«Θέλω να προσφέρω με την ίδια δύναμη που ’θελα στο ξεκίνημα. Θέλω να νικήσω αφού δεν μπορώ να νικηθώ». Ο στίχος από ποίημα τουΑλέκου Παναγούλη, γραμμένο με το αίμα του πάνω σε ένα κομμάτι γάζας κατά τα πολύμηνα απάνθρωπα βασανιστήριά του από τη χούντα, αποτυπώνει με τον καλύτερο τρόπο το αλύγιστο φρόνημα χιλιάδων αγωνιστών που στάθηκαν όρθιοι απέναντι στο τυραννικό καθεστώς.
Αρκεί να αναφερθεί ότι, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, από το 1967 έως και το 1974 συνελήφθησαν περισσότερα από 90.000 άτομα, με τη συντριπτική πλειονότητα αυτών να υφίσταται από ξυλοδαρμούς και ηλεκτροσόκ μέχρι εικονικές εκτελέσεις και κάθε είδους αγριότητες.
Μπορεί αριθμητικά να φαίνονται λίγοι σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό, ήταν ωστόσο αρκετοί για να σώσουν την τιμή και την αξιοπρέπεια ενός λαού που διαχρονικά έχει χύσει πολύ αίμα για την ελευθερία και τη δημοκρατία.
Ο Αλέκος Παναγούλης με τον Σπύρο Μουστακλή
Αποδείχθηκαν καθένας και καθεμιά από την πρωτοπόρα νεολαία της εποχής που δεν άντεξε το σκοτάδι και αγωνίστηκε για το φως φάρος για όσα κατακτήθηκαν βήμα-βήμα στη συνέχεια. Μαζί με αυτούς και χιλιάδες άλλοι δημοκρατικοί πολίτες και αξιωματικοί που βρέθηκαν για μεγάλο διάστημα σε ανήλιαγα μπουντρούμια και στρατόπεδα.
Τούτες τις μέρες, 52 χρόνια μετά την ηρωική εξέγερση του Πολυτεχνείου, το μυαλό ανατρέχει στους τόπους όπου μαρτύρησαν αυτοί οι νέοι, οι νέες και οι άλλοι αγωνιστές κάθε ηλικίας στα κολαστήρια της δικτατορίας, εκεί όπου η ιστορική μνήμη παραμένει ζωντανή.
Ακόμη κι αν μισό αιώνα μετά τίποτα δεν θυμίζει αυτή την κατάμαυρη περίοδο, με αποκορύφωμα τον άγριο Νοέμβρη του 1973, αλλά και τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης όπου εκατοντάδες χιλιάδες γέμιζαν όλο το κέντρο της Αθήνας, στο πλαίσιο των επετειακών εκδηλώσεων για την εξέγερση, οι τόποι θυσίας, όσοι υφίστανται ακόμη αλλά και όσοι διασώζονται από τις ιστορικές καταγραφές και τα ντοκουμέντα θα παραμένουν πυρήνες συλλογικής κοινωνικής αυτογνωσίας που πρέπει να ενώνουν και όχι να χωρίζουν. Κυρίως να τονίζουν ότι τίποτα δεν χαρίζεται και ασφαλώς τίποτα δεν είναι αυτονόητο.
Κλείσιμο
Από το διαβόητο ΕΑΤ-ΕΣΑ, σήμερα Πάρκο Ελευθερίας επί της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας και την Μπουμπουλίνας μέχρι τις Φυλακές Αβέρωφ και Ωρωπού, το ΚΕΒΟΠ στο Χαϊδάρι, το Μπογιάτι, τη Γυάρο και τα άλλα νησιά της εξορίας είναι τα σκηνικά για πρωτοφανείς δοκιμασίες, ποτισμένες με τον πόνο και το αίμα όσων «δεν συνεμορφώθησαν προς τας υποδείξεις».
Από την εγκαθίδρυση της δικτατορίας και σε όλη τη διάρκεια των επτά χρόνων, ιδιαίτερα δε πριν και μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, με τα γεγονότα της κατάληψης της Νομικής, καθώς και τις άλλες λιγότερο γνωστές αντιστασιακές πράξεις, φοιτητές, μαθητές, εργαζόμενοι που συμμετείχαν οδηγήθηκαν στα πολλά κολαστήρια της χούντας. Οι περισσότεροι πέρασαν από αρκετά, καθώς η περιπέτεια ξεκινούσε συνήθως από τα κτίρια της Ασφάλειας, αλλά συνεχιζόταν για μήνες σε άλλες, πιο «ειδικές» υποδομές.
Το ΕΑΤ-ΕΣΑ
Είναι μεσημέρι μιας ηλιόλουστης ημέρας του 2024. Σε επίσκεψη-προσκύνημα στους χώρους όπου μαρτύρησαν εκατοντάδες αγωνιστές της δημοκρατίας, το διαβόητο ΕΑΤ-ΕΣΑ, μια νεαρή γυναίκα που κρατάει ένα μικρό σκυλάκι φτάνει έξω από την πόρτα του κεντρικού κτιρίου με τα κελιά όπου γίνονταν τα βασανιστήρια και σήμερα λειτουργεί Μουσείο και διαρκής έκθεση ντοκουμέντων. Το σκυλί μπροστά στην είσοδο αγριεύει, αρχίζει και γαβγίζει δυνατά στυλώνοντας τα πόδια. Αρνείται να σταθεί και βέβαια να μπει σε αυτό τον χώρο, μυρίζει τόσα χρόνια μετά το αθώο αίμα και τη βαρβαρότητα...
Μουσείο ΕΑΤ - ΕΣΑ, Πάρκο Ελευθερίας
Στο σημερινό Πάρκο Ελευθερίας ήταν η έδρα του ΕΑΤ-ΕΣΑ, που σήμαινε Ειδικόν Ανακριτικόν Τμήμα της Ελληνικής Στρατιωτικής Αστυνομίας και συστάθηκε το 1951. Διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στην καταστολή και τρομοκράτηση του λαού κατά τη διάρκεια της χούντας, καθώς και μόνο το όνομά του προκαλούσε φόβο.
Ωστόσο, δεν έκαμψε το φρόνημα όσων πέρασαν από εκεί και έμειναν όρθιοι, μεταξύ των οποίων και πολλοί συλληφθέντες πριν και μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου.
Δεν ήταν όμως μόνο οι άνδρες. Ηταν και κοπέλες, μικρά κορίτσια ακόμη, που στάθηκαν σαν άνδρες, αλύγιστες μπροστά στα μαρτύρια και τους εξευτελισμούς, όπως η φοιτήτρια της Φαρμακευτικής και μία εκ των υπευθύνων του πρόχειρου φαρμακείου στο Πολυτεχνείο Μέλπω Λεκατσά, που βρέθηκε στα κελιά του ΕΑΤ-ΕΣΑ, και η Νάντια Βαλαβάνη, αντίστοιχα στην Μπουμπουλίνας, και πολλές ακόμη.
Οι βαρβαρότητες που διέπραξαν τα στελέχη της ΕΣΑ σε βάρος των κρατουμένων περιελάμβαναν ξυλοδαρμούς με κάθε τρόπο, ηλεκτροσόκ, εικονικό πνιγμό, απόλυτη απομόνωση, στέρηση νερού και τροφής και πολλά άλλα. Συνεπεία αυτών, οι περισσότεροι υπέστησαν σοβαρές σωματικές και ψυχολογικές βλάβες, ενώ μερικοί έχασαν και τη ζωή τους.
Μετά την πτώση της χούντας κάποια από τα κτίρια κατεδαφίστηκαν, ενώ το 1997 τέσσερα από αυτά κηρύχθηκαν διατηρητέα. Λίγο αργότερα, το κεντρικό κτίριο που είχε χρησιμοποιηθεί ως χώρος κράτησης, ανάκρισης και βασανισμού πολιτών και στρατιωτικών, μαζί με ένα ακόμη στέγασε το Μουσείο του Αντιδικτατορικού Αγώνα, το οποίο διαχειρίζεται ο Σύλλογος Φυλακισθέντων και Εξορισθέντων Αντιστασιακών 1967-1974, και άλλα δύο παραχωρήθηκαν στο Δήμο Αθηναίων. Στον περίβολο του Μουσείου δεσπόζει η προτομή του Σπύρου Μουστακλή με την επιγραφή «Για όλους όσους εδώ μαρτύρησαν»…
Η Μπουμπουλίνας
Βαριά ιστορία και «κληρονομιά» κουβαλά το σύμπλεγμα κτιρίων επί της οδού Μπουμπουλίνας, ακριβώς πίσω από το Πολυτεχνείο, όπου κατά τη διάρκεια της χούντας έγινε ο τόπος μαρτυρίου χιλιάδων «αντιφρονούντων».
Το κτίριο στην Μπουμπουλίνας 20-22 χτίστηκε το 1932 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Κυπριανού Μπίρη, μετέπειτα καθηγητή στο ΕΜΠ, και θεωρείται υπόδειγμα πρώιμου μοντερνισμού. Ιδιοκτήτης του ήταν αρχικά ο Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος, καθηγητής της Ιατρικής (Μαιευτικής-Γυναικολογίας), που διετέλεσε πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ο γερμανοτραφής Λογοθετόπουλος ήταν παντρεμένος με την ανιψιά του στρατάρχη Λιστ, υψηλόβαθμου αξιωματικού της Βέρμαχτ και μετά την εισβολή των κατοχικών δυνάμεων ανέλαβε τα υπουργεία Παιδείας και Υγείας στη δωσιλογική κυβέρνηση Τσολάκογλου, ενώ στη συνέχεια, από τις 2 Δεκεμβρίου 1942 έως τις 7 Απριλίου 1943 έγινε και πρωθυπουργός. Το 1944 διέφυγε στη Γερμανία μαζί με τα στρατεύματα των κατακτητών και το 1945 καταδικάστηκε ερήμην από το Ειδικό Δικαστήριο Δωσιλόγων σε ισόβια. Το 1946 παραδόθηκε στις αμερικανικές δυνάμεις και από εκείνες στις ελληνικές αρχές. Φυλακίστηκε έως το 1951, οπότε του δόθηκε χάρη και μία δεκαετία αργότερα έφυγε από τη ζωή κουβαλώντας το στίγμα του συνεργάτη των Γερμανών.
Μπουμπουλίνας 18 και Τοσίτσα (Δεκαετία '30)
Από τη δεκαετία του ’50 σε αυτό το κτίριο στεγάστηκε η διαβόητη ΚΥΠ, που ανέπτυξε έντονη δράση και κατά τη διάρκεια της χούντας.
Το βασικό κολαστήριο όμως βρισκόταν ακριβώς δίπλα, στην Μπουμπουλίνας 18 και Τοσίτσα γωνία, που αρχικά ανήκε επίσης στον Λογοθετόπουλο. Εκεί στεγάστηκε η ιδιωτική κλινική του, μετά έγινε ξενοδοχείο (το «White House»), ενώ για ένα διάστημα φιλοξένησε το Πρωτοδικείο Αθηνών. Επί επταετίας έγινε το άντρο της Υποδιεύθυνσης Γενικής Ασφάλειας. Σε αυτό το κτίριο έδρασαν οι αρχιβασανιστές Μάλλιος, Μπάμπαλης, Σπανός και Λάμπρου, στα χέρια των οποίων υπέστησαν τα πάνδεινα εκατοντάδες αγωνιστές, μεταξύ αυτών και πολλοί συλληφθέντες στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Σύμφωνα με μαρτυρίες, ήταν τέτοια η βιαιότητα των βασανιστηρίων ώστε 22 άτομα πέθαναν κατά τη διάρκεια της κράτησής τους και τουλάχιστον άλλα 21 λίγο αφότου αποφυλακίστηκαν.
Στην περίφημη «ταράτσα», με το πιο γνωστό πλυσταριό του κόσμου, όπως έχει γράψει ο Περικλής Κοροβέσης, γίνονταν φρικτά βασανιστήρια στους «ανώνυμους» και «επώνυμους» κρατούμενους, όπως ο Ανδρέας Λεντάκης και ο Μίκης Θεοδωράκης, που έγραψε για αυτόν τα «τραγούδια του Αντρέα» με τη γλαφυρή περιγραφή «χτυπούν το βράδυ στην ταράτσα τον Αντρέα, μετρώ τους χτύπους, τον πόνο μετρώ. Πίσω απ’ τον τοίχο πάλι θα ’μαστε παρέα. Τακ-τακ εσύ, τακ-τακ εγώ».
Στο πλυσταριό έκαναν ανηλεείς ξυλοδαρμούς, κάψιμο με τσιγάρα, ξερίζωμα νυχιών και μαλλιών, σεξουαλικά βασανιστήρια, εικονικές εκτελέσεις...
Μαζί με τους αγωνιστές συνέπασχαν και όσοι κατοικούσαν στα όμορα κτίρια και άκουγαν τις ατέλειωτες κραυγές τους. Για να περιοριστεί μάλιστα ο... θόρυβος από τους βασανισμούς είχε επιστρατευτεί μοτοσικλέτα που τοποθετήθηκε στην ταράτσα και δούλευε στο φουλ νυχθημερόν προκειμένου να καλύπτει τις οιμωγές. Ενα άλλο παρόμοιο κόλπο ήταν ο... συντονισμός των χτυπημάτων με τις καμπάνες κοντινής εκκλησίας.
Το πέρασμα από την Μπουμπουλίνας έμεινε ανεξίτηλα χαραγμένο στο σώμα, στην ψυχή και τη μνήμη όσων υπέφεραν εκεί στη διάρκεια της χούντας. Σε αυτό το κτίριο παρέμεινε η Ασφάλεια έως το καλοκαίρι του 1971, οπότε και μεταφέρθηκε η ίδια και η... δράση της στη Μεσογείων 14-18, εκεί όπου σήμερα στεγάζεται η Γενική Γραμματεία Ερευνας και Καινοτομίας.
Το κτίριο της Γενικής Ασφάλειας, Μεσογείων 14-18
Ετσι, προς τα τέλη της επταετούς τυραννίας το κολαστήριο της Μπουμπουλίνας 18 κατεδαφίστηκε και το 1974 πήρε τη θέση του μια πολυκατοικία.
Οσο για το άλλο κτίριο, στην Μουμπουλίνας 20-22, η πορεία του είχε ενδιαφέρουσα συνέχεια. Μετά τη Μεταπολίτευση η ΚΥΠ μετεγκαταστάθηκε στο μέγαρο επί της οδού Κατεχάκη και οι ιδιοκτήτες της πολυκατοικίας που ανήκε κάποτε στον Λογοθετόπουλο την έκλεισαν και την πρόσφεραν για αντιπαροχή, χωρίς να εκδηλωθεί ενδιαφέρον. Στα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν το ΚΚΕ αναζητούσε στέγη για την Κομματική Οργάνωση Αθήνας, μέσα από ένα παιχνίδι που μόνο η Ιστορία μπορεί να στήσει, το ακίνητο εξαγοράστηκε από το κόμμα. Αφού ανακαινίστηκε, το κτίριο-φόβητρο της χούντας ντύθηκε στα κόκκινα φιλοξενώντας την ΚΟΑ του ΚΚΕ. Το 1992, επί κυβέρνησης Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και ύστερα από πρόταση της τότε υπουργού Πολιτισμού Ντόρας Μπακογιάννη το κτίριο εξαγοράστηκε από το Δημόσιο προκειμένου να στεγαστούν εκεί οι κεντρικές του υπηρεσίες υπουργείου Πολιτισμού, όπου παραμένουν έως σήμερα.
Οι άλλοι τόποι μαρτυρίου
Δεκάδες ήταν οι τόποι μαρτυρίου για όσους αντιστάθηκαν τόσο στην Αθήνα όσο και σε άλλες πόλεις της χώρας. Καταρχάς, τέτοιον ρόλο έπαιζαν όλα τα κτίρια της Ασφάλειας και της Αστυνομίας στα οποία σε πολλές περιπτώσεις γινόταν η «υποδοχή» των συλληφθέντων. Μεταξύ αυτών και το Αρχηγείο της Χωροφυλακής, που ήταν τότε στον Περισσό, απέναντι από τον σταθμό του ηλεκτρικού, η Υποδιεύθυνση Γενικής Ασφαλείας Πειραιώς κ.α.
Μουσείο ΕΑΤ - ΕΣΑ, ο χώρος βασανιστηρίων του Μουστακλή
Πολλοί αγωνιστές βασανίστηκαν επί μήνες στο πρώην στρατόπεδο του 505 Τάγματος Πεζοναυτών (Στρατόπεδο Ντούνη) στον Διόνυσο, γνωστό για τις εικονικές εκτελέσεις, όπου βασανίστηκαν όχι μόνο αριστεροί, όπως ο ηρωικός Χρήστος Ρεκλείτης, αλλά ακόμη και παρασημοφορηθέντες αξιωματικοί οι οποίοι όμως έμεναν πιστοί στα δημοκρατικά ιδεώδη.
Στις Στρατιωτικές Φυλακές Μπογιατίου, εκεί όπου υπέστη τα πιο ακραία μαρτύρια ο Αλέκος Παναγούλης σε ένα κελί-τάφο. Εκεί όπου λίγο έλειψε να πεθάνει ο Κώστας Κάππος, όταν του προκαλούσαν εξάρθρωση κρεμώντας σακιά τσιμέντου 50 κιλών στο κάθε χέρι και του έκαιγαν την κοιλιά με ασβέστη...
Στο ΚΕΒΟΠ στο Χαϊδάρι, εκεί όπου έδωσαν τη ζωή τους Ελληνες αγωνιστές κατά την Κατοχή, είχαν μεταφερθεί, φυλακιστεί και βασανιστεί αρκετοί από τους συλληφθέντες στο Πολυτεχνείο. Το ίδιο συνέβη και στο Κέντρο Εκπαίδευσης Στρατιωτικής Αστυνομίας (ΚΕΣΑ) στο Γουδί, όπου γίνονταν εικονικές εκτελέσεις, αλλά και ίσχυε υποχρεωτική σίτιση ώστε οι ανακρινόμενοι να έχουν δυνάμεις και να μη λιποθυμούν από το ξύλο.
Βασανιστήρια σε βάρος πολιτών και αντιφρονούντων στρατιωτικών έγιναν και σε μονάδες του Πολεμικού Ναυτικού, όπως στα αμπάρια του καταδρομικού «Ελλη ΙΙ».
Οι φυλακές
Την τιμητική τους είχαν βεβαίως και οι Φυλακές Αβέρωφ, απέναντι σχεδόν από το γήπεδο του ΠΑΟ στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Χτίστηκαν το 1892 και αρχικά λειτούργησαν ως σωφρονιστικό κατάστημα ανηλίκων.
Φυλακές Αβέρωφ
Λίγα χρόνια αργότερα, όμως, την περίοδο του εθνικού διχασμού, μετατράπηκαν άτυπα σε φυλακές πολιτικών κρατουμένων, αντιπάλων του εκάστοτε καθεστώτος. Στη συνέχεια, επί δικτατορίας Μεταξά φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν εκεί χιλιάδες κομμουνιστές και αμέσως μετά, στην Κατοχή, αντιστασιακοί, συνήθως προτού οδηγηθούν στο εκτελεστικό απόσπασμα. Στα ταραγμένα χρόνια του Εμφυλίου τη θέση τους πήραν συλληφθέντες του Δημοκρατικού Στρατού.
Η χούντα αναβίωσε αυτές τις «ένδοξες» εποχές. Στις Φυλακές Αβέρωφ «φιλοξενήθηκαν» αρκετοί πολιτικοί μετά την επιβολή της δικτατορίας, όπως ο Ανδρέας Παπανδρέου, αλλά και γενικότερα αντιφρονούντες μέσα σε άθλιες συνθήκες. Τελικά έκλεισαν το 1971, με τους κρατούμενους να μεταφέρονται στις Φυλακές Κορυδαλλού. Την επόμενη χρονιά κατεδαφίστηκαν και στη θέση τους χτίστηκε το Μέγαρο του Αρείου Πάγου.
Μακρά διαδρομή έχουν και οι Φυλακές Ωρωπού, που ξεκίνησαν ως Αμαλίειον Ορφανοτροφείον Θηλέων, δωρεά του Ανδρέα Συγγρού, και το 1934 έγιναν Αγροτικές Φυλακές. Στη χούντα κρατήθηκαν εκεί εκατοντάδες αντιστασιακοί, μεταξύ των οποίων ο Μανώλης Γλέζος, ο Χαρίλαος Φλωράκης, ο Ανδρέας Λεντάκης και βέβαια ο Μίκης Θεοδωράκης, που τους χάρισε τη θέση τους στην Ιστορία με τα τραγούδια του «Μην ξεχνάς τον Ωρωπό» και «Διότι δεν συνεμορφώθην». Ο χώρος των φυλακών παραχωρήθηκε το 2020 από το υπουργείο Δικαιοσύνης στον Δήμο Ωρωπού, ενώ με απόφαση του υπουργείου Πολιτισμού φέτος τον Μάιο εγκρίθηκε η μετατροπή του σε Κέντρο Ιστορίας, Δημοκρατίας και Πολιτισμού.
Φυλακές Ωρωπού
Με... πλούσια παράδοση από τη δικτατορία Μεταξά και τον Εμφύλιο, οι Φυλακές Επταπυργίου στη Θεσσαλονίκη χρησιμοποιήθηκαν από τη χούντα για τον εγκλεισμό και τα άγρια βασανιστήρια πολιτικών κρατουμένων. Αποτέλεσαν ένα από τα πιο βάρβαρα κολαστήρια μέχρι το τέλος της επταετίας. Πολλές ήταν ακόμη οι φυλακές που γέμισαν την ίδια περίοδο, όπως της Αίγινας, της Κέρκυρας, των Τρικάλων, της Αλικαρνασσού, της Λάρισας κ.α.
Τα νησιά της εξορίας
Ενα ξεχωριστό κεφάλαιο αποτελούν οι τόποι εξορίας στα νησιά. Κατά τη διάρκεια της χούντας οι περισσότεροι πολιτικοί κρατούμενοι εκτοπίστηκαν στη Γυάρο. Ωστόσο, δεν ήταν λίγοι όσοι μεταφέρθηκαν στο Παρθένι και το Λακκί της Λέρου, στο Τρίκερι, στα Κύθηρα κ.α.
Γυάρος
Το κολαστήριο της Γυάρου λειτούργησε αρχικά από το 1947 έως το 1953, με το κτιριακό συγκρότημα να χτίζεται από τους ίδιους τους κρατούμενους, που εκτιμάται ότι έφταναν εκείνη την περίοδο σε 20.000 και έμεναν σε αντίσκηνα. Στη συνέχεια έκλεισε για λίγο και άνοιξε ξανά από το 1954 έως το 1961. Με την έλευση της χούντας το 1967, από τις πρώτες ημέρες, η Γυάρος λειτούργησε πάλι ως τόπος εξορίας για περισσότερους από 8.500 πολίτες, μεταξύ ων οποίων και τουλάχιστον 300 γυναίκες. Το «διαβολονήσι» ή «θανατονήσι», που έχει χαρακτηριστεί «η μεγαλύτερη φυλακή της Μεσογείου», έμεινε στην Ιστορία ως ένας από τους σκληρότερους τόπους εξορίας, με άθλιες συνθήκες διαβίωσης. Εγινε θέμα στον διεθνή Τύπο της εποχής οδηγώντας και στην καταδίκη του χουντικού καθεστώτος από το Συμβούλιο της Ευρώπης για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ετσι, μετά το 1968 οι περισσότεροι κρατούμενοι μεταφέρθηκαν σε άλλα νησιά, κυρίως στη Λέρο, όπου άνοιξαν τότε τα στρατόπεδα στο Παρθένι και το Λακκί.
Στη Λέρο από τον Ιούλιο του 1967 έως το 1971 εκτιμάται ότι «φιλοξενήθηκαν» περίπου 4.000 άτομα. Ανάμεσα σε αυτούς πολλοί επώνυμοι όπως ο Γιάννης Ρίτσος και ο Μανώλης Γλέζος.
Το Λακκί στη Λέρο
Το στρατόπεδο του Λακκίου στεγάστηκε σε δύο μεγάλα μισογκρεμισμένα κτίρια στην περιοχή του Αγίου Γεωργίου Λεπίδων. Σε ένα από αυτά λειτούργησε αργότερα, το 1985, το παράρτημα του ψυχιατρείου, γνωστό ως το περίπτερο των «γυμνών», που όταν ήρθε στο φως της δημοσιότητας πυροδότησε τις διαδικασίες ριζικής αλλαγής των συνθηκών για τους τροφίμους.
Στο Παρθένι χρησιμοποιήθηκαν οι παλιοί ιταλικοί στρατώνες για τη διαμονή των δεσμοφυλάκων ενώ οι πολιτικοί κρατούμενοι στοιβάχτηκαν στις πρώην αποθήκες πυρομαχικών, τρία κτίρια εντελώς ακατάλληλα για τη διαμονή ανθρώπων, καθώς δεν είχαν κανονικά παράθυρα παρά μόνο φεγγίτες.
Είναι σίγουρο ότι αυτή η ενδεικτική καταγραφή δεν καλύπτει όλους τους τόπους όπου χιλιάδες άνθρωποι, ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης, στερήθηκαν την ελευθερία τους, έζησαν στο κορμί τους πρωτοφανείς αγριότητες διεστραμμένων μυαλών ή ακόμη και άφησαν την τελευταία τους πνοή μέσα σε υγρά και σκοτεινά κελιά, για να κρατήσουν ζωντανή την ελπίδα.
Σήμερα σημασία έχει να κρατηθεί ζωντανή στη συλλογική μνήμη η ιστορία τους.
Μια κούπα καφέ, μια αφορμή για ισότητα - Με δράσεις που ενισχύουν την καθημερινότητα και δημιουργούν νέες δυνατότητες, ο NESCAFÉ® προάγει την ισότιμη συμμετοχή και την εμπειρία μάθησης.
Με απόλυτη επιτυχία και με μετρήσιμα αποτελέσματα, που αποδεικνύουν ότι η συνεργασία ιδιωτικού - δημόσιου τομέα μπορεί να κάνει τη μεγάλη διαφορά, ολοκληρώθηκαν τα έργα βιώσιμης διαχείρισης νερού στο Δήμο Τανάγρας, κατά τη δεύτερη φάση του προγράμματος Zero Drop Mornos.
Με λύσεις που περιλαμβάνουν GPS Plotter, βυθόμετρα, όργανα, αυτόματο πιλότο, ηχοσυστήματα, VHF, κάμερες, ραντάρ και πολλά ακόμα, μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες κάθε σκάφους.