Ο Βυσσινόκηπος… στο πάντα
Ο Βυσσινόκηπος… στο πάντα
Ο «Βυσσινόκηπος» του Νίκου Καραθάνου και οι... Μίκυ Μάους
«Ο 'Βυσσινόκηπος' θα μπορούσε να είναι μια σκοτεινή τρύπα όπου ο χρόνος χάνεται. Μια ποντικότρυπα. Ενα σύμπαν. Σκέφτομαι κάτι δάση τροπικά στον Αμαζόνιο, τις ψηλές τους κορφές που κοιτάνε από πάνω, ούσες πιο κοντά στον ήλιο. Κάπως έτσι είσαι κι εσύ όταν μεγαλώνεις σαν άνθρωπος. Αναγκαστικά ανοίγεις έναν διάλογο με την αθανασία, μία κατάργηση του χρόνου», μου λέει. Κι αυτό είναι που αγαπώ πιο πολύ στις παραστάσεις του Νίκου Καραθάνου
«Το σήμερα στο θέατρο για κάποιον λόγο πρέπει να παραμένει πάντα μυστικό. Τα μυστικά σου δεν τα λες, γιατί χαλάνε. Το σήμερα το ζει και ο άλλος σπίτι του. Το ξέρει καλύτερα. Το θέατρο είναι ποίηση, είναι κάτι άλλο. Το σήμερα πρέπει κάτι να το κάνεις στο θέατρο με σκοπό να δώσεις ένα δώρο στον άλλον» μου εξηγεί κάνοντας παύσεις ανάμεσα στις προτάσεις, στις λέξεις. Κάποτε στρέφει το βλέμμα του πάνω του κι άλλες πάλι φορές χάνεται. Βυθίζομαι κι εγώ στις παύσεις του. Οπως στην παράσταση. Στον «Βυσσινόκηπο» στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Σ’ αυτή τη μεγάλη -σχεδόν αβάσταχτη- παύση μετά από εκείνο το «Η ζωή μας είναι ανόητη».
Στις παραστάσεις του Νίκου Καραθάνου πρέπει να αφεθείς. Να σωπάσεις. Να νιώσεις. Δεν σου αποκαλύπτονται πάντα με το φινάλε τους. Τις κουβαλάς. Σου αφήνουν χώρο να σκεφτείς. Οταν τελείωσε ο «Βυσσινόκηπος» ήξερα ότι μου άρεσε. Την επόμενη μέρα μου άρεσε πιο πολύ. Και τη μεθεπόμενη ακόμα πιο πολύ. Λες και είχε ποτίσει μέσα μου κάτι που συνέχιζε να επιδρά.
. Δεν φέρνει τα έργα στο σήμερα. Τα φέρνει στο πάντα.«Το σήμερα στο θέατρο για κάποιον λόγο πρέπει να παραμένει πάντα μυστικό. Τα μυστικά σου δεν τα λες, γιατί χαλάνε. Το σήμερα το ζει και ο άλλος σπίτι του. Το ξέρει καλύτερα. Το θέατρο είναι ποίηση, είναι κάτι άλλο. Το σήμερα πρέπει κάτι να το κάνεις στο θέατρο με σκοπό να δώσεις ένα δώρο στον άλλον» μου εξηγεί κάνοντας παύσεις ανάμεσα στις προτάσεις, στις λέξεις. Κάποτε στρέφει το βλέμμα του πάνω του κι άλλες πάλι φορές χάνεται. Βυθίζομαι κι εγώ στις παύσεις του. Οπως στην παράσταση. Στον «Βυσσινόκηπο» στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Σ’ αυτή τη μεγάλη -σχεδόν αβάσταχτη- παύση μετά από εκείνο το «Η ζωή μας είναι ανόητη».
Στις παραστάσεις του Νίκου Καραθάνου πρέπει να αφεθείς. Να σωπάσεις. Να νιώσεις. Δεν σου αποκαλύπτονται πάντα με το φινάλε τους. Τις κουβαλάς. Σου αφήνουν χώρο να σκεφτείς. Οταν τελείωσε ο «Βυσσινόκηπος» ήξερα ότι μου άρεσε. Την επόμενη μέρα μου άρεσε πιο πολύ. Και τη μεθεπόμενη ακόμα πιο πολύ. Λες και είχε ποτίσει μέσα μου κάτι που συνέχιζε να επιδρά.
«Ξέρεις, σε πολλούς δεν αρέσει. Σηκώνονται και φεύγουν», μου λέει. Το ξέρω. Το είδα. Ισως γιατί τρομάζουν. Με τους εαυτούς τους. Αλλά δεν έχουν επίγνωση του τρόμου τους. Αρκούνται σ’ ένα καθησυχαστικό «βαρέθηκα». Κάτσε. Σκέψου. Νιώσε.
«Είχα ακούσει μια φορά τον Καστελούτσι σε μια διάλεξη εδώ και έλεγε: 'Πρέπει να καταλάβετε ότι η σκηνή κοιτάει τους κάτω, όχι οι κάτω τους πάνω'. Σε μια παράσταση λοιπόν σε κοιτάω, σε δείχνω. Δεν με κοιτάς εσύ αν το κάνω καλά. Είμαστε εμείς και εσείς σε διάλογο», μου εξηγεί. Αυτή είναι και η μεγαλύτερη επιτυχία -κατά τη γνώμη μου- του «Βυσσινόκηπου» του. Ο Καραθάνος γύρισε τον καθρέφτη πάνω μας. Ο «Βυσσινόκηπος» δεν είναι ούτε αυτοί που φεύγουν, ούτε αυτοί που έρχονται. Ο «Βυσσινόκηπος» είμαστε εμείς.
Θυμάται κάτι που διάβασε σ’ ένα βιβλίο του Τσαρούχη. «Ο καθένας μας έχει κάτι άμοιαστο που πρέπει να ψάξει να το βρει», μου λέει. «Σε αυτό βασίζεται η έννοια της ισότητας. Ολοι είμαστε άμοιαστοι, όλοι είμαστε διαφορετικοί και όλοι μας απαρτιζόμαστε σαν άνθρωποι από δεκάδες μειονότητες πάνω μας και μέσα μας. Ο καθένας μας έχει άλλη σεξουαλική προτίμηση, άλλη αρρώστια τον κατατρώει, άλλο ύψος, άλλο βάρος, άλλη ψυχή, άλλο παρελθόν. Αποτελούμαστε από δεκάδες 'κουσούρια', αλλά αυτό μας κάνει ίσους».
Στον «Βυσσινόκηπο» του Καραθάνου τρυπώνει ξανά η κωμωδία, τρυπώνει η χαρά πίσω από την τραγωδία, τρυπώνει το θείο. «Ολοι όταν ήμασταν μικροί γελάγαμε συνέχεια βλέποντας την κοινωνία και τον κόσμο που φτιάχναμε. Μας φαινόταν απολύτως κωμικό. Απλώς ήρθε το βάρος της ψυχής μας και της επιβίωσης για το πώς θα τα βγάλουμε πέρα και πάψανε τα γέλια. Είμαστε όμως καταδικασμένοι να είμαστε κωμικοί. Είναι η φύση μας. Κάποιος σε ένα βιβλίο έγραψε: 'Η τραγωδία ανήκει στον άνθρωπο, είναι δικιά του ολόκληρη. Η κωμωδία ανήκει στον Θεό'. Η κωμωδία, το γέλιο, η χαρά είναι κομμάτια του Παραδείσου», σχολιάζει.
Κάπως έτσι, δύο Μίκυ Μάους -ένα από τα χαρακτηριστικά στοιχεία της παράστασης- εισβάλλουν στον Μονόλογο της Ευτυχίας που λέει ο Πιοτρ στην Ανια. «Είναι ένα μεγάλο όραμα για το τι είναι η ευτυχία μέσα από λόγια. Δεν ήθελα να το ακούσουμε μόνο. Ηθελα να βάλω και δύο μεγάλους Μίκυ να κάνουν αυτή την κουβέντα, σαν όλες οι γενεές να κάνουμε αυτή τη συζήτηση για την ευτυχία. Είναι το ίδιο που σκεφτόμασταν παιδιά, το ίδιο που σκεφτόμασταν ως έφηβοι και νέοι, το ίδιο που σκεφτόμαστε μεγάλοι… Ολες οι γενιές ψάχνουν την ευτυχία, αλλά δεν τη βρίσκουν. Δεν πειράζει, μπορεί να τη ζήσουν κάποιοι άλλοι. Αυτό για μένα είναι μεγαλειώδες. Το να λες 'τι πειράζει, μωρέ;'. Κι αν ένα όνειρο είναι άπιαστο, τι πειράζει; Ανοίγει μια πόρτα, να 'τη η Ευτυχία που έρχεται. Θα τη ζήσουμε; Μπορεί όχι. Ε, τι πειράζει;» μου λέει.
Κι ύστερα κομπιάζει. Σωπαίνει για λίγο. «Είναι κάποια σημεία στην παράσταση όπου εγώ προσωπικά γονατίζω. Δεν ξέρω τι να κάνω. Θα ήθελα να τη σταματήσω. Οπως η φράση που ακούγεται: 'Μη βλέπετε παραστάσεις. Τα μούτρα σας να βλέπετε!'. Αυτό ξεπερνάει τη σύμβαση ότι βλέπω μια παράσταση. Μια παράσταση οφείλει να σε επηρεάσει και να σε αλλάξει. Να αναρωτηθείς 'τι μου είπε τώρα;'. Αν πραγματικά κάποιος νιώσει αυτή τη φράση τη δεδομένη στιγμή, μπορεί να σηκωθεί να φύγει. Πολύ απλά γιατί το άκουσε. Κέρδος θα είναι κι αυτό».
«Απαρηγόρητα». Μία λέξη όλη κι όλη στο σκηνοθετικό του σημείωμα για την παράσταση. Απαρηγόρητα. «Αυτό μου προκαλεί ο Τσέχωφ. Αυτό καταλαβαίνω σαν κινητήριο δύναμη για εμάς. Νομίζω ότι όλοι κατά βάθος είμαστε απαρηγόρητοι. Ο καθένας έχει στη ζωή του κάτι για το οποίο είναι απαρηγόρητος. Ολα τα άλλα είναι καλά, θα γίνουν, αλλά ποτέ δεν θα παρηγορηθεί γι’ αυτό το κάτι. Δεν ξέρω τι μπορεί να είναι αυτό. Μπορεί να είναι μια λέξη, ένα τέλος», παραδέχεται.
Τον «Βυσσινόκηπο» τον διάλεξε. Δεν του προτάθηκε από τη Στέγη. Δεν είχε ασχοληθεί ξανά με τον Τσέχωφ. «Κάτι μου έλεγε να τον ψάξω περισσότερο. Ετσι πρέπει να γίνεται με όλα. Σαν να είναι η πρώτη φορά. Μπορεί να πας να δεις μια ευτελή κωμωδία και να ανακαλύψεις άλλα πράγματα. Ή να γεννήσεις άλλα πράγματα. Το μεγάλο κρύβεται παντού. Και τη 'Χαρτοπαίχτρα' να δεις μπορεί να ανακαλύψεις κάτι μεγάλο. Απλώς είναι βουβό, σιωπηλό, ενώ στους μεγάλους συγγραφείς αποκαλύπτεται», μου επισημαίνει. Κι ύστερα μου λέει μια φράση που θα την κουβαλάω. «Ολοι οι μεγάλοι συγγραφείς υπάρχουν σιωπηλοί δίπλα στον καθένα μας».
«Ξέρεις, πολλές φορές με τις δουλειές είναι σαν να ρίχνεις ζαριές. Και μετά είναι σαν να σου λέει η ζωή 'παίξ’ τες τώρα αυτές που έριξες!'», μου λέει στο τέλος της κουβέντας μας. Και τότε η μόνη επιλογή, σκέφτομαι, είναι εκείνη η σπαρακτική, αλλά και τόσο αισιόδοξη φράση, στο τέλος του «Βυσσινόκηπου»: «Πάμε, καρδιά μου! Πάμε, ψυχούλα μου! Πάμε!».
«Είχα ακούσει μια φορά τον Καστελούτσι σε μια διάλεξη εδώ και έλεγε: 'Πρέπει να καταλάβετε ότι η σκηνή κοιτάει τους κάτω, όχι οι κάτω τους πάνω'. Σε μια παράσταση λοιπόν σε κοιτάω, σε δείχνω. Δεν με κοιτάς εσύ αν το κάνω καλά. Είμαστε εμείς και εσείς σε διάλογο», μου εξηγεί. Αυτή είναι και η μεγαλύτερη επιτυχία -κατά τη γνώμη μου- του «Βυσσινόκηπου» του. Ο Καραθάνος γύρισε τον καθρέφτη πάνω μας. Ο «Βυσσινόκηπος» δεν είναι ούτε αυτοί που φεύγουν, ούτε αυτοί που έρχονται. Ο «Βυσσινόκηπος» είμαστε εμείς.
Θυμάται κάτι που διάβασε σ’ ένα βιβλίο του Τσαρούχη. «Ο καθένας μας έχει κάτι άμοιαστο που πρέπει να ψάξει να το βρει», μου λέει. «Σε αυτό βασίζεται η έννοια της ισότητας. Ολοι είμαστε άμοιαστοι, όλοι είμαστε διαφορετικοί και όλοι μας απαρτιζόμαστε σαν άνθρωποι από δεκάδες μειονότητες πάνω μας και μέσα μας. Ο καθένας μας έχει άλλη σεξουαλική προτίμηση, άλλη αρρώστια τον κατατρώει, άλλο ύψος, άλλο βάρος, άλλη ψυχή, άλλο παρελθόν. Αποτελούμαστε από δεκάδες 'κουσούρια', αλλά αυτό μας κάνει ίσους».
Στον «Βυσσινόκηπο» του Καραθάνου τρυπώνει ξανά η κωμωδία, τρυπώνει η χαρά πίσω από την τραγωδία, τρυπώνει το θείο. «Ολοι όταν ήμασταν μικροί γελάγαμε συνέχεια βλέποντας την κοινωνία και τον κόσμο που φτιάχναμε. Μας φαινόταν απολύτως κωμικό. Απλώς ήρθε το βάρος της ψυχής μας και της επιβίωσης για το πώς θα τα βγάλουμε πέρα και πάψανε τα γέλια. Είμαστε όμως καταδικασμένοι να είμαστε κωμικοί. Είναι η φύση μας. Κάποιος σε ένα βιβλίο έγραψε: 'Η τραγωδία ανήκει στον άνθρωπο, είναι δικιά του ολόκληρη. Η κωμωδία ανήκει στον Θεό'. Η κωμωδία, το γέλιο, η χαρά είναι κομμάτια του Παραδείσου», σχολιάζει.
Κάπως έτσι, δύο Μίκυ Μάους -ένα από τα χαρακτηριστικά στοιχεία της παράστασης- εισβάλλουν στον Μονόλογο της Ευτυχίας που λέει ο Πιοτρ στην Ανια. «Είναι ένα μεγάλο όραμα για το τι είναι η ευτυχία μέσα από λόγια. Δεν ήθελα να το ακούσουμε μόνο. Ηθελα να βάλω και δύο μεγάλους Μίκυ να κάνουν αυτή την κουβέντα, σαν όλες οι γενεές να κάνουμε αυτή τη συζήτηση για την ευτυχία. Είναι το ίδιο που σκεφτόμασταν παιδιά, το ίδιο που σκεφτόμασταν ως έφηβοι και νέοι, το ίδιο που σκεφτόμαστε μεγάλοι… Ολες οι γενιές ψάχνουν την ευτυχία, αλλά δεν τη βρίσκουν. Δεν πειράζει, μπορεί να τη ζήσουν κάποιοι άλλοι. Αυτό για μένα είναι μεγαλειώδες. Το να λες 'τι πειράζει, μωρέ;'. Κι αν ένα όνειρο είναι άπιαστο, τι πειράζει; Ανοίγει μια πόρτα, να 'τη η Ευτυχία που έρχεται. Θα τη ζήσουμε; Μπορεί όχι. Ε, τι πειράζει;» μου λέει.
Κι ύστερα κομπιάζει. Σωπαίνει για λίγο. «Είναι κάποια σημεία στην παράσταση όπου εγώ προσωπικά γονατίζω. Δεν ξέρω τι να κάνω. Θα ήθελα να τη σταματήσω. Οπως η φράση που ακούγεται: 'Μη βλέπετε παραστάσεις. Τα μούτρα σας να βλέπετε!'. Αυτό ξεπερνάει τη σύμβαση ότι βλέπω μια παράσταση. Μια παράσταση οφείλει να σε επηρεάσει και να σε αλλάξει. Να αναρωτηθείς 'τι μου είπε τώρα;'. Αν πραγματικά κάποιος νιώσει αυτή τη φράση τη δεδομένη στιγμή, μπορεί να σηκωθεί να φύγει. Πολύ απλά γιατί το άκουσε. Κέρδος θα είναι κι αυτό».
«Απαρηγόρητα». Μία λέξη όλη κι όλη στο σκηνοθετικό του σημείωμα για την παράσταση. Απαρηγόρητα. «Αυτό μου προκαλεί ο Τσέχωφ. Αυτό καταλαβαίνω σαν κινητήριο δύναμη για εμάς. Νομίζω ότι όλοι κατά βάθος είμαστε απαρηγόρητοι. Ο καθένας έχει στη ζωή του κάτι για το οποίο είναι απαρηγόρητος. Ολα τα άλλα είναι καλά, θα γίνουν, αλλά ποτέ δεν θα παρηγορηθεί γι’ αυτό το κάτι. Δεν ξέρω τι μπορεί να είναι αυτό. Μπορεί να είναι μια λέξη, ένα τέλος», παραδέχεται.
Τον «Βυσσινόκηπο» τον διάλεξε. Δεν του προτάθηκε από τη Στέγη. Δεν είχε ασχοληθεί ξανά με τον Τσέχωφ. «Κάτι μου έλεγε να τον ψάξω περισσότερο. Ετσι πρέπει να γίνεται με όλα. Σαν να είναι η πρώτη φορά. Μπορεί να πας να δεις μια ευτελή κωμωδία και να ανακαλύψεις άλλα πράγματα. Ή να γεννήσεις άλλα πράγματα. Το μεγάλο κρύβεται παντού. Και τη 'Χαρτοπαίχτρα' να δεις μπορεί να ανακαλύψεις κάτι μεγάλο. Απλώς είναι βουβό, σιωπηλό, ενώ στους μεγάλους συγγραφείς αποκαλύπτεται», μου επισημαίνει. Κι ύστερα μου λέει μια φράση που θα την κουβαλάω. «Ολοι οι μεγάλοι συγγραφείς υπάρχουν σιωπηλοί δίπλα στον καθένα μας».
«Ξέρεις, πολλές φορές με τις δουλειές είναι σαν να ρίχνεις ζαριές. Και μετά είναι σαν να σου λέει η ζωή 'παίξ’ τες τώρα αυτές που έριξες!'», μου λέει στο τέλος της κουβέντας μας. Και τότε η μόνη επιλογή, σκέφτομαι, είναι εκείνη η σπαρακτική, αλλά και τόσο αισιόδοξη φράση, στο τέλος του «Βυσσινόκηπου»: «Πάμε, καρδιά μου! Πάμε, ψυχούλα μου! Πάμε!».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα