Η αίσθηση της αιώρησης
Η αίσθηση της αιώρησης
Ο ζωγράφος Ιωάννης Παπαϊωάννου μας μιλά για τη δουλειά του
Η πρώτη επαφή του Ιωάννη Παπαϊωάννου με την τέχνη έγινε στην 4η ΤΕΣ της Αθήνα, μια σχολή αργυροχρυσοχοΐας. Αυτό που θα έλεγε κανείς είναι ότι η ενασχόλησή του με την τέχνη του δεν ήταν ούτε ευκαιριακή, αλλά ούτε αυτονόητη. Προέκυψε έπειτα από μία διαδικασία επίπονης αναζήτησης και σταδιακής αυτογνωσίας, η οποία ξεκίνησε μετά την απασχόλησή του σε ένα εργαστήριο χρυσοχοΐας, όπου και κατάλαβε ότι ο δρόμος που ήθελε να ακολουθήσει ήταν διαφορετικός.
Έτσι, ολοκλήρωσε την τυπική σχολική εκπαίδευσή του στο 4οΤΕΛ Αθηνών, στο τμήμα Συντηρητών Έργων Τέχνης και Αρχαιολογικών Ευρημάτων (1988), και στη συνέχεια εισήλθε στο αντίστοιχο τμήμα του ΤΕΙ Αθήνας. Η σπίθα όμως της ενασχόλησης με την τέχνη και τα εικαστικά είχε ήδη ανάψει και το 1992 ο Ιωάννης συμμετείχε στις εξετάσεις της ΑΣΚΤ όπου και πέρασε έως το 1997 πέντε δημιουργικά ακαδημαϊκά χρόνια στον τομέα της ζωγραφικής.
Έτσι, ολοκλήρωσε την τυπική σχολική εκπαίδευσή του στο 4οΤΕΛ Αθηνών, στο τμήμα Συντηρητών Έργων Τέχνης και Αρχαιολογικών Ευρημάτων (1988), και στη συνέχεια εισήλθε στο αντίστοιχο τμήμα του ΤΕΙ Αθήνας. Η σπίθα όμως της ενασχόλησης με την τέχνη και τα εικαστικά είχε ήδη ανάψει και το 1992 ο Ιωάννης συμμετείχε στις εξετάσεις της ΑΣΚΤ όπου και πέρασε έως το 1997 πέντε δημιουργικά ακαδημαϊκά χρόνια στον τομέα της ζωγραφικής.
To 2013 επέστρεψε στην ΑΣΚΤ ως μεταπτυχιακός φοιτητής στο Μεταπτυχιακό Εικαστικών Τεχνών και εκεί πια επιδίωξε, εντατικά, να ξαναδώσει μια καινούργια ώθηση στην εικαστική εργασία του σε συνδυασμό με τη θεωρία.
«Όταν ξεκίνησα την εικαστική μου περιπέτεια, η εργασία μου κινούνταν σε δύο άξονες: ο πρώτος άξονας ήταν η ζωγραφική με λάδια σε τελάρα (σε μικρές διαστάσεις), όπου με πλακάτα χρώματα και επίπεδες φόρμες δημιουργούσα τρισδιάστατους εσωτερικούς χώρους κατοικίας. Ο δεύτερος άξονας ήταν εγκαταστάσεις, όπου με υλικό τον πηλό δημιουργούσα αφαιρετικές ανθρώπινες φιγούρες ή μέρη σώματος. Αυτές οι δύο ερευνητικές εργασίες προχωρούσαν και εξελίσσονταν παράλληλα. Με τον καιρό, μου δημιουργήθηκε η ανάγκη αυτές οι δύο εικαστικές αναζητήσεις να συγκλίνουν και να ενωθούν. Άρχισα λοιπόν να διερευνώ τον τρόπο με τον οποίο υπάρχει και μπορεί να διατυπωθεί σήμερα η έννοια “εικαστική μορφή της ανθρώπινης φιγούρας στον δισδιάστατο χώρο”», αναφέρει ο Ιωάννης για τη δουλειά του.
Ο ίδιος προσθέτει: «Επιπλέον, με απασχόλησε το ερώτημα: πώς μπορώ να διατυπώσω με αμεσότητα και με απλά μέσα, αλλά ταυτόχρονα εκμεταλλευόμενος όλες τις βασικές αξίες της δυτικής ανθρωποκεντρικής παράδοσης στη ζωγραφική, μια προσωπική αφήγηση που θα έχει πολλαπλές αναγνώσεις. Όλα τα έργα της τελευταίας αυτής ενότητας, έχουν κατ' επιλογή διαφορετική αισθητική κατεύθυνση και αισθητές διαφοροποιήσεις στην τεχνοτροπία -με μόνο κοινό χαρακτηριστικό το γεγονός ότι υπάρχει η ανθρώπινη συμβολοποιημένη φιγούρα στο χώρο και μια αφήγηση που να διαμορφώνει διήγημα με ανθρωποκεντρική ιστορία».
Παρατηρώντας τα έργα του, αυτό που θα μπορούσαμε να πούμε είναι ότι το σημείο που συναντάει το λευκό χαρτί εξελίσσεται σε γραμμή και καταλήγει σε επιφάνεια και σχήμα, με διαφορετικούς τόνους και διαφορετικές ματιέρες. Άλλες φορές είναι αναγνωρίσιμη, συμβολοποιημένη αναπαράσταση που παραπέμπει στον πραγματικό κόσμο και άλλες φορές παραμένει αφαιρετική και γεωμετρική.
«Ένα μέρος της έρευνας και της προβληματικής που θέτω σε αυτά τα έργα έχει να κάνει με το ερώτημα: σε τι αναλογία μπορούν να (συν)υπάρξουν όλ' αυτά; Το μέγεθος των έργων επιλέχθηκε να είναι μεσαίο, ώστε αυτά να είναι πιο άμεσα, προσιτά και διαχείρισιμα από το μάτι. Το κύριο υλικό που χρησιμοποιήθηκε είναι γραφίτης γιατί είναι σκληρό υλικό, έχει μεταλλική υφή και δημιουργεί την αίσθηση της αποστασιοποίησης. Σε κάποια σχέδια έχει χρησιμοποιηθεί επίσης μολύβι, ρινίσματα μολυβιού και μαρκαδόρος», σχολιάζει.
Ο κενός χώρος (λευκό) έχει ακριβώς την ίδια σημασία με τον ζωγραφικό χώρο, ενώ οι εικόνες είναι στο ίδιο επίπεδο με τον θεατή (σε μετωπική διάταξη με μια έννοια) προκειμένου να δημιουργείται οικειότητα μεταξύ των ανθρώπινων μορφών και του θεατή. Ο ίδιος αναφέρει για τους σκοπούς του: «Μια βασική επιδίωξη (τόσο μορφολογική όσο και εννοιολογική) ήταν η απόδοση της αίσθησης ότι οι φιγούρες στα έργα μου βρίσκονται σε μια διαρκή “ακινησία” που σε συνδυασμό με την έλλειψη επισήμανσης του γραμμικού προοπτικού χώρου (άρα και την απώλεια του δαπέδου, της βάσης των μορφών) δημιουργεί την αίσθηση της αιώρησης. Η απουσία περιγραφής του χώρου δίνει στην αιώρηση μια έννοια μόνιμη και διαχρονική, ενώ αφήνει στο θεατή την δυνατότητα ανοικτών ερμηνειών».
»Η έννοια αυτής της αιώρησης συνδέεται για μένα με τον υπαρξιακό “αποπροσανατολισμό” που προαναφέρθηκε. Πρόκειται για έναν προσωπικό προβληματισμό που σχετίζεται με διερωτήσεις σχετικά με την “ακινησία” του σύγχρονου ανθρώπου, μέσα στην αέναη κίνησή του (κίνηση που μοιάζει περισσότερο με τον στροβιλισμό του αποπροσανατολισμού). Σύμφωνα με τη θεωρία που διατυπώνει ο Ντελέζ, ο πραγματικός νομάδας παραμένει ακίνητος. Στο δικό μου έργο κινείται σε μια σύγχρονη προβληματική όπου η πίστη δεν υφίσταται πια, ο άνθρωπος κινείται ως μοναχικός νομάδας συμμετέχοντας σε κοινωνικές σχέσεις όπου στην ουσία παραμένει ακίνητος, μετέωρος».
Η αιώρηση στα έργα του Ιωάννη δεν αφορά μόνο την ανθρώπινη φιγούρα, αλλά και τις γραμμές και τα επίπεδα, και μπορεί να έχει άπειρες ερμηνείες και προσεγγίσεις: από την απαλότητα και χαλαρότητα της αίσθησης απελευθέρωσης που προκαλεί η ελευθερία έως το φόβο και τον πανικό μιας βίαιης πτώσης. Ο ίδιος προσθέτει σχετικά: «Όλες οι αποχρώσεις, από τις πιο φωτεινές και αισιόδοξες θεωρήσεις ενός δυναμικού οπτιμισμού έως τις πιο σκληρές και μαύρες ενός εγγενούς πεσιμισμού, χωρίς δεδομένα, αρχή και τέλος, έχουν τη θέση τους σε μια κριτική εικόνα που περιμένει την ερμηνεία της από το θεατή. Είναι μια αιώρηση που δεν έχει σαν στόχο να προκαλέσει ίλιγγο στον θεατή, αλλά διάθεση να ξαναθέσει στον εαυτό του τα αρχετυπικά ερωτήματα περί ζωής και θανάτου.
»Η συγκεκριμένη σειρά βέβαια σηματοδοτεί ένα στάδιο της δουλειάς μου σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο κι αποτελεί ένα μόνο μέρος μιας διαρκούς πορείας αναζήτησης, που συνεχίζεται όντας ανοιχτή σε νέους πειραματισμούς, μέσα, προσεγγίσεις και υλικά. Το πώς υπάρχει ο άνθρωπος και ο χώρος του παραμένει η βασική εννοιολογική και εικαστική μου «εμμονή», αλλά ταυτόχρονα κι ένας ανοιχτός εικαστικός κώδικας ώστε να συνεχιστεί αυτό το “ταξίδι” παρέα με τον άνθρωπο».
«Όταν ξεκίνησα την εικαστική μου περιπέτεια, η εργασία μου κινούνταν σε δύο άξονες: ο πρώτος άξονας ήταν η ζωγραφική με λάδια σε τελάρα (σε μικρές διαστάσεις), όπου με πλακάτα χρώματα και επίπεδες φόρμες δημιουργούσα τρισδιάστατους εσωτερικούς χώρους κατοικίας. Ο δεύτερος άξονας ήταν εγκαταστάσεις, όπου με υλικό τον πηλό δημιουργούσα αφαιρετικές ανθρώπινες φιγούρες ή μέρη σώματος. Αυτές οι δύο ερευνητικές εργασίες προχωρούσαν και εξελίσσονταν παράλληλα. Με τον καιρό, μου δημιουργήθηκε η ανάγκη αυτές οι δύο εικαστικές αναζητήσεις να συγκλίνουν και να ενωθούν. Άρχισα λοιπόν να διερευνώ τον τρόπο με τον οποίο υπάρχει και μπορεί να διατυπωθεί σήμερα η έννοια “εικαστική μορφή της ανθρώπινης φιγούρας στον δισδιάστατο χώρο”», αναφέρει ο Ιωάννης για τη δουλειά του.
Ο ίδιος προσθέτει: «Επιπλέον, με απασχόλησε το ερώτημα: πώς μπορώ να διατυπώσω με αμεσότητα και με απλά μέσα, αλλά ταυτόχρονα εκμεταλλευόμενος όλες τις βασικές αξίες της δυτικής ανθρωποκεντρικής παράδοσης στη ζωγραφική, μια προσωπική αφήγηση που θα έχει πολλαπλές αναγνώσεις. Όλα τα έργα της τελευταίας αυτής ενότητας, έχουν κατ' επιλογή διαφορετική αισθητική κατεύθυνση και αισθητές διαφοροποιήσεις στην τεχνοτροπία -με μόνο κοινό χαρακτηριστικό το γεγονός ότι υπάρχει η ανθρώπινη συμβολοποιημένη φιγούρα στο χώρο και μια αφήγηση που να διαμορφώνει διήγημα με ανθρωποκεντρική ιστορία».
Παρατηρώντας τα έργα του, αυτό που θα μπορούσαμε να πούμε είναι ότι το σημείο που συναντάει το λευκό χαρτί εξελίσσεται σε γραμμή και καταλήγει σε επιφάνεια και σχήμα, με διαφορετικούς τόνους και διαφορετικές ματιέρες. Άλλες φορές είναι αναγνωρίσιμη, συμβολοποιημένη αναπαράσταση που παραπέμπει στον πραγματικό κόσμο και άλλες φορές παραμένει αφαιρετική και γεωμετρική.
«Ένα μέρος της έρευνας και της προβληματικής που θέτω σε αυτά τα έργα έχει να κάνει με το ερώτημα: σε τι αναλογία μπορούν να (συν)υπάρξουν όλ' αυτά; Το μέγεθος των έργων επιλέχθηκε να είναι μεσαίο, ώστε αυτά να είναι πιο άμεσα, προσιτά και διαχείρισιμα από το μάτι. Το κύριο υλικό που χρησιμοποιήθηκε είναι γραφίτης γιατί είναι σκληρό υλικό, έχει μεταλλική υφή και δημιουργεί την αίσθηση της αποστασιοποίησης. Σε κάποια σχέδια έχει χρησιμοποιηθεί επίσης μολύβι, ρινίσματα μολυβιού και μαρκαδόρος», σχολιάζει.
Ο κενός χώρος (λευκό) έχει ακριβώς την ίδια σημασία με τον ζωγραφικό χώρο, ενώ οι εικόνες είναι στο ίδιο επίπεδο με τον θεατή (σε μετωπική διάταξη με μια έννοια) προκειμένου να δημιουργείται οικειότητα μεταξύ των ανθρώπινων μορφών και του θεατή. Ο ίδιος αναφέρει για τους σκοπούς του: «Μια βασική επιδίωξη (τόσο μορφολογική όσο και εννοιολογική) ήταν η απόδοση της αίσθησης ότι οι φιγούρες στα έργα μου βρίσκονται σε μια διαρκή “ακινησία” που σε συνδυασμό με την έλλειψη επισήμανσης του γραμμικού προοπτικού χώρου (άρα και την απώλεια του δαπέδου, της βάσης των μορφών) δημιουργεί την αίσθηση της αιώρησης. Η απουσία περιγραφής του χώρου δίνει στην αιώρηση μια έννοια μόνιμη και διαχρονική, ενώ αφήνει στο θεατή την δυνατότητα ανοικτών ερμηνειών».
»Η έννοια αυτής της αιώρησης συνδέεται για μένα με τον υπαρξιακό “αποπροσανατολισμό” που προαναφέρθηκε. Πρόκειται για έναν προσωπικό προβληματισμό που σχετίζεται με διερωτήσεις σχετικά με την “ακινησία” του σύγχρονου ανθρώπου, μέσα στην αέναη κίνησή του (κίνηση που μοιάζει περισσότερο με τον στροβιλισμό του αποπροσανατολισμού). Σύμφωνα με τη θεωρία που διατυπώνει ο Ντελέζ, ο πραγματικός νομάδας παραμένει ακίνητος. Στο δικό μου έργο κινείται σε μια σύγχρονη προβληματική όπου η πίστη δεν υφίσταται πια, ο άνθρωπος κινείται ως μοναχικός νομάδας συμμετέχοντας σε κοινωνικές σχέσεις όπου στην ουσία παραμένει ακίνητος, μετέωρος».
Η αιώρηση στα έργα του Ιωάννη δεν αφορά μόνο την ανθρώπινη φιγούρα, αλλά και τις γραμμές και τα επίπεδα, και μπορεί να έχει άπειρες ερμηνείες και προσεγγίσεις: από την απαλότητα και χαλαρότητα της αίσθησης απελευθέρωσης που προκαλεί η ελευθερία έως το φόβο και τον πανικό μιας βίαιης πτώσης. Ο ίδιος προσθέτει σχετικά: «Όλες οι αποχρώσεις, από τις πιο φωτεινές και αισιόδοξες θεωρήσεις ενός δυναμικού οπτιμισμού έως τις πιο σκληρές και μαύρες ενός εγγενούς πεσιμισμού, χωρίς δεδομένα, αρχή και τέλος, έχουν τη θέση τους σε μια κριτική εικόνα που περιμένει την ερμηνεία της από το θεατή. Είναι μια αιώρηση που δεν έχει σαν στόχο να προκαλέσει ίλιγγο στον θεατή, αλλά διάθεση να ξαναθέσει στον εαυτό του τα αρχετυπικά ερωτήματα περί ζωής και θανάτου.
»Η συγκεκριμένη σειρά βέβαια σηματοδοτεί ένα στάδιο της δουλειάς μου σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο κι αποτελεί ένα μόνο μέρος μιας διαρκούς πορείας αναζήτησης, που συνεχίζεται όντας ανοιχτή σε νέους πειραματισμούς, μέσα, προσεγγίσεις και υλικά. Το πώς υπάρχει ο άνθρωπος και ο χώρος του παραμένει η βασική εννοιολογική και εικαστική μου «εμμονή», αλλά ταυτόχρονα κι ένας ανοιχτός εικαστικός κώδικας ώστε να συνεχιστεί αυτό το “ταξίδι” παρέα με τον άνθρωπο».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα