Ζήστε τη μαγεία των Χριστουγέννων στο νέο Flagship Store της Toys-Shop στην Αριστοτέλους
Οι κουτσόβλαχοι και το ''Αυτόνομο κρατίδιο της Πίνδου'' (1917)
Οι κουτσόβλαχοι και το ''Αυτόνομο κρατίδιο της Πίνδου'' (1917)
Οι Κουτσόβλαχοι- Το ''Κουτσοβλαχικό ζήτημα'' κατά τον 19ο αιώνα- Οι ''ρουμανίζοντες'' και η πολιτική του Ελευθέριου Βενιζέλου απέναντι στη Ρουμανία- Ο Αλκιβιάδης Διαμάντης και το εφήμερο κρατίδιο της Πίνδου(1917)
Με τους Αρμάνους- Βλάχους και την ιστορία τους έχουμε ασχοληθεί εκτενώς σε άρθρο μας στο protothema.gr στις 25/2/2018. Η τεράστια απήχηση του άρθρου, για την οποία ευχαριστούμε θερμά, μας οδήγησε στη συγγραφή ενός ακόμα άρθρου για μία ομάδα των Αρμάνων- Βλάχων τους Αρβανιτόβλαχους (protothema.gr 7/7/2018).
Σχετικό είναι και το θέμα του σημερινού μας άρθρου που αναφέρεται στους λεγόμενους Κουτσόβλαχους. Εκτός των άλλων οι Κουτσόβλαχοι παρουσιάζουν και ένα ιδιαίτερο πολιτικό ενδιαφέρον. Η Ρουμανία προσπάθησε όπως θα δούμε να εκμεταλλευτεί την παρουσία τους στην Ελλάδα και όχι απλά να τους προσεταιριστεί, αλλά να τους χρησιμοποιήσει σαν δούρειο ίππο με τη δημιουργία ενός αυτόνομου κουτσοβλαχικού κρατιδίου στην Πίνδου. Σ' αυτή της την προσπάθεια εκμεταλλεύτηκε λάθη και αστοχίες της ελληνικής πλευράς και με διάφορα παντελώς ανυπόστατα ιστορικά, δήθεν ,στοιχεία να δημιουργήσει τετελεσμένα. Αυτό μάλιστα έγινε δύο φορές: η πρώτη το 1917 και η δεύτερη το 1941. Κεντρικό πρόσωπο και πρωταγωνιστής και των δύο προσπαθειών ήταν ο Αλκιβιάδης Διαμάντης, με τον οποίο θα ασχοληθούμε εκτενώς.
Οι Κουτσόβλαχοι- Ετυμολογία του ονόματός τους
Όπως γράφει πολύ εύστοχα ο Ορέστης Κουρέλης στο έργο του ''Βλαχόφωνοι Έλληνες'': ''Κι αν το όνομα Κουτσόβλαχος επιβλήθηκε κάποτε για να χαρακτηρίσει και να διαχωρίσει μια μερίδα αυτού του λαού από κάποιους άλλους, σήμερα δεν έχει λόγο ύπαρξης. Κανείς δεν το χρησιμοποιεί πια και μάλιστα ο πολύς κόσμος το αγνοεί παντελώς. Εξάλλου το όνομα αυτό δόθηκε στους βλάχοφωνους Έλληνες κατά τον 19ο αιώνα ως τα μέσα του 20ου''.
Ο πρόωρα χαμένος Αστέριος Κουκούδης στο βιβλίο του στο βιβλίο του ''Οι Μητροπόλεις και η Διασπορά των Βλάχων'' γράφει: ''Όροι όπως Κουτσόβλαχος, Μπουρτζόβλαχος, Καράβλαχος, Γκόγκας, Τσομπάνος και Τσίντσαρος έχουν σκωπτικό περιεχόμενο και είναι προσβλητικοί για τους Βλάχους αν και ο όρος Τσίντσαρος απέκτησε μία ταξική και μάλλον τιμητική διάκριση ιδιαίτερα στις βορειότερες βαλκανικές περιοχές. Χαρακτηριστική είναι η επισήμανση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Σπυρίδωνα Βλάχου προς τον Αλέξανδρο Σβώλο πως: ''όποιος αναφέρεται σε Κουτσόβλαχους είναι ο ίδιος κουτσοσυγγραφέας...''.
Για την ετυμολογία της λέξης Κουτσόβλαχοι θα αντλήσουμε στοιχεία από το βιβλίο του Γιώργη Έξαρχου ''Οι Ελληνόβλαχοι (Αρμάνοι)''. Γράφει λοιπόν σ' αυτό (σελ. 39-40)
''Η αφελέστερη των ερμηνειών είναι εκείνη που δέχεται τον πληθυσμό των Βλάχων ως χωλούς- κουτσούς στο ένα τους πόδι, οπότε από αυτήν τους την κατάσταση ονομάσθηκαν από τους συνοίκους πληθυσμούς Κουτσόβλαχοι.
Δεύτερη αφελής ερμηνεία είναι εκείνη που δέχεται τον πληθυσμό των Βλάχων ως όχι ακέραιους σαν να τους λείπει κάτι σε γλωσσικό και φυλετικό επίπεδο που σχετίζεται με την υπόστασή τους, οπότε προκύπτει και πάλι το Κουτσόβλαχοι.
Τρίτη ερμηνεία που καθιερώθηκε από τους λογίους είναι εκείνη που θεωρεί ότι η ονομασία Κουτσόβλαχοι προήλθε από το εξής γεγονός: Για περισσότερους από πέντε αιώνες στα χρόνια της Ρωμανίας (Βυζαντινής Αυτοκρατορίας) η Θεσσαλία ονομαζόταν Μεγάλη Βλαχία και οι κάτοικοί της αντιστοίχως Μεγαλόβλαχοι και Μικρόβλαχοι. Όταν στα τέλη του 14ου αιώνα οι Τούρκοι κατέκτησαν αυτές τις περιοχές μετέφρασαν στη γλώσσα τους αυτές τις ονομασίες: Μπουγιούκ Βαλαχί και Κιουτσούκ Βαλαχί τις περιοχές και Μπουγιούκ Βαλάχ και Κιουτσούκ Βαλάχ αντιστοίχως τους κατοίκους των. Αυτό το Κιουτσούκ Βαλάχ μετέτρεψαν οι σύνοικοι γραικόγλωσσοι σε Κουτσόβλαχοι ονομασία που γενικεύθηκε μετά το έτος 1913 για ολόκληρη την Ελλάδα και διατηρήθηκε με την ονομασία Βλάχος- Βλάχοι. Πρόκειται για την περισσότερο αποδεκτή ερμηνεία κυρίως από τους ειδήμονες βλαχολόγους.
Σχετικό είναι και το θέμα του σημερινού μας άρθρου που αναφέρεται στους λεγόμενους Κουτσόβλαχους. Εκτός των άλλων οι Κουτσόβλαχοι παρουσιάζουν και ένα ιδιαίτερο πολιτικό ενδιαφέρον. Η Ρουμανία προσπάθησε όπως θα δούμε να εκμεταλλευτεί την παρουσία τους στην Ελλάδα και όχι απλά να τους προσεταιριστεί, αλλά να τους χρησιμοποιήσει σαν δούρειο ίππο με τη δημιουργία ενός αυτόνομου κουτσοβλαχικού κρατιδίου στην Πίνδου. Σ' αυτή της την προσπάθεια εκμεταλλεύτηκε λάθη και αστοχίες της ελληνικής πλευράς και με διάφορα παντελώς ανυπόστατα ιστορικά, δήθεν ,στοιχεία να δημιουργήσει τετελεσμένα. Αυτό μάλιστα έγινε δύο φορές: η πρώτη το 1917 και η δεύτερη το 1941. Κεντρικό πρόσωπο και πρωταγωνιστής και των δύο προσπαθειών ήταν ο Αλκιβιάδης Διαμάντης, με τον οποίο θα ασχοληθούμε εκτενώς.
Οι Κουτσόβλαχοι- Ετυμολογία του ονόματός τους
Όπως γράφει πολύ εύστοχα ο Ορέστης Κουρέλης στο έργο του ''Βλαχόφωνοι Έλληνες'': ''Κι αν το όνομα Κουτσόβλαχος επιβλήθηκε κάποτε για να χαρακτηρίσει και να διαχωρίσει μια μερίδα αυτού του λαού από κάποιους άλλους, σήμερα δεν έχει λόγο ύπαρξης. Κανείς δεν το χρησιμοποιεί πια και μάλιστα ο πολύς κόσμος το αγνοεί παντελώς. Εξάλλου το όνομα αυτό δόθηκε στους βλάχοφωνους Έλληνες κατά τον 19ο αιώνα ως τα μέσα του 20ου''.
Ο πρόωρα χαμένος Αστέριος Κουκούδης στο βιβλίο του στο βιβλίο του ''Οι Μητροπόλεις και η Διασπορά των Βλάχων'' γράφει: ''Όροι όπως Κουτσόβλαχος, Μπουρτζόβλαχος, Καράβλαχος, Γκόγκας, Τσομπάνος και Τσίντσαρος έχουν σκωπτικό περιεχόμενο και είναι προσβλητικοί για τους Βλάχους αν και ο όρος Τσίντσαρος απέκτησε μία ταξική και μάλλον τιμητική διάκριση ιδιαίτερα στις βορειότερες βαλκανικές περιοχές. Χαρακτηριστική είναι η επισήμανση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Σπυρίδωνα Βλάχου προς τον Αλέξανδρο Σβώλο πως: ''όποιος αναφέρεται σε Κουτσόβλαχους είναι ο ίδιος κουτσοσυγγραφέας...''.
Για την ετυμολογία της λέξης Κουτσόβλαχοι θα αντλήσουμε στοιχεία από το βιβλίο του Γιώργη Έξαρχου ''Οι Ελληνόβλαχοι (Αρμάνοι)''. Γράφει λοιπόν σ' αυτό (σελ. 39-40)
''Η αφελέστερη των ερμηνειών είναι εκείνη που δέχεται τον πληθυσμό των Βλάχων ως χωλούς- κουτσούς στο ένα τους πόδι, οπότε από αυτήν τους την κατάσταση ονομάσθηκαν από τους συνοίκους πληθυσμούς Κουτσόβλαχοι.
Δεύτερη αφελής ερμηνεία είναι εκείνη που δέχεται τον πληθυσμό των Βλάχων ως όχι ακέραιους σαν να τους λείπει κάτι σε γλωσσικό και φυλετικό επίπεδο που σχετίζεται με την υπόστασή τους, οπότε προκύπτει και πάλι το Κουτσόβλαχοι.
Τρίτη ερμηνεία που καθιερώθηκε από τους λογίους είναι εκείνη που θεωρεί ότι η ονομασία Κουτσόβλαχοι προήλθε από το εξής γεγονός: Για περισσότερους από πέντε αιώνες στα χρόνια της Ρωμανίας (Βυζαντινής Αυτοκρατορίας) η Θεσσαλία ονομαζόταν Μεγάλη Βλαχία και οι κάτοικοί της αντιστοίχως Μεγαλόβλαχοι και Μικρόβλαχοι. Όταν στα τέλη του 14ου αιώνα οι Τούρκοι κατέκτησαν αυτές τις περιοχές μετέφρασαν στη γλώσσα τους αυτές τις ονομασίες: Μπουγιούκ Βαλαχί και Κιουτσούκ Βαλαχί τις περιοχές και Μπουγιούκ Βαλάχ και Κιουτσούκ Βαλάχ αντιστοίχως τους κατοίκους των. Αυτό το Κιουτσούκ Βαλάχ μετέτρεψαν οι σύνοικοι γραικόγλωσσοι σε Κουτσόβλαχοι ονομασία που γενικεύθηκε μετά το έτος 1913 για ολόκληρη την Ελλάδα και διατηρήθηκε με την ονομασία Βλάχος- Βλάχοι. Πρόκειται για την περισσότερο αποδεκτή ερμηνεία κυρίως από τους ειδήμονες βλαχολόγους.
Υπάρχει μια ακόμη τα μέγιστα αφελής ερμηνεία που λέει πως οι Βλάχοι καλούν τα σκυλιά φωναζοντά τα ''κούτσι κούτσι'', οπότε γι' αυτό το λόγο τους ονόμασαν οι σύνοικοι γραικόφωνοι πληθυσμοί Κουτσόβλαχους''.
Ο Γ. Έξαρχος θεωρεί ως επικρατέστερη μια άλλη εκδοχή. ''Αν δεχτούμε την κυρίαρχη άποψη και θέση που λέει ότι το όνομα Βλάχοι δόθηκε από τους Σλάβους τότε λογικά οι Σλάβοι πρέπει να είναι αυτοί που ονόμασαν τους ελληνολατινόφωνους πληθυσμούς και με το όνομα- προσωνύμιο Κουτσόβλαχοι. Προέρχεται κατ' εμάς αυτή η λέξη από τις σερβοκροατικές Kucov (= σκύλος, μολοσσός) + vlas (= τρίχα, μαλλιά) οπότε kucov + vlas= kucovlas -kucovlashi -Κουτσόβλαχοι.''
Ο Μιχαήλ Χρυσοχόου στο βιβλίο του ''ΒΛΑΧΟΙ ΚΑΙ ΚΟΥΤΣΟΒΛΑΧΟΙ'' (1909) γράφει:
''Το δε όνομα Κουτσόβλαχος είναι τουρκικόν εκ δύο λέξεων σύνθετον της τουρκικής κουτσούκ και της ελλ. Βλάχος. Οι Τούρκοι μετά την κατάκτησιν απάσης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ονόμασαν την μεν Βλαχίαν (Δακίαν) Καραβλάχ τουτέστιν εκτεταμένην, μεγάλην απέραντον, Βλαχίαν. Το καρά είναι επιτατικόν με διαφόρους σημασίας (σημ. πβ. καρακουκλάρα, καρατσεκαρισμένος κλπ. που το πρόθημα καρά- επιτείνει τη σημασία του β' συνθετικού της λέξης). Το δε κουτσούκ, σημ. το μικρόν, το ολίγον και ονόμασαν ούτω το εν τω Ελλ. Χερσονήσω τμήμα το υπό Βλάχων κατοικούμενων Κουτσούκ- βλαχ εξ ου το Κουτσόβλαχος.''
Και ο μεγάλος επιστήμονας Αντώνιος Δ. Κεραμόπουλλος δέχεται την άποψη του Μ. Χρυσοχόου και γράφει:
''Το όνομα αυτών Κουτσόβλαχοι είναι σύμφυρμα εκ του τουρκικού Κουτσούκ Βλαχ ήτοι Μικροί Βλάχοι, ως ονόμαζον αυτούς οι Τούρκοι προς αντιδιαστολήν από των κατοίκων της Ρουμανίας, ήτοι της Μεγάλης Βλαχίας την οποία περιελάμβανεν επίσης το τουρκικόν κράτος εντός των ορίων του''.
Το κουτσοβλαχικό ζήτημα
Με το λεγόμενο ''κουτσοβλαχικό'' ζήτημα ασχολήθηκε ιδιαίτερα ο αείμνηστος Ευάγγελος Αβέρωφ- Τοσίτσας. Στο βιβλίο του ''Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΚΟΥΤΣΟΒΛΑΧΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ'' (Α' έκδοση 1948) κάνει μια άκρως ενδιαφέρουσα ιστορική αναδρομή σε αυτό.
Ως περίπου το 1850 κανένας ιστορικός, κανένας πολιτικός και κανένας χρονογράφος δεν θέτει τέτοιο ζήτημα. Η βάση στην οποία οικοδομήθηκε το κουτσοβλαχικό ζήτημα είναι η ύπαρξη ενός πληθυσμού που μιλούσε την κουτσοβλαχική διάλεκτο.
Δεκάδες γνωστοί ή και άσημοι Βαλκάνιοι και άλλοι Ευρωπαίοι επιστήμονες που δεν διακρίθηκαν ιδιαίτερα για την αμεροληψία τους ασχολήθηκαν με το ζήτημα.
Κάποιοι υποστήριζαν ότι οι Κουτσόβλαχοι είναι γνήσιοι Ρουμάνοι που φεύγοντας από τον τόπο τους λόγω βαρβαρικών επιδρομών πήραν τις οικογένειες και τα ζώα τους και κατέβηκαν νότια συνεχίζοντας να ζουν ως κτηνοτρόφοι.
Άλλοι υποστήριζαν ότι οι Κουτσόβλαχοι ήταν ντόπιοι Ηπειρώτες και Μακεδόνες, οι οποίοι αφού υπηρέτησαν για πολλά χρόνια στις ρωμαϊκές λεγεώνες διορίζονταν από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία φύλακες των ορεινών διαβάσεων (οροφύλακες) και δημιουργούσαν νέες πολιτείες όπου ασχολήθηκαν κυρίως με την κτηνοτροφία. Ορισμένοι υποστήριζαν ότι οι Κουτσόβλαχοι είναι ντόπιοι, οι οποίοι στην αρχή κατέφυγαν στα βουνά για να αντισταθούν στη ρωμαϊκή εισβολή, ενώ άλλοι δικοί τους μεταξύ των οποίων και οι απόγονοι της 5ης Ρωμαϊκής Λεγεώνος (Μακεδονικής) δέχονταν την πανίσχυρη τότε επιρροή της Ρώμης.
Ένας απ' αυτούς οι οποίοι απέρριπταν τις εκδοχές που αναφέραμε πρώτες ήταν ο Αυστριακός καθηγητής Edward Robert Rosler (1836-1874), ο οποίος έγραφε: ''οι μεν εν τη ελληνική χερσονήσω Βλάχοι, οι σήμερον κοινώς Κουτσόβλαχοι λεγόμενοι, αποτελούσι την μητρόπολιν, οι δε πέραν του Δουνάβεως εν Δακία οικούντες είναι εν μέρει άποικοι τούτων και κατα συνέπειαν η μεν Βλαχική γλώσσα, η Κουτσοβλαχική είναι γέννημα και θρέμμα αυτής της Ελληνικής Χερσονήσου, η δε Ρουμανική είναι εν μέρει διάλεκτος ταύτης ουσιωδώς αλλοιωθείσα δια της προσλήψεως απείρων στοιχείων Σλαβικών και Μαγυαρικών''.
Πόσοι ήταν όμως οι (Κουτσό)Βλαχοι της Ελλάδας τον 19ο αιώνα; Ο Γάλλος M. E. Picot τους υπολογίζει (1875) σε 1.200.000, κατανεμημένους έως εξής:
Μακεδονία 450.000, Θεσσαλία 200.000, Ήπειρος-Αλβανία 350.000, Θράκη 200.000.
Το 1820, ο Ponqueville τους υπολόγιζε σε λιγότερους από 100.000.Ο Σέρβος Cvijic γράφει ότι τον Μεσαίωνα ήταν πολυάριθμοι, αποτελώντας την πλειοψηφία σε Θεσσαλία και Αιτωλία και ότι στο τέλος του 18ου αιώνα ήταν 400.000-500.000. Το 1918, που έγραψε το βιβλίο του «La Peniscule Balcanique”, τους υπολογίζει σε 150.000-160.000.
Τέλος, ο Jacques Ancel, το 1926, γράφει ότι γενικά, οι Βλάχοι νότια του Δούναβη ήταν γύρω στις 500.000 (“Peuples et Nations de Balkans”).
«Η γέννηση του Κουτσοβλαχικού Ζητήματος»
Όπως αναφέραμε, ως τα μέσα του 19ου αιώνα δεν υπήρχε κουτσοβλαχικό ζήτημα ούτε για την Ελλάδα, ούτε για τη Ρουμανία, ούτε για τη διπλωματία καμίας τρίτης χώρας. Λίγο μετά το 1850, ένα περίεργο και τυχαίο γεγονός, έδωσε την αφορμή να τύχουν ιδιαίτερης προσοχής οι Κουτσόβλαχοι.
Γάλλοι καθολικοί ιερωμένοι, εκδιώχθηκαν από τα μέρη που υπάγονταν στη Βουλγαρική Εκκλησία και μετακίνησαν τις «αποστολές» τους δυτικότερα. Εκεί, συνάντησαν σημαντικούς κουτσοβλαχικούς και αλβανικούς πληθυσμούς.
Εκεί πρόσεξαν τη λατινική επίδραση στη διάλεκτο των πρώτων και την έλλειψη εθνικής συνείδησης στους δεύτερους. Γνωστή για τις προσηλυτιστικές της τάσεις η Καθολική Εκκλησία (θυμηθείτε και την Ουνία…), θεώρησε ότι αυτοί (Κουτσόβλαχοι και Αλβανοί), μπορούν να προσχωρήσουν στις τάξεις της. Στράφηκε κυρίως προς τους κουτσοβλαχικούς και αλβανικούς πληθυσμούς της περιφέρειας Μοναστηρίου, με εθνικά κηρύγματα για ξεχωριστή εθνική τους υπόσταση και για ανάγκη αδελφοσύνης των δύο λαών που ήταν συγγενείς.
Κάπου εκεί, χωρίς να είναι απόλυτα ξεκάθαρο το πώς, εμφανίστηκαν και οι Ρουμάνοι. Το 1853, ο Ιωάννης Ηλιάδης-Ραντουλέσκου και ο Δημήτριος Μπολιντινεάνου, έκαναν ένα «μορφωτικό ταξίδι» σε Ήπειρο και Μακεδονία, θεωρητικά με δική τους πρωτοβουλία.
Το γεγονός όμως, ότι ο τότε βαλής της Μακεδονίας Ρεσέτ Πασάς, έλαβε εντολή από την Κωνσταντινούπολη «να τους βοηθήσει με όλας του τας δυνάμεις» κατά την περιοδεία τους, σίγουρα δεν ήταν τυχαίο…
Όταν επέστρεψαν στη Ρουμανία οι Μπολιντινεάνου και Ηλιάδης-Ραντουλέσκου, είχαν… ανακαλύψει τους Κουτσόβλαχους, τους οποίους θεωρούσαν Ρουμάνους και τη μεγαλύτερη εθνότητα της Βαλκανικής Χερσονήσου. Τόνιζαν μάλιστα, ότι νότια, Κουτσόβλαχοι ζουν ως την Ακαρνανία!
Ο Μπολιντινεάνου έγραψε φλογερά άρθρα σε εφημερίδες του Ιασίου και του Βουκουρεστίου, ενώ ο Ηλιάδης -Ραντουλέσκου, προχώρησε περισσότερο. Το 1853, εξέδωσε στα γαλλικά ένα βιβλίο με τίτλο «Reve d’un Proscrit” («Όνειρο Ενός Απόκληρου») στο οποίο απευθύνει θερμό χαιρετισμό στους ήρωες της Ελληνικής Επανάστασης, που τους θεωρεί όλους Κουτσόβλαχους καθώς, όπως παρατηρεί ο Amadori Virgilij «περιορίζει τους Έλληνας εις το ακρωτήριον του Ταινάρου» (!)
Έγραφε χαρακτηριστικά:
«Μπότσαρη, Γρίβα, Τζαβέλα, τέκνα της Πίνδου!
Αίμα της Ιταλίας, Ρουμάνοι της Μακεδονίας, αδελφοί των αδελφών μας, χαίρετε! Ελευθερώσατε την εκφυλισμένην Ελλάδα!»
Τα κηρύγματα αυτά, προκάλεσαν αίσθηση στη Ρουμανία, όπου σύντομα ιδρύθηκε ένας προπαγανδιστικός σύλλογος με την επωνυμία «Αλβανική Εταιρεία».
Η «Εταιρεία» αυτή στράφηκε και προς τους Αλβανούς που ζούσαν σε πολλές περιοχές μαζί τους Κουτσόβλαχους, χωρίς όμως αποτελέσματα. Τα πράγματα άλλαξαν μετά το 1860. Ήδη, το 1859 η Ρουμανία είχε γίνει ενιαίο κράτος από την ένωση Μολδαβίας και Βλαχίας. Τότε ιδρύθηκε το «Μακεδονο-Ρουμανικό Κομιτάτο», που ανέλαβε σαφέστερη δράση. Η πρώτη εμφάνιση του Κομιτάτου, έγινε με μια προκήρυξη:
«Ρουμάνοι αδελφοί της Ηπείρου της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και της Αλβανίας! Το Ρουμανικόν έθνος (βλαχικόν) δεν είναι παρά ένας κλάδος της μεγάλης οικογένειας των Ρωμαϊκών λαών. Οφείλει λοιπόν να γνωρίζει τι ήσαν οι Ρωμαίοι, να στρέψει τους οφθαλμούς προς την παρούσαν κατάστασίν του, και να σκεφθεί τα μελλοντικά του πεπρωμένα!»
Στο μεταξύ, η ρουμανική κυβέρνηση κατέσχεσε την τεράστια περιουσία της Ελληνικής Εκκλησίας στη Μολδοβλαχία και τις περιουσίες των μονών του Αγίου Όρους, για την απαλλοτρίωση των οποίων δεν αναγνώρισε αργότερα καμία υποχρέωση αποζημίωσης.
Το 1863, κυκλοφόρησε στο Βουκουρέστι ένα βιβλίο γραμμένο από τον καθηγητή Ξενόπουλο (Xenopol), ο οποίος ισχυριζόταν ότι κατά τον Μεσαίωνα υπήρχε μια μεγάλη Βλαχορουμανική Αυτοκρατορία την οποία πρώτα οι Σλάβοι και αργότερα οι Τούρκοι διχοτόμησαν σε δύο τμήματα, ένα προς βορρά και το άλλο προς το νότο!
Το 1862, εμφανίστηκε μια τυχοδιωκτική μορφή,ο Απόστολος Μαργαρίυης. Γεννήθηκε στην Κλεισούρα της Μακεδονίας (μεταξύ Καστοριάς και Οστρόβου) από Έλληνες γονείς. Ως τα 30 του χρόνια ήταν ελληνοδιδάσκαλος. Το 1862, όμως επηρεασμένος και από έναν δαιμόνιο καθολικό ιερωμένο, τον πάτερ Faneyrial, έφυγε για το Βουκουρέστι. Τον επόμενο χρόνο επέστρεψε στη γενέτειρά του, μια πλούσια κωμόπολη τότε και άνοιξε το πρώτο ρουμανικό σχολείο. Παράλληλα, διακήρυττε ότι νότια του Δούναβη τα πάντα ήταν ρουμάνικα-κουτσοβλαχικά ή αλβανικά, ενώ οι ήρωες του 1821 ήταν Κουτσόβλαχοι ή Αλβανοί!
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο αλλά και οι τουρκικές αρχές αντέδρασαν και ο Μαργαρίτης κλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Τι έγινε εκεί, δεν γνωρίζουμε.
Το σχολείο στην Κλεισούρα έκλεισε προσωρινά, όμως το 1867 ο Μαργαρίτης έλαβε άδεια δημιουργίας «ιδιωτικού σχολείου εντός της οικίας του». Το ίδιο έτος, οι κάτοικοι της Αβδέλλας Γρεβενών, κάλεσαν τον Μαργαρίτη να δημιουργήσει και εκεί ρουμάνικο σχολείο. Παράλληλα, μεταξύ 1862 και 1866 γράφτηκαν στη Ρουμανία πέντε βιβλία «προς χρήσιν των Κουτσοβλάχων», ενώ στην Ελλάδα τα ρουμανικά σχολεία άρχισαν να πολλαπλασιάζονται.
Το 1877 υπήρχαν στη Μακεδονία 11 σχολεία στοιχειώδους εκπαίδευσης και το 1880 έφτασαν τα 24. Το 1880 ιδρύθηκε ρουμανικό ημιγυμνάσιο στο Κρούσοβο και γυμνάσιο στο Μοναστήρι. Το 1886 ρουμανικό γυμνάσιο στα Γιάννενα, το 1899 εμπορική σχολή στη Θεσσαλονίκη και το 1924 γυμνάσιο στα Γρεβενά. Το ρουμανικό κράτος πλήρωνε για τη συντήρηση και στελέχωσή τους τεράστια ποσά, από φανερά και μυστικά κονδύλια. Γύρω στο 1900, υπολογίζεται ότι ξόδευε 40.000 χρυσές λίρες κάθε χρόνο.
Η Εκκλησία και το «κουτσοβλαχικό ζήτημα»
Βλέποντας οι Ρουμάνοι τον σημαντικό ρόλο που έπαιζε η Ελληνική Εκκλησία στους Κουτσόβλαχους, καθώς ενίσχυε το θρησκευτικό τους συναίσθημα με την υπαγωγή τους στον Οικουμενικό Πατριάρχη και Έλληνες Μητροπολίτες και την τέλεση της θείας λειτουργίας στα ελληνικά, προσπάθησαν να φτιάξουν και ρουμανικές εκκλησίες στα χωριά όπου υπήρχαν ρουμανικά σχολεία. Το 1892, υπήρχαν στη Μακεδονία 25 ρουμανικές εκκλησίες. Σε όποια χωριά όμως εμφανίζονταν Ρουμάνοι ή Κουτσόβλαχοι ρουμανίζοντες ιερείς, οι αντιδράσεις των κατοίκων ήταν έντονες.
Πάντως η ρουμανική κυβέρνηση ενίσχυε τις προσπάθειες αυτές. Χαρακτηριστικά, τον Δεκέμβριο του 1903, η Βουλή της χώρας ψήφισε πίστωση 600.000 λέι (24.000 χρυσών λιρών), για την ανέγερση ρουμανικών σχολείων στη Μακεδονία. Από το 1895, η Ρουμανία κατέβαλε επίμονες προσπάθειες για να αποκτήσουν οι ρουμανίζοντες Κουτσόβλαχοι δικό τους Μητροπολίτη. Μετά από πολλές διαβουλεύσεις, το 1897 ο Σουλτάνος δέχτηκε να ιδρυθεί στην Οθωμανική Αυτοκρατορία «Ρουμανική Ιερά Μητρόπολις». Οι Ρουμάνοι αποφάσισαν να ιδρύσουν δύο επισκοπές. Μία στο Μοναστήρι, που θα γινόταν Αρχιεπισκοπή και μία στα Γιάννενα!
Πρότειναν μάλιστα σαν υποψήφιο τον επίσκοπο Οχρίδος Άνθιμο που καταγόταν από το Κόσοβο (!) και εμφανίζεται, περιέργως όπως γράφει ο Σ. Αβέρωφ-Τοσίτσας ως «πρώην Μητροπολίτης Αλεξανδρείας».
Παρά τις έντονες ρουμανικές προσπάθειες, η σφοδρή αντίδραση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, της Ελλάδας αλλά και κάποιες αναπάντεχες παρεμβάσεις εναντίον των Ρουμάνων (π.χ. από τη Ρωσία), δεν επέστρεψαν να υλοποιηθούν τα ρουμανικά σχέδια.
Το «Κουτσοβλαχικό ζήτημα» και οι σχέσεις Ελλάδας-Ρουμανίας.
Λόγω της υπόθεσης της κληρονομιάς Ζάππα, οι ελληνορουμανικές σχέσεις είχαν διακοπεί από τον Οκτώβριο του 1892 ως τον Αύγουστο του 1896. Το 1900, σε συνάντησή τους στην Αμπάτζια της Αυστρίας, οι βασιλιάδες των δύο χωρών Γεώργιος και Κάρολος συζήτησαν τα εκκρεμή ζητήματα, κατέληξαν σε κάποιες συμφωνίες και υποσχέθηκαν αμοιβαία κατανόηση και βοήθεια. Τον Σεπτέμβριο του 1901 Ρουμάνοι φοιτητές επισκέφτηκαν επίσημα την Ελλάδα και έγιναν δεκτοί με μεγάλη εγκαρδιότητα και θερμές εκδηλώσεις.
Σύντομα όμως, τα πράγματα πήραν άλλη τροπή.
Ο Σουλτάνος αναγνώρισε τους Βλάχους ως ιδιαίτερη εθνότητα. Η συντριπτική πλειοψηφία όμως των Βλάχων δεν αναγνώρισε την απόφαση αυτή, με συνέπεια να υπάρξουν και ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ των Βλάχων που επέμεναν στην Ελληνική τους καταγωγή και των ρουμανιζόντων Βλάχων.
Το Πάσχα του 1905, ρουμανίζοντες βλαχόφωνοι στο χωριό Βωβούσα της Ηπείρου, επιτέθηκαν εναντίον των συγχωριανών τους αποκτώντας να ψαλεί η θεία λειτουργία και στη ρουμανική γλώσσα. Ξέσπασαν τότε σφοδρές συγκρούσεις στο χωριό, καθώς η πλειοψηφία των κατοίκων διατράνωναν την πίστη τους στην Ελλάδα και το ελληνικό τους φρόνημα (σχετική είναι η επιστολή τους προς τον νομάρχη Ιωαννίνων στις 5/7/1907). Οι ταραχές και οι ένοπλες, αιματηρές συχνά, συγκρούσεις γενικεύτηκαν και επεκτάθηκαν στα βλαχοχώρια της Πίνδου. Μεγάλα επεισόδια με πυρπολήσεις σπιτιών ρουμανιζόντων έγιναν στην Αβδέλλα των Γρεβενών. Ανάμεσα στα σπίτια που κάηκαν, ήταν κι αυτό των αδελφών Γιαννάκη και Μιλτιάδη Μανάκια, πρωτοπόρων του ελληνικού κινηματογράφου, που θεωρήθηκαν φίλα προσκείμενοι προς τους Ρουμάνους.
Οι ελληνορουμανιικές σχέσεις είχαν φτάσει στο ναδίρ.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος προσπαθώντας να εξασφαλίσει την εύνοια της Ρουμανίας που αντιδρούσε στην παραχώρηση της Ηπείρου στην Ελλάδα, πρόσφερε αυτονομία στα σχολεία και τις εκκλησίες των Βλάχων και τη δυνατότητα της ρουμανικής κυβέρνησης να τα επιχορηγεί, με την προϋπόθεση ότι θα τελούν υπό την επίβλεψη της ελληνικής κυβέρνησης. Ο Ρουμάνος πρωθυπουργός Μαγιορέσκου σε αντάλλαγμα, συνέβαλε αποφασιστικά στην οριστική παραχώρηση της Μακεδονίας στην Ελλάδα (1913).
Τα γεγονότα του 1916-1917
Ελάχιστα χρόνια αργότερα όμως, η Ρουμανία σε συνεργασία με την Ιταλία επωφελήθηκαν από την ύπαρξη «γκρίζων ζωνών» στην Ελλάδα, συγκεκριμένα στη Μακεδονία και την Ήπειρο που είχαν επιβάλλει οι Αγγλογάλλοι και την ύπαρξη δύο κρατικών οντοτήτων στη χώρα μας λόγω εθνικού διχασμού. Η Κοζάνη και τα Γρεβενά όπου ζούσαν οι περισσότεροι από τους Κουτσόβλαχους περιλαμβάνονταν στην «ουδέτερη ζώνη» της Μακεδονίας που είχε ορίσει ο γαλλικός στρατός και δεν αναγνώριζε την εξουσία ούτε της Αθήνας ούτε της Θεσσαλονίκης. Οι κακόβουλοι ρουμανίζοντες, με την ανοχή των Γάλλων και τη συνεργασία ορισμένων βενιζελικών (όπως ο Ηλιάκης της Κοζάνης, ο οποίος είχε εμπλακεί στο ξεκίνημα της υπόθεσης με τη Μονή Βατοπεδίου και τη Βιστωνίδα…), απέλασαν ή φυλάκισαν Μητροπολίτες, Δημάρχους κλπ. Το καλοκαίρι του 1917, στα χρόνια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, εμφανίστηκε ο Αλκιβιάδης Διαμάντης, ρουμανοδιδάσκαλος, που προσπάθησε να δημιουργήσει ένα αυτόνομο καντόνι των Βλάχων στην Πίνδο, υπό την προστασία της ιταλικής κυβέρνησης.
Διέδιδε μάλιστα, ότι Ιταλία και Ρουμανία επιδίωκαν τη δημιουργία ιταλορουμανικού κράτους στα Βαλκάνια. Μάλιστα, τον ίδιο χρόνο, ομάδα ρουμανιζόντων Βλάχων ανακήρυξε τη (θνησιγενή) Δημοκρατία της Πίνδου, με πρωτεύουσα τη Σαμαρίνα.
Μετά από γενναίες και αποφασιστικές αντιδράσεις των Ελληνόβλαχων, το «κράτος» αυτό έπαψε να υπάρχει πολύ σύντομα! Όμως, ο Αλκιβιάδης Διαμάντης θα επανακάμψει δριμύτερος το 1941. Με τη δράση του, θα ασχοληθούμε σε επόμενο άρθρο μας.
Πηγές: Ευάγγελος Αβέρωφ Τοσίτσας, «Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΚΟΥΤΣΟΒΛΑΧΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ» , ΙΔΡΥΜΑ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΑΒΕΡΩΦ –ΤΟΣΙΤΣΑ, ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ Κ.&Μ ΑΝΤ. ΣΤΑΜΟΥΛΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2016.
Ορέστης Δ. Κουρέλης, «ΒΛΑΧΟΦΩΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ», Εκδοτικός Οίκος Αδελφών Κυριακίδη 2011.
ΑΝΤΩΝΙΟΥ Δ. ΚΕΡΑΜΟΠΟΥΛΛΟΥ, «ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΚΟΥΤΣΟΒΛΑΧΟΙ», UNIVERSITY STUDIO PRESS, 2000
ΜΙΧΑΗΛ ΧΡΥΣΟΧΟΟΥ, «ΒΛΑΧΟΙ ΚΑΙ ΚΟΥΤΣΟΒΛΑΧΟΙ», Α’ Έκδοση 1909, ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΝΟΤΗ ΚΑΡΑΒΙΑ 2006.
ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΚΟΥΚΟΥΝΑΣ, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ», τόμος Β’, ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ Α.Α. ΛΙΒΑΝΗ, 2013
ΑΣΤΕΡΙΟΣ Ι. ΚΟΥΚΟΥΔΗΣ, «Οι Μητροπόλεις και η Διασπορά των Βλάχων», εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ 2000
ΓΙΩΡΓΗΣ ΕΞΑΡΧΟΣ, «ΟΙ ΕΛΛΗΝΟΒΛΑΧΟΙ (ΑΡΜΑΝΟΙ)» ,εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ 2001.
Ο Γ. Έξαρχος θεωρεί ως επικρατέστερη μια άλλη εκδοχή. ''Αν δεχτούμε την κυρίαρχη άποψη και θέση που λέει ότι το όνομα Βλάχοι δόθηκε από τους Σλάβους τότε λογικά οι Σλάβοι πρέπει να είναι αυτοί που ονόμασαν τους ελληνολατινόφωνους πληθυσμούς και με το όνομα- προσωνύμιο Κουτσόβλαχοι. Προέρχεται κατ' εμάς αυτή η λέξη από τις σερβοκροατικές Kucov (= σκύλος, μολοσσός) + vlas (= τρίχα, μαλλιά) οπότε kucov + vlas= kucovlas -kucovlashi -Κουτσόβλαχοι.''
Ο Μιχαήλ Χρυσοχόου στο βιβλίο του ''ΒΛΑΧΟΙ ΚΑΙ ΚΟΥΤΣΟΒΛΑΧΟΙ'' (1909) γράφει:
''Το δε όνομα Κουτσόβλαχος είναι τουρκικόν εκ δύο λέξεων σύνθετον της τουρκικής κουτσούκ και της ελλ. Βλάχος. Οι Τούρκοι μετά την κατάκτησιν απάσης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ονόμασαν την μεν Βλαχίαν (Δακίαν) Καραβλάχ τουτέστιν εκτεταμένην, μεγάλην απέραντον, Βλαχίαν. Το καρά είναι επιτατικόν με διαφόρους σημασίας (σημ. πβ. καρακουκλάρα, καρατσεκαρισμένος κλπ. που το πρόθημα καρά- επιτείνει τη σημασία του β' συνθετικού της λέξης). Το δε κουτσούκ, σημ. το μικρόν, το ολίγον και ονόμασαν ούτω το εν τω Ελλ. Χερσονήσω τμήμα το υπό Βλάχων κατοικούμενων Κουτσούκ- βλαχ εξ ου το Κουτσόβλαχος.''
Και ο μεγάλος επιστήμονας Αντώνιος Δ. Κεραμόπουλλος δέχεται την άποψη του Μ. Χρυσοχόου και γράφει:
''Το όνομα αυτών Κουτσόβλαχοι είναι σύμφυρμα εκ του τουρκικού Κουτσούκ Βλαχ ήτοι Μικροί Βλάχοι, ως ονόμαζον αυτούς οι Τούρκοι προς αντιδιαστολήν από των κατοίκων της Ρουμανίας, ήτοι της Μεγάλης Βλαχίας την οποία περιελάμβανεν επίσης το τουρκικόν κράτος εντός των ορίων του''.
Το κουτσοβλαχικό ζήτημα
Με το λεγόμενο ''κουτσοβλαχικό'' ζήτημα ασχολήθηκε ιδιαίτερα ο αείμνηστος Ευάγγελος Αβέρωφ- Τοσίτσας. Στο βιβλίο του ''Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΚΟΥΤΣΟΒΛΑΧΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ'' (Α' έκδοση 1948) κάνει μια άκρως ενδιαφέρουσα ιστορική αναδρομή σε αυτό.
Ως περίπου το 1850 κανένας ιστορικός, κανένας πολιτικός και κανένας χρονογράφος δεν θέτει τέτοιο ζήτημα. Η βάση στην οποία οικοδομήθηκε το κουτσοβλαχικό ζήτημα είναι η ύπαρξη ενός πληθυσμού που μιλούσε την κουτσοβλαχική διάλεκτο.
Δεκάδες γνωστοί ή και άσημοι Βαλκάνιοι και άλλοι Ευρωπαίοι επιστήμονες που δεν διακρίθηκαν ιδιαίτερα για την αμεροληψία τους ασχολήθηκαν με το ζήτημα.
Κάποιοι υποστήριζαν ότι οι Κουτσόβλαχοι είναι γνήσιοι Ρουμάνοι που φεύγοντας από τον τόπο τους λόγω βαρβαρικών επιδρομών πήραν τις οικογένειες και τα ζώα τους και κατέβηκαν νότια συνεχίζοντας να ζουν ως κτηνοτρόφοι.
Άλλοι υποστήριζαν ότι οι Κουτσόβλαχοι ήταν ντόπιοι Ηπειρώτες και Μακεδόνες, οι οποίοι αφού υπηρέτησαν για πολλά χρόνια στις ρωμαϊκές λεγεώνες διορίζονταν από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία φύλακες των ορεινών διαβάσεων (οροφύλακες) και δημιουργούσαν νέες πολιτείες όπου ασχολήθηκαν κυρίως με την κτηνοτροφία. Ορισμένοι υποστήριζαν ότι οι Κουτσόβλαχοι είναι ντόπιοι, οι οποίοι στην αρχή κατέφυγαν στα βουνά για να αντισταθούν στη ρωμαϊκή εισβολή, ενώ άλλοι δικοί τους μεταξύ των οποίων και οι απόγονοι της 5ης Ρωμαϊκής Λεγεώνος (Μακεδονικής) δέχονταν την πανίσχυρη τότε επιρροή της Ρώμης.
Ένας απ' αυτούς οι οποίοι απέρριπταν τις εκδοχές που αναφέραμε πρώτες ήταν ο Αυστριακός καθηγητής Edward Robert Rosler (1836-1874), ο οποίος έγραφε: ''οι μεν εν τη ελληνική χερσονήσω Βλάχοι, οι σήμερον κοινώς Κουτσόβλαχοι λεγόμενοι, αποτελούσι την μητρόπολιν, οι δε πέραν του Δουνάβεως εν Δακία οικούντες είναι εν μέρει άποικοι τούτων και κατα συνέπειαν η μεν Βλαχική γλώσσα, η Κουτσοβλαχική είναι γέννημα και θρέμμα αυτής της Ελληνικής Χερσονήσου, η δε Ρουμανική είναι εν μέρει διάλεκτος ταύτης ουσιωδώς αλλοιωθείσα δια της προσλήψεως απείρων στοιχείων Σλαβικών και Μαγυαρικών''.
Πόσοι ήταν όμως οι (Κουτσό)Βλαχοι της Ελλάδας τον 19ο αιώνα; Ο Γάλλος M. E. Picot τους υπολογίζει (1875) σε 1.200.000, κατανεμημένους έως εξής:
Μακεδονία 450.000, Θεσσαλία 200.000, Ήπειρος-Αλβανία 350.000, Θράκη 200.000.
Το 1820, ο Ponqueville τους υπολόγιζε σε λιγότερους από 100.000.Ο Σέρβος Cvijic γράφει ότι τον Μεσαίωνα ήταν πολυάριθμοι, αποτελώντας την πλειοψηφία σε Θεσσαλία και Αιτωλία και ότι στο τέλος του 18ου αιώνα ήταν 400.000-500.000. Το 1918, που έγραψε το βιβλίο του «La Peniscule Balcanique”, τους υπολογίζει σε 150.000-160.000.
Τέλος, ο Jacques Ancel, το 1926, γράφει ότι γενικά, οι Βλάχοι νότια του Δούναβη ήταν γύρω στις 500.000 (“Peuples et Nations de Balkans”).
«Η γέννηση του Κουτσοβλαχικού Ζητήματος»
Όπως αναφέραμε, ως τα μέσα του 19ου αιώνα δεν υπήρχε κουτσοβλαχικό ζήτημα ούτε για την Ελλάδα, ούτε για τη Ρουμανία, ούτε για τη διπλωματία καμίας τρίτης χώρας. Λίγο μετά το 1850, ένα περίεργο και τυχαίο γεγονός, έδωσε την αφορμή να τύχουν ιδιαίτερης προσοχής οι Κουτσόβλαχοι.
Γάλλοι καθολικοί ιερωμένοι, εκδιώχθηκαν από τα μέρη που υπάγονταν στη Βουλγαρική Εκκλησία και μετακίνησαν τις «αποστολές» τους δυτικότερα. Εκεί, συνάντησαν σημαντικούς κουτσοβλαχικούς και αλβανικούς πληθυσμούς.
Εκεί πρόσεξαν τη λατινική επίδραση στη διάλεκτο των πρώτων και την έλλειψη εθνικής συνείδησης στους δεύτερους. Γνωστή για τις προσηλυτιστικές της τάσεις η Καθολική Εκκλησία (θυμηθείτε και την Ουνία…), θεώρησε ότι αυτοί (Κουτσόβλαχοι και Αλβανοί), μπορούν να προσχωρήσουν στις τάξεις της. Στράφηκε κυρίως προς τους κουτσοβλαχικούς και αλβανικούς πληθυσμούς της περιφέρειας Μοναστηρίου, με εθνικά κηρύγματα για ξεχωριστή εθνική τους υπόσταση και για ανάγκη αδελφοσύνης των δύο λαών που ήταν συγγενείς.
Κάπου εκεί, χωρίς να είναι απόλυτα ξεκάθαρο το πώς, εμφανίστηκαν και οι Ρουμάνοι. Το 1853, ο Ιωάννης Ηλιάδης-Ραντουλέσκου και ο Δημήτριος Μπολιντινεάνου, έκαναν ένα «μορφωτικό ταξίδι» σε Ήπειρο και Μακεδονία, θεωρητικά με δική τους πρωτοβουλία.
Το γεγονός όμως, ότι ο τότε βαλής της Μακεδονίας Ρεσέτ Πασάς, έλαβε εντολή από την Κωνσταντινούπολη «να τους βοηθήσει με όλας του τας δυνάμεις» κατά την περιοδεία τους, σίγουρα δεν ήταν τυχαίο…
Όταν επέστρεψαν στη Ρουμανία οι Μπολιντινεάνου και Ηλιάδης-Ραντουλέσκου, είχαν… ανακαλύψει τους Κουτσόβλαχους, τους οποίους θεωρούσαν Ρουμάνους και τη μεγαλύτερη εθνότητα της Βαλκανικής Χερσονήσου. Τόνιζαν μάλιστα, ότι νότια, Κουτσόβλαχοι ζουν ως την Ακαρνανία!
Ο Μπολιντινεάνου έγραψε φλογερά άρθρα σε εφημερίδες του Ιασίου και του Βουκουρεστίου, ενώ ο Ηλιάδης -Ραντουλέσκου, προχώρησε περισσότερο. Το 1853, εξέδωσε στα γαλλικά ένα βιβλίο με τίτλο «Reve d’un Proscrit” («Όνειρο Ενός Απόκληρου») στο οποίο απευθύνει θερμό χαιρετισμό στους ήρωες της Ελληνικής Επανάστασης, που τους θεωρεί όλους Κουτσόβλαχους καθώς, όπως παρατηρεί ο Amadori Virgilij «περιορίζει τους Έλληνας εις το ακρωτήριον του Ταινάρου» (!)
Έγραφε χαρακτηριστικά:
«Μπότσαρη, Γρίβα, Τζαβέλα, τέκνα της Πίνδου!
Αίμα της Ιταλίας, Ρουμάνοι της Μακεδονίας, αδελφοί των αδελφών μας, χαίρετε! Ελευθερώσατε την εκφυλισμένην Ελλάδα!»
Τα κηρύγματα αυτά, προκάλεσαν αίσθηση στη Ρουμανία, όπου σύντομα ιδρύθηκε ένας προπαγανδιστικός σύλλογος με την επωνυμία «Αλβανική Εταιρεία».
Η «Εταιρεία» αυτή στράφηκε και προς τους Αλβανούς που ζούσαν σε πολλές περιοχές μαζί τους Κουτσόβλαχους, χωρίς όμως αποτελέσματα. Τα πράγματα άλλαξαν μετά το 1860. Ήδη, το 1859 η Ρουμανία είχε γίνει ενιαίο κράτος από την ένωση Μολδαβίας και Βλαχίας. Τότε ιδρύθηκε το «Μακεδονο-Ρουμανικό Κομιτάτο», που ανέλαβε σαφέστερη δράση. Η πρώτη εμφάνιση του Κομιτάτου, έγινε με μια προκήρυξη:
«Ρουμάνοι αδελφοί της Ηπείρου της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και της Αλβανίας! Το Ρουμανικόν έθνος (βλαχικόν) δεν είναι παρά ένας κλάδος της μεγάλης οικογένειας των Ρωμαϊκών λαών. Οφείλει λοιπόν να γνωρίζει τι ήσαν οι Ρωμαίοι, να στρέψει τους οφθαλμούς προς την παρούσαν κατάστασίν του, και να σκεφθεί τα μελλοντικά του πεπρωμένα!»
Στο μεταξύ, η ρουμανική κυβέρνηση κατέσχεσε την τεράστια περιουσία της Ελληνικής Εκκλησίας στη Μολδοβλαχία και τις περιουσίες των μονών του Αγίου Όρους, για την απαλλοτρίωση των οποίων δεν αναγνώρισε αργότερα καμία υποχρέωση αποζημίωσης.
Το 1863, κυκλοφόρησε στο Βουκουρέστι ένα βιβλίο γραμμένο από τον καθηγητή Ξενόπουλο (Xenopol), ο οποίος ισχυριζόταν ότι κατά τον Μεσαίωνα υπήρχε μια μεγάλη Βλαχορουμανική Αυτοκρατορία την οποία πρώτα οι Σλάβοι και αργότερα οι Τούρκοι διχοτόμησαν σε δύο τμήματα, ένα προς βορρά και το άλλο προς το νότο!
Το 1862, εμφανίστηκε μια τυχοδιωκτική μορφή,ο Απόστολος Μαργαρίυης. Γεννήθηκε στην Κλεισούρα της Μακεδονίας (μεταξύ Καστοριάς και Οστρόβου) από Έλληνες γονείς. Ως τα 30 του χρόνια ήταν ελληνοδιδάσκαλος. Το 1862, όμως επηρεασμένος και από έναν δαιμόνιο καθολικό ιερωμένο, τον πάτερ Faneyrial, έφυγε για το Βουκουρέστι. Τον επόμενο χρόνο επέστρεψε στη γενέτειρά του, μια πλούσια κωμόπολη τότε και άνοιξε το πρώτο ρουμανικό σχολείο. Παράλληλα, διακήρυττε ότι νότια του Δούναβη τα πάντα ήταν ρουμάνικα-κουτσοβλαχικά ή αλβανικά, ενώ οι ήρωες του 1821 ήταν Κουτσόβλαχοι ή Αλβανοί!
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο αλλά και οι τουρκικές αρχές αντέδρασαν και ο Μαργαρίτης κλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Τι έγινε εκεί, δεν γνωρίζουμε.
Το σχολείο στην Κλεισούρα έκλεισε προσωρινά, όμως το 1867 ο Μαργαρίτης έλαβε άδεια δημιουργίας «ιδιωτικού σχολείου εντός της οικίας του». Το ίδιο έτος, οι κάτοικοι της Αβδέλλας Γρεβενών, κάλεσαν τον Μαργαρίτη να δημιουργήσει και εκεί ρουμάνικο σχολείο. Παράλληλα, μεταξύ 1862 και 1866 γράφτηκαν στη Ρουμανία πέντε βιβλία «προς χρήσιν των Κουτσοβλάχων», ενώ στην Ελλάδα τα ρουμανικά σχολεία άρχισαν να πολλαπλασιάζονται.
Το 1877 υπήρχαν στη Μακεδονία 11 σχολεία στοιχειώδους εκπαίδευσης και το 1880 έφτασαν τα 24. Το 1880 ιδρύθηκε ρουμανικό ημιγυμνάσιο στο Κρούσοβο και γυμνάσιο στο Μοναστήρι. Το 1886 ρουμανικό γυμνάσιο στα Γιάννενα, το 1899 εμπορική σχολή στη Θεσσαλονίκη και το 1924 γυμνάσιο στα Γρεβενά. Το ρουμανικό κράτος πλήρωνε για τη συντήρηση και στελέχωσή τους τεράστια ποσά, από φανερά και μυστικά κονδύλια. Γύρω στο 1900, υπολογίζεται ότι ξόδευε 40.000 χρυσές λίρες κάθε χρόνο.
Η Εκκλησία και το «κουτσοβλαχικό ζήτημα»
Βλέποντας οι Ρουμάνοι τον σημαντικό ρόλο που έπαιζε η Ελληνική Εκκλησία στους Κουτσόβλαχους, καθώς ενίσχυε το θρησκευτικό τους συναίσθημα με την υπαγωγή τους στον Οικουμενικό Πατριάρχη και Έλληνες Μητροπολίτες και την τέλεση της θείας λειτουργίας στα ελληνικά, προσπάθησαν να φτιάξουν και ρουμανικές εκκλησίες στα χωριά όπου υπήρχαν ρουμανικά σχολεία. Το 1892, υπήρχαν στη Μακεδονία 25 ρουμανικές εκκλησίες. Σε όποια χωριά όμως εμφανίζονταν Ρουμάνοι ή Κουτσόβλαχοι ρουμανίζοντες ιερείς, οι αντιδράσεις των κατοίκων ήταν έντονες.
Πάντως η ρουμανική κυβέρνηση ενίσχυε τις προσπάθειες αυτές. Χαρακτηριστικά, τον Δεκέμβριο του 1903, η Βουλή της χώρας ψήφισε πίστωση 600.000 λέι (24.000 χρυσών λιρών), για την ανέγερση ρουμανικών σχολείων στη Μακεδονία. Από το 1895, η Ρουμανία κατέβαλε επίμονες προσπάθειες για να αποκτήσουν οι ρουμανίζοντες Κουτσόβλαχοι δικό τους Μητροπολίτη. Μετά από πολλές διαβουλεύσεις, το 1897 ο Σουλτάνος δέχτηκε να ιδρυθεί στην Οθωμανική Αυτοκρατορία «Ρουμανική Ιερά Μητρόπολις». Οι Ρουμάνοι αποφάσισαν να ιδρύσουν δύο επισκοπές. Μία στο Μοναστήρι, που θα γινόταν Αρχιεπισκοπή και μία στα Γιάννενα!
Πρότειναν μάλιστα σαν υποψήφιο τον επίσκοπο Οχρίδος Άνθιμο που καταγόταν από το Κόσοβο (!) και εμφανίζεται, περιέργως όπως γράφει ο Σ. Αβέρωφ-Τοσίτσας ως «πρώην Μητροπολίτης Αλεξανδρείας».
Παρά τις έντονες ρουμανικές προσπάθειες, η σφοδρή αντίδραση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, της Ελλάδας αλλά και κάποιες αναπάντεχες παρεμβάσεις εναντίον των Ρουμάνων (π.χ. από τη Ρωσία), δεν επέστρεψαν να υλοποιηθούν τα ρουμανικά σχέδια.
Το «Κουτσοβλαχικό ζήτημα» και οι σχέσεις Ελλάδας-Ρουμανίας.
Λόγω της υπόθεσης της κληρονομιάς Ζάππα, οι ελληνορουμανικές σχέσεις είχαν διακοπεί από τον Οκτώβριο του 1892 ως τον Αύγουστο του 1896. Το 1900, σε συνάντησή τους στην Αμπάτζια της Αυστρίας, οι βασιλιάδες των δύο χωρών Γεώργιος και Κάρολος συζήτησαν τα εκκρεμή ζητήματα, κατέληξαν σε κάποιες συμφωνίες και υποσχέθηκαν αμοιβαία κατανόηση και βοήθεια. Τον Σεπτέμβριο του 1901 Ρουμάνοι φοιτητές επισκέφτηκαν επίσημα την Ελλάδα και έγιναν δεκτοί με μεγάλη εγκαρδιότητα και θερμές εκδηλώσεις.
Σύντομα όμως, τα πράγματα πήραν άλλη τροπή.
Ο Σουλτάνος αναγνώρισε τους Βλάχους ως ιδιαίτερη εθνότητα. Η συντριπτική πλειοψηφία όμως των Βλάχων δεν αναγνώρισε την απόφαση αυτή, με συνέπεια να υπάρξουν και ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ των Βλάχων που επέμεναν στην Ελληνική τους καταγωγή και των ρουμανιζόντων Βλάχων.
Το Πάσχα του 1905, ρουμανίζοντες βλαχόφωνοι στο χωριό Βωβούσα της Ηπείρου, επιτέθηκαν εναντίον των συγχωριανών τους αποκτώντας να ψαλεί η θεία λειτουργία και στη ρουμανική γλώσσα. Ξέσπασαν τότε σφοδρές συγκρούσεις στο χωριό, καθώς η πλειοψηφία των κατοίκων διατράνωναν την πίστη τους στην Ελλάδα και το ελληνικό τους φρόνημα (σχετική είναι η επιστολή τους προς τον νομάρχη Ιωαννίνων στις 5/7/1907). Οι ταραχές και οι ένοπλες, αιματηρές συχνά, συγκρούσεις γενικεύτηκαν και επεκτάθηκαν στα βλαχοχώρια της Πίνδου. Μεγάλα επεισόδια με πυρπολήσεις σπιτιών ρουμανιζόντων έγιναν στην Αβδέλλα των Γρεβενών. Ανάμεσα στα σπίτια που κάηκαν, ήταν κι αυτό των αδελφών Γιαννάκη και Μιλτιάδη Μανάκια, πρωτοπόρων του ελληνικού κινηματογράφου, που θεωρήθηκαν φίλα προσκείμενοι προς τους Ρουμάνους.
Οι ελληνορουμανιικές σχέσεις είχαν φτάσει στο ναδίρ.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος προσπαθώντας να εξασφαλίσει την εύνοια της Ρουμανίας που αντιδρούσε στην παραχώρηση της Ηπείρου στην Ελλάδα, πρόσφερε αυτονομία στα σχολεία και τις εκκλησίες των Βλάχων και τη δυνατότητα της ρουμανικής κυβέρνησης να τα επιχορηγεί, με την προϋπόθεση ότι θα τελούν υπό την επίβλεψη της ελληνικής κυβέρνησης. Ο Ρουμάνος πρωθυπουργός Μαγιορέσκου σε αντάλλαγμα, συνέβαλε αποφασιστικά στην οριστική παραχώρηση της Μακεδονίας στην Ελλάδα (1913).
Τα γεγονότα του 1916-1917
Ελάχιστα χρόνια αργότερα όμως, η Ρουμανία σε συνεργασία με την Ιταλία επωφελήθηκαν από την ύπαρξη «γκρίζων ζωνών» στην Ελλάδα, συγκεκριμένα στη Μακεδονία και την Ήπειρο που είχαν επιβάλλει οι Αγγλογάλλοι και την ύπαρξη δύο κρατικών οντοτήτων στη χώρα μας λόγω εθνικού διχασμού. Η Κοζάνη και τα Γρεβενά όπου ζούσαν οι περισσότεροι από τους Κουτσόβλαχους περιλαμβάνονταν στην «ουδέτερη ζώνη» της Μακεδονίας που είχε ορίσει ο γαλλικός στρατός και δεν αναγνώριζε την εξουσία ούτε της Αθήνας ούτε της Θεσσαλονίκης. Οι κακόβουλοι ρουμανίζοντες, με την ανοχή των Γάλλων και τη συνεργασία ορισμένων βενιζελικών (όπως ο Ηλιάκης της Κοζάνης, ο οποίος είχε εμπλακεί στο ξεκίνημα της υπόθεσης με τη Μονή Βατοπεδίου και τη Βιστωνίδα…), απέλασαν ή φυλάκισαν Μητροπολίτες, Δημάρχους κλπ. Το καλοκαίρι του 1917, στα χρόνια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, εμφανίστηκε ο Αλκιβιάδης Διαμάντης, ρουμανοδιδάσκαλος, που προσπάθησε να δημιουργήσει ένα αυτόνομο καντόνι των Βλάχων στην Πίνδο, υπό την προστασία της ιταλικής κυβέρνησης.
Διέδιδε μάλιστα, ότι Ιταλία και Ρουμανία επιδίωκαν τη δημιουργία ιταλορουμανικού κράτους στα Βαλκάνια. Μάλιστα, τον ίδιο χρόνο, ομάδα ρουμανιζόντων Βλάχων ανακήρυξε τη (θνησιγενή) Δημοκρατία της Πίνδου, με πρωτεύουσα τη Σαμαρίνα.
Μετά από γενναίες και αποφασιστικές αντιδράσεις των Ελληνόβλαχων, το «κράτος» αυτό έπαψε να υπάρχει πολύ σύντομα! Όμως, ο Αλκιβιάδης Διαμάντης θα επανακάμψει δριμύτερος το 1941. Με τη δράση του, θα ασχοληθούμε σε επόμενο άρθρο μας.
Πηγές: Ευάγγελος Αβέρωφ Τοσίτσας, «Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΚΟΥΤΣΟΒΛΑΧΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ» , ΙΔΡΥΜΑ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΑΒΕΡΩΦ –ΤΟΣΙΤΣΑ, ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ Κ.&Μ ΑΝΤ. ΣΤΑΜΟΥΛΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2016.
Ορέστης Δ. Κουρέλης, «ΒΛΑΧΟΦΩΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ», Εκδοτικός Οίκος Αδελφών Κυριακίδη 2011.
ΑΝΤΩΝΙΟΥ Δ. ΚΕΡΑΜΟΠΟΥΛΛΟΥ, «ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΚΟΥΤΣΟΒΛΑΧΟΙ», UNIVERSITY STUDIO PRESS, 2000
ΜΙΧΑΗΛ ΧΡΥΣΟΧΟΟΥ, «ΒΛΑΧΟΙ ΚΑΙ ΚΟΥΤΣΟΒΛΑΧΟΙ», Α’ Έκδοση 1909, ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΝΟΤΗ ΚΑΡΑΒΙΑ 2006.
ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΚΟΥΚΟΥΝΑΣ, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ», τόμος Β’, ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ Α.Α. ΛΙΒΑΝΗ, 2013
ΑΣΤΕΡΙΟΣ Ι. ΚΟΥΚΟΥΔΗΣ, «Οι Μητροπόλεις και η Διασπορά των Βλάχων», εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ 2000
ΓΙΩΡΓΗΣ ΕΞΑΡΧΟΣ, «ΟΙ ΕΛΛΗΝΟΒΛΑΧΟΙ (ΑΡΜΑΝΟΙ)» ,εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ 2001.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα