Πότε θα έπαιρνες τον νόμο στα χέρια σου;
Πότε θα έπαιρνες τον νόμο στα χέρια σου;
Η Ομάδα Τρις παρουσιάζει στο Bios τη συναρπαστική νουβέλα του Χάινριχ Φον Κλάιστ «Μίχαελ Κόλχαας» δίνοντας νέο νόημα στην αυτοδικία
Η Ομάδα Τρις αποτελείται από τρεις νέους ηθοποιούς: τη Χρηστίνα Γαρμπή, τον Κωνσταντίνο Κουνέλλα και τον Βασίλη Σαφό. Και οι τρεις είναι απόφοιτοι της Δραματικής Σχολής Αθηνών. Τουτέστιν μιλούν την ίδια θεατρική γλώσσα, γεγονός που τους επιτρέπει να κάνουν κάτι που σπάνια συναντάς σε άλλες νέες ομάδες… Να σκηνοθετούν και να παίζουν και οι τρεις μαζί.
«Αυτό μπορεί να πετύχει μόνο αν μιλάς ακριβώς την ίδια θεατρική γλώσσα με τον παρτενέρ σου και αν έχεις μία κοινή, πολύ συγκεκριμένη, στόχευση», μου επισημαίνουν και συνεχίζουν διευκρινίζοντας: «Μας ενδιαφέρει να προσεγγίζουμε κείμενα που αφηγούνται ιστορίες άξιες να ειπωθούν σήμερα. Κύρια εργαλεία στη δουλειά μας είναι η σωματική αφήγηση και το στοιχείο του παιχνιδιού. Δεν συμπαθούμε τον ρεαλισμό. Πιστεύουμε ότι το θέατρο έχει άμεση συγγένεια με την ποίηση. Τόσο ως προς την αφαιρετική της δομή όσο και ως προς την πυκνωτική της έκφραση. Στην ουσία, φτιάξαμε αυτή την ομάδα για να κάνουμε θέατρο με τους δικούς μας όρους».
Με την «Ιστορία του Στρατιώτη», την πρώτη τους δουλειά σε παραγωγή του Μουσικού Συνόλου Kyklos Ensemble που παρουσιάστηκε στο Ωδείο Αθηνών, το Θέατρο Πόρτα και το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, κέρδισαν τις εντυπώσεις στρέφοντας τα βλέμματα κριτικών και θεατρόφιλων πάνω τους. Τώρα ανεβάζουν τον πήχη ακόμα πιο ψηλά, παρουσιάζοντας στο υπόγειο του Bios τη συναρπαστική νουβέλα του Χάινριχ Φον Κλάιστ «Μίχαελ Κόλχαας», βασισμένη στην πραγματική ιστορία του ληστή Χανς Κολχάζεν, που έζησε στα μέσα του 16ου αιώνα στη Γερμανία.
«Ο Μίχαελ Κόλχαας στην αρχή αυτής της ιστορίας είναι ένας φιλήσυχος, ευκατάστατος οικογενειάρχης. Ένα "υπόδειγμα καλού πολίτη”», μου λένε. «Είναι γνωστός για την εντιμότητα και κυρίως τη δικαιοσύνη του - αξίες που προσπαθεί να μεταλαμπαδεύσει και στα παιδιά του. Η κοινωνική του αυτή συνείδηση τροφοδοτείται από τη βαθιά πίστη του στο θεσμικό σύστημα της εποχής του. Έχει εμπιστοσύνη στους άρχοντες που κυβερνούν τη χώρα και κυρίως στους νόμους που διέπουν την τάξη των πραγμάτων».
«Αυτό μπορεί να πετύχει μόνο αν μιλάς ακριβώς την ίδια θεατρική γλώσσα με τον παρτενέρ σου και αν έχεις μία κοινή, πολύ συγκεκριμένη, στόχευση», μου επισημαίνουν και συνεχίζουν διευκρινίζοντας: «Μας ενδιαφέρει να προσεγγίζουμε κείμενα που αφηγούνται ιστορίες άξιες να ειπωθούν σήμερα. Κύρια εργαλεία στη δουλειά μας είναι η σωματική αφήγηση και το στοιχείο του παιχνιδιού. Δεν συμπαθούμε τον ρεαλισμό. Πιστεύουμε ότι το θέατρο έχει άμεση συγγένεια με την ποίηση. Τόσο ως προς την αφαιρετική της δομή όσο και ως προς την πυκνωτική της έκφραση. Στην ουσία, φτιάξαμε αυτή την ομάδα για να κάνουμε θέατρο με τους δικούς μας όρους».
Με την «Ιστορία του Στρατιώτη», την πρώτη τους δουλειά σε παραγωγή του Μουσικού Συνόλου Kyklos Ensemble που παρουσιάστηκε στο Ωδείο Αθηνών, το Θέατρο Πόρτα και το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, κέρδισαν τις εντυπώσεις στρέφοντας τα βλέμματα κριτικών και θεατρόφιλων πάνω τους. Τώρα ανεβάζουν τον πήχη ακόμα πιο ψηλά, παρουσιάζοντας στο υπόγειο του Bios τη συναρπαστική νουβέλα του Χάινριχ Φον Κλάιστ «Μίχαελ Κόλχαας», βασισμένη στην πραγματική ιστορία του ληστή Χανς Κολχάζεν, που έζησε στα μέσα του 16ου αιώνα στη Γερμανία.
«Ο Μίχαελ Κόλχαας στην αρχή αυτής της ιστορίας είναι ένας φιλήσυχος, ευκατάστατος οικογενειάρχης. Ένα "υπόδειγμα καλού πολίτη”», μου λένε. «Είναι γνωστός για την εντιμότητα και κυρίως τη δικαιοσύνη του - αξίες που προσπαθεί να μεταλαμπαδεύσει και στα παιδιά του. Η κοινωνική του αυτή συνείδηση τροφοδοτείται από τη βαθιά πίστη του στο θεσμικό σύστημα της εποχής του. Έχει εμπιστοσύνη στους άρχοντες που κυβερνούν τη χώρα και κυρίως στους νόμους που διέπουν την τάξη των πραγμάτων».
Μέχρι που μια μέρα θα υποστεί μία τρομακτική αδικία. Κι όταν θα γυρέψει από την πολιτεία το δίκιο του δεν θα το βρει, αφού αυτός που τον αδίκησε είναι ισχυρός και έχει τις άκρες του. Κάπως έτσι καταρρίπτεται μεμιάς ολόκληρο το σύστημα αξιών στο οποίο πίστευε μέχρι τότε. «Αποκαλύπτεται μπροστά του ένας ολόκληρος νέος κόσμος, το σύμπαν της διαφθοράς και της αδικίας. Έχουμε έναν άνθρωπο αμήχανο, ο οποίος οπλίζεται από τις προσωπικές του απώλειες και αποφασίζει να πάρει τον νόμο στα χέρια του φτάνοντας σε ακραία σημεία βίας, μέχρι να αποκαταστήσει την αδικία που του έγινε», μου εξηγούν η Χρηστίνα, ο Κωνσταντίνος και ο Βασίλης.
Η αυτοδικία βρίσκεται στον πυρήνα αυτού του μυθιστορήματος του Κλάιστ. «Είναι ένα στοιχείο που σταδιακά μεγενθύνεται και γιγαντώνεται», παρατηρούν. «Ο ήρωας παίρνει τα όπλα και καταδιώκει τον άρχοντα που τον αδίκησε, ξεκινώντας από τον πύργο του και ακολουθώντας τον από πόλη σε πόλη, καταλήγοντας να κάψει τη μισή σχεδόν Γερμανία. Καταστρέφει στο πέρασμα του σπίτια, μοναστήρια, χωριά και πόλεις ολόκληρες, μετατρέποντας έτσι την προσωπική του υπόθεση σε ζήτημα ολόκληρου του κράτους».
Κάπου εκεί η αυτοδικία στον «Μίχαελ Κόλχαας» παίρνει εντελώς διαφορετικές διαστάσεις σπάζοντας τα δεσμά του προσωπικού. «Αυτό που έχει εξαιρετική σημασία είναι το γεγονός ότι η αυτοδικία δεν εκφράζεται μόνο με τους εμπρησμούς, τις λεηλασίες και τους φόνους, αλλά έχει και θεσμική υπόσταση. Ο Μίχαελ Κόλχαας συντάσσει δικές του αποφάσεις, νόμους και διατάγματα "δυνάμει της εξουσίας που έχει εκ γενετής", ως κύριος του εαυτού του, αδέσμευτος από το κράτος και τον κόσμο. Προτείνει δηλαδή την οικοδόμηση μιας νέας τάξης πραγμάτων, μίας "νέας παγκόσμιας κυβέρνησης" όπως λέει, που θα αντικαταστήσει το διεφθαρμένο σύστημα της εποχής του. Η αυτοδικία δηλαδή γίνεται το μέσο για τη δημιουργία μιας ουτοπίας, το προσωπικό ζήτημα μετατρέπεται σε οικουμενικό και η βία αποκτά ιδεολογική υπόσταση», σχολιάζουν.
Ο Κλάιστ είναι ένας πραγματικά συναρπαστικός συγγραφέας, βαθιά φιλοσοφημένος και συγχρόνως έντονα πολιτικοποιημένος με έναν πραγματικά αναπάντεχο τρόπο. Αυτό όμως που τον ξεχωρίζει πάνω απ’ όλα είναι ο τόσο ξεχωριστός τρόπος γραφής του. Με δύο λέξεις, μεθυστικά χειμαρρώδης. «Η δύναμη της γραφής του, η ταχύτητα στις εναλλαγές των εικόνων και των γεγονότων -που πολύ συχνά θυμίζει προφορική αφήγηση- χτίζει με τέτοια λεπτομέρεια το σασπένς της ιστορίας που καθηλώνει τον αναγνώστη», σημειώνουν πολύ εύστοχα τα μέλη της ομάδας και προσθέτουν: «Αυτός ο καλπασμός της αφήγησης ήταν που μας γοήτευσε από την πρώτη κιόλας ανάγνωση του έργου και θέλαμε με κάθε τρόπο να διατηρηθεί και στη μεταφορά του στη σκηνή».
Η μεταφορά αυτής της δαιδαλώδους νουβέλας στη σκηνή ήταν εξαρχής ένα στοίχημα υψηλού ρίσκου. «Είχαμε να ζωντανέψουμε επί σκηνής ένα λογοτεχνικό κείμενο 200 σελίδων με τρόπο που δεν θα κούραζε τον θεατή, αλλά από την άλλη θέλαμε να διαφυλάξουμε τη μαγεία που υπάρχει στη γραφή του Κλάιστ. Έτσι, δραματοποιήσαμε ένα αρκετά μεγάλο μέρος του κειμένου και κρατήσαμε κάποιες ενδιάμεσες αφηγήσεις ως αρμούς της παράστασης. Αυτό που θέλουμε είναι να αποδώσουμε τη δίνη των εξελίξεων του έργου όσο πιο δραστικά γίνεται, εντάσσοντας τους θεατές σ' αυτή την παράδοξη, αλλά περιέργως οικεία ιστορία. Το κείμενο ούτως ή άλλως παρότι είναι νουβέλα έχει άναρχη στίξη και ελευθερία στη σύνταξη. Είναι γραμμένο σχεδόν χωρίς ανάσα σα να προορίζεται να μιληθεί παρά να διαβαστεί», μου λένε.
Πέρα από την περιπετειώδη πλοκή της με τις έντονες πολιτικές προεκτάσεις, αλλά και την εγγενή ποιητικότητά της, η σπουδαία αυτή νουβέλα του Κλάιστ διακρίνεται και για την ιδιαίτερη θεματική της. «Μας φάνηκε πολύ αιχμηρή για τις σημερινές συνθήκες στην Ελλάδα. Μέχρι πού μπορεί να φτάσει κάποιος για να βρει το δίκιο του, όταν νιώθει ότι το κράτος στο οποίο ζει δεν τον προστατεύει;», αναρωτιούνται. Κι εγώ κάνω το ερώτημα πιο προσωπικό… «Για ποιο πράγμα θα παίρνατε εσείς τον νόμο στα χέρια σας στην Ελλάδα σήμερα;», τους ρωτάω. «Στην Ελλάδα της κρίσης, ένας νέος άνθρωπος έχει χίλιους λόγους να αυτοδικήσει μια και το κράτος τόσο με τις εργασιακές όσο και με τις κοινωνικές συνθήκες που του επιβάλλει, μοιάζει να μην τον σέβεται καθόλου!», σχολιάζουν.
«Όταν το κράτος παραλείπει επιδεικτικά να θωρακίσει ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες (μετανάστες, ομοφυλόφιλους κλπ), ε τότε, ναι, μπαίνεις στον πειρασμό να αυτοδικήσεις. Προφανώς και αυτή δεν είναι λύση, μια και η αιτία του προβλήματος βρίσκεται αλλού», παραδέχονται και καταλήγουν: «Εν θερμώ αντιδράσεις όπως είναι η αυτοδικία, -παρά τον συμβολικό και γοητευτικό τους χαρακτήρα(!)- , δεν είναι λύσεις. Είναι μόνο εκτονώσεις. Ωστόσο ιστορίες όπως του Κόλχαας μας θυμίζουν ότι το να διατηρείς την αξιοπρέπειά σου ως πολίτης και ως άνθρωπος δεν είναι καθόλου αυτονόητο και απαιτεί καθημερινό αγώνα».
Η αυτοδικία βρίσκεται στον πυρήνα αυτού του μυθιστορήματος του Κλάιστ. «Είναι ένα στοιχείο που σταδιακά μεγενθύνεται και γιγαντώνεται», παρατηρούν. «Ο ήρωας παίρνει τα όπλα και καταδιώκει τον άρχοντα που τον αδίκησε, ξεκινώντας από τον πύργο του και ακολουθώντας τον από πόλη σε πόλη, καταλήγοντας να κάψει τη μισή σχεδόν Γερμανία. Καταστρέφει στο πέρασμα του σπίτια, μοναστήρια, χωριά και πόλεις ολόκληρες, μετατρέποντας έτσι την προσωπική του υπόθεση σε ζήτημα ολόκληρου του κράτους».
Κάπου εκεί η αυτοδικία στον «Μίχαελ Κόλχαας» παίρνει εντελώς διαφορετικές διαστάσεις σπάζοντας τα δεσμά του προσωπικού. «Αυτό που έχει εξαιρετική σημασία είναι το γεγονός ότι η αυτοδικία δεν εκφράζεται μόνο με τους εμπρησμούς, τις λεηλασίες και τους φόνους, αλλά έχει και θεσμική υπόσταση. Ο Μίχαελ Κόλχαας συντάσσει δικές του αποφάσεις, νόμους και διατάγματα "δυνάμει της εξουσίας που έχει εκ γενετής", ως κύριος του εαυτού του, αδέσμευτος από το κράτος και τον κόσμο. Προτείνει δηλαδή την οικοδόμηση μιας νέας τάξης πραγμάτων, μίας "νέας παγκόσμιας κυβέρνησης" όπως λέει, που θα αντικαταστήσει το διεφθαρμένο σύστημα της εποχής του. Η αυτοδικία δηλαδή γίνεται το μέσο για τη δημιουργία μιας ουτοπίας, το προσωπικό ζήτημα μετατρέπεται σε οικουμενικό και η βία αποκτά ιδεολογική υπόσταση», σχολιάζουν.
Ο Κλάιστ είναι ένας πραγματικά συναρπαστικός συγγραφέας, βαθιά φιλοσοφημένος και συγχρόνως έντονα πολιτικοποιημένος με έναν πραγματικά αναπάντεχο τρόπο. Αυτό όμως που τον ξεχωρίζει πάνω απ’ όλα είναι ο τόσο ξεχωριστός τρόπος γραφής του. Με δύο λέξεις, μεθυστικά χειμαρρώδης. «Η δύναμη της γραφής του, η ταχύτητα στις εναλλαγές των εικόνων και των γεγονότων -που πολύ συχνά θυμίζει προφορική αφήγηση- χτίζει με τέτοια λεπτομέρεια το σασπένς της ιστορίας που καθηλώνει τον αναγνώστη», σημειώνουν πολύ εύστοχα τα μέλη της ομάδας και προσθέτουν: «Αυτός ο καλπασμός της αφήγησης ήταν που μας γοήτευσε από την πρώτη κιόλας ανάγνωση του έργου και θέλαμε με κάθε τρόπο να διατηρηθεί και στη μεταφορά του στη σκηνή».
Η μεταφορά αυτής της δαιδαλώδους νουβέλας στη σκηνή ήταν εξαρχής ένα στοίχημα υψηλού ρίσκου. «Είχαμε να ζωντανέψουμε επί σκηνής ένα λογοτεχνικό κείμενο 200 σελίδων με τρόπο που δεν θα κούραζε τον θεατή, αλλά από την άλλη θέλαμε να διαφυλάξουμε τη μαγεία που υπάρχει στη γραφή του Κλάιστ. Έτσι, δραματοποιήσαμε ένα αρκετά μεγάλο μέρος του κειμένου και κρατήσαμε κάποιες ενδιάμεσες αφηγήσεις ως αρμούς της παράστασης. Αυτό που θέλουμε είναι να αποδώσουμε τη δίνη των εξελίξεων του έργου όσο πιο δραστικά γίνεται, εντάσσοντας τους θεατές σ' αυτή την παράδοξη, αλλά περιέργως οικεία ιστορία. Το κείμενο ούτως ή άλλως παρότι είναι νουβέλα έχει άναρχη στίξη και ελευθερία στη σύνταξη. Είναι γραμμένο σχεδόν χωρίς ανάσα σα να προορίζεται να μιληθεί παρά να διαβαστεί», μου λένε.
Πέρα από την περιπετειώδη πλοκή της με τις έντονες πολιτικές προεκτάσεις, αλλά και την εγγενή ποιητικότητά της, η σπουδαία αυτή νουβέλα του Κλάιστ διακρίνεται και για την ιδιαίτερη θεματική της. «Μας φάνηκε πολύ αιχμηρή για τις σημερινές συνθήκες στην Ελλάδα. Μέχρι πού μπορεί να φτάσει κάποιος για να βρει το δίκιο του, όταν νιώθει ότι το κράτος στο οποίο ζει δεν τον προστατεύει;», αναρωτιούνται. Κι εγώ κάνω το ερώτημα πιο προσωπικό… «Για ποιο πράγμα θα παίρνατε εσείς τον νόμο στα χέρια σας στην Ελλάδα σήμερα;», τους ρωτάω. «Στην Ελλάδα της κρίσης, ένας νέος άνθρωπος έχει χίλιους λόγους να αυτοδικήσει μια και το κράτος τόσο με τις εργασιακές όσο και με τις κοινωνικές συνθήκες που του επιβάλλει, μοιάζει να μην τον σέβεται καθόλου!», σχολιάζουν.
«Όταν το κράτος παραλείπει επιδεικτικά να θωρακίσει ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες (μετανάστες, ομοφυλόφιλους κλπ), ε τότε, ναι, μπαίνεις στον πειρασμό να αυτοδικήσεις. Προφανώς και αυτή δεν είναι λύση, μια και η αιτία του προβλήματος βρίσκεται αλλού», παραδέχονται και καταλήγουν: «Εν θερμώ αντιδράσεις όπως είναι η αυτοδικία, -παρά τον συμβολικό και γοητευτικό τους χαρακτήρα(!)- , δεν είναι λύσεις. Είναι μόνο εκτονώσεις. Ωστόσο ιστορίες όπως του Κόλχαας μας θυμίζουν ότι το να διατηρείς την αξιοπρέπειά σου ως πολίτης και ως άνθρωπος δεν είναι καθόλου αυτονόητο και απαιτεί καθημερινό αγώνα».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα