Ντάσα Ζούκοβα:Ρατσίστρια ή απλώς σύντροφος του Αμπράμοβιτς;
Στον λαμπερό κόσμο της πανέμορφης και πάμπλουτης συντρόφου του Ρώσου κροίσου Ρομάν Αμπράμοβιτς μια φωτογραφία της πάνω σε ένα προκλητικό έργο του Αλεν Τζόουνς που προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων είναι απλώς και μόνο τέχνη
Τίνα Μανδηλαρά
Οταν τα όμορφα, σχεδόν τέλεια οπίσθια της Ντάσα Ζούκοβα κάθονταν πάνω στο έργο του Αλεν Τζόουνς δεν μπορούσαν να φανταστούν τι θα επακολουθούσε. Παρότι δεν έδειχναν να βολεύονται στη συγκεκριμένη φωτογράφηση -άψογα επιμελημένη, με προσεγμένες γωνίες σαν αυτές που στολίζουν τα εξώφυλλα της «Vogue»-, δύσκολα μπορούσαν να προκαλέσουν συζητήσεις περί ρατσισμού. Ο ίδιος άλλωστε ο καλλιτέχνης, έργα του οποίου διέθετε η σύντροφος του Αμπράμοβιτς στη συλλογή της, απείχε προ πολλού από καθετί ρατσιστικό - ακόμη και αν σόκαρε με τις εκθέσεις και τα ανατρεπτικά έργα του κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Ο Τζόουνς είχε επιμείνει τότε, με τη γνωστή παιχνιδιάρικη διάθεση που χαρακτηρίζει τους μεταμοντέρνους καλλιτέχνες, ότι «Τίποτε δεν είναι όπως νομίζετε», όπως είναι και ο τίτλος της συλλογής στην οποία ανήκε το περιώνυμο σκαμπό με την αισθαντική μαύρη γυναίκα. Και είναι αντίστοιχα σίγουρο ότι ούτε από το μυαλό της Ζούκοβα θα φάνταζε μια τέτοια κίνηση ως συνώνυμη του ρατσισμού - για εκείνην άλλωστε τα πάντα στην τέχνη ή την καθημερινότητά της είναι όμορφα, ανάλαφρα και ευωδιαστά - σχεδόν ή μάλλον απόλυτα ποπ.
Και ο λόγος που η Ντάσα Ζούκοβα όντως έλεγε την αλήθεια όταν δήλωνε πως δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι θα την κατηγορούσαν για ρατσισμό είναι γιατί δεν έχει καμία σχέση με τον όρο. Ομορφη, μελαχρινή, πάμπλουτη και λαμπερή, δεν είχε υπάρξει πότε θύμα μιας τέτοιας αντιμετώπισης - ακόμη και όταν μετανάστευσε στα έντεκα χρόνια της από την τότε Σοβιετική Ενωση στην Αμερική. Αλλά ούτε τώρα μπορεί να αναλογιστεί πόσο ρατσιστική μπορεί να αποδειχτεί μια κοινωνία - παρά μόνο αν βρεθεί να βλέπει βραβευμένες ταινίες όπως το «12 χρόνια σκλάβος» σε κάποια ιδιωτική προβολή. Στο διάβα της από τα λουξ πάρτι στο κέντρο του Λονδίνου μέχρι τις πριβέ δεξιώσεις που παραχωρεί στο πανάκριβο διαμέρισμά της στο Μανχάταν -το πιο ακριβό του κόσμου, το οποίο της έκανε δώρο για τα γενέθλιά της ο σύντροφός της αγοράζοντάς το αντί 75 εκατ. δολαρίων- δεν υπάρχουν μαύροι που καταπιέζονται, παιδιά που ζητιανεύουν, περιθωριακοί που μπορεί να υφίστανται τον χλευασμό. Οταν γεννιέσαι στα όμορφα σαλόνια και μεγαλώνεις ανάμεσα σε κατάξανθους Ρώσους, η λέξη «ρατσισμός» διαγράφεται συλλήβδην από το λεξιλόγιό σου.
Ακόμη περισσότερο αυτό συμβαίνει όταν γαλουχείσαι πνευματικά -όπως συνέβη με την έφηβη και σπουδαγμένη Ντάσα- στις ηλιόλουστες περιοχές της Καλιφόρνιας: μαζί με όμορφα καλοσχεδιασμένα ρούχα και άψογο κορμί φροντίζεις να έχεις ευγενικούς τρόπους - στα όρια του ρατσισμού όπως θα επέμεναν πολύ Νεοϋορκέζοι. Οχι τυχαία, ο Γούντι Αλεν ειρωνευόταν ανέκαθεν την αισθητική και την προσποιητή ευγένεια των Καλιφορνέζων - με τον ίδιο τρόπο που έντυπα σαν τον «Guardian» βλέπουν μάλλον καχύποπτα την προσποιητή προσήνεια της 32χρονης φιλότεχνης συντρόφου του ιδιοκτήτη της Τσέλσι. Το μόνο που συγχωρούν είναι ότι οι καλοί τρόποι της Ζούκοβα ουσιαστικά κρύβουν την αγανάκτησή της από την επιβολή των καλών τρόπων - όλοι θέλουν να είναι καλοί και ευγενικοί με την Ντάσα, ενώ η ίδια φροντίζει να τους το ανταποδίδει από απόλυτη βαρεμάρα. Τίποτα αρνητικό -από τον ρατσισμό μέχρι την κατάθλιψη- δεν φαίνεται να σκιάζει την όμορφη σαν βιτρίνα ζωή της, σε σημείο που η ίδια να αναζητεί τη συντροφιά των κακών παιδιών της τέχνης για να σπάει το μοτίβο των προδιαγεγραμμένων και εξαγορασμένων από το χρήμα σχέσεων.
Αν λοιπόν ο σύντροφός της βρήκε καταφύγιο στον διόλου βαρετό κόσμο της μπάλας, η Ντάσα υιοθέτησε κάτι πιο πρέπον και ταιριαστό με τη μεγαλοαστική καταγωγή της: την τέχνη. Τα ερωτικά συμπλέγματα του Τζεφ Κουνς έχουν σίγουρα για εκείνην πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον από τις άσκοπες συζητήσεις με τις συνομήλικές της μοντέλες - όπως και η δουλειά είναι κάτι πολύ πιο συναρπαστικό στα μάτια της από τα ατέρμονα ταξίδια με τα κότερα σε μοναχικές παραλίες. Κι αυτό είναι σίγουρα ένα εύσημο που έχει κερδίσει δικαιωματικά μια (πανέμορφη) νεαρά που μπορεί να τα έχει όλα και αναζητεί ακόμη περισσότερα - το ότι προσπαθεί όσο μπορεί, σε αντίθεση με άλλες συντοπίτισσές και συνομήλικές της εκατομμυριούχες, να γίνει όσο λιγότερο γίνεται βαρετή. Πώς όμως κατέληξε η 32χρονη Ντάσα να αποποιηθεί τα πλεονεκτήματα που απολάμβανε στη Μόσχα και να βρεθεί, σε ηλικία μόλις 10 ετών, ήτοι το 1990, στο άγνωστο και μακρινό αμερικανικό σύμπαν;
Κλείσιμο
Από ανήσυχο παιδί πάμπλουτη συλλέκτρια
Αρκεί να σκεφτεί κανείς το σύμπαν όπου μεγάλωσε για να αντιληφθεί τις αντιθέσεις που διαπερνούν ακόμη και σήμερα το εμμονικά καλλιτεχνικό πνεύμα της. Ζώντας τα παιδικά της χρόνια στη Μόσχα, μια πόλη όπου τα καλοκαίρια δεν υπάρχει ζέστη ούτε ηλιοβασίλεμα, δεν αντιλήφθηκε ποτέ τι θα πει κανονικότητα. Για ατελείωτους μήνες με ακατάπαυστο ξέθωρο φως και πλήξη ο χλομός ήλιος έφεγγε διαρκώς πάνω από τη σοβιετική ακόμη Ρωσία. Δεν βούλιαζε ποτέ πίσω από τον ορίζοντα, κεντρίζοντας ακόμη περισσότερο το πάντα άγριο θυμικό των Ρώσων. Ως εκ τούτου, οι Μοσχοβίτες αποδείχτηκαν εξ ορισμού, λόγω ιστορικών συγκυριών, αλλά κυρίως λόγω εξωτερικών παραγόντων, καιρού και κλίματος, καταδικασμένοι στην παρεκτροπή. Είναι λόγω συνθηκών αρκούντως αλλόκοτοι, έτοιμοι να πνίξουν τα σλαβικά πάθη τους στη βότκα. Η Ντάσα, ωστόσο, όλα αυτά τα πολεμούσε από μικρή. Δεν δοκίμασε ποτέ βότκα παρά μόνο όταν χρειάστηκε να τσουγκρίσει με τον Τζεφ Κουνς σε ένα πάρτι που έγινε για να τιμήσουν τη νέα τους φιλία (που συνοδεύτηκε από την αγορά πάμπολων έργων). Από τότε που η Ντάσα εγκατέλειψε την άνετη ζωή της στην Καλιφόρνια, όπου βρέθηκε ακολουθώντας τη μικροβιολόγο μητέρα της, τα μόνα που της κίνησαν το ενδιαφέρον ήταν η τέχνη και η ομοιοπαθητική ιατρική, την οποία γρήγορα εγκατέλειψε - όπως και τη μόδα με την οποία ασχολήθηκε ένα φεγγάρι.
Το περιβάλλον της λέει ότι το εύστροφο μυαλό της βαριέται εύκολα, οι κακές γλώσσες όμως ανταπαντούν ότι πρόκειται για τη γνωστή νοοτροπία κάθε κακομαθημένου κοριτσιού. Εκεί όπου ο πατέρας της Ζούκοβα έφτιαχνε εταιρείες για να λανσάρει τα δικά της κολάν ως σχεδιάστριας από PVC (τον γνωστό οίκο μόδας Kova & T), τώρα ο σύντροφός της αγοράζει πανάκριβα έργα τέχνης. Για χάρη της χτύπησε τρεις φορές το σφυράκι της δημοπρασίας καταχωρώντας την πιο ακριβή αγορά έργου τέχνης με την απόκτηση έργου του Λούσιαν Φρόιντ αντί 33,6 εκατ. δολ.(ρεκόρ που είχε καταρριφθεί από τον ίδιο σε προηγούμενη αγορά έργου του Φράνσις Μπέικον), και για χάρη της «νοικιάζει» τα μεγαλύτερα ονόματα στον χώρο της τέχνης για να τη συμβουλεύουν. Στη δούλεψή της υπάρχουν από τον Σάντι Χέλερ, το όνομα που εμπιστεύονται οι μεγαλοχρηματιστές για να επενδύσουν σε έργα τέχνης, μέχρι τον Λάρι Γκαγκόζιαν, τον τρανό ιδιοκτήτη των ομώνυμων γκαλερί.
Η Ζούκοβα επενδύοντας τεράστια ποσά στον χώρο της τέχνης ήδη εγκαινίασε με επιτυχία ένα όραμα χρόνων, το artsy για online αγοραπωλησίες έργων τέχνης, σε συνεργασία με τη σύζυγο του Ρόμπερτ Μέρντοχ, Γουέντι, και τον Ερικ Σμιτ της Google. Επίσης κυκλοφορεί και ειδικό περιοδικό για τον χώρο της τέχνης, το «Garage», αντί για το «Pop» στο οποίο υπήρξε αρχισυντάκτρια για ένα φεγγάρι. Ακόμη και τώρα που έγινε πρόσφατα για δεύτερη φορά μητέρα -δεύτερη κόρη με τον Αμπράμοβιτς, ο οποίος έχει ήδη πέντε παιδιά από προηγούμενους γάμους-, η τέχνη παραμένει η αποκλειστική εμμονή της. Μαζί με τον Ρομάν Αμπράμοβιτς διατηρούν μία από τις μεγαλύτερες συλλογές μοντέρνων έργων τέχνης στον κόσμο, ενώ η γκαλερί που άνοιξε κατά τα πρότυπα του μουσείου MoMA στα πέριξ της Μόσχας λέγεται ότι θα αφήσει εποχή.
«Αφανής» στη Μόσχα
Οσοι πάντως έχει τύχει να επισκεφτούν τη Μόσχα, καταλαβαίνουν ότι τα πρωτοποριακά εγχειρήματα της Ζούκοβα δεν είναι πάντα τόσο δημοφιλή. Κανένας οδηγός δεν συμπεριλαμβάνει την πολύκροτη γκαλερί-μουσείο της στις σελίδες του -ίσως μάλλον εσκεμμένα- και σχεδόν κανείς δεν γνωρίζει καν την ύπαρξή της. Το «Garage» είχε ανοίξει αρχικά τις πύλες του στη Μόσχα και πρόσφατα μεταφέρθηκε σε ένα τεχνητό νησάκι στη Νέα Ολλανδία, ένα τεράστιο καλλιτεχνικό πάρκο με καταστήματα, πάρκα και έργα τέχνης. Ολα αυτά τα τεράστια εγχειρήματα και τα άφθονα ποσά που ρέουν στις εκδηλώσεις όπου παραβρίσκεται η ίδια -όταν ανέλαβε το πάρτι για το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Λος Αντζελες φρόντισε να καλέσει τη Lady Gaga- έχουν πάντως μετατρέψει τη νεαρή Ζούκοβα σε σημείο αναφοράς. Είναι το απόλυτο πρότυπο για τις νεαρές Μοσχοβίτισσες, που ντύνονται όπως η Ντάσα και κατ’ ουσίαν θέλουν να γίνουν η Ντάσα. Κι αυτό ανεξάρτητα αν η ίδια δεν μιλάει πλέον με τον μεγιστάνα και έμπορο όπλων πατέρα της, ο οποίος γλίτωσε τον θάνατο αλλά όχι τη φυλακή, και άσχετα αν η ίδια δείχνει να βαριέται παρά να απολαμβάνει την τρυφηλή ζωή της.
Οι λίγοι δημοσιογράφοι που τολμούν να γράψουν κάτι αρνητικό για το πρόσωπό της -όπως η Μιράντα Σόγιερ του «Guardian»- αναφέρουν ότι σε αντίθεση με ό,τι φαίνεται, η Ντάσα δυσκολεύεται να αναφέρει πάνω από τρεις καλλιτέχνες, κι αυτό συμβαίνει επειδή οι ίδιοι τυγχάνει να είναι φίλοι της. Ενα όμορφο όμως κορίτσι όπως η Ντάσα δεν χρειάζεται να είναι ενδιαφέρον - πόσο μάλλον μορφωμένο. «Τα κορίτσια μας δεν χρειάζεται να διαβάζουν T.S. Eliot, απλώς να είναι όμορφα», επέμενε ο Οδυσσέας Ελύτης, με τον ίδιο τρόπο που δεν χρειάζεται να σκέφτονται - το πολύ-πολύ να προσέχουν να μη φωτογραφίζονται με άγνωστα έργα, ειδικά όταν έχουν αναφορές περίεργες για μια κοπέλα που δεν έχει δοκιμάσει ούτε υποκύψει σε τίποτα «κακό» στη ζωή της (και όπως ομολογεί η ίδια, ούτε καν σε ολόκληρη σοκολάτα).