Η INALAN προσέλκυσε 40 εκατ. ευρώ ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα, τριπλασίασε το προσωπικό της σε ένα χρόνο και παρέχει δυνατότητα σύνδεσης γρήγορου internet σε πάνω από 600.000 νοικοκυριά - Κατά 44% αυξήθηκε ο κύκλος εργασιών της.
Τζόυς Ευείδη:«Μετά την κατάθλιψη,βρήκα τη χαρά»
Τζόυς Ευείδη:«Μετά την κατάθλιψη,βρήκα τη χαρά»
Οσοι λένε για τους κωμικούς ηθοποιούς το κλισέ πως κουβαλούν μεγάλη μελαγχολία μέσα
τους μάλλον έχουν δίκιο. Στην περίπτωση της Τζόυς, αν ξέρεις την ιστορία της,θα καταλάβεις
από την αρχή πως κάθε χιουμοριστική ατάκα που θα ξεστομίζει στο «Μάντεψε ποιος θα πεθάνει απόψε» θα είναι από πριν πολύ καλά βιωμένη. Το ίδιο και το δυνατό γέλιο της
Ηπιο φωτεινή πλευρά της Τζόυς έχει κέντρο της και αιτία ένα βαρύ, πνιγηρό σκοτάδι που προϋπάρχει πάντα της χαράς. Δεν πήγε σε κάποιο ψυχολόγο για να το διαχειριστεί, δεν διάβασε ποτέ βιβλία αυτοβοήθειας ή αυτογνωσίας για να το αναγνωρίσει, ούτε άναψε κεριά στην εκκλησία που βρίσκεται κοντά στο σπίτι της, στη Νέα Σμύρνη, την Αγία Παρασκευή, ώστε να καταφέρει να «σωθεί». Συνήθως, το παγόβουνο της λύπης της κρύβει τον διπλάσιο όγκο απ' αυτόν που φαίνεται - και η Τζόυς μπορούσε να πάει πολύ βαθιά μέσα σ’ αυτό. Ωστόσο αυτό δεν το ήξερε παλιά. Το έμαθε όμως. The hard way. «Η δουλειά έχει λειτουργήσει ως ψυχοθεραπεία για μένα, με έχει σώσει από πολύ δύσκολες καταστάσεις. Αυτή με έβγαζε πάντα από το προσωπικό μου λούκι. Οταν φέρεις ένα οποιοδήποτε είδος πένθος μέσα σου για κάτι που τελείωσε -είτε είναι ανθρώπινη ζωή, είτε σχέση, είτε προσωπικά και οικονομικά προβλήματα-, πάντα έρχεται ένα σκοτάδι που σε σκεπάζει. Πιστεύω, όμως, ότι οφείλεις να δώσεις χώρο και χρόνο σε κάθε είδος πένθους, ώστε να μην το πιέσεις παραπάνω απ’ όσο πρέπει αλλά να το αφήσεις να εκδηλωθεί. Κάποια στιγμή, αναγκαστικά, θα πας προς τα πάνω - όταν δεν θα υπάρχει άλλο πιο κάτω. Κι εγώ πια δεν έχω άλλη εναλλακτική».
Από τη μέρα που έχασε τους γονείς της η Τζόυς απώλεσε και κάθε σημείο αναφοράς, κάθε ίχνος DNA που αναγνώριζε ως δικό της. Ενιωσε ότι απλά φύτρωσε. Και παραδέχεται στο «thema people» πως τα μεγαλύτερα διαστήματα δυσκολίας τα έζησε όταν χρειάστηκε να γίνει πια η ίδια ο ενήλικας της ζωής της, να μεγαλώσει απότομα το παιδί που χάιδευαν εκείνοι όσο ζούσαν. «Είμαι πια ένα πεντάρφανο πλάσμα, που δεν θα με φροντίσει κανένας αν δεν φροντίσω πρώτα εγώ η ίδια τον εαυτό μου», μου εξηγεί αφοπλιστικά και συνεχίζει: «Είτε χάσεις τους γονείς σου στην ηλικία των 10, είτε στην ηλικία των 40, ο πόνος είναι ίδιος - μόνο η διαχείρισή του διαφέρει. Αυτή, όμως, είναι ταυτόχρονα και η καλύτερη κινητήριος δύναμη! Και, ξέρεις, αν και ήμουν μοναχοπαίδι, υπήρξα ένα παιδί που μεγάλωσε πολύ αυστηρά και με κριτική από τους γύρω του. Δεν με έπαιρνε ποτέ να κάνω, για παράδειγμα, τη χαριτωμένη στη μαμά μου, μου αρκούσε μια άγρια ματιά της για να μαζευτώ επί τόπου. Γι’ αυτό και δεν είχα περιθώριο να την ψωνίσω ποτέ και για τίποτα. Πόσο μάλλον για τις όποιες “τηλεοπτικές μου επιτυχίες”. Η μάνα μου ήταν -καλοπροαίρετα- πολύ αυστηρή μαζί μου ακόμη και όταν δούλευα ως ιδιαιτέρα σε πολυεθνική», καταλήγει.
Μιλάμε λίγο πριν από τις τελικές πρόβες για το «Μάντεψε ποιος θα πεθάνει απόψε», που τη δεκαετία του ’60, όταν το έργο πρωτοπαίχτηκε στο Παρίσι, κατάφερε να κάνει διάσημο μέσα σε ένα βράδυ τον συγγραφέα του Ρομπέρ Τομά, διασκευασμένο στην Ελλάδα από τους Μιχάλη Ρέππα - Θανάση Παπαθανασίου. Μια παράσταση που πέρσι έσπασε ταμεία στο θέατρο «Κάτια Δανδουλάκη», η οποία σε λίγες μέρες θα ξεκινήσει την περιοδεία της σε όλη την Ελλάδα. Και είναι βέβαιη η Τζόυς πως αυτό θα δώσει τη χαρά που ο κόσμος χρειάζεται, σε μια εποχή με μεγάλες δυσκολίες. «Κανείς δεν έχει πει ότι η ζωή είναι εύκολη. Η ζωή είναι μια περιπέτεια και αυτό πάντα το ήξερα», μου λέει.
«Οι φίλοι μου ήταν κοντά μου»
Συγκινείται. Ανάβει τσιγάρο και είναι σαν να φέρνει μπροστά της όλες εκείνες τις μνήμες που την καθόρισαν όσο τίποτε άλλο στη ζωή της. Που τη χώρισαν στην Τζόυς «πριν» και στην Τζόυς «μετά». «Οι φίλοι μου ήταν πολύ κοντά μου στο δύσκολο αυτό διάστημα της ζωής μου, δεν έχω παράπονο. Αλλά αυτό δεν είναι κάτι που μοιράζεται τόσο εύκολα. Γιατί φέρεις πολλή μαυρίλα μέσα σου και είναι άγριο πράγμα να βλέπεις τον γονιό σου, στις τελευταίες στιγμές της ζωής του, να είναι σαν μωρό και να κρεμιέται από τη δική σου τη φροντίδα. Η εμπειρία δε του να είσαι σε ένα νοσοκομείο και να παρατηρείς τι γίνεται γύρω σου είναι τόσο καταλυτική που όσο σου γδέρνει τα σωθικά, άλλο τόσο σε κάνει και καλύτερο άνθρωπο: σου επιβάλλει να εκτιμάς αυτά που έχεις, ακόμη και τα ασήμαντα. Να, σαν τη μικρή απόλαυση της κουβέντας που κάνουμε τώρα. Και ξέρεις, ως νεαρή δεν το ’ξερα αυτό, γιατί όταν είσαι σε μικρότερη ηλικία έχεις πολύ μεγάλη έπαρση. Νομίζεις ότι όλη σου η ζωή θα είναι ένα ξέφρενο πάρτι στο Ρίο Ντε Τζανέιρο και πως, αν έχεις προβλήματα, θα καταφέρεις να τα διαχειριστείς καταλλήλως και με “λεπτούς χειρισμούς”. Μπούρδες. Γιατί στη ζωή υπάρχει και η συναισθηματική νοημοσύνη. Και αυτή είναι που σου κάνει τελικά ζημιά. Αλλά άμα θες να πάρεις δύναμη και είσαι έτοιμος γι’ αυτό, ακόμη και μία ουρά σκύλου που κουνιέται χαριτωμένα θα στη δώσει». Κι αυτό δεν μου το λέει τυχαία. Την περίοδο που η Τζόυς έχασε τους γονείς της, που χώρισε από τον τότε σύντροφό της, που έχασε το σκυλί της, τον Ξι, τον οποίο είχε 14 χρόνια και τον φρόντιζε σαν κανονικό «παιδί» της, πήρε ένα αδέσποτο σκυλάκι, την Τζίνα. «Γιατί σκέφτηκα “να, θα βρεθούμε τώρα δύο κορίτσια μαζί, πολύ ταλαιπωρημένα, που θα δίνει κουράγιο η μία στην άλλη”», μου εξηγεί.
Τη ρωτάω αν ο χωρισμός της συνέβη ως αποτέλεσμα όλων αυτών που ζούσε ήδη στο νοσοκομείο, αν ο τότε σύντροφός της δεν άντεξε την ταλαιπωρία, αν στη δοκιμασία η προσωπική της σχέση δεν πέρασε τις «εξετάσεις» της. Τα διαχωρίζει. «Αυτό ήταν απόφαση του άλλου ανθρώπου. Δεν έχει καμία σχέση με ό,τι βίωνα εγώ. Υπάρχει, όμως, κάτι σημαντικότερο: τον θάνατο εγώ τον είδα μπροστά μου να συμβαίνει, τον έφαγα με το κουτάλι, κι από τότε αποφάσισα να είμαι πολύ πιο επιεικής με τους ανθρώπους και πολύ πιο κοντά στους φίλους μου. Είπα πως όποια στιγμή κι αν πεθάνω, εγώ δεν θα έχω αφήσει τίποτε άλυτο στις σχέσεις μου. Οπως συνέβη και με τους γονείς μου. Επομένως τα ερωτικά θέματα μοιάζουν κάπως δευτερεύοντα αν αναλογιστούμε το δώρο της ζωής που μας δίνεται καθημερινά».
Καθώς ανακατεύει με το κουταλάκι τον φρέντο εσπρέσο που πίνει με μαύρη ζάχαρη, αναλογίζεται στιγμές από τη ζωή της και χαμογελάει. Υποθέτω πως δεν θα αντιδρούσε πάντα με τον ίδιο τρόπο. Συμφωνεί. «Πολλές φορές έχω περάσει κατάθλιψη. Ωστόσο, δεν έφτασα ποτέ στο σημείο να πάω σε γιατρό, γιατί γνωρίζω τις ρίζες της κατάθλιψής μου και δεν είναι κάτι που θα με κολλήσει. Η κατάθλιψή μου μετά μού έφερνε χαρά! Οταν πέσω, θα πέσω συνειδητοποιημένα, γνωρίζοντας ότι στην άκρη του τούνελ υπάρχει πάντα φως. Και, ξέρεις, είναι και λίγο ασόβαρο το να χοροπηδάμε συνέχεια».
Από τη μέρα που έχασε τους γονείς της η Τζόυς απώλεσε και κάθε σημείο αναφοράς, κάθε ίχνος DNA που αναγνώριζε ως δικό της. Ενιωσε ότι απλά φύτρωσε. Και παραδέχεται στο «thema people» πως τα μεγαλύτερα διαστήματα δυσκολίας τα έζησε όταν χρειάστηκε να γίνει πια η ίδια ο ενήλικας της ζωής της, να μεγαλώσει απότομα το παιδί που χάιδευαν εκείνοι όσο ζούσαν. «Είμαι πια ένα πεντάρφανο πλάσμα, που δεν θα με φροντίσει κανένας αν δεν φροντίσω πρώτα εγώ η ίδια τον εαυτό μου», μου εξηγεί αφοπλιστικά και συνεχίζει: «Είτε χάσεις τους γονείς σου στην ηλικία των 10, είτε στην ηλικία των 40, ο πόνος είναι ίδιος - μόνο η διαχείρισή του διαφέρει. Αυτή, όμως, είναι ταυτόχρονα και η καλύτερη κινητήριος δύναμη! Και, ξέρεις, αν και ήμουν μοναχοπαίδι, υπήρξα ένα παιδί που μεγάλωσε πολύ αυστηρά και με κριτική από τους γύρω του. Δεν με έπαιρνε ποτέ να κάνω, για παράδειγμα, τη χαριτωμένη στη μαμά μου, μου αρκούσε μια άγρια ματιά της για να μαζευτώ επί τόπου. Γι’ αυτό και δεν είχα περιθώριο να την ψωνίσω ποτέ και για τίποτα. Πόσο μάλλον για τις όποιες “τηλεοπτικές μου επιτυχίες”. Η μάνα μου ήταν -καλοπροαίρετα- πολύ αυστηρή μαζί μου ακόμη και όταν δούλευα ως ιδιαιτέρα σε πολυεθνική», καταλήγει.
Μιλάμε λίγο πριν από τις τελικές πρόβες για το «Μάντεψε ποιος θα πεθάνει απόψε», που τη δεκαετία του ’60, όταν το έργο πρωτοπαίχτηκε στο Παρίσι, κατάφερε να κάνει διάσημο μέσα σε ένα βράδυ τον συγγραφέα του Ρομπέρ Τομά, διασκευασμένο στην Ελλάδα από τους Μιχάλη Ρέππα - Θανάση Παπαθανασίου. Μια παράσταση που πέρσι έσπασε ταμεία στο θέατρο «Κάτια Δανδουλάκη», η οποία σε λίγες μέρες θα ξεκινήσει την περιοδεία της σε όλη την Ελλάδα. Και είναι βέβαιη η Τζόυς πως αυτό θα δώσει τη χαρά που ο κόσμος χρειάζεται, σε μια εποχή με μεγάλες δυσκολίες. «Κανείς δεν έχει πει ότι η ζωή είναι εύκολη. Η ζωή είναι μια περιπέτεια και αυτό πάντα το ήξερα», μου λέει.
«Οι φίλοι μου ήταν κοντά μου»
Συγκινείται. Ανάβει τσιγάρο και είναι σαν να φέρνει μπροστά της όλες εκείνες τις μνήμες που την καθόρισαν όσο τίποτε άλλο στη ζωή της. Που τη χώρισαν στην Τζόυς «πριν» και στην Τζόυς «μετά». «Οι φίλοι μου ήταν πολύ κοντά μου στο δύσκολο αυτό διάστημα της ζωής μου, δεν έχω παράπονο. Αλλά αυτό δεν είναι κάτι που μοιράζεται τόσο εύκολα. Γιατί φέρεις πολλή μαυρίλα μέσα σου και είναι άγριο πράγμα να βλέπεις τον γονιό σου, στις τελευταίες στιγμές της ζωής του, να είναι σαν μωρό και να κρεμιέται από τη δική σου τη φροντίδα. Η εμπειρία δε του να είσαι σε ένα νοσοκομείο και να παρατηρείς τι γίνεται γύρω σου είναι τόσο καταλυτική που όσο σου γδέρνει τα σωθικά, άλλο τόσο σε κάνει και καλύτερο άνθρωπο: σου επιβάλλει να εκτιμάς αυτά που έχεις, ακόμη και τα ασήμαντα. Να, σαν τη μικρή απόλαυση της κουβέντας που κάνουμε τώρα. Και ξέρεις, ως νεαρή δεν το ’ξερα αυτό, γιατί όταν είσαι σε μικρότερη ηλικία έχεις πολύ μεγάλη έπαρση. Νομίζεις ότι όλη σου η ζωή θα είναι ένα ξέφρενο πάρτι στο Ρίο Ντε Τζανέιρο και πως, αν έχεις προβλήματα, θα καταφέρεις να τα διαχειριστείς καταλλήλως και με “λεπτούς χειρισμούς”. Μπούρδες. Γιατί στη ζωή υπάρχει και η συναισθηματική νοημοσύνη. Και αυτή είναι που σου κάνει τελικά ζημιά. Αλλά άμα θες να πάρεις δύναμη και είσαι έτοιμος γι’ αυτό, ακόμη και μία ουρά σκύλου που κουνιέται χαριτωμένα θα στη δώσει». Κι αυτό δεν μου το λέει τυχαία. Την περίοδο που η Τζόυς έχασε τους γονείς της, που χώρισε από τον τότε σύντροφό της, που έχασε το σκυλί της, τον Ξι, τον οποίο είχε 14 χρόνια και τον φρόντιζε σαν κανονικό «παιδί» της, πήρε ένα αδέσποτο σκυλάκι, την Τζίνα. «Γιατί σκέφτηκα “να, θα βρεθούμε τώρα δύο κορίτσια μαζί, πολύ ταλαιπωρημένα, που θα δίνει κουράγιο η μία στην άλλη”», μου εξηγεί.
Τη ρωτάω αν ο χωρισμός της συνέβη ως αποτέλεσμα όλων αυτών που ζούσε ήδη στο νοσοκομείο, αν ο τότε σύντροφός της δεν άντεξε την ταλαιπωρία, αν στη δοκιμασία η προσωπική της σχέση δεν πέρασε τις «εξετάσεις» της. Τα διαχωρίζει. «Αυτό ήταν απόφαση του άλλου ανθρώπου. Δεν έχει καμία σχέση με ό,τι βίωνα εγώ. Υπάρχει, όμως, κάτι σημαντικότερο: τον θάνατο εγώ τον είδα μπροστά μου να συμβαίνει, τον έφαγα με το κουτάλι, κι από τότε αποφάσισα να είμαι πολύ πιο επιεικής με τους ανθρώπους και πολύ πιο κοντά στους φίλους μου. Είπα πως όποια στιγμή κι αν πεθάνω, εγώ δεν θα έχω αφήσει τίποτε άλυτο στις σχέσεις μου. Οπως συνέβη και με τους γονείς μου. Επομένως τα ερωτικά θέματα μοιάζουν κάπως δευτερεύοντα αν αναλογιστούμε το δώρο της ζωής που μας δίνεται καθημερινά».
Καθώς ανακατεύει με το κουταλάκι τον φρέντο εσπρέσο που πίνει με μαύρη ζάχαρη, αναλογίζεται στιγμές από τη ζωή της και χαμογελάει. Υποθέτω πως δεν θα αντιδρούσε πάντα με τον ίδιο τρόπο. Συμφωνεί. «Πολλές φορές έχω περάσει κατάθλιψη. Ωστόσο, δεν έφτασα ποτέ στο σημείο να πάω σε γιατρό, γιατί γνωρίζω τις ρίζες της κατάθλιψής μου και δεν είναι κάτι που θα με κολλήσει. Η κατάθλιψή μου μετά μού έφερνε χαρά! Οταν πέσω, θα πέσω συνειδητοποιημένα, γνωρίζοντας ότι στην άκρη του τούνελ υπάρχει πάντα φως. Και, ξέρεις, είναι και λίγο ασόβαρο το να χοροπηδάμε συνέχεια».
Σαν να μη μου μιλάει η «Νανά» από τους «Μεν και Δεν» (που μάλλον θα ξαναδούμε σε επανάληψη το φετινό καλοκαίρι), ή η πρωταγωνίστρια των σειρών του Χάρη Ρώμα. Σαν να μην έχει σχέση ο τηλεοπτικός ρόλος με τον άνθρωπο. Γελάει πηγαία. «Την αυτοπεποίθησή μου εγώ τη χάνω για πλάκα! Και νομίζω πως αυτό συμβαίνει σε όλους τους ηθοποιούς: όλοι είναι έρμαια της κριτικής του άλλου. Εντάξει, καμιά φορά παρακολουθώ τα σίριαλ στα οποία έχω παίξει όταν μεταδίδονται σε επανάληψη. Δεν κάνω και εμετό που με βλέπω, αλλά δεν χαίρομαι κιόλας».
Την πλησιάζει ο Μιχάλης Ρέππας, πρέπει να πάει στην πρόβα της, ήδη στη σκηνή η Κάτια Δανδουλάκη τελειώνει τον θεατρικό της διάλογο με τον Πρόδρομο Τοσουνίδη και την περιμένουν. «Είμαι έτοιμη πια για τα πάντα!», μου λέει και συνεχίζει: «Κι αυτό δεν έχει να κάνει με τα χρόνια που κουβαλάει ο καθένας μας. Φέτος, ας πούμε, η τούρτα μου είχε επάνω της 27 κεράκια, άρα αυτή είναι τώρα η πραγματική μου ηλικία... Ξέρεις, έχω πια πάρα πολλή όρεξη να ζήσω! Μεγάλη όρεξη!», μου επισημαίνει φεύγοντας και αντιλαμβάνομαι πως το εννοεί. Γιατί η Τζόυς Ευείδη μπορεί να έφτασε στον πάτο του παγόβουνού της, αλλά τώρα είναι η εποχή που βρίσκεται πάλι στην κορυφή του, «ρουφώντας» λιακάδα. Ξανά.
Την πλησιάζει ο Μιχάλης Ρέππας, πρέπει να πάει στην πρόβα της, ήδη στη σκηνή η Κάτια Δανδουλάκη τελειώνει τον θεατρικό της διάλογο με τον Πρόδρομο Τοσουνίδη και την περιμένουν. «Είμαι έτοιμη πια για τα πάντα!», μου λέει και συνεχίζει: «Κι αυτό δεν έχει να κάνει με τα χρόνια που κουβαλάει ο καθένας μας. Φέτος, ας πούμε, η τούρτα μου είχε επάνω της 27 κεράκια, άρα αυτή είναι τώρα η πραγματική μου ηλικία... Ξέρεις, έχω πια πάρα πολλή όρεξη να ζήσω! Μεγάλη όρεξη!», μου επισημαίνει φεύγοντας και αντιλαμβάνομαι πως το εννοεί. Γιατί η Τζόυς Ευείδη μπορεί να έφτασε στον πάτο του παγόβουνού της, αλλά τώρα είναι η εποχή που βρίσκεται πάλι στην κορυφή του, «ρουφώντας» λιακάδα. Ξανά.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα