Οι δύο φίλες …
Οι δύο φίλες …
Η Εθνική Πινακοθήκη αποχαιρέτισε την Νάτα Μελά με μια ανάρτηση στη σελίδα της στο fb με ένα έργο του Γιάννη Μόραλη όπου η καταξιωμένη γλύπτρια απεικονίζεται (με κόκκινο φόρεμα), μαζί με την φίλη της, επίσης γλύπτρια, Μπούμπα Λυμπεράκη
Η ανάρτηση στη σελίδα της Εθνικής Πινακοθήκης (Εθνική Πινακοθήκη - Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου / National Gallery έτσι εμφανίζεται στο fb) για την απώλεια της Ναταλίας (Νάτα) Μελά – Κωνσταντινίδη είχε κάτι το ιδιαίτερο και το ξεχωριστό. Και αυτό γιατί οι διαχειριστές της σελίδας επέλεξαν να αποχαιρετίσουν την καταξιωμένη γλύπτρια με ένα έργο του Γιάννη Μόραλη. Το πώς και το γιατί μπορεί κανείς να το διαβάσει στο κείμενο της ανάρτησης: «Στο έργο του Γιάννη Μόραλη "Δύο φίλες" (1946) απεικονίζεται η καλλιτέχνις, με κόκκινο φόρεμα, μαζί με την φίλη της, επίσης γλύπτρια, Μπούμπα Λυμπεράκη.
Οι "Δύο φίλες" ανήκουν στους πίνακες που εμπνέονται από την παράδοση του Φαγιούμ, τα πορτρέτα της Αναγέννησης και τα αντίστοιχα έργα του Αντρέ Ντεραίν. Εκφράζει με απόλυτο τρόπο το κλασικό πνεύμα της τέχνης του Μόραλη. Σε επιμέρους λεπτομέρειες προϋποθέτει το δίδαγμα του Κυβισμού.
Οι δύο φίλες είναι νεαρές γλύπτριες: η Μπούμπα Λυμπεράκη, που έμελλε να γίνει η δεύτερη γυναίκα του Μόραλη, και η Ναταλία Μελά (με το κόκκινο φόρεμα). Ο ζωγράφος τις έχει τοποθετήσει μετωπικά σε έναν αβαθή χώρο, που περικλείεται από παραπέτασμα. Η στάση, το βλέμμα, που μαγνητίζει το θεατή, ο χρόνος που μοιάζει σταματημένος, ακόμη και ο τρόπος που έχουν ζωγραφιστεί οι μορφές, υποβάλλουν την αίσθηση της αιωνιότητας, προνόμιο των κλασικών έργων.
Το φόντο του πίνακα είναι πρασινωπό και αυτό κάνει το κόκκινο φόρεμα –το συμπληρωματικό δηλαδή του πράσινου– να ακτινοβολεί. Το μαύρο σακάκι της Λυμπεράκη, η άσπρη μπλούζα, το γκρίζο ριγωτό πουκάμισο της άλλης κοπέλας συμπληρώνουν την αυστηρή αρμονία της σύνθεσης και δίνουν ακόμη μεγαλύτερη λάμψη στο μοναδικό έντονο χρώμα, το κόκκινο».
Στο πολύτιμο αρχείο του Ινστιτούτου Σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης (ΙΣΕΤ) βρήκα ένα βιογραφικό της και το παραθέτω εδώ: Η Νάτα Μελά «γεννήθηκε το 1923 στην Κηφισιά. Μεγάλωσε σε μεγαλοαστικό περιβάλλον. Η μητέρα της ήταν κόρη του Ιωάννη Πεσματζόγλου και ο πατέρας της ήταν γιος του Παύλου Μελά και της Ναταλίας Δραγούμη.
Σπούδασε γλυπτική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας (1942-1947), κοντά στον Κώστα Δημητριάδη και τον Μιχάλη Τόμπρο. Δούλεψε επίσης στο εργαστήριο του Θανάση Απάρτη.
Μετά την αποφοίτησή της άνοιξε δικό της εργαστήριο. Tο εργαστήριο αποτέλεσε τόπο συνάντησης καλλιτεχνών της γενιάς του 30, όπως των Εγγονόπουλου, Ανδρικοπούλου, Τσαρούχη, Εμπειρίκου και Μόραλη. Συμμετείχε επίσης στην ίδρυση της καλλιτεχνικής ομάδας «Αρμός», το 1949.
Τα πρώτα χρόνια δουλειάς της χρησιμοποίησε υλικά όπως ο πηλός, το μάρμαρο και η πέτρα. Η επίδραση του Δημήτρη Πικιώνη, με τον οποίο συνεργάστηκε στενά, είναι εμφανής στο έργο της αυτή την περίοδο. Ασχολήθηκε κυρίως με την εκτέλεση μνημειακών έργων, προτομών και παραγγελιών για τον δημόσιο χώρο.
Το 1951 παντρεύτηκε τον αρχιτέκτονα Άρη Κωνσταντινίδη (1913 - 1993) και, για ένα διάστημα, επικεντρώθηκε στη δημιουργία κοσμημάτων, καθώς και σκηνικών για το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν.
Από το 1960 απομακρύνθηκε αισθητά από τις παραδοσιακές τάσεις, εκπαιδεύτηκε σε τεχνικές οξυγονοκόλλησης και στράφηκε στις κατασκευές από μέταλλο. Οι ιδιότητες των διαφόρων μετάλλων έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της αισθητικής της.
Το 1963 παρουσίασε την πρώτη της ατομική έκθεση στην γκαλερί «Ζυγός». Η προσέγγιση κάποιων στοιχείων της αφηρημένης τέχνης δεν άλλαξε τον προσανατολισμό του έργου της, που παρέμεινε παραστατικό, με μια θεματολογία εμπνευσμένη από τον κόσμο της φύσης και της μυθολογίας.
Οι οργανικές φόρμες, τα ανοιχτά σχήματα, η στερεομετρική απόδοση των όγκων και η ευφάνταστη χρήση έτοιμων αντικειμένων ή εξαρτημάτων χαρακτηρίζουν τις κατασκευές της, Στην πρόσφατη δουλειά της περνά από το μέταλλο στο χαρτί, ανακαλύπτοντας τις γλυπτικές δυνατότητές του, ενώ εισάγει δυναμικά το στοιχείο του χρώματος.
Οι "Δύο φίλες" ανήκουν στους πίνακες που εμπνέονται από την παράδοση του Φαγιούμ, τα πορτρέτα της Αναγέννησης και τα αντίστοιχα έργα του Αντρέ Ντεραίν. Εκφράζει με απόλυτο τρόπο το κλασικό πνεύμα της τέχνης του Μόραλη. Σε επιμέρους λεπτομέρειες προϋποθέτει το δίδαγμα του Κυβισμού.
Οι δύο φίλες είναι νεαρές γλύπτριες: η Μπούμπα Λυμπεράκη, που έμελλε να γίνει η δεύτερη γυναίκα του Μόραλη, και η Ναταλία Μελά (με το κόκκινο φόρεμα). Ο ζωγράφος τις έχει τοποθετήσει μετωπικά σε έναν αβαθή χώρο, που περικλείεται από παραπέτασμα. Η στάση, το βλέμμα, που μαγνητίζει το θεατή, ο χρόνος που μοιάζει σταματημένος, ακόμη και ο τρόπος που έχουν ζωγραφιστεί οι μορφές, υποβάλλουν την αίσθηση της αιωνιότητας, προνόμιο των κλασικών έργων.
Το φόντο του πίνακα είναι πρασινωπό και αυτό κάνει το κόκκινο φόρεμα –το συμπληρωματικό δηλαδή του πράσινου– να ακτινοβολεί. Το μαύρο σακάκι της Λυμπεράκη, η άσπρη μπλούζα, το γκρίζο ριγωτό πουκάμισο της άλλης κοπέλας συμπληρώνουν την αυστηρή αρμονία της σύνθεσης και δίνουν ακόμη μεγαλύτερη λάμψη στο μοναδικό έντονο χρώμα, το κόκκινο».
Στο πολύτιμο αρχείο του Ινστιτούτου Σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης (ΙΣΕΤ) βρήκα ένα βιογραφικό της και το παραθέτω εδώ: Η Νάτα Μελά «γεννήθηκε το 1923 στην Κηφισιά. Μεγάλωσε σε μεγαλοαστικό περιβάλλον. Η μητέρα της ήταν κόρη του Ιωάννη Πεσματζόγλου και ο πατέρας της ήταν γιος του Παύλου Μελά και της Ναταλίας Δραγούμη.
Σπούδασε γλυπτική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας (1942-1947), κοντά στον Κώστα Δημητριάδη και τον Μιχάλη Τόμπρο. Δούλεψε επίσης στο εργαστήριο του Θανάση Απάρτη.
Μετά την αποφοίτησή της άνοιξε δικό της εργαστήριο. Tο εργαστήριο αποτέλεσε τόπο συνάντησης καλλιτεχνών της γενιάς του 30, όπως των Εγγονόπουλου, Ανδρικοπούλου, Τσαρούχη, Εμπειρίκου και Μόραλη. Συμμετείχε επίσης στην ίδρυση της καλλιτεχνικής ομάδας «Αρμός», το 1949.
Τα πρώτα χρόνια δουλειάς της χρησιμοποίησε υλικά όπως ο πηλός, το μάρμαρο και η πέτρα. Η επίδραση του Δημήτρη Πικιώνη, με τον οποίο συνεργάστηκε στενά, είναι εμφανής στο έργο της αυτή την περίοδο. Ασχολήθηκε κυρίως με την εκτέλεση μνημειακών έργων, προτομών και παραγγελιών για τον δημόσιο χώρο.
Το 1951 παντρεύτηκε τον αρχιτέκτονα Άρη Κωνσταντινίδη (1913 - 1993) και, για ένα διάστημα, επικεντρώθηκε στη δημιουργία κοσμημάτων, καθώς και σκηνικών για το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν.
Από το 1960 απομακρύνθηκε αισθητά από τις παραδοσιακές τάσεις, εκπαιδεύτηκε σε τεχνικές οξυγονοκόλλησης και στράφηκε στις κατασκευές από μέταλλο. Οι ιδιότητες των διαφόρων μετάλλων έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της αισθητικής της.
Το 1963 παρουσίασε την πρώτη της ατομική έκθεση στην γκαλερί «Ζυγός». Η προσέγγιση κάποιων στοιχείων της αφηρημένης τέχνης δεν άλλαξε τον προσανατολισμό του έργου της, που παρέμεινε παραστατικό, με μια θεματολογία εμπνευσμένη από τον κόσμο της φύσης και της μυθολογίας.
Οι οργανικές φόρμες, τα ανοιχτά σχήματα, η στερεομετρική απόδοση των όγκων και η ευφάνταστη χρήση έτοιμων αντικειμένων ή εξαρτημάτων χαρακτηρίζουν τις κατασκευές της, Στην πρόσφατη δουλειά της περνά από το μέταλλο στο χαρτί, ανακαλύπτοντας τις γλυπτικές δυνατότητές του, ενώ εισάγει δυναμικά το στοιχείο του χρώματος.
Το 2011 τιμήθηκε με το Αριστείο Καλών Τεχνών της Ακαδημίας Αθηνών.
Έχει παρουσιάσει το έργο της σε πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Συμμετείχε μεταξύ άλλων σε Πανελλήνιες (1948, 1965, 1967, 1975, 1987) και στη Μπιενάλε του Sao Paulo (1965).
Το 2008 πραγματοποιήθηκε στο Μουσείο Μπενάκη μεγάλη αναδρομική έκθεση με όλες τις φάσεις της καλλιτεχνικής της δημιουργίας».
Τέλος, κράτησα ορισμένες χρονικές στιγμές από το χρονολόγιο που φιλοξενείται στο προσωπικό της site.
1933 Γίνεται οδηγός στο Σώμα Ελληνίδων Οδηγών. Τα πρώτα σχολικά χρόνια πηγαίνει στου Μακρή. Αργότερα αλλάζει σχολείο και πηγαίνει στο Γερμανικό.
1940 Το 1940 αποφοιτά! Μία μέρα πριν τον πόλεμο, στις 27 Οκτωβρίου 1940, γίνεται πρωταθλήτρια Ελλάδος στο τένις στον Όμιλο Αντισφαιρήσεως της Αθήνας. Ξεσπά ο πόλεμος και πηγαίνει νοσοκόμα, παρόλο που είναι μικρή, τη δέχονται λόγω της θέσης που είχε η μητέρα της στον Ερυθρό Σταυρό.
1942 Δίνει εξετάσεις στην Α.Σ.Κ.Τ. στο Εργαστήριο Γλυπτικής. Στην αρχή παρακολουθεί μαθήματα στο Εργαστήριο του Δημητριάδη. Εκεί γνωρίζει το γλύπτη Βάσο Καπάνταη που είναι κι αυτός σπουδαστής. Όταν πεθαίνει ο Δημητριάδης, πηγαίνει στο Εργαστήριο του Τόμπρου. Εκεί βρίσκεται με το Νίκο Κούνδουρο, τη Λένα Τσούχλου, τη Μπούμπα Λυμπεράκη, το Βάσο Καπάνταη κ.ά. Παράλληλα πηγαίνει και στο Εργαστήριο του Απάρτη.
1942-1943 Κάνει τις μάσκες για την παράσταση του έργου «Σουάνεβιτ» σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν, Θέατρο Αλίκη. Στην αρχή της κατοχής εγγράφεται στην ΕΠΟΝ. Σύντομα μπαίνει στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Κάνει παρέα τότε με τον Κώστα Αξελό, Άδωνη Κύρου, Βίκτωρα Μελά, Μαρία Αναγνωστοπούλου, Κίτσο Μαλτέζο, κ.ά.
Στο χρονολόγιο αν και με λάθος ημερομηνία γίνεται αναφορά στην δολοφονία του Κίτσου Μαλτέζου. Ο τελευταίος δολοφονείται από πρώην συντρόφους του το 1944. «Μετά από αυτό το γεγονός αποχωρεί από το Κομμουνιστικό Κόμμα. Την ίδια εποχή δημιουργεί το πρώτο της Εργαστήριο στην οδό Βασ. Σοφίας 4 στον τελευταίο όροφο, όπου ήταν πλυσταριά. Εκεί αρχίζει να φτιάχνει αγάλματα και προτομές με γύψο και πηλό. Αργότερα, αυτά τα πλυσταριά κάηκαν και το 1945 μεταφέρθηκε το Εργαστήριό της στην αυλή του σπιτιού, στο στάβλο της οδού Μουρούζη 5. Εκεί μαζεύονται η Νέλλη Ανδρικοπούλου, ο Εγγονόπουλος, ο Τσαρούχης, ο Εμπειρίκος, ο Μόραλης κ.ά».
Έχει παρουσιάσει το έργο της σε πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Συμμετείχε μεταξύ άλλων σε Πανελλήνιες (1948, 1965, 1967, 1975, 1987) και στη Μπιενάλε του Sao Paulo (1965).
Το 2008 πραγματοποιήθηκε στο Μουσείο Μπενάκη μεγάλη αναδρομική έκθεση με όλες τις φάσεις της καλλιτεχνικής της δημιουργίας».
Τέλος, κράτησα ορισμένες χρονικές στιγμές από το χρονολόγιο που φιλοξενείται στο προσωπικό της site.
1933 Γίνεται οδηγός στο Σώμα Ελληνίδων Οδηγών. Τα πρώτα σχολικά χρόνια πηγαίνει στου Μακρή. Αργότερα αλλάζει σχολείο και πηγαίνει στο Γερμανικό.
1940 Το 1940 αποφοιτά! Μία μέρα πριν τον πόλεμο, στις 27 Οκτωβρίου 1940, γίνεται πρωταθλήτρια Ελλάδος στο τένις στον Όμιλο Αντισφαιρήσεως της Αθήνας. Ξεσπά ο πόλεμος και πηγαίνει νοσοκόμα, παρόλο που είναι μικρή, τη δέχονται λόγω της θέσης που είχε η μητέρα της στον Ερυθρό Σταυρό.
1942 Δίνει εξετάσεις στην Α.Σ.Κ.Τ. στο Εργαστήριο Γλυπτικής. Στην αρχή παρακολουθεί μαθήματα στο Εργαστήριο του Δημητριάδη. Εκεί γνωρίζει το γλύπτη Βάσο Καπάνταη που είναι κι αυτός σπουδαστής. Όταν πεθαίνει ο Δημητριάδης, πηγαίνει στο Εργαστήριο του Τόμπρου. Εκεί βρίσκεται με το Νίκο Κούνδουρο, τη Λένα Τσούχλου, τη Μπούμπα Λυμπεράκη, το Βάσο Καπάνταη κ.ά. Παράλληλα πηγαίνει και στο Εργαστήριο του Απάρτη.
1942-1943 Κάνει τις μάσκες για την παράσταση του έργου «Σουάνεβιτ» σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν, Θέατρο Αλίκη. Στην αρχή της κατοχής εγγράφεται στην ΕΠΟΝ. Σύντομα μπαίνει στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Κάνει παρέα τότε με τον Κώστα Αξελό, Άδωνη Κύρου, Βίκτωρα Μελά, Μαρία Αναγνωστοπούλου, Κίτσο Μαλτέζο, κ.ά.
Στο χρονολόγιο αν και με λάθος ημερομηνία γίνεται αναφορά στην δολοφονία του Κίτσου Μαλτέζου. Ο τελευταίος δολοφονείται από πρώην συντρόφους του το 1944. «Μετά από αυτό το γεγονός αποχωρεί από το Κομμουνιστικό Κόμμα. Την ίδια εποχή δημιουργεί το πρώτο της Εργαστήριο στην οδό Βασ. Σοφίας 4 στον τελευταίο όροφο, όπου ήταν πλυσταριά. Εκεί αρχίζει να φτιάχνει αγάλματα και προτομές με γύψο και πηλό. Αργότερα, αυτά τα πλυσταριά κάηκαν και το 1945 μεταφέρθηκε το Εργαστήριό της στην αυλή του σπιτιού, στο στάβλο της οδού Μουρούζη 5. Εκεί μαζεύονται η Νέλλη Ανδρικοπούλου, ο Εγγονόπουλος, ο Τσαρούχης, ο Εμπειρίκος, ο Μόραλης κ.ά».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα