Μάιρα Παπαθανασoπούλου: Η συγγραφέας του «Ιούδα» τα βάζει με τη Μαφία

Μάιρα Παπαθανασoπούλου: Η συγγραφέας του «Ιούδα» τα βάζει με τη Μαφία

Η συγγραφέας του best seller «Ο Ιούδας φιλούσε υπέροχα» μιλάει για το καινούριο της βιβλίο «Mamma Santissima» που αναφέρεται στη Μαφία της Καλαβρίας, τον «Ιούδα» που τη στιγμάτισε, τις κατηγορίες που είχε δεχτεί τότε ως «ροζ συγγραφέας» και τις συμβουλές του Φρέντυ Γερμανού

Μάιρα Παπαθανασoπούλου: Η συγγραφέας του «Ιούδα» τα βάζει με τη Μαφία
Το πηγαίο χιούμορ, ο αυτοσαρκασμός που τσακίζει κόκαλα, το ανήσυχο πνεύμα και η ευρυμάθειά της, στοιχεία παρόντα και στα πέντε βιβλία της, αποτελούν τον πυρήνα της ύπαρξης της Μάιρας Παπαθανασοπούλου και στην πραγματική της ζωή.

Προσηνής και χαλαρή, μίλησε για το καινούριο της πόνημα διατηρώντας τον πληθυντικό ευγενείας σχεδόν μέχρι το τέλος της συζήτησής μας. Το «Mamma Santissima», όπως είναι ο τίτλος του, είχε γραφτεί ως σενάριο κινηματογραφικής ταινίας πριν από 14 χρόνια, αμέσως μετά την τεράστια επιτυχία του πρώτου της συγγραφικού εγχειρήματος «Ο Ιούδας φιλούσε υπέροχα». Αποτυγχάνοντας τότε στην εξεύρεση κατάλληλου σκηνοθέτη, το σενάριο παρέμενε στο συρτάρι μέχρι πρόσφατα, όταν μετά από πιέσεις εμπλουτίστηκε με νέα στοιχεία και μετατράπηκε σε βιβλίο. «Mamma Santissima κυριολεκτικά σημαίνει Μητέρα Αγιοτάτη, δηλαδή Παναγία. Ταυτόχρονα αποτελεί και προσφώνηση μαφιόζου», εξηγεί η συγγραφέας, η οποία για χάρη του βιβλίου, η ιστορία του οποίου εκτυλίσσεται στη Σικελία, έκανε μια τεράστια έρευνα βουτώντας βαθιά μέσα στον (υπο)κόσμο της Ντράγκετα, της Μαφίας της Καλαβρίας. «Δεν υπήρχε τίποτα στα ελληνικά, υπήρχαν όμως κάποια ιταλικά αρχεία και κάποια γερμανικά λόγω της διείσδυσής της στη Γερμανία», συνεχίζει. Φυσικά, για μια επαγγελματία μεταφράστρια με γερμανική παιδεία, η οποία μιλάει άπταιστα αγγλικά, γερμανικά και ιταλικά, λίγα γαλλικά και έχει κάνει τρία χρόνια ιαπωνικά αλλά και αραβικά, αυτό δεν ήταν πρόβλημα. «Ενα σημείο του βιβλίου -για το οποίο είμαι πολύ περήφανη που το έχω συμπεριλάβει- είναι αυτό που αναφέρεται στους Γκρεκάνους, τους Ελληνες της Κάτω Ιταλίας, οι οποίοι ζουν στα ορεινά χωριουδάκια του Ασπρομόντε και μιλάνε την τοπική διάλεκτο. Εκεί η Ντράγκετα είναι ιδιαίτερα δημοφιλής αφού λύνει τα προβλήματα των κατοίκων για τα οποία το κράτος αδιαφορεί. Σε αυτό το σκηνικό φτάνουν οι ήρωες της ιστορίας, ένα ζευγάρι που μόλις έχει παντρευτεί και έχει πάει να επισκεφθεί τον νονό του άντρα, ο οποίος είχε φύγει από τη Μάνη πριν από δεκαετίες εξαιτίας μιας βεντέτας και πλέον είναι ο γιατρός μιας μαφιόζικης οικογένειας στην Καλαβρία». Καμία σχέση με τον «Ιούδα φιλούσε υπέροχα», ούτε όμως και με την αστυνομική πλοκή του επίσης πολύ πετυχημένου «Μακάριοι οι πενθούντες», το οποίο ήταν και το τελευταίο που είχε γράψει, το 2006. «Δεν μπορώ να γράψω εύκολα», λέει χωρίς να με πείθει και συνεχίζει: «Αλήθεια λέω. Τουλάχιστον σε σχέση με άλλους συγγραφείς οι οποίοι καταφέρνουν και γεννούν ιδέες κάθε χρόνο. Αυτό δεν το ’χω. Δεν με πειράζει όμως. Γράφω μόνο όταν έχω κέφι. Ετσι το χαίρομαι και το διασκεδάζω». Τη ρωτάω μήπως το γεγονός ότι έχει μόνιμη δουλειά (μεταφράστρια σε υπουργείο) την κάνει «τεμπέλα» ως προς τη συγγραφή. «Μου φάνηκε πιο εύκολο να κάνω μαθήματα πιάνου στα 46 μου παρά να γράψω. Μέσα μου είναι τόσο απλό», απαντά. Και συνεχίζει: «Δεν θέλω να πιέζομαι. Γι’ αυτό και δεν μου αρέσει να συστήνομαι ως συγγραφέας. Σταμάτησα όταν εξαφανίστηκε μυστηριωδώς η δασκάλα μου. Εφυγε για Ελβετία, μετανάστευσε. Μετά έδινε Πανελλαδικές ο ένας γιος μου (σ.σ.: έχει δύο) και το πιάνο δεν θα βοηθούσε στο διάβασμά του. Βοήθησε όμως εμένα να εκτονώσω λίγο την καλλιτεχνική μου φύση. Λίγο στρεβλά, παράτονα και κακόηχα, αλλά έμαθα να παίζω το ‘‘El Condor Pasa’’, το ‘‘Μινόρε της Αυγής’’ και καμιά δεκαριά άλλα και θα ήθελα κάποια στιγμή να ξαναξεκινήσω. Προτιμώ να μελετήσω πιάνο παρά να γράψω. Ξέρω ότι δεν ακούγεται ορθό αυτό από έναν συγγραφέα αλλά ποτέ δεν θεώρησα τον εαυτό μου συγγραφέα. Και ας έχω γράψει πέντε βιβλία. Μου έλεγαν τότε φίλοι: ‘‘Μα είσαι τρελή; Σηκώνεσαι 6.30 να πας στη δουλειά ενώ έχεις βγάλει τόσα λεφτά από τον ‘Ιούδα’;’’. Δεν το έβλεπα όμως έτσι. Νιώθω ότι κάνω το κέφι μου. Οτι είναι μια μεγάλη ανάγκη -όταν έρχεται- και την ικανοποιώ». Για πολλούς είναι η συγγραφέας του ενός βιβλίου, του πρώτου της, που είχε αγγίξει τις 300.000 πωλήσεις. Για άλλους είναι αγαπημένη επιλογή στα ράφια του βιβλιοπωλείου παρά την οκταετή απουσία της, γεγονός που επιβεβαιώνεται από το ότι και τα υπόλοιπα βιβλία της πούλησαν πάνω από 50.000 αντίτυπα έκαστο.

Κλείσιμο


Τι της έχει μείνει όμως από τον αναίτιο εκείνο πόλεμο που είχε δεχτεί πριν από 15 χρόνια, όταν κάποιοι την κατηγορούσαν ότι έβαλε τη ροζ λογοτεχνία στα βιβλιοπωλεία με τον «Ιούδα» της; «Και τι ωραίο χρώμα που είναι το ροζ. Να, και τα νύχια μου ροζ είναι», λέει όλο νόημα και συνεχίζει: «Ο άνθρωπος νομίζω ότι ωριμάζει. Είχα στενοχωρηθεί, όμως, πολύ. Εβγαιναν κάποιοι και έλεγαν ότι δεν θα είχε διάρκεια. Σας πληροφορώ -επειδή προχθές πήγα να πληρωθώ για την περσινή χρονιά από τον Πατάκη- ότι ο “Ιούδας” ακόμα με θρέφει κι ας έχουν περάσει τόσα χρόνια. Θυμάμαι ο Φρέντυ Γερμανός με μάλωνε που δεν θέλω να συστήνομαι ως συγγραφέας. ‘‘Οχι, παιδί μου, θα λες ότι είσαι συγγραφέας, μην ακούω χαζά’’, έλεγε. Είχαμε κάνει τέτοιες συζητήσεις λίγο πριν πεθάνει. Είχε καταλάβει ότι είχα στεναχωρηθεί τότε με τις κριτικές για τον ‘‘Ιούδα’’ και με είχε πάρει τηλέφωνο να μου πει: ‘‘Μη μασάς, παιδάκι μου’’. Δεν έχω πρόβλημα να μιλήσουν άσχημα για το έργο μου, έχω πρόβλημα όταν μιλούν για άσχετα πράγματα όπως το περιβάλλον μου ή τη ζωή μου ή ακόμα και το πρόβλημα υγείας που έχω. Εγώ νιώθω ευτυχής και είμαι σίγουρη ότι αυτοί που το έκαναν είναι βαθιά δυστυχισμένοι. Εχω ένα αυτοάνοσο νόσημα που λέγεται μυϊκή δυστροφία. Δεν μου αρέσει να μιλάω γι’ αυτό», εξομολογείται χωρίς να αλλάξει ο ευδιάθετος τόνος της φωνής της και προσθέτει: «Γίνομαι έξαλλη όταν διάφοροι άνθρωποι του καλλιτεχνικού χώρου επειδή ετοιμάζουν μια καινούρια δουλειά λένε κι ένα ‘‘πέρασα καρκίνο’’, στον βωμό της διαφήμισης για να δείξουν ότι είναι άνθρωποι. Ελάχιστοι ήξεραν το πρόβλημά μου. Βέβαια πλέον φαίνεται, οπότε είναι χαζό να το κρύβω. Και όλα τα υπόλοιπα τα έχω αφήσει πίσω μου. Εστιάζω στα καλά». Ποια είναι αυτά; «Εχω γνωρίσει τον Γιάννη Ξανθούλη που ήταν ο αγαπημένος συγγραφέας των φοιτητικών μου χρόνων. Και τη Μάρω Βαμβουνάκη. Μάλιστα ο κ. Ξανθούλης είχε παρουσιάσει και το τελευταίο μου βιβλίο, το αστυνομικό, πριν από οκτώ χρόνια. Ειλικρινά δεν θυμάμαι τι έλεγε ο άνθρωπος γιατί δεν τον πρόσεχα. Τον κοιτούσα μόνο και σκεφτόμουν: ‘‘Για φαντάσου, ο άνθρωπος που διάβαζα όταν ήμουν φοιτήτρια και έλεγα τι ωραία γραφή είναι αυτός που κάθεται δίπλα μου και με παρουσιάζει’’».



Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Δείτε Επίσης