετοφωνάκι μου και τον αφήνω να πάρει το νήμα από την αρχή…
«Ο πατέρας μου ήταν ράφτης. Δούλευε ακριβώς δίπλα στο Ακροπόλ. Είχα λοιπόν αποκτήσει από πάρα πολύ μικρός κονέ με τον πορτιέρη και έμπαινα μέσα και έβλεπα τον Φωτόπουλο, τον Αυλωνίτη, τη Βλαχοπούλου, τη Ρένα Ντορ με τον Αλέκο Λειβαδίτη…», μου αποκαλύπτει δίνοντας έμφαση στους δύο τελευταίους που τους θαύμαζε απεριόριστα. «Θυμάμαι την κίνηση της Ρένας Ντορ…», μου λέει και μοιάζει εκστασιασμένος μόνο στην ανάμνηση. «Από την επιθεώρηση αγάπησα το θέατρο», παρατηρεί.
Παιδάκι ακόμα σκαρφάλωνε τη μάντρα του θερινού κινηματογράφου Νιόβη για να απολαύσει ένα ιδιότυπο θέαμα αναψυκτηρίου που τα είχε όλα. «Κάνα δύο πρωταγωνιστές από την επιθεώρηση, μερικούς ατακαδόρους, ένα χορευτικό ντουέτο, ταχυδακτυλουργό, ακροβατικά κι έναν τραγουδιστή φίρμα, όπως η Μοσχολιού και η Πόλυ Πάνου», θυμάται. Μία μέρα, καθώς κρυφοκοίταγε στα παρασκήνια, είδε τη Μπέτυ Μοσχονά να κάνει τον σταυρό της ανεβαίνοντας τα σκαλιά για να βγει στην σκηνή. «Σκέφτηκα ότι πρέπει να είναι πολύ σοβαρό πράγμα το θέατρο για να κάνει τον σταυρό της η κυρία Μοσχονά», μου λέει γελώντας.
Στα χρόνια της Χούντας έβλεπε ακατάπαυστα θεατρικές παραστάσεις. Και για καλή του τύχη εντελώς δωρεάν. «Αν και αριστερός ο πατέρας μου είχε έναν φίλο αστυνομικό, που ήταν στο Αστυνομικό Τμήμα Ακροπόλεως, πίσω από τη Χρήστου Λαδά. Επειδή ήταν Χούντα οι αστυνομικοί βγάζανε μόνοι τους προσκλήσεις για το θέατρο. Με ένα χαρτί και μια σφραγίδα. Κι έτσι με τη βοήθεια του φίλου του μπαμπά άρχισα να βλέπω τζάμπα όλες τις παραστάσεις των κεντρικών θεάτρων. Έβλεπα τα πάντα. Από μπουλβαράκια μέχρι Θέατρο Τέχνης. Κι άρχισα σιγά σιγά να ξεχωρίζω τι θέατρο μου αρέσει. Και κατέληξα τα αγαπημένα μου να είναι το Θέατρο Τέχνης και το Προσκήνιο του Αλέξη Σολωμού», μου εξομολογείται.
Το σαράκι του ποιοτικού θεάτρου είχε αρχίσει ήδη να τον κατατρώει. Ανταποκρινόμενος μάλιστα στο επαναστατικό πνεύμα της εποχής ήθελε να ανεβάσει στη Δραματική Σχολή με τους συμφοιτητές του την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, αλλά σε πολιτικοποιημένη σύγχρονη διασκευή! «Ευτυχώς δεν έγινε ποτέ η παράσταση», σημειώνει χαμογελώντας. Παρόλα αυτά το ντεμπούτο του στο θέατρο δεν έγινε με κάποια πειραματική παράσταση. «Πρωτόπαιξα στο “Μερικοί το προτιμούν καυτό” στο Ακροπόλ με Γαληνέα, Αλεξανδράκη, Ηλιόπουλο και Φωτόπουλο. Κι αμέσως μετά μπουλβάρ. “Επιχείρηση Γοητεία” με Καρέζη και Καζάκο. Ήταν πολύ καλό το κλίμα, αλλά δεν με ενδιέφερε αυτό το είδος θεάτρου. Το δοκίμασα και δεν ξαναήθελα», παραδέχεται.
Άλλο θέατρο τον αφορούσε. Το συλλογικό θέατρο. Το θέατρο της ομάδας. «Δούλεψα για οκτώ χρόνια στο Θέατρο της Άνοιξης τη δεκαετία του ’80. Μέσα σε μία ομάδα. Εκεί ανακάλυψα ότι μου ταιριάζουν πολύ οι συλλογικές διαδικασίες. Με ενδιαφέρει να συμμετέχω στα πάντα. Από την κατασκευή του σκηνικού μέχρι την προβολή της παράστασης», παρατηρεί. Αυτή είναι η μία πλευρά του Βαγγέλη. Η άλλη είναι ότι ποτέ δεν έπαψε να κρύβει έναν αρχηγό μέσα του. Και κάπως έτσι ανοίγει σιγά σιγά το κεφάλαιο του Θεάτρου του Νέου Κόσμου.
«Έκανα το σκηνοθετικό μου ντεμπούτο στο ΔΗΠΕΘΕ Καλαμάτας με τον “Ήχο του Όπλου” της Αναγνωστάκη. Ακολούθησαν σκηνοθεσίες στο ΚΘΒΕ, στο Εθνικό… Άρχισα να νιώθω όμως ότι δεν μου ταιριάζει να είμαι ελεύθερος σκοπευτής σαν σκηνοθέτης. Ήθελα να ελέγχω τα πράγματα, να καθορίζω εγώ το έργο που θα ανέβει, τους συντελεστές, την παραγωγή και κυρίως το κλίμα που διαμορφώνεται. Το να είμαι περιφερόμενος σκηνοθέτης δεν μου τα εξασφάλιζε αυτά», μου εξηγεί.
Κι έτσι έρχεται η στιγμή για να τολμήσει την πρώτη δική του παραγωγή. 1995, Τεχνοχώρος υπό σκιάν, η «Φιλονικία» του Μαριβό. Η παράσταση έκανε επιτυχία, αλλά και πάλι ο Βαγγέλης δεν ήταν ικανοποιημένος. Ήθελε να φτιάξει τον δικό του χώρο, να παίξει εξαρχής το παιχνίδι με τους δικούς του κανόνες. «Κατέβαινα μια μέρα τη Φραντζή, έστριψα στην Καλλιρόης και βλέπω να υπάρχει αστυνομικό μπλόκο που έγραφαν για μονά – ζυγά. Έστριψα παράνομα στην Αντισθένους και έπεσα πάνω σε μια εγκαταλελειμμένη αποθήκη με αυλή. Έψαξα και έμαθα ότι ανήκει στην Εθνική Τράπεζα. Τους έψησα να τη βγάλουν σε πλειστηριασμό, αν και δεν την είχαν μέσα στους καταλόγους τους προς πώληση. Την πήρα, έψαχνα να βρω λεφτά. Να είναι καλά οι φίλοι που με βοήθησαν».
H πρώτη παράσταση ο «Κοινός Λόγος» της Έλλης Παπαδημητρίου έμελλε να γίνει μία από τις παραστάσεις – αναφορά στη σύγχρονη θεατρική μας ιστορία. Δεν θα μπορούσε να γίνει καλύτερο ξεκίνημα. Τα πρώτα χρόνια κύλησαν με τη μία επιτυχία να διαδέχεται την άλλη με αποτέλεσμα το θέατρο να ξεχρεώσει, αλλά παράλληλα και να εδραιωθεί ως η πλέον ενδιαφέρουσα εναλλακτική θεατρική σκηνή της πόλης. Ένα θέατρο ρεπερτορίου, που τόλμησε να μας γνωρίσει μία σειρά από πολύ αξιόλογα σύγχρονα ξένα έργα, έδωσε βήμα σε νέες θεατρικές ομάδες, ανέδειξε μερικούς από τους πρωταγωνιστές της θεατρικής νέας γενιάς, εγκαινίασε νέες πρωτοποριακές δράσεις (όπως το θέατρο στα νοσοκομεία) και έγινε σημείο συνάντησης για μία μεγάλη μερίδα θεατρόφιλων.
Ίσως τα παραπάνω να εξηγούν, γιατί το Θέατρο του Νέου Κόσμου κατάφερε να σταθεί όρθιο στα χρόνια της κρίσης που ακολούθησαν, όταν οι επιχορηγήσεις σταμάτησαν οδηγώντας σε λουκέτο πολλούς αντίστοιχους θεατρικούς οργανισμούς. «Στέκομαι όρθιος με χρέη και πιο άσπρα μαλλιά», μου υπενθυμίζει ο Βαγγέλης. «Κι αυτό γιατί είμαι από αυτούς που θεωρούν αναγκαία συνθήκη να πληρώνονται όλοι όσοι δουλεύουν για το θέατρο. Μόνο έτσι το θέατρο μπορεί να παραμείνει επαγγελματικό. Είμαστε από τα λίγα θέατρα, που πληρώνονται όλοι οι εργαζόμενοι με πρώτους τους ηθοποιούς. Πληρώνονται με μισθό και όχι με ποσοστά».
«Ξέρεις εγώ είμαι οπαδός του λιτού θεάτρου, αλλά το λιτό στο θέατρο δεν είναι απλό πράγμα, κοστίζει. Το λιτό δεν είναι ένα μαύρο πάτωμα, που δεν έχεις ξύσει και βάψει τα τελευταία 30 χρόνια και εξέχουν σκλήθρες, καρφιά και μπογιές δέκα στρώσεις! Δεν μπορείς να παίζεις σε έναν τοίχο, που δεν στοκάρεις τις τρύπες του από τα προηγούμενα καρφιά. Αυτοί που κατηγορούν τις επιχορηγήσεις, που είναι άσχετοι με το θέατρο, δεν καταλαβαίνουν ότι την επιχορήγηση που παίρνεις για ένα έργο με 10 ηθοποιούς την επιστρέφεις πίσω ολόκληρη πληρώνοντας μόνο το ΙΚΑ τους! Ξαναγυρνάει στο κράτος. Εκτός αν θεωρούν ότι είναι άλλο κράτος το ΙΚΑ…», προσθέτει.
Στους δύσκολους καιρούς που ζούμε, θεωρεί ότι το πιο επικίνδυνο πράγμα στο θέατρο είναι η πολυδιάσπαση των ηθοποιών. «Ένας ηθοποιός για να μπορέσει να βιοποριστεί και να υπάρξει μέσα στο επάγγελμα κάνει τρεις και τέσσερις θεατρικές δουλειές παράλληλα. Όταν κάνεις το πρωί πρόβες για μία παράσταση, πρόβες μετά σε άλλη και το βράδυ πηγαίνεις να παίξεις στο θέατρο, πότε προλαβαίνεις να σκεφτείς για κάτι από όλα αυτά; Χάνεται αυτή η πολυτέλεια –αν είναι πολυτέλεια– της “τεμπελιάς”, που εγώ τη θεωρώ πολύ δημιουργική. Να χαλαρώσεις, να γυμναστείς, να έχεις προσωπική ζωή… Είναι αναγκαίο αυτό», τονίζει. Γι’ αυτό και ο ίδιος στην πρόβα δεν επιδιώκει να δημιουργήσει συνθήκες πίεσης και άγχους. «Προέχει φυσικά να γίνεται σωστά η δουλειά, αλλά να μην ξεχνάμε ότι το θέατρο είναι παιχνίδι», μου λέει κι αναφέρεται στις πλάκες που κάνει με τον Νίκο Κουρή στις πρόβες του «Αίαντα».
Κοιτάζω το ρολόι μου. Μιλάμε ήδη μία ώρα. «Να μιλήσουμε τώρα και για τον “Αίαντα”», του λέω. «Α, ναι! Τόση ώρα δεν είπαμε για τον “Αίαντα”», παρατηρεί χαμογελώντας. Η παλαιότερη από τις σωζόμενες τραγωδίες του Σοφοκλή διηγείται την ιστορία του Αίαντα, του καλύτερου πολεμιστή των Ελλήνων στην Τροία μετά τον θάνατο του Αχιλλέα. Κατά την κρίση των όπλων όμως οι Έλληνες αρχηγοί αποφασίζουν να δώσουν τα όπλα του νεκρού ήρωα στον Οδυσσέα, κάτι που εξοργίζει τον Αίαντα. Επιχειρεί να τους επιτεθεί, όμως η θεά Αθηνά θολώνει το μυαλό του και τον κάνει να βγάλει όλη τη μανία του πάνω στα κοπάδια προβάτων των Αχαιών. Όταν συνειδητοποιεί την πράξη του θεωρεί ότι η αξιοπρέπειά του έχει πληγεί ανεπανόρθωτα και επιλέγει τον δρόμο της απομόνωσης και της αυτοκτονίας.
«Το θέμα της τιμής είναι βασική αξία του Αίαντα. O Αίας πίστευε πολύ στη δική του δύναμη. Ήθελε να καθορίζει αυτός τη μοίρα του και όχι να εξαρτάται από θεούς. Η θεά Αθηνά ήθελε να τον στηρίξει σε μία μάχη κι αυτός αρνήθηκε. Και μάλιστα την αφαίρεσε κι από την ασπίδα του», σχολιάζει ο Βαγγέλης επισημαίνοντας ότι ο Σοφοκλής σκιαγραφεί δεξιοτεχνικά τη σύγκρουση δύο κόσμων. Από τη μία ο Αίαντας, ο αρχηγός στη μάχη, ο ήρωας του πολέμου, που βάζει την τιμή πάνω απ’ όλα, και από την άλλη ο Οδυσσέας, ο πολιτικός και ο διπλωμάτης, που ξέρει να κινεί τα νήματα από κάτω. «Στην πολιτική δεν υπάρχει τιμή και αξιοπρέπεια», μου υπενθυμίζει ο Βαγγέλης.
Ο ίδιος θεωρεί ως πιο κοντινό παράδειγμα στον Αίαντα, στη σύγχρονη ιστορία, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. «Ήταν από τους μεγαλύτερους αγωνιστές του αγώνα, τρομακτικό στρατηγικό μυαλό. Όταν ήρθαν οι πολιτικοί στα πράγματα έπρεπε να τον απαξιώσουν. Το τέλος του ήταν από τα πιο φρικτά με απίστευτα βασανιστήρια σε μια σπηλιά στην Ακρόπολη, απ’ όπου και τον πέταξαν σκοτώνοντας τον. Η μνήμη του αποκαταστάθηκε μετά από 40 χρόνια. Το θεωρώ αφελές φυσικά να κάνεις τον Αίαντα Οδυσσέα Ανδρούτσο. Έπαιξε όμως έναν ρόλο στη σκηνοθεσία, πίσω από τις γραμμές. Περισσότερο έχει να κάνει λίγο με το πώς κατανοείς σήμερα με τα δικά σου μάτια έναν κόσμο, που είναι πάρα πολύ μακρινός», μου αναφέρει χαρακτηριστικά.
«Υπάρχουν ήρωες σήμερα;» τον ρωτάω. «Νομίζω ότι όλες οι εποχές έχουν ήρωες. Απλά φαίνονται πιο πολύ στις κρίσιμες στιγμές ενός έθνους, όπως ο πόλεμος, η δικτατορία…», απαντά. «Σε εποχές σαν τη δική μας περνάνε αθόρυβα».
Στα χρόνια της Χούντας έβλεπε ακατάπαυστα θεατρικές παραστάσεις. Και για καλή του τύχη εντελώς δωρεάν. «Αν και αριστερός ο πατέρας μου είχε έναν φίλο αστυνομικό, που ήταν στο Αστυνομικό Τμήμα Ακροπόλεως, πίσω από τη Χρήστου Λαδά. Επειδή ήταν Χούντα οι αστυνομικοί βγάζανε μόνοι τους προσκλήσεις για το θέατρο. Με ένα χαρτί και μια σφραγίδα. Κι έτσι με τη βοήθεια του φίλου του μπαμπά άρχισα να βλέπω τζάμπα όλες τις παραστάσεις των κεντρικών θεάτρων. Έβλεπα τα πάντα. Από μπουλβαράκια μέχρι Θέατρο Τέχνης. Κι άρχισα σιγά σιγά να ξεχωρίζω τι θέατρο μου αρέσει. Και κατέληξα τα αγαπημένα μου να είναι το Θέατρο Τέχνης και το Προσκήνιο του Αλέξη Σολωμού», μου εξομολογείται.
Το σαράκι του ποιοτικού θεάτρου είχε αρχίσει ήδη να τον κατατρώει. Ανταποκρινόμενος μάλιστα στο επαναστατικό πνεύμα της εποχής ήθελε να ανεβάσει στη Δραματική Σχολή με τους συμφοιτητές του την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, αλλά σε πολιτικοποιημένη σύγχρονη διασκευή! «Ευτυχώς δεν έγινε ποτέ η παράσταση», σημειώνει χαμογελώντας. Παρόλα αυτά το ντεμπούτο του στο θέατρο δεν έγινε με κάποια πειραματική παράσταση. «Πρωτόπαιξα στο “Μερικοί το προτιμούν καυτό” στο Ακροπόλ με Γαληνέα, Αλεξανδράκη, Ηλιόπουλο και Φωτόπουλο. Κι αμέσως μετά μπουλβάρ. “Επιχείρηση Γοητεία” με Καρέζη και Καζάκο. Ήταν πολύ καλό το κλίμα, αλλά δεν με ενδιέφερε αυτό το είδος θεάτρου. Το δοκίμασα και δεν ξαναήθελα», παραδέχεται.
Άλλο θέατρο τον αφορούσε. Το συλλογικό θέατρο. Το θέατρο της ομάδας. «Δούλεψα για οκτώ χρόνια στο Θέατρο της Άνοιξης τη δεκαετία του ’80. Μέσα σε μία ομάδα. Εκεί ανακάλυψα ότι μου ταιριάζουν πολύ οι συλλογικές διαδικασίες. Με ενδιαφέρει να συμμετέχω στα πάντα. Από την κατασκευή του σκηνικού μέχρι την προβολή της παράστασης», παρατηρεί. Αυτή είναι η μία πλευρά του Βαγγέλη. Η άλλη είναι ότι ποτέ δεν έπαψε να κρύβει έναν αρχηγό μέσα του. Και κάπως έτσι ανοίγει σιγά σιγά το κεφάλαιο του Θεάτρου του Νέου Κόσμου.
«Έκανα το σκηνοθετικό μου ντεμπούτο στο ΔΗΠΕΘΕ Καλαμάτας με τον “Ήχο του Όπλου” της Αναγνωστάκη. Ακολούθησαν σκηνοθεσίες στο ΚΘΒΕ, στο Εθνικό… Άρχισα να νιώθω όμως ότι δεν μου ταιριάζει να είμαι ελεύθερος σκοπευτής σαν σκηνοθέτης. Ήθελα να ελέγχω τα πράγματα, να καθορίζω εγώ το έργο που θα ανέβει, τους συντελεστές, την παραγωγή και κυρίως το κλίμα που διαμορφώνεται. Το να είμαι περιφερόμενος σκηνοθέτης δεν μου τα εξασφάλιζε αυτά», μου εξηγεί.
Κι έτσι έρχεται η στιγμή για να τολμήσει την πρώτη δική του παραγωγή. 1995, Τεχνοχώρος υπό σκιάν, η «Φιλονικία» του Μαριβό. Η παράσταση έκανε επιτυχία, αλλά και πάλι ο Βαγγέλης δεν ήταν ικανοποιημένος. Ήθελε να φτιάξει τον δικό του χώρο, να παίξει εξαρχής το παιχνίδι με τους δικούς του κανόνες. «Κατέβαινα μια μέρα τη Φραντζή, έστριψα στην Καλλιρόης και βλέπω να υπάρχει αστυνομικό μπλόκο που έγραφαν για μονά – ζυγά. Έστριψα παράνομα στην Αντισθένους και έπεσα πάνω σε μια εγκαταλελειμμένη αποθήκη με αυλή. Έψαξα και έμαθα ότι ανήκει στην Εθνική Τράπεζα. Τους έψησα να τη βγάλουν σε πλειστηριασμό, αν και δεν την είχαν μέσα στους καταλόγους τους προς πώληση. Την πήρα, έψαχνα να βρω λεφτά. Να είναι καλά οι φίλοι που με βοήθησαν».
Οι πρωταγωνιστές της παράστασης «Αίας»
H πρώτη παράσταση ο «Κοινός Λόγος» της Έλλης Παπαδημητρίου έμελλε να γίνει μία από τις παραστάσεις – αναφορά στη σύγχρονη θεατρική μας ιστορία. Δεν θα μπορούσε να γίνει καλύτερο ξεκίνημα. Τα πρώτα χρόνια κύλησαν με τη μία επιτυχία να διαδέχεται την άλλη με αποτέλεσμα το θέατρο να ξεχρεώσει, αλλά παράλληλα και να εδραιωθεί ως η πλέον ενδιαφέρουσα εναλλακτική θεατρική σκηνή της πόλης. Ένα θέατρο ρεπερτορίου, που τόλμησε να μας γνωρίσει μία σειρά από πολύ αξιόλογα σύγχρονα ξένα έργα, έδωσε βήμα σε νέες θεατρικές ομάδες, ανέδειξε μερικούς από τους πρωταγωνιστές της θεατρικής νέας γενιάς, εγκαινίασε νέες πρωτοποριακές δράσεις (όπως το θέατρο στα νοσοκομεία) και έγινε σημείο συνάντησης για μία μεγάλη μερίδα θεατρόφιλων.
Ίσως τα παραπάνω να εξηγούν, γιατί το Θέατρο του Νέου Κόσμου κατάφερε να σταθεί όρθιο στα χρόνια της κρίσης που ακολούθησαν, όταν οι επιχορηγήσεις σταμάτησαν οδηγώντας σε λουκέτο πολλούς αντίστοιχους θεατρικούς οργανισμούς. «Στέκομαι όρθιος με χρέη και πιο άσπρα μαλλιά», μου υπενθυμίζει ο Βαγγέλης. «Κι αυτό γιατί είμαι από αυτούς που θεωρούν αναγκαία συνθήκη να πληρώνονται όλοι όσοι δουλεύουν για το θέατρο. Μόνο έτσι το θέατρο μπορεί να παραμείνει επαγγελματικό. Είμαστε από τα λίγα θέατρα, που πληρώνονται όλοι οι εργαζόμενοι με πρώτους τους ηθοποιούς. Πληρώνονται με μισθό και όχι με ποσοστά».
«Ξέρεις εγώ είμαι οπαδός του λιτού θεάτρου, αλλά το λιτό στο θέατρο δεν είναι απλό πράγμα, κοστίζει. Το λιτό δεν είναι ένα μαύρο πάτωμα, που δεν έχεις ξύσει και βάψει τα τελευταία 30 χρόνια και εξέχουν σκλήθρες, καρφιά και μπογιές δέκα στρώσεις! Δεν μπορείς να παίζεις σε έναν τοίχο, που δεν στοκάρεις τις τρύπες του από τα προηγούμενα καρφιά. Αυτοί που κατηγορούν τις επιχορηγήσεις, που είναι άσχετοι με το θέατρο, δεν καταλαβαίνουν ότι την επιχορήγηση που παίρνεις για ένα έργο με 10 ηθοποιούς την επιστρέφεις πίσω ολόκληρη πληρώνοντας μόνο το ΙΚΑ τους! Ξαναγυρνάει στο κράτος. Εκτός αν θεωρούν ότι είναι άλλο κράτος το ΙΚΑ…», προσθέτει.
Στους δύσκολους καιρούς που ζούμε, θεωρεί ότι το πιο επικίνδυνο πράγμα στο θέατρο είναι η πολυδιάσπαση των ηθοποιών. «Ένας ηθοποιός για να μπορέσει να βιοποριστεί και να υπάρξει μέσα στο επάγγελμα κάνει τρεις και τέσσερις θεατρικές δουλειές παράλληλα. Όταν κάνεις το πρωί πρόβες για μία παράσταση, πρόβες μετά σε άλλη και το βράδυ πηγαίνεις να παίξεις στο θέατρο, πότε προλαβαίνεις να σκεφτείς για κάτι από όλα αυτά; Χάνεται αυτή η πολυτέλεια –αν είναι πολυτέλεια– της “τεμπελιάς”, που εγώ τη θεωρώ πολύ δημιουργική. Να χαλαρώσεις, να γυμναστείς, να έχεις προσωπική ζωή… Είναι αναγκαίο αυτό», τονίζει. Γι’ αυτό και ο ίδιος στην πρόβα δεν επιδιώκει να δημιουργήσει συνθήκες πίεσης και άγχους. «Προέχει φυσικά να γίνεται σωστά η δουλειά, αλλά να μην ξεχνάμε ότι το θέατρο είναι παιχνίδι», μου λέει κι αναφέρεται στις πλάκες που κάνει με τον Νίκο Κουρή στις πρόβες του «Αίαντα».
Κοιτάζω το ρολόι μου. Μιλάμε ήδη μία ώρα. «Να μιλήσουμε τώρα και για τον “Αίαντα”», του λέω. «Α, ναι! Τόση ώρα δεν είπαμε για τον “Αίαντα”», παρατηρεί χαμογελώντας. Η παλαιότερη από τις σωζόμενες τραγωδίες του Σοφοκλή διηγείται την ιστορία του Αίαντα, του καλύτερου πολεμιστή των Ελλήνων στην Τροία μετά τον θάνατο του Αχιλλέα. Κατά την κρίση των όπλων όμως οι Έλληνες αρχηγοί αποφασίζουν να δώσουν τα όπλα του νεκρού ήρωα στον Οδυσσέα, κάτι που εξοργίζει τον Αίαντα. Επιχειρεί να τους επιτεθεί, όμως η θεά Αθηνά θολώνει το μυαλό του και τον κάνει να βγάλει όλη τη μανία του πάνω στα κοπάδια προβάτων των Αχαιών. Όταν συνειδητοποιεί την πράξη του θεωρεί ότι η αξιοπρέπειά του έχει πληγεί ανεπανόρθωτα και επιλέγει τον δρόμο της απομόνωσης και της αυτοκτονίας.
«Το θέμα της τιμής είναι βασική αξία του Αίαντα. O Αίας πίστευε πολύ στη δική του δύναμη. Ήθελε να καθορίζει αυτός τη μοίρα του και όχι να εξαρτάται από θεούς. Η θεά Αθηνά ήθελε να τον στηρίξει σε μία μάχη κι αυτός αρνήθηκε. Και μάλιστα την αφαίρεσε κι από την ασπίδα του», σχολιάζει ο Βαγγέλης επισημαίνοντας ότι ο Σοφοκλής σκιαγραφεί δεξιοτεχνικά τη σύγκρουση δύο κόσμων. Από τη μία ο Αίαντας, ο αρχηγός στη μάχη, ο ήρωας του πολέμου, που βάζει την τιμή πάνω απ’ όλα, και από την άλλη ο Οδυσσέας, ο πολιτικός και ο διπλωμάτης, που ξέρει να κινεί τα νήματα από κάτω. «Στην πολιτική δεν υπάρχει τιμή και αξιοπρέπεια», μου υπενθυμίζει ο Βαγγέλης.
Ο ίδιος θεωρεί ως πιο κοντινό παράδειγμα στον Αίαντα, στη σύγχρονη ιστορία, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. «Ήταν από τους μεγαλύτερους αγωνιστές του αγώνα, τρομακτικό στρατηγικό μυαλό. Όταν ήρθαν οι πολιτικοί στα πράγματα έπρεπε να τον απαξιώσουν. Το τέλος του ήταν από τα πιο φρικτά με απίστευτα βασανιστήρια σε μια σπηλιά στην Ακρόπολη, απ’ όπου και τον πέταξαν σκοτώνοντας τον. Η μνήμη του αποκαταστάθηκε μετά από 40 χρόνια. Το θεωρώ αφελές φυσικά να κάνεις τον Αίαντα Οδυσσέα Ανδρούτσο. Έπαιξε όμως έναν ρόλο στη σκηνοθεσία, πίσω από τις γραμμές. Περισσότερο έχει να κάνει λίγο με το πώς κατανοείς σήμερα με τα δικά σου μάτια έναν κόσμο, που είναι πάρα πολύ μακρινός», μου αναφέρει χαρακτηριστικά.
«Υπάρχουν ήρωες σήμερα;» τον ρωτάω. «Νομίζω ότι όλες οι εποχές έχουν ήρωες. Απλά φαίνονται πιο πολύ στις κρίσιμες στιγμές ενός έθνους, όπως ο πόλεμος, η δικτατορία…», απαντά. «Σε εποχές σαν τη δική μας περνάνε αθόρυβα».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα