
Στο Σημείο Ρήξης: Ισραήλ, Ιράν και η Αρχιτεκτονική Κατάρρευσης στη Μέση Ανατολή
Από τη Σκιώδη Αντιπαλότητα στην Ανοικτή Σύγκρουση
Η ένοπλη σύρραξη μεταξύ Ισραήλ και Ιράν, η οποία εκδηλώθηκε τα ξημερώματα της 13ης Ιουνίου 2025, δεν συνιστά απλώς ένα ακόμα επεισόδιο στη μακρά αλυσίδα εντάσεων της Μέσης Ανατολής, αλλά την αποκρυστάλλωση ενός βαθύτατου στρατηγικού ρήγματος. Η σύγκρουση αυτή δεν προέκυψε αιφνίδια. Αντιθέτως, αποτελεί το αποκορύφωμα μιας πολυετούς, πολυεπίπεδης και εν πολλοίς υπόγειας αντιπαλότητας, η οποία εκτείνεται πέρα από τα όρια της συμβατικής στρατιωτικής αντιπαράθεσης και αγγίζει τα θεμέλια της περιφερειακής αρχιτεκτονικής ασφάλειας.
Στον πυρήνα της κρίσης αυτής βρίσκεται μια δομική σύγκρουση κοσμοθεωριών. Το Ισραήλ και το Ιράν εκπροσωπούν δύο εντελώς αντίρροπα γεωστρατηγικά μοντέλα: το πρώτο επιδιώκει τη διατήρηση της στρατιωτικής του υπεροχής και της αποτρεπτικής του ικανότητας μέσω προληπτικών και αμυντικών μηχανισμών· το δεύτερο επιδιώκει τη σταδιακή υπονόμευση αυτής της υπεροχής μέσω δικτύων επιρροής, πυρηνικής τεχνολογικής προόδου και παράλληλων θεοπολιτικών αξιώσεων ηγεμονίας στο σιιτικό Ισλάμ.
Η σύρραξη που τώρα εκτυλίσσεται στο προσκήνιο λειτουργεί ως ιστορική τομή: όχι μόνο διασαλεύει τις υπάρχουσες ισορροπίες και αποσταθεροποιεί τα εύθραυστα καθεστώτα αποτροπής στην περιοχή, αλλά και προαναγγέλλει την αναδιατύπωση των αξόνων ισχύος στη Μέση Ανατολή. Η επίσημη και ανοιχτή εμπλοκή των δύο κρατών επιβεβαιώνει την κατάρρευση του προηγούμενου status quo — ενός μοντέλου που στηριζόταν σε σκιώδεις επιχειρήσεις, έμμεση ανάθεση, και την προσδοκία ότι η πυρηνική αποτροπή θα λειτουργούσε ως σταθεροποιητικός μηχανισμός.
Ταυτόχρονα, η κρίση επανενεργοποιεί τον πυρηνικό παράγοντα ως μεταβλητή διεθνούς ασφάλειας. Η απειλή ενός ιρανοϊσραηλινού πολέμου με πιθανές προεκτάσεις στον πυρηνικό τομέα — είτε μέσω περαιτέρω επιθέσεων σε εγκαταστάσεις, είτε μέσω επιτάχυνσης του ιρανικού προγράμματος — επαναφέρει το φάσμα της στρατηγικής αποτροπής σε ένα περιβάλλον πολλαπλής αστάθειας, με επιπτώσεις που ξεπερνούν την περιοχή και επηρεάζουν τη συνολική ισορροπία του διεθνούς συστήματος.
1. Ο Διαρκής Πόλεμος Σκιών και το Δόγμα MABAM
Το Ισραήλ, αντιμετωπίζοντας το Ιράν ως υπαρξιακή απειλή και στρατηγικό του αντίπαλο, έχει υιοθετήσει από τις αρχές της δεκαετίας του 2010 το δόγμα της «Καμπάνιας μεταξύ των Πολέμων» (MABAM – Mivtsa Bein Milchamot). Πρόκειται για μια διαρκή στρατηγική φθοράς, η οποία δεν στοχεύει στην πλήρη στρατιωτική αναμέτρηση αλλά στη συστηματική αποδυνάμωση της ιρανικής επιρροής μέσω περιοδικών και χειρουργικών παρεμβάσεων.
Η MABAM αποτελεί ένα μοντέλο επιχειρησιακής αποτροπής που βασίζεται σε ασύμμετρες και ευέλικτες τακτικές: αεροπορικά πλήγματα εναντίον στρατιωτικών αποθηκών, επιχειρήσεις ηλεκτρονικού πολέμου, επιθέσεις στον κυβερνοχώρο και στοχευμένες φυσικές εξουδετερώσεις κρίσιμου επιστημονικού ή στρατιωτικού προσωπικού. Τα πιο εμβληματικά παραδείγματα περιλαμβάνουν:
- Την κυβερνοεπίθεση στο πυρηνικό εργοστάσιο της Νατάνζ (Natanz) με το ιό Stuxnet.
- Την εξόντωση του Μοχσέν Φαχριζαντέχ, βασικού φυσικού πίσω από το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν.
- Εκατοντάδες αεροπορικές επιδρομές σε ιρανικές εγκαταστάσεις και αποθήκες πυραύλων στη Συρία, κυρίως κοντά στη Δαμασκό και στην Παλμύρα.
Η φιλοσοφία του MABAM προϋποθέτει συνεχή επιχειρησιακή πίεση χωρίς να περνά το κατώφλι του πολέμου πλήρους κλίμακας. Το Ισραήλ επιχειρεί να «ματώσει» τον αντίπαλο, διατηρώντας την πρωτοβουλία του στρατηγικού χρόνου. Ωστόσο, αυτή η μορφή περιοδικής φθοράς φτάνει τελικά σε σημείο κορεσμού.
Η επανάληψή της χωρίς συνοδευόμενη στρατηγική αναβάθμιση οδηγεί το Ιράν να ενισχύσει την απόφασή του για απόκτηση πυρηνικού οπλοστασίου ως μέσο ασύμμετρης στρατηγικής ισοτιμίας. Όσο το Ισραήλ επιχειρεί να καθυστερήσει ή να διαταράξει την πυρηνική πρόοδο του Ιράν, τόσο το Ιράν εδραιώνει τη βεβαιότητα ότι μόνο η κατοχή όπλου μαζικής καταστροφής μπορεί να εγγυηθεί την επιβίωσή του.
Σε αυτό το πλαίσιο, η MABAM εξελίσσεται από μέσο αποτροπής σε παράγοντα επιτάχυνσης της κρίσης — ένα είδος στρατηγικής boomerang που, αν και αρχικά λειτούργησε αποτρεπτικά, τελικά ενίσχυσε τα κίνητρα του Ιράν να εξοπλιστεί δραστικά και μυστικά.
2. Η Ιρανική Διφορούμενη Πυρηνική Αποτροπή
Το Ιράν, για μεγάλο χρονικό διάστημα, εφάρμοσε μια στρατηγική ασάφειας (strategic ambiguity) ως προς τις πυρηνικές του φιλοδοξίες. Η προσέγγιση αυτή στηρίχθηκε σε μια λεπτή ισορροπία: διατήρηση τεχνολογικής ετοιμότητας (nuclear latency) για την ταχεία απόκτηση πυρηνικής ικανότητας, χωρίς ωστόσο να προβαίνει σε ανοιχτή παραβίαση της Συνθήκης Μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων (NPT).
Η θρησκευτική φατφά (fatwa) του Ανώτατου Ηγέτη του Ιράν, Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, η οποία απαγορεύει την κατασκευή και χρήση πυρηνικών όπλων, προσέφερε το νομιμοποιητικό πλαίσιο εσωτερικά και ένα διπλωματικό ανάχωμα εξωτερικά. Μέσω αυτής της θρησκευτικοπολιτικής ασπίδας, η Τεχεράνη παρουσίαζε το πρόγραμμά της ως ειρηνικό και αμυντικό, αποτρέποντας εν μέρει την διεθνή πίεση και κρατώντας ανοικτή την πόρτα του διαλόγου.
Ωστόσο, αυτή η ισορροπία ανετράπη με την κατάρρευση της συμφωνίας JCPOA (Joint Comprehensive Plan of Action). Η συμφωνία του 2015, καρπός επίπονων πολυμερών διαπραγματεύσεων μεταξύ Ιράν, ΗΠΑ, Ε.Ε., Κίνας και Ρωσίας, περιόριζε το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης, με αντάλλαγμα την άρση των διεθνών κυρώσεων. Όμως, η μονομερής αποχώρηση των ΗΠΑ το 2018, υπό την προεδρία Trump, συνοδεύτηκε από την επαναφορά του καθεστώτος «μέγιστης πίεσης» με αυστηρές κυρώσεις, οικονομικό στραγγαλισμό και απομόνωση.
Σε απάντηση, η ιρανική ηγεσία εγκατέλειψε σταδιακά τις δεσμεύσεις της συμφωνίας. Το Ιράν άρχισε να αυξάνει το επίπεδο εμπλουτισμού ουρανίου, να επεκτείνει τις εγκαταστάσεις φυγοκέντρησης, να εξοπλίζει νέες υπόγειες εγκαταστάσεις και να περιορίζει δραστικά την πρόσβαση των επιθεωρητών του Διεθνούς Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας (ΔΟΑΕ).
Αυτές οι κινήσεις οδήγησαν σε μια ποιοτική στρατηγική μετάβαση: από την περίοδο της «δημιουργικής ασάφειας» σε μια φάση εμπράγματης και μετρήσιμης προόδου προς την πυρηνική ισοτιμία.
Σύμφωνα με διεθνείς αναλύσεις και αναφορές του Ινστιτούτου Επιστήμης και Διεθνούς Ασφάλειας (ISIS), το Ιράν έχει ήδη αποθηκεύσει επαρκή ποσότητα ουρανίου εμπλουτισμένου σε επίπεδα έως και 60% — ένα βήμα πριν το στρατιωτικό επίπεδο 90%. Οι ειδικοί εκτιμούν ότι εφόσον ληφθεί πολιτική απόφαση, η Τεχεράνη μπορεί εντός λίγων εβδομάδων να αποκτήσει τη δυνατότητα κατασκευής πυρηνικού όπλου (breakout capability).
Η μετάβαση αυτή μετατοπίζει τον άξονα των στρατηγικών διλημμάτων για το Ισραήλ και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η πυρηνική διφορούμενη αποτροπή του Ιράν δημιουργεί ένα γριφώδες στρατηγικό πεδίο: από τη μία πλευρά, δεν μπορεί να τεκμηριωθεί νομικά η παραβίαση της NPT από την άλλη, η στρατιωτική πραγματικότητα υποδεικνύει πως το Ιράν βρίσκεται στο κατώφλι της απόκτησης πρώτου πυρηνικού όπλου, έστω και υπό όρους latency.
Το Ισραήλ, με βάση τη δική του στρατηγική δόγματος Μη Ανοχής (Zero Tolerance Doctrine), θεωρεί κάθε τέτοιο ενδεχόμενο υπαρξιακή απειλή. Συνεπώς, η επιλογή μιας προληπτικής πλήρους επίθεσης — είτε συμβατικής είτε στοχευμένης — αρχίζει να αποκτά χαρακτήρα μονόδρομου στο πλαίσιο της κλασικής θεωρίας αποτροπής (deterrence theory), προτού το Ιράν φτάσει στο σημείο όπου μια επίθεση θα προκαλούσε πυρηνική απάντηση ή καθολικό κόστος (cost imposition escalation).
Σε αυτό το πλαίσιο, η κρίση του Ιουνίου 2025 μπορεί να εκληφθεί ως η επιβεβαίωση της αποτυχίας του μηχανισμού ελέγχου εξοπλισμών, της κατάρρευσης της διπλωματίας JCPOA και της επανεμφάνισης του πυρηνικού παράγοντα ως καταλύτη πολέμου, όχι αποτροπής.
3. Η Καταλυτική Επίθεση και η Κλιμάκωση Αντίδρασης της Τεχεράνης
Η πολυεπίπεδη ισραηλινή επιχείρηση, τα ξημερώματα της 13ης Ιουνίου 2025, αποτέλεσε στρατηγικό turning point στη μακροχρόνια αντιπαράθεση. Τα πλήγματα στόχευσαν κομβικά σημεία του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος, όπως την Pilot Fuel Enrichment Plant (PFEP) στο Νατάνζ, το κέντρο εμπλουτισμού στο Φορντό, και διάφορα κέντρα διοίκησης και επικοινωνιών.
Σύμφωνα με διεθνή και δορυφορικά δεδομένα, οι επιθέσεις προκάλεσαν σοβαρές ζημίες σε κρίσιμες υποδομές υποστήριξης του προγράμματος. Συγκεκριμένα, η διακοπή ισχύος και η στοχευμένη δολιοφθορά στο Νατάνζ επηρέασαν τη λειτουργία περίπου 15.000 φυγοκεντρητών πρώτης και δεύτερης γενιάς, προκαλώντας διακοπή στις γραμμές εμπλουτισμού χαμηλού και μέσου βαθμού.
Αντίθετα, οι υπόγειες οχυρωμένες εγκαταστάσεις στο Φορντό φαίνεται πως διατηρήθηκαν λειτουργικές, προστατευμένες από ενισχυμένο σκυρόδεμα και αντιαεροπορική κάλυψη. Παρότι δεν επήλθε πλήρης καταστροφή των φυσικών εγκαταστάσεων, το πλήγμα είχε σημαντικό ψυχολογικό και στρατηγικό αντίκτυπο: α) απέδειξε την ικανότητα του Ισραήλ να διεισδύσει σε περιοχές αυξημένης ασφάλειας, β) μείωσε προσωρινά τη δυναμικότητα εμπλουτισμού και γ) υπονόμευσε το αφήγημα πυρηνικής ασφάλειας της Τεχεράνης.
Η ιρανική αντίδραση δεν άργησε. Το Ιράν, εγκαταλείποντας προσωρινά τη στρατηγική της ψυχραιμίας και της επιλεκτικής συγκράτησης, εξαπέλυσε συνδυασμένες επιθέσεις με πυραύλους cruise και drones κατά στόχων στο ισραηλινό έδαφος. Αν και η έκταση της συμμετοχής των περιφερειακών συμμάχων της Τεχεράνης (όπως της Χεζμπολάχ στον Λίβανο, των Χούθι στην Υεμένη, ή παραστρατιωτικές μονάδες στο Ιράκ -PMU-) παραμένει ασαφής, είναι δεδομένο πως το Ιράν επιχείρησε να σηματοδοτήσει μια ποιοτική αναβάθμιση της στρατηγικής του στάσης: από την έμμεση υποστήριξη σε άμεση στρατιωτική εμπλοκή.
Η επίθεση χαρακτηρίστηκε από στρατηγική αναλογικότητα, χωρίς όμως να αποσκοπεί σε μαζική καταστροφή· στόχευσε κυρίως αμυντικές εγκαταστάσεις, βάσεις ραντάρ και αεροπορικές υποδομές του Ισραήλ. Η Τεχεράνη επιδίωξε να διατηρήσει το πλαίσιο της ελεγχόμενης κλιμάκωσης, εκπέμποντας το μήνυμα ότι διαθέτει μέσα και πολιτική βούληση να απαντήσει – χωρίς ωστόσο να ξεπεράσει το κατώφλι γενικευμένου πολέμου.
Η επιλογή αυτή εντάσσεται σε έναν ευρύτερο υπολογισμό ρίσκου. Το Ιράν φαίνεται να σταθμίζει την ανάγκη επίδειξης αποτρεπτικής ισχύος έναντι του Ισραήλ, με τον κίνδυνο διεθνούς απομόνωσης και οικονομικής ασφυξίας, σε περίπτωση που ο πόλεμος γενικευθεί. Η στάση αυτή αντικατοπτρίζει μια νέα πυραμιδική μορφή ιρανικής αντίδρασης: ξεκινώντας από κρατικά πλήγματα, και με δυνατότητα σταδιακής προσθήκης παρακρατικών βραχιόνων, εφόσον η κρίση αποκτήσει χαρακτηριστικά περιφερειακής ανάφλεξης.
Η χρονική συγκυρία της στρατιωτικής έκρηξης μεταξύ Ισραήλ και Ιράν δεν είναι τυχαία, αντιθέτως, εδράζεται σε σύμπτωση δομικών, επιχειρησιακών και πολιτικοστρατηγικών μεταβλητών που κατέστησαν τον Ιούνιο του 2025 το «τέλειο παράθυρο σύγκρουσης». Η κλιμάκωση συνιστά προϊόν ενός αθροιστικού καταναγκασμού — τόσο για την Ιερουσαλήμ όσο και για την Τεχεράνη — που οδήγησε σε σημείο στρατηγικής μη αναστρεψιμότητας.
1. Εσωτερική Πίεση στο Ισραήλ και Επαναφορά της Αποτρεπτικής Αξιοπιστίας
Η ισραηλινή κυβέρνηση, υπό την πίεση εσωτερικής πολιτικής αστάθειας, κοινωνικών διαιρέσεων και έντονης διεθνούς κριτικής για τη διαχείριση της κρίσης στη Γάζα, αντιμετώπιζε μια κατάσταση φθίνουσας εμπιστοσύνης σε επίπεδο στρατηγικής αξιοπιστίας. Το δόγμα της αποτροπής, όπως εφαρμόστηκε από το 2023 και έπειτα, εθεωρείτο διαβρωμένο μετά από συνεχείς επιθέσεις από Χαμάς, Χεζμπολάχ και Χούθι, οι οποίες δεν είχαν αποτραπεί εκ προοιμίου.
Η επιλογή μιας καταλυτικής, υψηλής έντασης επιχείρησης κατά του Ιράν, επανέφερε το δόγμα της προληπτικής δράσης στο προσκήνιο. Ενίσχυσε την εικόνα στρατηγικής πρωτοβουλίας, τόσο στο εσωτερικό όσο και απέναντι στους διεθνείς συμμάχους, ενώ αποκατέστησε – τουλάχιστον μερικώς – την αίσθηση ισραηλινής υπεροχής στο πεδίο της επιχειρησιακής ικανότητας.
2. Ιράν: Εσωτερικές Ταραχές, Εξωτερική Απομόνωση και Ανάγκη Αντίδρασης
Από την πλευρά της Τεχεράνης, η απουσία απάντησης σε μια τόσο μεγάλης κλίμακας πρόκληση θα ερμηνευόταν ως στρατηγική αδυναμία, τόσο εσωτερικά όσο και μεταξύ των περιφερειακών συμμάχων της. Το καθεστώς βρίσκεται ήδη αντιμέτωπο με σοβαρές εσωτερικές πιέσεις, κοινωνικές κινητοποιήσεις, οικονομική ύφεση λόγω κυρώσεων και μειούμενη δημοφιλία του θρησκευτικού κατεστημένου. Μια ουσιαστική αντίδραση ήταν απαραίτητη για τη διατήρηση της αποτρεπτικής αξιοπιστίας του ιρανικού καθεστώτος και τη διαφύλαξη του status του ως «κέντρου αντίστασης» στην ευρύτερη Μέση Ανατολή.
3. Επιχειρησιακό Κενό στην Ιρανική Αεράμυνα
Το Ισραήλ επέλεξε τη συγκυρία αυτή, λόγω της συστηματικής αποδυνάμωσης των ιρανικών συστημάτων αεράμυνας. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών, πραγματοποιήθηκαν στοχευμένες αεροπορικές επιδρομές και κυβερνοεπιθέσεις που εξουδετέρωσαν ή μείωσαν τη λειτουργικότητα κρίσιμων υποσυστημάτων, όπως σταθμοί ραντάρ και αντιαεροπορικά πυραυλικά συστήματα. Η μειωμένη ετοιμότητα επίλεκτων Ιρανικών στρατιωτικών δομών, όπως των IRGC-Aerospace Units και οι ελλείψεις σε ανταλλακτικά λόγω κυρώσεων, δημιούργησαν ένα παράθυρο επιχειρησιακής διείσδυσης που αξιοποιήθηκε από την Ιερουσαλήμ με σχετική επιτυχία.
4. Περιφερειακή Αποδυνάμωση του «Άξονα Αντίστασης»
Η Χεζμπολάχ, η Χαμάς και οι Χούθι βρίσκονται σε κατάσταση σημαντικής αποδυνάμωσης. Η Χεζμπολάχ έχει απολέσει εκατοντάδες μαχητές σε συνεχείς συγκρούσεις στον Νότιο Λίβανο. Η Χαμάς, ύστερα από την πολύμηνη ισραηλινή επιχείρηση στη Γάζα το 2024, έχει αποδιοργανωθεί οργανωτικά και επιχειρησιακά. Οι Χούθι, από την πλευρά τους, υφίστανται διαρκείς απώλειες από συμμαχικά πλήγματα στην Ερυθρά Θάλασσα. Το Ισραήλ, αναγνωρίζοντας ότι ο «περιφερειακός βραχίονας» του Ιράν είναι προσωρινά ανίκανος να δημιουργήσει ταυτόχρονη πίεση σε πολλαπλά μέτωπα, βρήκε ευκαιρία για στρατηγική επίθεση με περιορισμένο ρίσκο πολλαπλής ανάφλεξης.
5. Παγκόσμιο Στρατηγικό Κενό και Απροθυμία Παρέμβασης
Το διεθνές σύστημα βιώνει ένα έλλειμμα συλλογικής αποτροπής. Οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται σε φάση προεκλογικής εσωστρέφειας και πολιτικής πολώσεως εν όψει των ενδιάμεσων εκλογών. Η Ρωσία, εγκλωβισμένη στο Ουκρανικό μέτωπο, έχει περιορισμένα περιθώρια για ενεργή εμπλοκή, αν και αξιοποιεί την κρίση ως πεδίο αντιπερισπασμού της Δύσης. Η Κίνα, διατηρώντας οικονομικά συμφέροντα και με τις δύο πλευρές, υιοθετεί προσεκτική, ρητορική ουδετερότητα, αποφεύγοντας κάθε στρατηγικό διακύβευμα.
Η απουσία συντονισμένου διεθνούς μηχανισμού παρέμβασης δημιούργησε ένα στρατηγικό κενό ισχύος, το οποίο εκμεταλλεύτηκαν τα εμπλεκόμενα μέρη για να προβούν σε κινήσεις υψηλού ρίσκου, προσβλέποντας σε τοπική νίκη πριν την έλευση μεσολαβητικής πίεσης.
Η ένοπλη σύγκρουση Ισραήλ–Ιράν μπορεί να εξελιχθεί σε διαφορετικές κατευθύνσεις, κάθε μία εκ των οποίων, απολήγει σε διαφορετικές στρατηγικές, περιφερειακές και διεθνείς συνέπειες. Η παρακάτω ανάλυση αποτυπώνει τα τρία βασικά σενάρια, σύμφωνα με τη θεωρία της κλιμάκωσης, τα πρότυπα του παρελθόντος και τις παρούσες δυναμικές ισχύος.
Σενάριο Α: Περιορισμένη και Ελεγχόμενη Σύγκρουση
Με τη διαμεσολάβηση τρίτων δρώντων — πιθανώς των ΗΠΑ, της Κίνας, ή διακρατικών μηχανισμών όπως ο ΟΗΕ ή ο Οργανισμός Ισλαμικής Συνεργασίας — επιτυγχάνεται ταχεία κατάπαυση πυρός, βασισμένη σε σιωπηρή κατανόηση ότι περαιτέρω κλιμάκωση θα ήταν καταστροφική για όλους. Η κρίση δεν επιλύεται αλλά αναβάλλεται, διατηρώντας ανοιχτά τα δομικά αίτια της σύγκρουσης.
Σε αυτό το σενάριο, η αποτροπή αποκαθίσταται προσωρινά, κυρίως μέσω της ισορροπίας του τρόμου και του αμοιβαίου εξαντλητικού κόστους, όμως οι παράγοντες αναζωπύρωσης παραμένουν ενεργοί. Το παράθυρο επανεκκίνησης των εχθροπραξιών παραμένει ανοικτό για το μεσοπρόθεσμο διάστημα.
Σενάριο Β: Περιφερειακή Ανάφλεξη και Διάχυση
Το Ιράν αποφασίζει να ενεργοποιήσει τα περιφερειακά παρακλάδια του άξονα «αντίστασης», παρά τις αποδυναμωμένες επιχειρησιακές τους δυνατότητες. Η Χεζμπολάχ ανοίγει το βόρειο μέτωπο με επιθέσεις στο βόρειο Ισραήλ, ενώ οι ιρακινές PMU και οι Χούθι στην Υεμένη στοχεύουν αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις και ισραηλινές θέσεις στη Συρία ή την Ερυθρά Θάλασσα.
Ο Λίβανος εισέρχεται σε κατάσταση αποσταθεροποίησης ή και κατάρρευσης, λόγω εσωτερικής κρίσης, κοινωνικής πόλωσης και αδυναμίας διατήρησης εθνικής συνοχής. Η ευρύτερη περιοχή εισέρχεται σε καταιγιστική αστάθεια, με επιπτώσεις στις μεταναστευτικές ροές, στην ασφάλεια της ναυσιπλοΐας και στις τιμές πετρελαίου.
Η στρατηγική διάχυση της σύγκρουσης προκαλεί πολλαπλά μέτωπα και αλυσιδωτές κρίσεις, δημιουργώντας συνθήκες για μακρόχρονη φθορά.
Σενάριο Γ: Διεθνοποίηση της Κρίσης
Εάν υπάρξουν απώλειες Αμερικανών στρατιωτών ή πληγούν αμερικανικές βάσεις, κυρίως στο Ιράκ, στη Συρία ή στον Κόλπο, οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί να αισθανθούν υποχρεωμένες να εμπλακούν στρατιωτικά, είτε μέσω στοχευμένων αντιποίνων, είτε μέσω ευρύτερης εμπλοκής για την επαναφορά ισορροπίας ισχύος.
Άλλες περιφερειακές δυνάμεις, βλέποντας τη σύγκρουση ως παράθυρο ευκαιρίας, ενδέχεται να επιχειρήσουν στρατηγικούς αντιπερισπασμούς σε διαφορετικά γεωγραφικά μέτωπα — αναζωπυρώνοντας λανθάνουσες εντάσεις ή εθνοφυλετικές ρωγμές. Σε ένα τέτοιο σενάριο, η Μέση Ανατολή παύει να αποτελεί τη μοναδική εστία κρίσης και μετατρέπεται σε έναν από πολλούς ταυτόχρονους κόμβους στρατηγικής αστάθειας.
Η Κίνα, αναγνωρίζοντας το ρίσκο αποσταθεροποίησης των ενεργειακών οδών και την απειλή για το παγκόσμιο εμπόριο, επιχειρεί να διαδραματίσει μεσολαβητικό ρόλο, αναδεικνύοντας τον εαυτό της σε παγκόσμιο σταθεροποιητή και εναλλακτικό ηγετικό πόλο έναντι της Δύσης.
Η στοχοποίηση από πλευράς Ισραήλ κρίσιμων ενεργειακών εγκαταστάσεων του Ιράν, όπως το κοίτασμα South Pars (το μεγαλύτερο παγκοσμίως κοίτασμα φυσικού αερίου, που το Ιράν μοιράζεται με το Κατάρ), αποτελεί ποιοτική κλιμάκωση της κρίσης.
Επιπτώσεις:
• Εκτόξευση των διεθνών τιμών ενέργειας, με άμεσο αντίκτυπο σε LNG, αργό πετρέλαιο και χρηματοοικονομικά παράγωγα ενέργειας.
• Αμφισβήτηση της αξιοπιστίας των ενεργειακών ροών από τη Μέση Ανατολή και μετατόπιση αγοραστών προς εναλλακτικούς παρόχους όπως ΗΠΑ, Καναδάς και Αυστραλία.
• Πιθανή απόπειρα αποκλεισμού των Στενών του Ορμούζ από το Ιράν — μέσω ναρκοθέτησης, επιθέσεων σε δεξαμενόπλοια ή προειδοποιητικών βολών. Από την συγκεκριμένη δίοδο, διέρχεται περίπου το 20% της παγκόσμιας πετρελαϊκής ροής.
Ακόμα και πρόσκαιρη παρεμπόδιση της διέλευσης θα θεωρηθεί casus belli από τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, και πιθανώς την Ινδία ή την Κίνα, λόγω του άμεσου πλήγματος σε συστημικά ζωτικά συμφέροντα.
1. Επανεμφάνιση Πυρηνικής Αποτροπής
Εάν το Ιράν αποφασίσει ανοιχτή αποχώρηση από τη Συνθήκη Μη Διάδοσης Πυρηνικών όπλων (NPT) και επιδιώξει ρητώς την κατασκευή πυρηνικού όπλου, το γεωπολιτικό τοπίο της Μέσης Ανατολής αλλάζει δραματικά. Η πιθανότητα εμφάνισης πολυπυρηνικής ισορροπίας τρόμου στην περιοχή αυξάνει, ενισχύοντας την αβεβαιότητα και περιορίζοντας τα περιθώρια διπλωματικής διαχείρισης.
2. Κατάρρευση Πολυμερούς Πλαισίου
Η αποτυχία διεθνών θεσμών όπως ο ΟΗΕ, η ΙΑΕΑ, και ο ΟΟΣΑ να προλάβουν ή να διαχειριστούν την κρίση, καταδεικνύει την αυξανόμενη μετάβαση από μια θεσμική τάξη σε ένα αναρχικό μοντέλο αυτοβοήθειας, όπου τα κράτη ενεργούν μονομερώς για τη διασφάλιση των συμφερόντων τους.
3. Αποδόμηση των Συμφωνιών Ομαλοποίησης
Οι Αβρααμικές Συμφωνίες — που είχαν αναδειχθεί σε στρατηγικό πυλώνα για την περιφερειακή ενσωμάτωση του Ισραήλ και την επαναχάραξη των σχέσεών του με τον αραβικό κόσμο — υφίστανται πλέον σοβαρό πλήγμα. Οι χώρες του Κόλπου, ανήσυχες για την κοινωνική αποδοχή στο εσωτερικό και τελώντας υπό την πίεση φιλοπαλαιστινιακών πολιτικών και θρησκευτικών ρευμάτων, φαίνεται να υιοθετούν στρατηγική ουδετερότητας ή προσεκτικής αποστασιοποίησης. Η αντίληψη του Ισραήλ ως “νόμιμου” περιφερειακού δρώντα ενδέχεται να υπονομευθεί εκ νέου στις αραβικές κοινωνίες, οδηγώντας σε επιβράδυνση — ή ακόμη και προσωρινή αναστολή — των διαδικασιών εξομάλυνσης.
4. Περιορισμένες Προοπτικές Στρατιωτικής Αντίδρασης από τις Χώρες του Κόλπου
Παρά τη ρητορική καταδίκης και τη στρατηγική αποστασιοποίησης, η προοπτική άμεσης στρατιωτικής εμπλοκής των χωρών του Κόλπου κατά του Ισραήλ παραμένει εξαιρετικά περιορισμένη. Η Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και λοιποί περιφερειακοί παίκτες εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τη Δύση — τόσο για την αμυντική τεχνολογία όσο και για την πυραυλική τους προστασία. Οι ένοπλες δυνάμεις τους δεν διαθέτουν την επιχειρησιακή ετοιμότητα ή το στρατηγικό βάθος για μια πολεμική αντιπαράθεση μεγάλης κλίμακας με ένα τεχνολογικά προηγμένο κράτος όπως το Ισραήλ.
Παράλληλα, μια τέτοια σύγκρουση θα ενείχε τον κίνδυνο εσωτερικής αποσταθεροποίησης, ιδίως σε καθεστώτα που παραμένουν ευάλωτα στην ανάφλεξη ισλαμιστικών ή λαϊκών κινημάτων. Ως εκ τούτου, το πιθανότερο σενάριο είναι η εντατικοποίηση της διπλωματικής πίεσης, η προσωρινή αναστολή των διαδικασιών εξομάλυνσης και η επιδείνωση του πολιτικού κόστους για το Ισραήλ στο επίπεδο των αραβικών και ισλαμικών οργανισμών.
Η σύρραξη Ισραήλ–Ιράν δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως στιγμιαίο ξέσπασμα. Δεν πρόκειται για έναν περιορισμένο περιφερειακό πόλεμο, αλλά για την κλιμάκωση μιας πολυετούς στρατηγικής αντιπαλότητας, η οποία έχει εδραιωθεί στις ρωγμές της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής ασφαλείας. Είναι το αποτέλεσμα μιας μακροχρόνιας συσσώρευσης γεωπολιτικής έντασης, της δομικής κατάρρευσης του μηχανισμού αποτροπής, και της απώλειας εμπιστοσύνης στους θεσμούς διαχείρισης κρίσεων.
Σε αυτή τη νέα φάση, η κρίση ξεφεύγει από τα γεωγραφικά όρια της Μέσης Ανατολής και αγγίζει τα όρια του διεθνούς συστήματος. Η απειλή δεν αφορά πλέον μόνο τη σταθερότητα της περιοχής· αφορά τη βιωσιμότητα του ίδιου του διεθνούς κανονιστικού πλαισίου. Αν η σύγκρουση δεν περιοριστεί, κινδυνεύει να εξελιχθεί σε σπειροειδή στρατηγική αποσταθεροποίηση με παγκόσμιες γεωοικονομικές συνέπειες — από την ασφάλεια της ενεργειακής εφοδιαστικής αλυσίδας έως τις ισορροπίες ισχύος μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων.
Η σύγκρουση αυτή λειτουργεί και ως καθρέφτης του μεταβατικού χαρακτήρα της παγκόσμιας τάξης: από μια σχετικώς προβλέψιμη μεταψυχροπολεμική ισορροπία, σε μια πολυπολική εποχή αστάθειας, όπου οι περιφερειακοί παίκτες αποκτούν μεγαλύτερη αυτονομία κινήσεων και οι θεσμοί υστερούν στη διαχείριση των ρίσκων.
Η ανάγκη για ένα νέο στρατηγικό πλαισίο αποτροπής, επανεξισορρόπησης και πολυμερούς συνεργασίας δεν ήταν ποτέ πιο επιτακτική. H τρέχουσα κρίση ενδέχεται να αποτελέσει το πρόπλασμα ενός ευρύτερου γεωπολιτικού σεισμού, τα μετασεισμικά κύματα του οποίου θα γίνουν αισθητά σε παγκόσμια κλίμακα, υπερβαίνοντας κατά πολύ τα γεωγραφικά όρια της Μέσης Ανατολής.
*Ο Κωνσταντίνος Αδαμίδης είναι διεθνολόγος με ειδίκευση στη στρατηγική ανάλυση, τη διεθνή τάξη και τη γεωπολιτική ασφάλεια. Έχει διατελέσει ερευνητής στο Ινστιτούτο των Ηνωμένων Εθνών για τη Συγκριτική Περιφερειακή Ολοκλήρωση (United Nations University – Institute on Comparative Regional Integration Studies, UNU-CRIS, Belgium), στο Ερευνητικό Κέντρο Βιοπολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου, στο Κέντρο Μελετών Ασφάλειας (ΚΕΜΕΑ), καθώς και σε συνεργασία με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής (Frontex).
Είναι απόφοιτος του Northeastern University (Boston, MA, USA), (MSc in Global Studies and International Relations), και του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (Πολιτική Επιστήμη και Δημόσια Διοίκηση). Έχει συμμετάσχει σε ευρωπαϊκά και διεθνή ερευνητικά προγράμματα και αρθρογραφεί συστηματικά για ζητήματα διεθνούς πολιτικής, στρατηγικής και θεσμικής αποτροπής.
Στον πυρήνα της κρίσης αυτής βρίσκεται μια δομική σύγκρουση κοσμοθεωριών. Το Ισραήλ και το Ιράν εκπροσωπούν δύο εντελώς αντίρροπα γεωστρατηγικά μοντέλα: το πρώτο επιδιώκει τη διατήρηση της στρατιωτικής του υπεροχής και της αποτρεπτικής του ικανότητας μέσω προληπτικών και αμυντικών μηχανισμών· το δεύτερο επιδιώκει τη σταδιακή υπονόμευση αυτής της υπεροχής μέσω δικτύων επιρροής, πυρηνικής τεχνολογικής προόδου και παράλληλων θεοπολιτικών αξιώσεων ηγεμονίας στο σιιτικό Ισλάμ.
Η σύρραξη που τώρα εκτυλίσσεται στο προσκήνιο λειτουργεί ως ιστορική τομή: όχι μόνο διασαλεύει τις υπάρχουσες ισορροπίες και αποσταθεροποιεί τα εύθραυστα καθεστώτα αποτροπής στην περιοχή, αλλά και προαναγγέλλει την αναδιατύπωση των αξόνων ισχύος στη Μέση Ανατολή. Η επίσημη και ανοιχτή εμπλοκή των δύο κρατών επιβεβαιώνει την κατάρρευση του προηγούμενου status quo — ενός μοντέλου που στηριζόταν σε σκιώδεις επιχειρήσεις, έμμεση ανάθεση, και την προσδοκία ότι η πυρηνική αποτροπή θα λειτουργούσε ως σταθεροποιητικός μηχανισμός.
Ταυτόχρονα, η κρίση επανενεργοποιεί τον πυρηνικό παράγοντα ως μεταβλητή διεθνούς ασφάλειας. Η απειλή ενός ιρανοϊσραηλινού πολέμου με πιθανές προεκτάσεις στον πυρηνικό τομέα — είτε μέσω περαιτέρω επιθέσεων σε εγκαταστάσεις, είτε μέσω επιτάχυνσης του ιρανικού προγράμματος — επαναφέρει το φάσμα της στρατηγικής αποτροπής σε ένα περιβάλλον πολλαπλής αστάθειας, με επιπτώσεις που ξεπερνούν την περιοχή και επηρεάζουν τη συνολική ισορροπία του διεθνούς συστήματος.
Πώς Φτάσαμε Εδώ: Από την Détente στην Κατάρρευση της Αποτροπής
1. Ο Διαρκής Πόλεμος Σκιών και το Δόγμα MABAM
Το Ισραήλ, αντιμετωπίζοντας το Ιράν ως υπαρξιακή απειλή και στρατηγικό του αντίπαλο, έχει υιοθετήσει από τις αρχές της δεκαετίας του 2010 το δόγμα της «Καμπάνιας μεταξύ των Πολέμων» (MABAM – Mivtsa Bein Milchamot). Πρόκειται για μια διαρκή στρατηγική φθοράς, η οποία δεν στοχεύει στην πλήρη στρατιωτική αναμέτρηση αλλά στη συστηματική αποδυνάμωση της ιρανικής επιρροής μέσω περιοδικών και χειρουργικών παρεμβάσεων.
Η MABAM αποτελεί ένα μοντέλο επιχειρησιακής αποτροπής που βασίζεται σε ασύμμετρες και ευέλικτες τακτικές: αεροπορικά πλήγματα εναντίον στρατιωτικών αποθηκών, επιχειρήσεις ηλεκτρονικού πολέμου, επιθέσεις στον κυβερνοχώρο και στοχευμένες φυσικές εξουδετερώσεις κρίσιμου επιστημονικού ή στρατιωτικού προσωπικού. Τα πιο εμβληματικά παραδείγματα περιλαμβάνουν:
- Την κυβερνοεπίθεση στο πυρηνικό εργοστάσιο της Νατάνζ (Natanz) με το ιό Stuxnet.
- Την εξόντωση του Μοχσέν Φαχριζαντέχ, βασικού φυσικού πίσω από το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν.
- Εκατοντάδες αεροπορικές επιδρομές σε ιρανικές εγκαταστάσεις και αποθήκες πυραύλων στη Συρία, κυρίως κοντά στη Δαμασκό και στην Παλμύρα.
Η φιλοσοφία του MABAM προϋποθέτει συνεχή επιχειρησιακή πίεση χωρίς να περνά το κατώφλι του πολέμου πλήρους κλίμακας. Το Ισραήλ επιχειρεί να «ματώσει» τον αντίπαλο, διατηρώντας την πρωτοβουλία του στρατηγικού χρόνου. Ωστόσο, αυτή η μορφή περιοδικής φθοράς φτάνει τελικά σε σημείο κορεσμού.
Η επανάληψή της χωρίς συνοδευόμενη στρατηγική αναβάθμιση οδηγεί το Ιράν να ενισχύσει την απόφασή του για απόκτηση πυρηνικού οπλοστασίου ως μέσο ασύμμετρης στρατηγικής ισοτιμίας. Όσο το Ισραήλ επιχειρεί να καθυστερήσει ή να διαταράξει την πυρηνική πρόοδο του Ιράν, τόσο το Ιράν εδραιώνει τη βεβαιότητα ότι μόνο η κατοχή όπλου μαζικής καταστροφής μπορεί να εγγυηθεί την επιβίωσή του.
Σε αυτό το πλαίσιο, η MABAM εξελίσσεται από μέσο αποτροπής σε παράγοντα επιτάχυνσης της κρίσης — ένα είδος στρατηγικής boomerang που, αν και αρχικά λειτούργησε αποτρεπτικά, τελικά ενίσχυσε τα κίνητρα του Ιράν να εξοπλιστεί δραστικά και μυστικά.
2. Η Ιρανική Διφορούμενη Πυρηνική Αποτροπή
Το Ιράν, για μεγάλο χρονικό διάστημα, εφάρμοσε μια στρατηγική ασάφειας (strategic ambiguity) ως προς τις πυρηνικές του φιλοδοξίες. Η προσέγγιση αυτή στηρίχθηκε σε μια λεπτή ισορροπία: διατήρηση τεχνολογικής ετοιμότητας (nuclear latency) για την ταχεία απόκτηση πυρηνικής ικανότητας, χωρίς ωστόσο να προβαίνει σε ανοιχτή παραβίαση της Συνθήκης Μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων (NPT).
Η θρησκευτική φατφά (fatwa) του Ανώτατου Ηγέτη του Ιράν, Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, η οποία απαγορεύει την κατασκευή και χρήση πυρηνικών όπλων, προσέφερε το νομιμοποιητικό πλαίσιο εσωτερικά και ένα διπλωματικό ανάχωμα εξωτερικά. Μέσω αυτής της θρησκευτικοπολιτικής ασπίδας, η Τεχεράνη παρουσίαζε το πρόγραμμά της ως ειρηνικό και αμυντικό, αποτρέποντας εν μέρει την διεθνή πίεση και κρατώντας ανοικτή την πόρτα του διαλόγου.
Ωστόσο, αυτή η ισορροπία ανετράπη με την κατάρρευση της συμφωνίας JCPOA (Joint Comprehensive Plan of Action). Η συμφωνία του 2015, καρπός επίπονων πολυμερών διαπραγματεύσεων μεταξύ Ιράν, ΗΠΑ, Ε.Ε., Κίνας και Ρωσίας, περιόριζε το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης, με αντάλλαγμα την άρση των διεθνών κυρώσεων. Όμως, η μονομερής αποχώρηση των ΗΠΑ το 2018, υπό την προεδρία Trump, συνοδεύτηκε από την επαναφορά του καθεστώτος «μέγιστης πίεσης» με αυστηρές κυρώσεις, οικονομικό στραγγαλισμό και απομόνωση.
Σε απάντηση, η ιρανική ηγεσία εγκατέλειψε σταδιακά τις δεσμεύσεις της συμφωνίας. Το Ιράν άρχισε να αυξάνει το επίπεδο εμπλουτισμού ουρανίου, να επεκτείνει τις εγκαταστάσεις φυγοκέντρησης, να εξοπλίζει νέες υπόγειες εγκαταστάσεις και να περιορίζει δραστικά την πρόσβαση των επιθεωρητών του Διεθνούς Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας (ΔΟΑΕ).
Αυτές οι κινήσεις οδήγησαν σε μια ποιοτική στρατηγική μετάβαση: από την περίοδο της «δημιουργικής ασάφειας» σε μια φάση εμπράγματης και μετρήσιμης προόδου προς την πυρηνική ισοτιμία.
Σύμφωνα με διεθνείς αναλύσεις και αναφορές του Ινστιτούτου Επιστήμης και Διεθνούς Ασφάλειας (ISIS), το Ιράν έχει ήδη αποθηκεύσει επαρκή ποσότητα ουρανίου εμπλουτισμένου σε επίπεδα έως και 60% — ένα βήμα πριν το στρατιωτικό επίπεδο 90%. Οι ειδικοί εκτιμούν ότι εφόσον ληφθεί πολιτική απόφαση, η Τεχεράνη μπορεί εντός λίγων εβδομάδων να αποκτήσει τη δυνατότητα κατασκευής πυρηνικού όπλου (breakout capability).
Η μετάβαση αυτή μετατοπίζει τον άξονα των στρατηγικών διλημμάτων για το Ισραήλ και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η πυρηνική διφορούμενη αποτροπή του Ιράν δημιουργεί ένα γριφώδες στρατηγικό πεδίο: από τη μία πλευρά, δεν μπορεί να τεκμηριωθεί νομικά η παραβίαση της NPT από την άλλη, η στρατιωτική πραγματικότητα υποδεικνύει πως το Ιράν βρίσκεται στο κατώφλι της απόκτησης πρώτου πυρηνικού όπλου, έστω και υπό όρους latency.
Το Ισραήλ, με βάση τη δική του στρατηγική δόγματος Μη Ανοχής (Zero Tolerance Doctrine), θεωρεί κάθε τέτοιο ενδεχόμενο υπαρξιακή απειλή. Συνεπώς, η επιλογή μιας προληπτικής πλήρους επίθεσης — είτε συμβατικής είτε στοχευμένης — αρχίζει να αποκτά χαρακτήρα μονόδρομου στο πλαίσιο της κλασικής θεωρίας αποτροπής (deterrence theory), προτού το Ιράν φτάσει στο σημείο όπου μια επίθεση θα προκαλούσε πυρηνική απάντηση ή καθολικό κόστος (cost imposition escalation).
Σε αυτό το πλαίσιο, η κρίση του Ιουνίου 2025 μπορεί να εκληφθεί ως η επιβεβαίωση της αποτυχίας του μηχανισμού ελέγχου εξοπλισμών, της κατάρρευσης της διπλωματίας JCPOA και της επανεμφάνισης του πυρηνικού παράγοντα ως καταλύτη πολέμου, όχι αποτροπής.
3. Η Καταλυτική Επίθεση και η Κλιμάκωση Αντίδρασης της Τεχεράνης
Η πολυεπίπεδη ισραηλινή επιχείρηση, τα ξημερώματα της 13ης Ιουνίου 2025, αποτέλεσε στρατηγικό turning point στη μακροχρόνια αντιπαράθεση. Τα πλήγματα στόχευσαν κομβικά σημεία του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος, όπως την Pilot Fuel Enrichment Plant (PFEP) στο Νατάνζ, το κέντρο εμπλουτισμού στο Φορντό, και διάφορα κέντρα διοίκησης και επικοινωνιών.
Σύμφωνα με διεθνή και δορυφορικά δεδομένα, οι επιθέσεις προκάλεσαν σοβαρές ζημίες σε κρίσιμες υποδομές υποστήριξης του προγράμματος. Συγκεκριμένα, η διακοπή ισχύος και η στοχευμένη δολιοφθορά στο Νατάνζ επηρέασαν τη λειτουργία περίπου 15.000 φυγοκεντρητών πρώτης και δεύτερης γενιάς, προκαλώντας διακοπή στις γραμμές εμπλουτισμού χαμηλού και μέσου βαθμού.
Αντίθετα, οι υπόγειες οχυρωμένες εγκαταστάσεις στο Φορντό φαίνεται πως διατηρήθηκαν λειτουργικές, προστατευμένες από ενισχυμένο σκυρόδεμα και αντιαεροπορική κάλυψη. Παρότι δεν επήλθε πλήρης καταστροφή των φυσικών εγκαταστάσεων, το πλήγμα είχε σημαντικό ψυχολογικό και στρατηγικό αντίκτυπο: α) απέδειξε την ικανότητα του Ισραήλ να διεισδύσει σε περιοχές αυξημένης ασφάλειας, β) μείωσε προσωρινά τη δυναμικότητα εμπλουτισμού και γ) υπονόμευσε το αφήγημα πυρηνικής ασφάλειας της Τεχεράνης.
Η ιρανική αντίδραση δεν άργησε. Το Ιράν, εγκαταλείποντας προσωρινά τη στρατηγική της ψυχραιμίας και της επιλεκτικής συγκράτησης, εξαπέλυσε συνδυασμένες επιθέσεις με πυραύλους cruise και drones κατά στόχων στο ισραηλινό έδαφος. Αν και η έκταση της συμμετοχής των περιφερειακών συμμάχων της Τεχεράνης (όπως της Χεζμπολάχ στον Λίβανο, των Χούθι στην Υεμένη, ή παραστρατιωτικές μονάδες στο Ιράκ -PMU-) παραμένει ασαφής, είναι δεδομένο πως το Ιράν επιχείρησε να σηματοδοτήσει μια ποιοτική αναβάθμιση της στρατηγικής του στάσης: από την έμμεση υποστήριξη σε άμεση στρατιωτική εμπλοκή.
Η επίθεση χαρακτηρίστηκε από στρατηγική αναλογικότητα, χωρίς όμως να αποσκοπεί σε μαζική καταστροφή· στόχευσε κυρίως αμυντικές εγκαταστάσεις, βάσεις ραντάρ και αεροπορικές υποδομές του Ισραήλ. Η Τεχεράνη επιδίωξε να διατηρήσει το πλαίσιο της ελεγχόμενης κλιμάκωσης, εκπέμποντας το μήνυμα ότι διαθέτει μέσα και πολιτική βούληση να απαντήσει – χωρίς ωστόσο να ξεπεράσει το κατώφλι γενικευμένου πολέμου.
Η επιλογή αυτή εντάσσεται σε έναν ευρύτερο υπολογισμό ρίσκου. Το Ιράν φαίνεται να σταθμίζει την ανάγκη επίδειξης αποτρεπτικής ισχύος έναντι του Ισραήλ, με τον κίνδυνο διεθνούς απομόνωσης και οικονομικής ασφυξίας, σε περίπτωση που ο πόλεμος γενικευθεί. Η στάση αυτή αντικατοπτρίζει μια νέα πυραμιδική μορφή ιρανικής αντίδρασης: ξεκινώντας από κρατικά πλήγματα, και με δυνατότητα σταδιακής προσθήκης παρακρατικών βραχιόνων, εφόσον η κρίση αποκτήσει χαρακτηριστικά περιφερειακής ανάφλεξης.
Γιατί Τώρα;
Η χρονική συγκυρία της στρατιωτικής έκρηξης μεταξύ Ισραήλ και Ιράν δεν είναι τυχαία, αντιθέτως, εδράζεται σε σύμπτωση δομικών, επιχειρησιακών και πολιτικοστρατηγικών μεταβλητών που κατέστησαν τον Ιούνιο του 2025 το «τέλειο παράθυρο σύγκρουσης». Η κλιμάκωση συνιστά προϊόν ενός αθροιστικού καταναγκασμού — τόσο για την Ιερουσαλήμ όσο και για την Τεχεράνη — που οδήγησε σε σημείο στρατηγικής μη αναστρεψιμότητας.
1. Εσωτερική Πίεση στο Ισραήλ και Επαναφορά της Αποτρεπτικής Αξιοπιστίας
Η ισραηλινή κυβέρνηση, υπό την πίεση εσωτερικής πολιτικής αστάθειας, κοινωνικών διαιρέσεων και έντονης διεθνούς κριτικής για τη διαχείριση της κρίσης στη Γάζα, αντιμετώπιζε μια κατάσταση φθίνουσας εμπιστοσύνης σε επίπεδο στρατηγικής αξιοπιστίας. Το δόγμα της αποτροπής, όπως εφαρμόστηκε από το 2023 και έπειτα, εθεωρείτο διαβρωμένο μετά από συνεχείς επιθέσεις από Χαμάς, Χεζμπολάχ και Χούθι, οι οποίες δεν είχαν αποτραπεί εκ προοιμίου.
Η επιλογή μιας καταλυτικής, υψηλής έντασης επιχείρησης κατά του Ιράν, επανέφερε το δόγμα της προληπτικής δράσης στο προσκήνιο. Ενίσχυσε την εικόνα στρατηγικής πρωτοβουλίας, τόσο στο εσωτερικό όσο και απέναντι στους διεθνείς συμμάχους, ενώ αποκατέστησε – τουλάχιστον μερικώς – την αίσθηση ισραηλινής υπεροχής στο πεδίο της επιχειρησιακής ικανότητας.
2. Ιράν: Εσωτερικές Ταραχές, Εξωτερική Απομόνωση και Ανάγκη Αντίδρασης
Από την πλευρά της Τεχεράνης, η απουσία απάντησης σε μια τόσο μεγάλης κλίμακας πρόκληση θα ερμηνευόταν ως στρατηγική αδυναμία, τόσο εσωτερικά όσο και μεταξύ των περιφερειακών συμμάχων της. Το καθεστώς βρίσκεται ήδη αντιμέτωπο με σοβαρές εσωτερικές πιέσεις, κοινωνικές κινητοποιήσεις, οικονομική ύφεση λόγω κυρώσεων και μειούμενη δημοφιλία του θρησκευτικού κατεστημένου. Μια ουσιαστική αντίδραση ήταν απαραίτητη για τη διατήρηση της αποτρεπτικής αξιοπιστίας του ιρανικού καθεστώτος και τη διαφύλαξη του status του ως «κέντρου αντίστασης» στην ευρύτερη Μέση Ανατολή.
3. Επιχειρησιακό Κενό στην Ιρανική Αεράμυνα
Το Ισραήλ επέλεξε τη συγκυρία αυτή, λόγω της συστηματικής αποδυνάμωσης των ιρανικών συστημάτων αεράμυνας. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών, πραγματοποιήθηκαν στοχευμένες αεροπορικές επιδρομές και κυβερνοεπιθέσεις που εξουδετέρωσαν ή μείωσαν τη λειτουργικότητα κρίσιμων υποσυστημάτων, όπως σταθμοί ραντάρ και αντιαεροπορικά πυραυλικά συστήματα. Η μειωμένη ετοιμότητα επίλεκτων Ιρανικών στρατιωτικών δομών, όπως των IRGC-Aerospace Units και οι ελλείψεις σε ανταλλακτικά λόγω κυρώσεων, δημιούργησαν ένα παράθυρο επιχειρησιακής διείσδυσης που αξιοποιήθηκε από την Ιερουσαλήμ με σχετική επιτυχία.
4. Περιφερειακή Αποδυνάμωση του «Άξονα Αντίστασης»
Η Χεζμπολάχ, η Χαμάς και οι Χούθι βρίσκονται σε κατάσταση σημαντικής αποδυνάμωσης. Η Χεζμπολάχ έχει απολέσει εκατοντάδες μαχητές σε συνεχείς συγκρούσεις στον Νότιο Λίβανο. Η Χαμάς, ύστερα από την πολύμηνη ισραηλινή επιχείρηση στη Γάζα το 2024, έχει αποδιοργανωθεί οργανωτικά και επιχειρησιακά. Οι Χούθι, από την πλευρά τους, υφίστανται διαρκείς απώλειες από συμμαχικά πλήγματα στην Ερυθρά Θάλασσα. Το Ισραήλ, αναγνωρίζοντας ότι ο «περιφερειακός βραχίονας» του Ιράν είναι προσωρινά ανίκανος να δημιουργήσει ταυτόχρονη πίεση σε πολλαπλά μέτωπα, βρήκε ευκαιρία για στρατηγική επίθεση με περιορισμένο ρίσκο πολλαπλής ανάφλεξης.
5. Παγκόσμιο Στρατηγικό Κενό και Απροθυμία Παρέμβασης
Το διεθνές σύστημα βιώνει ένα έλλειμμα συλλογικής αποτροπής. Οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται σε φάση προεκλογικής εσωστρέφειας και πολιτικής πολώσεως εν όψει των ενδιάμεσων εκλογών. Η Ρωσία, εγκλωβισμένη στο Ουκρανικό μέτωπο, έχει περιορισμένα περιθώρια για ενεργή εμπλοκή, αν και αξιοποιεί την κρίση ως πεδίο αντιπερισπασμού της Δύσης. Η Κίνα, διατηρώντας οικονομικά συμφέροντα και με τις δύο πλευρές, υιοθετεί προσεκτική, ρητορική ουδετερότητα, αποφεύγοντας κάθε στρατηγικό διακύβευμα.
Η απουσία συντονισμένου διεθνούς μηχανισμού παρέμβασης δημιούργησε ένα στρατηγικό κενό ισχύος, το οποίο εκμεταλλεύτηκαν τα εμπλεκόμενα μέρη για να προβούν σε κινήσεις υψηλού ρίσκου, προσβλέποντας σε τοπική νίκη πριν την έλευση μεσολαβητικής πίεσης.
Πιθανά Σενάρια Εξέλιξης της Πολεμικής Αντιπαράθεσης
Η ένοπλη σύγκρουση Ισραήλ–Ιράν μπορεί να εξελιχθεί σε διαφορετικές κατευθύνσεις, κάθε μία εκ των οποίων, απολήγει σε διαφορετικές στρατηγικές, περιφερειακές και διεθνείς συνέπειες. Η παρακάτω ανάλυση αποτυπώνει τα τρία βασικά σενάρια, σύμφωνα με τη θεωρία της κλιμάκωσης, τα πρότυπα του παρελθόντος και τις παρούσες δυναμικές ισχύος.
Σενάριο Α: Περιορισμένη και Ελεγχόμενη Σύγκρουση
Με τη διαμεσολάβηση τρίτων δρώντων — πιθανώς των ΗΠΑ, της Κίνας, ή διακρατικών μηχανισμών όπως ο ΟΗΕ ή ο Οργανισμός Ισλαμικής Συνεργασίας — επιτυγχάνεται ταχεία κατάπαυση πυρός, βασισμένη σε σιωπηρή κατανόηση ότι περαιτέρω κλιμάκωση θα ήταν καταστροφική για όλους. Η κρίση δεν επιλύεται αλλά αναβάλλεται, διατηρώντας ανοιχτά τα δομικά αίτια της σύγκρουσης.
Σε αυτό το σενάριο, η αποτροπή αποκαθίσταται προσωρινά, κυρίως μέσω της ισορροπίας του τρόμου και του αμοιβαίου εξαντλητικού κόστους, όμως οι παράγοντες αναζωπύρωσης παραμένουν ενεργοί. Το παράθυρο επανεκκίνησης των εχθροπραξιών παραμένει ανοικτό για το μεσοπρόθεσμο διάστημα.
Σενάριο Β: Περιφερειακή Ανάφλεξη και Διάχυση
Το Ιράν αποφασίζει να ενεργοποιήσει τα περιφερειακά παρακλάδια του άξονα «αντίστασης», παρά τις αποδυναμωμένες επιχειρησιακές τους δυνατότητες. Η Χεζμπολάχ ανοίγει το βόρειο μέτωπο με επιθέσεις στο βόρειο Ισραήλ, ενώ οι ιρακινές PMU και οι Χούθι στην Υεμένη στοχεύουν αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις και ισραηλινές θέσεις στη Συρία ή την Ερυθρά Θάλασσα.
Ο Λίβανος εισέρχεται σε κατάσταση αποσταθεροποίησης ή και κατάρρευσης, λόγω εσωτερικής κρίσης, κοινωνικής πόλωσης και αδυναμίας διατήρησης εθνικής συνοχής. Η ευρύτερη περιοχή εισέρχεται σε καταιγιστική αστάθεια, με επιπτώσεις στις μεταναστευτικές ροές, στην ασφάλεια της ναυσιπλοΐας και στις τιμές πετρελαίου.
Η στρατηγική διάχυση της σύγκρουσης προκαλεί πολλαπλά μέτωπα και αλυσιδωτές κρίσεις, δημιουργώντας συνθήκες για μακρόχρονη φθορά.
Σενάριο Γ: Διεθνοποίηση της Κρίσης
Εάν υπάρξουν απώλειες Αμερικανών στρατιωτών ή πληγούν αμερικανικές βάσεις, κυρίως στο Ιράκ, στη Συρία ή στον Κόλπο, οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί να αισθανθούν υποχρεωμένες να εμπλακούν στρατιωτικά, είτε μέσω στοχευμένων αντιποίνων, είτε μέσω ευρύτερης εμπλοκής για την επαναφορά ισορροπίας ισχύος.
Άλλες περιφερειακές δυνάμεις, βλέποντας τη σύγκρουση ως παράθυρο ευκαιρίας, ενδέχεται να επιχειρήσουν στρατηγικούς αντιπερισπασμούς σε διαφορετικά γεωγραφικά μέτωπα — αναζωπυρώνοντας λανθάνουσες εντάσεις ή εθνοφυλετικές ρωγμές. Σε ένα τέτοιο σενάριο, η Μέση Ανατολή παύει να αποτελεί τη μοναδική εστία κρίσης και μετατρέπεται σε έναν από πολλούς ταυτόχρονους κόμβους στρατηγικής αστάθειας.
Η Κίνα, αναγνωρίζοντας το ρίσκο αποσταθεροποίησης των ενεργειακών οδών και την απειλή για το παγκόσμιο εμπόριο, επιχειρεί να διαδραματίσει μεσολαβητικό ρόλο, αναδεικνύοντας τον εαυτό της σε παγκόσμιο σταθεροποιητή και εναλλακτικό ηγετικό πόλο έναντι της Δύσης.
Επιθέσεις σε Ενεργειακές Υποδομές και Απειλή για τη Παγκόσμια Αγορά
Η στοχοποίηση από πλευράς Ισραήλ κρίσιμων ενεργειακών εγκαταστάσεων του Ιράν, όπως το κοίτασμα South Pars (το μεγαλύτερο παγκοσμίως κοίτασμα φυσικού αερίου, που το Ιράν μοιράζεται με το Κατάρ), αποτελεί ποιοτική κλιμάκωση της κρίσης.
Επιπτώσεις:
• Εκτόξευση των διεθνών τιμών ενέργειας, με άμεσο αντίκτυπο σε LNG, αργό πετρέλαιο και χρηματοοικονομικά παράγωγα ενέργειας.
• Αμφισβήτηση της αξιοπιστίας των ενεργειακών ροών από τη Μέση Ανατολή και μετατόπιση αγοραστών προς εναλλακτικούς παρόχους όπως ΗΠΑ, Καναδάς και Αυστραλία.
• Πιθανή απόπειρα αποκλεισμού των Στενών του Ορμούζ από το Ιράν — μέσω ναρκοθέτησης, επιθέσεων σε δεξαμενόπλοια ή προειδοποιητικών βολών. Από την συγκεκριμένη δίοδο, διέρχεται περίπου το 20% της παγκόσμιας πετρελαϊκής ροής.
Ακόμα και πρόσκαιρη παρεμπόδιση της διέλευσης θα θεωρηθεί casus belli από τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, και πιθανώς την Ινδία ή την Κίνα, λόγω του άμεσου πλήγματος σε συστημικά ζωτικά συμφέροντα.
Στρατηγικές Προεκτάσεις
1. Επανεμφάνιση Πυρηνικής Αποτροπής
Εάν το Ιράν αποφασίσει ανοιχτή αποχώρηση από τη Συνθήκη Μη Διάδοσης Πυρηνικών όπλων (NPT) και επιδιώξει ρητώς την κατασκευή πυρηνικού όπλου, το γεωπολιτικό τοπίο της Μέσης Ανατολής αλλάζει δραματικά. Η πιθανότητα εμφάνισης πολυπυρηνικής ισορροπίας τρόμου στην περιοχή αυξάνει, ενισχύοντας την αβεβαιότητα και περιορίζοντας τα περιθώρια διπλωματικής διαχείρισης.
2. Κατάρρευση Πολυμερούς Πλαισίου
Η αποτυχία διεθνών θεσμών όπως ο ΟΗΕ, η ΙΑΕΑ, και ο ΟΟΣΑ να προλάβουν ή να διαχειριστούν την κρίση, καταδεικνύει την αυξανόμενη μετάβαση από μια θεσμική τάξη σε ένα αναρχικό μοντέλο αυτοβοήθειας, όπου τα κράτη ενεργούν μονομερώς για τη διασφάλιση των συμφερόντων τους.
3. Αποδόμηση των Συμφωνιών Ομαλοποίησης
Οι Αβρααμικές Συμφωνίες — που είχαν αναδειχθεί σε στρατηγικό πυλώνα για την περιφερειακή ενσωμάτωση του Ισραήλ και την επαναχάραξη των σχέσεών του με τον αραβικό κόσμο — υφίστανται πλέον σοβαρό πλήγμα. Οι χώρες του Κόλπου, ανήσυχες για την κοινωνική αποδοχή στο εσωτερικό και τελώντας υπό την πίεση φιλοπαλαιστινιακών πολιτικών και θρησκευτικών ρευμάτων, φαίνεται να υιοθετούν στρατηγική ουδετερότητας ή προσεκτικής αποστασιοποίησης. Η αντίληψη του Ισραήλ ως “νόμιμου” περιφερειακού δρώντα ενδέχεται να υπονομευθεί εκ νέου στις αραβικές κοινωνίες, οδηγώντας σε επιβράδυνση — ή ακόμη και προσωρινή αναστολή — των διαδικασιών εξομάλυνσης.
4. Περιορισμένες Προοπτικές Στρατιωτικής Αντίδρασης από τις Χώρες του Κόλπου
Παρά τη ρητορική καταδίκης και τη στρατηγική αποστασιοποίησης, η προοπτική άμεσης στρατιωτικής εμπλοκής των χωρών του Κόλπου κατά του Ισραήλ παραμένει εξαιρετικά περιορισμένη. Η Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και λοιποί περιφερειακοί παίκτες εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τη Δύση — τόσο για την αμυντική τεχνολογία όσο και για την πυραυλική τους προστασία. Οι ένοπλες δυνάμεις τους δεν διαθέτουν την επιχειρησιακή ετοιμότητα ή το στρατηγικό βάθος για μια πολεμική αντιπαράθεση μεγάλης κλίμακας με ένα τεχνολογικά προηγμένο κράτος όπως το Ισραήλ.
Παράλληλα, μια τέτοια σύγκρουση θα ενείχε τον κίνδυνο εσωτερικής αποσταθεροποίησης, ιδίως σε καθεστώτα που παραμένουν ευάλωτα στην ανάφλεξη ισλαμιστικών ή λαϊκών κινημάτων. Ως εκ τούτου, το πιθανότερο σενάριο είναι η εντατικοποίηση της διπλωματικής πίεσης, η προσωρινή αναστολή των διαδικασιών εξομάλυνσης και η επιδείνωση του πολιτικού κόστους για το Ισραήλ στο επίπεδο των αραβικών και ισλαμικών οργανισμών.
Συμπεράσματα
Η σύρραξη Ισραήλ–Ιράν δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως στιγμιαίο ξέσπασμα. Δεν πρόκειται για έναν περιορισμένο περιφερειακό πόλεμο, αλλά για την κλιμάκωση μιας πολυετούς στρατηγικής αντιπαλότητας, η οποία έχει εδραιωθεί στις ρωγμές της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής ασφαλείας. Είναι το αποτέλεσμα μιας μακροχρόνιας συσσώρευσης γεωπολιτικής έντασης, της δομικής κατάρρευσης του μηχανισμού αποτροπής, και της απώλειας εμπιστοσύνης στους θεσμούς διαχείρισης κρίσεων.
Σε αυτή τη νέα φάση, η κρίση ξεφεύγει από τα γεωγραφικά όρια της Μέσης Ανατολής και αγγίζει τα όρια του διεθνούς συστήματος. Η απειλή δεν αφορά πλέον μόνο τη σταθερότητα της περιοχής· αφορά τη βιωσιμότητα του ίδιου του διεθνούς κανονιστικού πλαισίου. Αν η σύγκρουση δεν περιοριστεί, κινδυνεύει να εξελιχθεί σε σπειροειδή στρατηγική αποσταθεροποίηση με παγκόσμιες γεωοικονομικές συνέπειες — από την ασφάλεια της ενεργειακής εφοδιαστικής αλυσίδας έως τις ισορροπίες ισχύος μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων.
Η σύγκρουση αυτή λειτουργεί και ως καθρέφτης του μεταβατικού χαρακτήρα της παγκόσμιας τάξης: από μια σχετικώς προβλέψιμη μεταψυχροπολεμική ισορροπία, σε μια πολυπολική εποχή αστάθειας, όπου οι περιφερειακοί παίκτες αποκτούν μεγαλύτερη αυτονομία κινήσεων και οι θεσμοί υστερούν στη διαχείριση των ρίσκων.
Η ανάγκη για ένα νέο στρατηγικό πλαισίο αποτροπής, επανεξισορρόπησης και πολυμερούς συνεργασίας δεν ήταν ποτέ πιο επιτακτική. H τρέχουσα κρίση ενδέχεται να αποτελέσει το πρόπλασμα ενός ευρύτερου γεωπολιτικού σεισμού, τα μετασεισμικά κύματα του οποίου θα γίνουν αισθητά σε παγκόσμια κλίμακα, υπερβαίνοντας κατά πολύ τα γεωγραφικά όρια της Μέσης Ανατολής.
*Ο Κωνσταντίνος Αδαμίδης είναι διεθνολόγος με ειδίκευση στη στρατηγική ανάλυση, τη διεθνή τάξη και τη γεωπολιτική ασφάλεια. Έχει διατελέσει ερευνητής στο Ινστιτούτο των Ηνωμένων Εθνών για τη Συγκριτική Περιφερειακή Ολοκλήρωση (United Nations University – Institute on Comparative Regional Integration Studies, UNU-CRIS, Belgium), στο Ερευνητικό Κέντρο Βιοπολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου, στο Κέντρο Μελετών Ασφάλειας (ΚΕΜΕΑ), καθώς και σε συνεργασία με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής (Frontex).
Είναι απόφοιτος του Northeastern University (Boston, MA, USA), (MSc in Global Studies and International Relations), και του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (Πολιτική Επιστήμη και Δημόσια Διοίκηση). Έχει συμμετάσχει σε ευρωπαϊκά και διεθνή ερευνητικά προγράμματα και αρθρογραφεί συστηματικά για ζητήματα διεθνούς πολιτικής, στρατηγικής και θεσμικής αποτροπής.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα