Φώτης Κόντογλου, ένας εμβληματικός ζωγράφος που αδικήθηκε από το ελληνικό κράτος - Εξήντα χρόνια από τον θάνατό του
Οι «εξομολογήσεις» του σε πακέτα τσιγάρων, η πίκρα για την απλήρωτη εργασία και μια δημόσια διοίκηση που αποδεικνύεται αμείλικτη – ακόμη και μετά τον θάνατό του
«Τώγραψα στο κουτί τα τσιγάρα αγαναχτισμένος για τα μαρτύρια που μου κάνουν οι αποχτηνωμένοι αυτοί άνθρωποι, μη πληρώνοντάς με για τις ζωγραφιές που έκανα στη Δημαρχία. Τώγραψα το δράμα στις 12 Αυγούστου 1941»...
Ένα σύντομο οργίλο μήνυμα του Φώτη Κόντογλου, γραμμένο σ΄ ένα αδειανό πακέτο τσιγάρα κασετίνα. Για να μείνει η αδικία. Να μην ξεχαστεί στον χρόνο. Σαν πεισματάρικη εξομολόγηση σε νεανικό ημερολόγιο, σαν τεκμήριο πιστοποίησης ενός μπαταχτσή κρατικού μηχανισμού σε βάρος του πολίτη. Και τι πολίτη! Του σπουδαίου ζωγράφου, που κάποτε «άνοιξε μια πόρτα στη μίζερη, μικρόπνοη, κλεισμένου χώρου, λογοτεχνία μας και μπήκε μια μεγάλη πνοή ανοιχτής θάλασσας, ανοιχτού αγέρα στην Ελλάδα», όπως σχολίαζε τη δεκαετία του 1920 ο Νίκος Καζαντζάκης για τον νεαρό τότε Κόντογλου που πρωτοεμφανιζόταν στις συντροφιές του πνεύματος, όχι ως ζωγράφος -δεξιότητα που ανακάλυψε μετά- αλλά ως λογοτέχνης με το διήγημα «Πέδρο Καζάς».
Έκτοτε, το 1937, ύστερα από μία περιπετειώδη διαδρομή που τον έχει οδηγήσει στο φιλόξενο λιμάνι της ζωγραφικής, δέχεται την πρόταση του δημάρχου Κοτζιά να διακοσμήσει το εσωτερικό του δημαρχιακού μεγάρου στην οδό Αθηνάς. Για αρχή, ζητά τα έξοδα για τα υλικά και την αμοιβή των συνεργατών του. Όταν το έργο ολοκληρωθεί, λέει, θα πληρωθεί όλα τα υπόλοιπα. Θέλει να φτιάξει ένα ατελιέ, όπου θα μπορεί να εργάζεται απερίσπαστος και με άνεση. Στο σπίτι του δεν υπάρχει κατάλληλος χώρος γι' αυτήν τη δουλειά.
Η νωπογραφία στην οικία Κόντογλου
Ρίχνεται με πάθος στην ανάθεση. Σχεδιάζει, σκίζει και ξανά απ' την αρχή. Θέλει να ιστορήσει «το ενιαίον της φυλής» και καταλήγει να στολίσει τους τοίχους με μία παράταξη 65 μορφών από τον μύθο ίσαμε την πραγματικότητα, από τον Θησέα έως τον Κολοκοτρώνη. Το έργο ολοκληρώνεται όταν η Ελλάδα πατάει το κατώφλι του πολέμου. Ο Κόντογλου ζει από την τέχνη του και τούτη η δουλειά στην παρούσα χρονική συγκυρία αλλάζει τα σχέδια για την επένδυση της αμοιβής του (πολυτέλεια, πια, το ατελιέ). Είναι ευτυχής που τουλάχιστον θα εξασφαλίσει τα προς το ζην της οικογένειάς του. Αλλά από τον οφειλέτη δήμο δεν παίρνει δεκάρα τσακιστή! Τα ήδη ισχνά οικονομικά της οικογένειας επιδεινώνονται. Εκείνος έχει ξοδέψει χρόνια από τη ζωή του κοπιάζοντας για μία δουλειά, που θα του απέφερε κάποιο κέρδος. Τζίφος! Αναγκάζεται να πουλήσει το σπίτι του για μερικά καρβέλια ψωμί (για την ακρίβεια, για ένα σακί αλεύρι) και εγκαθίσταται με την οικογένειά του σε ένα γκαράζ!
Η οικογένεια Κόντογλου
Κλείσιμο
«Αν θες ν΄ ανέβεις σε ουράνιες σφαίρες, γίνε καλλιτέχνης. Μα αν θες να πιεις φαρμάκια, γίνε καλλιτέχνης» χαράζει σε ένα αντίστοιχο πακέτο τσιγάρα, μόνιμο πια πνευματικό, που «ακούει» πρόθυμα τις πίκρες και τα παράπονά του και ούτε ο χρόνος θα καταφέρει να σβήσει τις γραπτές παραπονιάρικες εξομολογήσεις του, γιατί το χρέος του δήμου ουδέποτε θα καταβληθεί. Αντίθετα, μετά τον πόλεμο, θα παραγραφεί.
Ο Καζαντζάκης για τον Κόντογλου
Όμως, δεν θα είναι αυτό το μόνο παράπονο...
ΑΠΟ ΤΗ ΜΟΝΑΣΤΙΚΗ ΓΑΛΗΝΗ ΣΤΗΝ ΕΞΕΡΕΥΝΗΣΗ...
Ο Κόντογλου είναι μία δυσανάγνωστη ανήσυχη προσωπικότητα. Κοσμοπολίτης, κοινωνικός, χιουμορίστας από τη μία, κλειστός, μονοκόμματος, απότομος και πεισματάρης από την άλλη. Από παιδί (το μικρότερο μίας εξαμελούς οικογένειας) έχει ζυμωθεί με τη φύση της ειδυλλιακής Αγίας Παρασκευής, μιας χερσονήσου των Κυδωνιών (Αϊβαλί), όπου βρίσκεται το μοναστήρι του ηγούμενου θείου του -αδελφού της μητέρας του- Στέφανου Κόντογλου. Ένας ταπεινός ναός και μερικά κελιά περιτριγυρισμένα από το Αιγαίο είναι ο παράδεισος του μικρού Φώτη. Καθώς μεγαλώνει πλάι στο πέλαγο, ονειρεύεται να γίνει καπετάνιος, ν' ακολουθήσει τη ναυτική διαδρομή του πατέρα του, Νικόλα, κι ας του τον πήρε η θάλασσα, όταν ο ίδιος ήταν ακόμη δίχρονο αγόρι. Αυτός, άλλωστε, είναι κι ο λόγος που κράτησε το επώνυμο Κόντογλου, της μάνας του. Εκείνο του χαμένου πατέρα του, το Αποστολέλλης, δεν το «φόρεσε» ποτέ. Ήταν ξένο απάνω του...
Όμως, εκτός από τη θάλασσα, είναι και η αγάπη για τη φύση και η γοητεία τής ήρεμης στοχοπροσηλωμένης καλογερικής ζωής. Αλλά δεν θ' αργήσει πολύ να ακολουθήσει τον τελικό προσανατολισμό του. Εκεί που εντέλει θ' απαγκιάσει, θα είναι ο... τόπος που ουδέποτε πέρασε -τουλάχιστον συνειδητά- από τα παιδικά όνειρά του. Τα μολύβια, τα πινέλα, οι χρωστήρες. Η ζωγραφική και μάλλον η αγιογραφία.
Πέδρο Καζάς, εξώφυλλο
Στο γυμνάσιο, στις Κυδωνίες, χνοτιάζει με τους συμμαθητές του Στρατή Δούκα και Πάνο Βαλσαμάκη κι οι τρεις μαζί αποφασίζουν να εκδώσουν το σχολικό περιοδικό «Μέλισσα». Την εικονογράφηση αναλαμβάνει ο Φώτης, που... πιάνει το χέρι του. Επισκέπτεται και ζωγραφίζει ναούς και ξωκλήσια. Ώσπου να βγει από το γυμνάσιο, καταλαβαίνει ότι η ζωγραφική είναι ένας άλλος δρόμος που ανοίγεται στο μέλλον του. Αποφοιτά και ο θείος του τον στέλνει στην Αθήνα να σπουδάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών. Ο Στρατής ήδη έχει γραφτεί στη Νομική. Οι δυο τους αποφασίζουν να συγκατοικήσουν. Βρίσκουν μία γκαρσονιέρα στη Νεάπολη, κάπως στενάχωρη, αλλά μήπως τη χρειάζονται για κάτι περισσότερο από έναν ύπνο; Στου Κομπούγια ξημεροβραδιάζονται διαβάζοντας βιβλία και περιοδικά. Ο Βασιλάκης Κομπούγιας διατηρεί ένα παλαιοβιβλιοπωλείο στο Μοναστηράκι, αλλά η σχέση του με το βιβλίο είναι σύνθετη. Μεταφράζει, εκδίδει, πουλάει. Αυτός, μάλιστα, είναι και ο πρώτος μεταφραστής του μυθιστορήματος «Ανάστασις» του Τολστόι. Η ελληνική έκδοση θα κυκλοφορήσει στην Ελλάδα το 1920.
Φώτης Κόντογλου, αυτοπροσωπογραφία
Το 1914 ο Φώτης είναι ένας 19χρονος ανήσυχος άνδρας. Θέλει να ταξιδέψει για να γνωρίσει τον κόσμο και οι σπουδές στην Αθήνα τον περιορίζουν. Έτσι αποφασίζει να τις εγκαταλείψει και να φύγει. Αρχικά πάει στο Βέλγιο κι ύστερα στην Ισπανία για να καταλήξει στο Παρίσι, όπου κάνει διάφορες δουλειές για την επιβίωση και μεταξύ αυτών σχεδιάζει για το εβδομαδιαίο περιοδικό «L'Illustration». Η εικονογράφηση του βιβλίου «Πείνα» του Κνουτ Χάμσουν θα του φέρει το πρώτο βραβείο του, αλλά το ίδιο το έργο του Νορβηγού συγγραφέα θα επηρεάσει σημαντικά το δικό του κατοπινό συγγραφικό έργο. Η ματιά τους είναι κοινή στην αναζήτηση ριζών, στην υπαρξιακή αγωνία, στην αποστροφή από τον φιλελεύθερο αστό, στην αγάπη για τη φύση, ειδικά στον τρόπο με τον οποίο περιγράφουν την ψυχική του ένταση μπροστά σε ένα τοπίο, που πολύ σύντομα θα γίνει κοινός τόπος της εξπρεσιονιστικής και υπαρξιστικής πεζογραφίας. «Οι καλλιτέχναι δεν προσπαθούν παρά να διαμορφώσουν τον έξω κόσμον επί του ψυχικού των τύπου. Για τούτο ζητούν με κάθε τρόπον το πρωτογενές ύφος, την “πριμιτιβιτέ” (πρωτογονισμό)» θα «συστήσει» στο κοινό τούς εξπρεσιονιστές σε άρθρο του, το 1924, ο διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης, Ζαχαρίας Παπαντωνίου.
Φώτης Κόντογλου: Η Ελλάδα των τριών κόσμων
Τρία χρόνια θα μείνει ο Κόντογλου στη γαλλική πρωτεύουσα κι εδώ θα εγκαινιάσει τη συγγραφική δραστηριότητά του με το μυθιστόρημα «Πέδρο Καζάς», «μία ιστορία απίστευτη, βγαλμένη από κάποιο χειρόγραφο που βρέθηκε στο Πόρτο, τυπωμένη και ζωγραφισμένη από το Φώτη Κόντογλου» όπως σχεδιάζει ο ίδιος στο εξώφυλλο. Πρόκειται για τις περιπέτειες ενός Σπανιόλου κουρσάρου, ο οποίος έζησε 300 χρόνια ή επέστρεψε από τον Άδη! Ασφαλώς, η συγκεκριμένη συνθήκη φαντάζει στον αναγνώστη εξαιρετικά γαργαλιστική.
«ΑΥΤΟ ΤΟ ΤΑΛΕΝΤΟ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΑΡΑΔΕΡΝΕΙ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ!»
Το 1919 ο Κόντογλου επιστρέφει στον τόπο του, όπου στο μεταξύ έχει επιστρέψει και ο φίλος του, ο Στρατής Δούκας, και πιάνει δουλειά στο παρθεναγωγείο των Κυδωνιών ως δάσκαλος Γαλλικής. Με τον Στρατή και τον Ηλία Βενέζη ιδρύουν τον πνευματικό σύλλογο «Νέοι Άνθρωποι» με έμβλημά του ένα τσεκούρι. Συμβολίζει το σπάσιμο του καύκαλου, που κρατά φυλακισμένο τον σπόρο. Στόχος τους είναι να ρίξουν θεμέλια για μία καθαρή, ταυτοποιημένη καλλιτεχνική έκφραση που θα πατάει στις παραδόσεις.
Ο Στρατής διαβάζει τον «Πέδρο Καζάς» και εντυπωσιάζεται. Έχει βαλθεί να τον κυκλοφορήσει ευρέως στην Ελλάδα. Δίνει το χειρόγραφο του φίλου του στο τυπογραφείο του Αιολικού Αστέρα, που τυπώνει στις Κυδωνίες το 15ήμερο οικογενειακό περιοδικό των Βαφειάδη - Ψωμόπουλου, και με δικά του έξοδα εκδίδει το μυθιστόρημα. Το έργο, που συγκεντρώνει στοιχεία από τα μεγαλύτερα λογοτεχνικά κινήματα της εποχής, γίνεται δεκτό με ενθουσιασμό από κοινό και κριτικούς και επηρεάζει το σύνολο της γενιάς του '30.
«... Την αγάπη μου για ό,τι αποτελεί μία καταφρόνεση της στεγνής λογικής [...] το κέντρισμα γι αυτό το παιχνίδι του θαυμαστού, που λέω να μη το σταματήσω ποτέ μου μού το ΄δωσε πρώτη φορά ο Pedro Kazas του Κόντογλου, τότε που μαθητής ακόμα βυθιζόμουνα με μία παράξενη και αλλόκοτη γοητεία στις σελίδες του. Σήμερα, ύστερα από τόσα χρόνια, δεν παύω να κηρύχνω τη μεγάλη σημασία που έχει ολόκληρο πια το έργο του Κόντογλου για τη γενιά μας...» εξομολογείται χρόνια μετά, ο Οδυσσέας Ελύτης.
Φώτης Κόντογλου: Η κοιλάδα του Κλαυθμώνος
Το 1921 ο Φώτης καλείται από την πατρίδα να πολεμήσει στο μέτωπο της Μικρασίας. Όταν αποστρατεύεται, επιστρέφει στον τόπο του και τη διδασκαλία στο παρθεναγωγείο. Αλλά η διάλυση του μετώπου δεν είναι μακριά. Το καλοκαίρι του '22 όλα δείχνουν ότι ο πόλεμος θα χαθεί και οι Ρωμιοί θα μείνουν έρμαια στα χέρια των αφηνιασμένων Τούρκων. Τα μεγαλύτερα αδέλφια του, ο Γιάννης, ο Αντώνης, η Τασίτσα, ήδη βρίσκονται στην Ευρώπη και η μάνα τους έχει φύγει για το μεγάλο ταξίδι. Παραμονή του Δεκαπενταύγουστου, με την εικόνα της Αγίας Παρασκευής προσεκτικά τυλιγμένη σε ένα παλιό σεντόνι, ο Φώτης επιβιβάζεται σε βάρκα και ταξιδεύει μόνος προς τη Λέσβο. Είναι πια ένας πρόσφυγας...
Δεκαετίες μετά, σε κείμενο υπό τον τίτλο «Μικρός το δέμας...», η Έλλη Αλεξίου διηγείται: «Κείνον τον καιρό ζούσαμε στην Αθήνα [...] Το λεγόμενο “σπίτι μας” ήταν δύο δωματιάκια, οδός Δεινοκράτους 2. Κι απέναντί μας κάθουνταν οι Καζαντζάκηδες, η Γαλάτεια με τον άντρα της [...]. Στο πιο μικρό δωματιάκι μας μαζευτήκαμε η Γαλάτεια κι ο Νίκος ο Καζαντζάκης, ο άντρας μου, ο Αυγέρης (σσ: Μάρκος, πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας) κι εγώ και διαβάσαμε εις επήκοο το βιβλιαράκι του Κόντογλου. Σε ολονυκτία. Ο Βάσος (σσ: Δασκαλάκης, πεζογράφος και μεταφραστής, ο πρώτος σύζυγος της Έλλης Αλεξίου) διάβαζε και μεις οι άλλοι ακούαμε [...] Όλοι ενθουσιάστηκαν [...] Όλοι βρήκαν πως ένα τέτοιο ταλέντο δεν έπρεπε να παραδέρνει στην προσφυγιά. Πως κάτι πρέπει να γίνει το ταχύτερο...».
Δεν τον άφησαν να παραδέρνει στην προσφυγιά. Την ίδια κιόλας χρονιά τον καλούν στην Αθήνα, τον φιλοξενούν στα «δύο δωματιάκια» και του βρίσκουν δουλειά στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν, που ετοιμάζει ο φίλος του Καζαντζάκη, Κώστας Ελευθερουδάκης. Εκεί ο Φώτης γράφει κείμενα και εικονογραφεί.
ΕΝΑΣ ΑΙΣΘΗΤΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΠΑΓΚΟΣΜΙΕΣ ΠΝΟΕΣ
Την άνοιξη του 1923 επισκέπτεται για πρώτη φορά το Άγιον Όρος. Ύστερα από κάμποσα ταξίδια και γνωριμίες με ξένους τόπους και ανθρώπους, θα είναι αυτό το ταξίδι που θα σημαδέψει τη ζωή και την πορεία του. Είναι πια ένα 28χρονο παλικάρι με νωπό το σημάδι της προσφυγιάς, που ταυτοποιεί τις ανατολίτικες ρίζες του, νοσταλγεί τον τόπο του που φοβάται πως έχασε για πάντα και προσπαθεί να προσαρμοστεί στην Αθήνα, όπου διαισθάνεται ότι θα ρίξει νέες ρίζες. Όμως εκεί, στην ηρεμία της μοναστικής πολιτείας, στην παρθένα φύση («άφησα τα γένεια μου, τα ξέχασα όλα και γίνηκα ψαράς... Περνώ ευτυχισμένες μέρες. Γαλήνη. Ηρεμία») και στην κατανυκτική ατμόσφαιρα των μοναστηριών δεν ξαναβρίσκει μόνον τις μυρωδιές του τόπου του. Ανακαλύπτει την αξία ενός θησαυρού που αγνοούσε: «Τη βυζαντινή τέχνη, που είναι θαυμαστή ανάμεσα στις τέχνες ολόκληρου κόσμου» όπως ο ίδιος εξομολογείται. Το Όρος απελευθερώνει όλη τη δημιουργικότητά του. Γράφει κείμενα, αντιγράφει βυζαντινές εικόνες, σχεδιάζει μοναστήρια, τοπία, μορφές μοναχών. Ο Κώστας Μαλέας, ένας ιδιαίτερα προβεβλημένος αυτήν την εποχή νεωτεριστής ζωγράφος, γράφει για τον Κόντογλου: ... αυτός ο κοσμοπολίτης ταξιδευτής, ο τεχνίτης, ο σπάνιος λογοτέχνης και ζωγράφος, ο αισθητικός άνθρωπος με τις παγκόσμιες πνοές, αναζητά πλέον τη γαλήνη...
Ο Φώτης συγκεντρώνει τη «συγκομιδή» του Όρους και την εκθέτει στην Αθήνα, σε αίθουσα του Λυκείου Ελληνίδων κι έπειτα σε ομαδική έκθεση στη Μυτιλήνη. Είναι η πρώτη φορά που παρουσιάζεται με την ιδιότητα του ζωγράφου. Σε ένα σύντομο κείμενο, με το οποίο προλογίζει τον κατάλογο της έκθεσης, ομολογεί ότι δεν περίμενε να βρει εκεί, στο Όρος, μία τόσο άρτια τέχνη που θα ανέτρεπε την εντύπωση που είχε από τα διαβάσματά του, ότι δηλαδή η βυζαντινή τέχνη είναι μικρότερης αξίας από εκείνη της ιταλικής Αναγέννησης. Δεν περίμενε ότι θα βρει «μία τέχνη με έργα τεχνουργημένα με μία τέτοια ζωγραφική σοφία και γιομάτα από τόσο έντονο ρυθμό». Γράφει πως η συγκίνησή του μπροστά στα «κρυμμένα και άγνωστα αυτά αριστουργήματα» είναι ανείπωτη και εξηγεί πως ο ίδιος δεν είναι «ούτε αρχαιολόγος ούτε κοπίστας», καθώς δεν αντέγραψε απλά αυτά τα ωραία τεχνουργήματα, αλλά τα «διερμήνεψε», προχωρώντας σε ανασυνθέσεις, αφού πολλά από αυτά ήταν σβησμένα και κατεστραμμένα.
Αυτό ήταν! Η ψυχή του βρήκε τον δρόμο της. «Θεϊκό μεθύσι» τον κυριεύει την ώρα που σχεδιάζει. Δεν γίνεται μόνον λάτρης και οπαδός της βυζαντινής τέχνης. Γίνεται ταγός με όλη του τη θέρμη. Δέκα χρόνια μετά, σε άρθρο του στην εφημερίδα «Πρωΐα» χαρακτηρίζει τον βυζαντινό ζωγράφο «είδος ιεροφάντου» και επικρίνει ευθέως τη ζωγραφική της Αναγέννησης, θεωρώντας την κατώτερη εκείνης της Ανατολής. «Η περίφημος Αναγέννησις θα ήτο μία πολύ σκοτεινή εποχή, αν ίσως δεν την εφώτιζεν ολίγον από το λεγόμενο μεσαιωνικόν σκότος» λέει χαρακτηριστικά.
Το 1924 επισκέπτεται εκ νέου την αθωνική πολιτεία κι αυτήν τη φορά μένει εκεί για έναν μήνα. Γράφει και ζωγραφίζει. Πολύ. Τα κείμενά του, οι μικρές και μεγάλες μύχιες εξομολογήσεις του, θα ενταχθούν σε μία νέα εκδοτική προσπάθεια με τον παράξενο τίτλο «Βασάντα
», που στα σανσκριτικά σημαίνει «άνοιξη». Σ' αυτό το ίδιο βιβλίο βρίσκουν τη θέση τους κείμενα των ψαλμών του Δαυίδ σε μετάφραση, κομμάτια του Σαίξπηρ, δικά του ποιήματα... Αποστάγματα σκέψης, ονείρων και εμπειριών.
Αυτήν τη χρονιά ο κύκλος των γνωριμιών του εμπλουτίζεται με τον θεωρητικό του θεάτρου Φώτο Πολίτη, τον λογοτέχνη Γιάννη Αποστολάκη και τον αρχιτέκτονα Δημήτρη Πικιώνη. Την επόμενη χρονιά, το 1925, παντρεύεται την καλή του, την Κυδωνιώτισσα Μαρία Χατζηκαμπούρη και οι δυο τους εγκαθίστανται σε ένα προσφυγόσπιτο του συνοικισμού Ποδαράδες της Νέας Ιωνίας. Η νέα γειτονιά ξαναγεννά μέσα του τις Κυδωνίες και του δίνει δυνατή δημιουργική ώθηση, τόσο στον καμβά όσο και στο χαρτί.
Χωρίς στιγμή ανάπαυλας από τη ζωγραφική, όπου από την απόλυτη μονοχρωμία έχει πλέον περάσει στο μελάνι το αραιωμένο με χρώμα και το πινέλο, αναλαμβάνει την επιμέλεια του περιοδικού «Φιλική Εταιρία» με συνεργάτες την αφρόκρεμα της τέχνης και του πνεύματος: Βάρναλης, Δασκαλάκης, Πικιώνης, Ελιγιά, Δούκας, Κεφαλληνός, Σφακιανάκης... Στο εισαγωγικό σημείωμα του περιοδικού γράφει: «Ο κυριότερος πόθος μας είναι να κάνουμε τον Ρωμιό να πετάξει από πάνω του την ψευτιά, την φανφαρονιά και την επίδειξη και να γυρίσει στην απλότητα του παιδιού και της φύσης που στον απλό κόσμο της αναθράφηκε σε κάθε εποχή προκοπής του στις τέχνες».
ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ-ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ, ΜΙΑ ΣΧΕΣΗ ΣΤΑ ΑΚΡΑ
Ο Φώτης έχει πατήσει πια τα 30 και πίσω του βαδίζουν στα χνάρια του νέοι καλλιτέχνες. Έχει φτιάξει τη δική του σχολή.
Το 1927 γνωρίζει τον έφηβο Γιάννη Τσαρούχη, του οποίου γίνεται μέντορας και δάσκαλος. Ο νεαρός τον ακολουθεί σε όλες τις δουλειές, να βοηθά, να διδάσκεται και να εκπαιδεύεται. Η γνωριμία τους, βέβαια, είναι κάπως παράξενη. Του Κόντογλου δεν του περισσεύει καλή κουβέντα...
Σε κείμενό του με τίτλο «Η μαθητεία μου κοντά στον Κόντογλου», ο Τσαρούχης θα καταθέσει για τον δάσκαλό του: «Κεραυνοβολούσε όλο τον κόσμο σ΄ ένα έντονο ύφος “μετανοείτε”. Δεν εδίσταζε να επιτεθεί σε κανέναν, είτε ιερεύς ήταν αυτός είτε πλούσιος φιλότεχνος. Με πολλή δειλία του έδειξα τα έργα μου - μικρές ακουαρέλες από τοπία και προσχέδια σκηνογραφιών. Φυσικά δεν του άρεσαν. Τα έβρισκε ψεύτικα, φράγκικα, αδύνατα. [...] Μήνες ολόκληρους συλλογιζόμουν τα λόγια του. Στο μεταξύ σχετίσθηκα με τον Βέλμο (σσ. Νίκος Βέλμος, ηθοποιός, λογοτέχνης, ζωγράφος) και εξέθεσα δύο φορές στην αίθουσά του που λεγόταν “Άσυλο Τέχνης”. Φωτογραφίες απ΄ αυτά τα έργα είδε ο Κόντογλου και θέλησε να με ξαναδεί. Έναν χρόνο αργότερα με πήρε μαθητή και μαστορόπουλο. Ο Κόντογλου της εποχής εκείνης ήταν ένας εστέτ, πολύ αιχμηρός, αμετάπτωτος...».
Έως το 1934, ο Τσαρούχης εργάζεται πλάι στον Κόντογλου, στου οποίου τη ζωή έχουν μπει στο μεταξύ νέοι άνθρωποι. Ο Μένος Φιλήντας, ο Γιάννης Σκαρίμπας, ο Κωστής Μπαστιάς, η μοναχοκόρη του Δεσπούλα... Αλλά στη ζωή του μπαίνει και το θέατρο. Τον Μάρτιο, παρέα με τον διακεκριμένο ζωγράφο Σπύρο Παπαλουκά, σκηνογραφούν τον Βασιλικό του Παύλου Μάτεσι, σε σκηνοθεσία Φώτου Πολίτη, για το Εθνικό Θέατρο και τον Σεπτέμβριο με τη συνδρομή του Πολίτη σκηνογραφεί την Εκάβη με τη Μαρίκα Κοτοπούλη στο Παναθηναϊκό Στάδιο.
Στην πραγματικότητα το θέατρο είναι μακριά από τα ενδιαφέροντά του, αλλά ο Φώτης είναι πια ένας οικογενειάρχης που πρέπει να φροντίσει για τα προς το ζην. Για βιοποριστικούς λόγους στρέφεται κατά κανόνα στη ζωγραφική. Δεν προδίδει την αγάπη του για την τέχνη, δεν λοξοδρομεί στις τεχνοτροπικές πεποιθήσεις του, είναι ανοιχτός σε λελογισμένους πειραματισμούς και νέες προκλήσεις, αλλά είναι και επαγγελματίας, που πληρώνεται για να ζει. Έτσι, σε άρθρα του, κυρίως στην εφημερίδα «Ελευθερία» με την οποία συνεργάζεται, «χτυπά» ανοικτά το εμπορικό θέατρο, αλλά δεν αρνείται να δουλέψει για σκηνογραφίες κοντά στον Πολίτη.
Όταν ο Τσαρούχης εκδηλώνει την επιθυμία να δουλέψει κι εκείνος για το θέατρο, ο Κόντογλου προσπαθεί να τον αποτρέψει. Είναι μάλλον η τελευταία σταγόνα σε ένα γεμάτο ποτήρι... Η σχέση των δύο θα διαρραγεί. Χρόνια μετά, ο Τσαρούχης θα σχολιάσει: «Πολλά ειπώθηκαν για την αποχώρησή μου από το εργαστήριό του. Άλλοι με είπαν Ιούδα -ίσως και ο ίδιος ο Κόντογλου- και άλλοι έξυπνο, που γλύτωσα από τη μεσαιωνική ανοησία. Η αλήθεια ήταν αλλού. Είχα μια βαθύτατη εκτίμηση στην προσωπικότητά του, αλλά τούτο δεν μ΄ εμπόδιζε να διαφωνώ μαζί του και να καταδικάζω ορισμένες του ενέργειες. Με είχε καταστήσει αληθινό μαθητή του. Μου είχε μεταδώσει ό,τι καλύτερο είχε: το θάρρος και την αγάπη της ελευθερίας. Την εποχή εκείνη χρειαζόταν φοβερό κουράγιο για να κάνεις και να γράφεις αυτά που έκανε και έγραφε ο Κόντογλου. Η επιστροφή στην παράδοση ήταν -και είναι ακόμη- κάτι το παρακινδυνευμένο».
Φώτης Κόντογλου: Παντοκράτωρ
Αλλά και από την πλευρά του Κόντογλου φαίνεται πως υπάρχουν μύχιες σκέψεις, που δεκαετίες μετά θα γίνουν υπαινιγμοί μόνο... Σε συνέντευξή του στη δημόσια τηλεόραση, ο γαμπρός του Κόντογλου, σύζυγος της κόρης του Δέσπως, Γιάννης Μαρτίνος, θα αποκαλύψει κάποτε ότι ο πεθερός του είχε συγκεντρώσει σε ένα βιβλίο τα δεινά που υφίστατο από την αντιμετώπιση μαθητών του, τους οποίους κυριολεκτικά είχε ευεργετήσει. «Το βιβλίο αυτό δεν εκδόθηκε και ασφαλώς, όσο υπάρχουμε εμείς, δεν πρόκειται να εκδοθεί» θα τονίσει.
Σε κάθε περίπτωση, ακόμη κι αν ο δάσκαλος είναι φειδωλός σε καλά λόγια ή ακόμη και αυστηρός απέναντι στον μαθητή, οι πράξεις του φανερώνουν αγνές προθέσεις. Κι όταν ο Κόντογλου αποφασίζει να ζωγραφήσει σε νωπογραφία τους τοίχους του σπιτιού του, στην οδό Βιζυηνού της Κυπριάδου, όπου εν τω μεταξύ έχει μετακομίσει με την οικογένειά του, δεν επιλέγει για βοηθούς άλλους από τον Τσαρούχη και τον Εγγονόπουλο.
«Η ιδέα να εικονογραφήσει το καινούργιο σπίτι του στου Κυπριάδη, σχεδιασμένος από τον Κίμωνα Λάσκαρη, τον απασχολούσε από την πρώτη μέρα που το κατοίκησε. Έκανε πολλά προσχέδια με μολύβι και μικρές δοκιμές σε φορητό φρέσκο. Συχνά μου έλεγε να κάνω κι εγώ σχέδια, ό,τι μου κατέβει, δήθεν για να εμπνευστεί, αλλά μάλλον για να με κολακεύσει και να μου δώσει κουράγιο» καταθέτει ο Τσαρούχης.
ΔΙΑ ΧΕΙΡΟΣ ΦΩΤΙΟΥ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
Με τούτα και με κείνα, τα χρόνια περνούν ιδιαίτερα παραγωγικά για τον Κυδωνιώτη καλλιτέχνη, που αφήνει γερό το αποτύπωμά του στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Με καθυστέρηση κάμποσων χρόνων, το 1933 παίρνει το δίπλωμά του από τη Σχολή Καλών Τεχνών και ακολούθως συμμετέχει σε πανελλήνιες καλλιτεχνικές εκθέσεις και στη Μπιενάλε της Βενετίας το 1934 και της Αλεξάνδρειας το 1957.
Ο προσανατολισμός του σε εκκλησιαστικά θέματα είναι σαφής. Αναζητά πάντα την ελληνικότητα και πλέον είναι σίγουρος ότι θα τη βρει μέσα από τους δρόμους της θρησκείας. Στους επικριτές του, Ευρωπαίους και Έλληνες διανοουμένους, που υπονομεύουν με τις θεωρίες τους τον συνδετικό κρίκο ελληνισμού - χριστιανισμού, διατυπώνοντας αρχές περί «νέου ανθρωπισμού, αποδεσμευμένου από παραδοσιακό και θρησκευτικό συντηρητισμό», απαντά αιχμηρά: «Όσοι δεν είναι της ίδιας γνώμης με μένα, θα’ ταν άδικος κόπος να μου το κράξουν. Θα τους έστελνα όμως σίγουρα στο διάολο αν καταπιάνουνταν να μου γυρίσουν τις αντιπάθειές μου σε συμπάθειες. Γιατί έχω την πίστη μου, μια θεόστραβη πίστη στο Θεό μου και μονάχα σ’ εκείνον. Δεν γίνεται τρόπος να με λυγίσει μπροστά σε ξένα είδωλα καμμιά δύναμη. Ας μ’ αφήσουν λοιπόν ήσυχο και δεν πιθυμώ διόλου να πιάνουν τα βιβλία μου όσοι έχουν διαφορετικά γούστα από μένα. Οι λίγοι, που αισθάνουνται όπως εγώ μου φτάνουν και γι αυτουνούς γράφω»!
Απερίσπαστος συγγράφει και εικονογραφεί βιβλία, φιλοτεχνεί πάμπολλες προσωπογραφίες και φορητές εκκλησιαστικές εικόνες και συμμετέχει σε εικονογραφήσεις ναών (στο παρεκκλήσι του Σπετσεροπούλειου Ορφανοτροφείου Ηλιουπόλεως Καΐρου, στη μητρόπολη της Κιμώλου, στο παρεκκλήσι της Αγίας Λουκίας Ρίου, στο παρεκκλήσι της Αγίας Αικατερίνης Ερυθρού Σταυρού Αθηνών, στην Κοίμηση της Θεοτόκου στο Μοναστηράκι, στον ναό Ζωοδόχου Πηγής στην Παιανία και στον Άγιο Χαράλαμπο στο Πολύγωνο, στην Καπνικαρέα, στον Άγιο Γεώργιο Κυψέλης κ.ά.). Όλα τα έργα του φέρουν την υπογραφή του σε βυζαντινή γραφή που έχει καθιερώσει από τη δεκαετία του 1920 ακόμα και που εντάσσει οργανικά στις εικόνες του («Δια χειρός Φωτίου Ν. Κόντογλου» ή «Χειρ Φωτίου Κόντογλου»).
Το 1960 τιμάται με το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για το δίτομο βιβλίο του «Έκφρασις, ήγουν ιστόρησις της παντίμου ορθοδόξου αγιογραφίας», που κυκλοφορούν οι εκδόσεις «Αστήρ», καθώς και με τον Ταξιάρχη του Φοίνικα.
Δύο χρόνια μετά, ένα αυτοκίνητο παρασέρνει το ζεύγος Κόντογλου, που περιδιαβάζει σε δρόμο της Βούλας. Ο Φώτης και η Μαρία μεταφέρονται τραυματισμένοι στο νοσοκομείο. Η αποθεραπεία τους δεν αργεί και εκείνος πέφτει πάλι με ζήλο στη δουλειά. Εκδίδει με τον «Αστέρα» τα βιβλία «Σημείον Μέγα», «Έργα Α', Το Αϊβαλί ἡ πατρίδα μου» και «Έργα Β', Αδάμαστες ψυχές» και συμμετέχει σε έκθεση εννέα σύγχρονων Ελλήνων αγιογράφων στο παλαιό Μέγαρο της Αρχιεπισκοπής Λευκωσίας. Έως το 1965, που προγραμματίζει να εγχειριστεί για αφαίρεση δύο λίθων από τη χολή, θα εκθέτει έργα ζωγραφικής και θα εκδίδει βιβλία.
Το καλοκαίρι μπαίνει στο χειρουργείο. Η επέμβαση ολοκληρώνεται με επιτυχία, αλλά ο ασθενής πλήττεται από σοβαρή μετεγχειρητική μόλυνση και αφήνει την τελευταία πνοή του στον «Ευαγγελισμό». Είναι 13 Ιουλίου του 1965. Η άδεια ταφής, ωστόσο, δεν επικυρώνεται επειδή ο θανών είχε ανοιχτό χρέος 10.000 δραχμών στην εφορία. Δεν τηρούσε, βλέπεις, βιβλία ως εισοδηματίας «μπογιατζής», επαγγελματική δραστηριότητα με την οποία ήταν καταχωρημένος στα εθνικά κιτάπια. Το χρέος τακτοποιεί με διακριτικότητα η Εταιρεία Ελλήνων Συγγραφέων και η σορός του ενταφιάζεται στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών.
Μπορεί να μην πληρώθηκε για τη διακόσμηση του δημαρχιακού μεγάρου, κατάφερε, ωστόσο, να ζήσει την οικογένειά του αξιοπρεπώς από κατοπινές αναθέσεις, όταν η αξία της τέχνης είχε πλέον αναγνωριστεί και αμειβόταν όπως της έπρεπε.
«Όταν πέθανε, βρήκαμε στο σπίτι ένα μεγάλο σημειωματάριο, στο οποίο έγραφε “ντρέπομαι που το κάνω αυτό, αλλά πρέπει να ξέρετε πού πήγαιναν τα λεφτά που έβγαζα. Κάποτε θα πούνε, αφού αυτά τα χρήματα δεν υπάρχουν στην τράπεζα, τι τα έκανα; Δεν ήθελα να ξέρουν όλοι τι τα έκανα”. Είχε εντοπίσει ανύπαντρες μητέρες και ορφανά και βοηθούσε...» θα αποκαλύψει πολλά χρόνια μετά ο Γιάννης Μαρτίνος.
Γεννήθηκε πριν από ακριβώς 130 χρόνια και πέθανε πριν από ακριβώς 60. Οι δύο εγγονοί του, Παναγιώτης και Φώτης, όταν έφυγε και η μητέρα τους, η μοναχοκόρη του Κόντογλου, δώρισαν το πλούσιο αρχείο του παππού τους στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο.
ΠΗΓΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ
- Επίσκεψις Φώτη Κόντογλου (Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα 2023)
- «... λίθον ον απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες», Γ. Τσαρούχη (Εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1989)
- Ιστορία Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Λ. Πολίτη (Εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2020)
- Εισαγωγή στη Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία, R. Beaton (Εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1996)
- Εθνική Πινακοθήκη
- Αρχείο Νίκου Καζαντζάκη
- Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (Ε.Λ.Ι.Α.)
Αυτά τα Χριστούγεννα απολαμβάνουμε στην ΕΟΝ πλούσιο κινηματογραφικό περιεχόμενο, μεγάλες ποδοσφαιρικές αναμετρήσεις και το γιορτινό pop-up κανάλι NovaChristmas – Δες πώς μπορούμε να αποκτήσουμε πρόσβαση εντελώς δωρεάν για ένα μήνα.
Η κλιματική αλλαγή δεν είναι πια μια μακρινή και αφηρημένη έννοια. Είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο, που αγγίζει την καθημερινότητα κάθε νοικοκυριού – από το κόστος της ενέργειας, μέχρι την ασφάλεια της κατοικίας και της υγείας των μελών της οικογένειας.