Ο ρομαντικός Λόενγκριν
Ο ρομαντικός Λόενγκριν
Η Εθνική Λυρική Σκηνή παρουσιάζει την εμβληματική όπερα του Ρίχαρντ Βάγκνερ, 52 χρόνια μετά την πρώτη και μοναδική παρουσίασή της
Εκατόν εξήντα επτά χρόνια μετά από την πρεμιέρα του στο Staatskapelle Weimar και 52 χρόνια έπειτα από την πρώτη -και τελευταία μέχρι τώρα- παρουσίασή της από την Εθνική Λυρική Σκηνή, τον Ιανουάριο του 1965, η εμβληματική όπερα του Ρίχαρντ Βάγκνερ, «Λόενγκριν», έρχεται στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Πρόκειται για μια νέα παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, προερχόμενη από την Εθνική Όπερα της Ουαλίας και το Θέατρο Βιέλκι - Εθνική Όπερα Πολωνίας.
Η δράση έχει μεταφερθεί σε μία ασαφή χρονική στιγμή, κάπου στο δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα, ίσως κατά τη διάρκεια του γαλλοπρωσικού πολέμου. Η παραγωγή παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 2013, στο Κάρντιφ και στο Μπέρμινγχαμ της Βρετανίας, γνωρίζοντας θετικές κριτικές από τον βρετανικό Τύπο. Ο Άντριου Κλέμεντς του “Guardian” ανέφερε σχετικά: «Είναι ένα στιβαρά εντυπωσιακό, αν και ελαφρά περιορισμένο, επίτευγμα». Η Φιόνα Μάντοκς έγραψε στον “Observer” του “Guardian” για την εαπόδοση του Πίτερ Ουέντ, ο οποίος ερμηνεύει τον ρόλο του Λόενγκριν και στη χώρα μας: «Ο Πίτερ Ουέντ ανταποκρίθηκε θριαμβευτικά στις προκλήσεις του ομώνυμου ρόλου, ποιητικός και μεγαλειώδης».
Την Ορχήστρα και τη Χορωδία της ΕΛΣ διευθύνει ο Μύρων Μιχαηλίδης, ενώ τη σκηνοθεσία, τα σκηνικά και τα κοστούμια υπογράφει ο βραβευμένος Βρετανός σκηνοθέτης και σκηνογράφος Άντονι ΜακΝτόναλντ.
Ο «Λόενγκριν» θεωρείται μία από τις σημαντικότερες όπερες του Ρίχαρντ Βάγκνερ και σηματοδοτεί τη μετάβαση από τις όπερες της πρώτης περιόδου στα μουσικά δράματα της ωριμότητας του συνθέτη. Ο συνθέτης και αρχιμουσικός Πιερ Μπουλέζ είχε χαρακτηριστικά αναφέρει: «Εκείνο το οποίο χαρακτηρίζει τον Βάγκνερ και αποτελεί μέρος του μεγαλείου του είναι η πρόθεσή του να οικοδομήσει και να ολοκληρώσει ένα πλήρες σύμπαν στο εσωτερικό μιας ύπαρξης και όχι να προσθέτει απλά ένα έργο στο επόμενο, χωρίς να τα εγγράφει όλα μαζί στην απαραίτητη συνέχεια».
Η δράση έχει μεταφερθεί σε μία ασαφή χρονική στιγμή, κάπου στο δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα, ίσως κατά τη διάρκεια του γαλλοπρωσικού πολέμου. Η παραγωγή παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 2013, στο Κάρντιφ και στο Μπέρμινγχαμ της Βρετανίας, γνωρίζοντας θετικές κριτικές από τον βρετανικό Τύπο. Ο Άντριου Κλέμεντς του “Guardian” ανέφερε σχετικά: «Είναι ένα στιβαρά εντυπωσιακό, αν και ελαφρά περιορισμένο, επίτευγμα». Η Φιόνα Μάντοκς έγραψε στον “Observer” του “Guardian” για την εαπόδοση του Πίτερ Ουέντ, ο οποίος ερμηνεύει τον ρόλο του Λόενγκριν και στη χώρα μας: «Ο Πίτερ Ουέντ ανταποκρίθηκε θριαμβευτικά στις προκλήσεις του ομώνυμου ρόλου, ποιητικός και μεγαλειώδης».
Την Ορχήστρα και τη Χορωδία της ΕΛΣ διευθύνει ο Μύρων Μιχαηλίδης, ενώ τη σκηνοθεσία, τα σκηνικά και τα κοστούμια υπογράφει ο βραβευμένος Βρετανός σκηνοθέτης και σκηνογράφος Άντονι ΜακΝτόναλντ.
Ο «Λόενγκριν» θεωρείται μία από τις σημαντικότερες όπερες του Ρίχαρντ Βάγκνερ και σηματοδοτεί τη μετάβαση από τις όπερες της πρώτης περιόδου στα μουσικά δράματα της ωριμότητας του συνθέτη. Ο συνθέτης και αρχιμουσικός Πιερ Μπουλέζ είχε χαρακτηριστικά αναφέρει: «Εκείνο το οποίο χαρακτηρίζει τον Βάγκνερ και αποτελεί μέρος του μεγαλείου του είναι η πρόθεσή του να οικοδομήσει και να ολοκληρώσει ένα πλήρες σύμπαν στο εσωτερικό μιας ύπαρξης και όχι να προσθέτει απλά ένα έργο στο επόμενο, χωρίς να τα εγγράφει όλα μαζί στην απαραίτητη συνέχεια».
Το έργο πρωτοπαρουσιάστηκε στις 28 Αυγούστου του 1850 στη Βαϊμάρη, υπό τη διεύθυνση του Φραντς Λιστ, και βασίζεται σε ποιητικό κείμενο του ίδιου του Βάγκνερ, όπως και όλες του οι όπερες. Η υποδοχή του «Λόενγκριν» αρχικά δεν υπήρξε ιδιαίτερα θερμή, αλλά σε διάστημα λίγων μηνών η παρουσίαση του προκαλούσε τεράστιο ενθουσιασμό, με αποτέλεσμα το έργο σύντομα να αναδειχτεί στο δημοφιλέστερο του Βάγκνερ. Η επιτυχία υπήρξε τόσο σημαντική, ώστε χάρη σε αυτό το έργο ο Βάγκνερ να αποκτήσει φήμη «εθνικού» συνθέτη. Εξάλλου ο Λιστ έγραψε για την μουσική του «Λόενγκριν»: «Το βασικό χαρακτηριστικό της μουσικής αυτής της όπερας είναι ότι διαθέτει τέτοια ενότητα σύλληψης και ύφους, ώστε δεν υπάρχει ούτε μία μελωδική φράση, πολύ δε λιγότερο κάποιο σύνολο ή οποιοδήποτε μέρος της όπερας, το οποίο μπορεί να γίνει αντιληπτό ξεχωριστά από το σύνολο ως προς την ιδιομορφία και την πραγματική του σημασία. Τα πάντα έχουν σχέση μεταξύ τους, τα πάντα συνδέονται, τα πάντα εντείνονται. Όλα είναι τόσο ενσωματωμένα στην υπόθεση που δεν μπορούν να διαχωριστούν από αυτήν».
O μύθος ανάγεται σε ένα από τα πλέον αιματηρά ποιήματα ηρωικών ανδραγαθημάτων -chanson de geste- των τροβαδούρων του 12ου αιώνα. Σύμφωνα με την υπόθεση, ένας μυστηριώδης ιππότης έρχεται να υπερασπιστεί την Έλζα της Βραβάντης, η οποία κατηγορείται για τη δολοφονία του αδερφού της, που έχει εξαφανιστεί. Για να αγωνιστεί υπέρ της θέτει ως μοναδικό όρο εκείνη να μη ρωτήσει ποτέ σχετικά με το όνομα και την καταγωγή του. Ο Λόενγκριν νικά, η Έλζα αθωώνεται και γίνεται σύζυγός του. Ο κόμης Τέλραμουντ, υποκινούμενος από τη μάγισσα σύζυγό του Όρτρουντ, κατορθώνουν τελικά να σπείρουν στην Έλζα την αμφιβολία και να την κάνουν να θέσει την ερώτηση. Ο ιππότης αποκαλύπτει την ταυτότητά του κι έτσι υποχρεώνεται πλέον να αναχωρήσει. Ως τελευταία προσφορά, λύνει τα μάγια της Όρτρουντ και επιστρέφει στην Έλζα τον αγαπημένο της αδερφό.
Ο Βάγκνερ επιχείρησε να προσθέσει στοιχεία αρχαίας ελληνικής τραγωδίας στην όπερά του. Είχε γράψει, μάλιστα, σχετικά: «Ποιος δεν ξέρει την ιστορία του Δία και της Σεμέλης; Ο θεός ερωτεύτηκε μία θνητή και την προσέγγισε με ανθρώπινη μορφή. Η ερωμένη απαιτεί να της δείξει την πραγματική του μορφή. Ο Δίας ξέρει ότι η όψη του πραγματικού του εαυτού θα την καταστρέψει. Βασανίζεται από αυτή τη γνώση, βασανίζεται ξέροντας ότι πρέπει να ικανοποιήσει αυτή την απαίτηση και έτσι να καταστρέψει τον έρωτά τους. Θα σφραγίσει τη μοίρα του όταν η θεϊκή μορφή του καταστρέψει την ερωμένη του. Δεν καταστρέφεται ο άνθρωπος που λαχταρεί τον Θεό;».
Η υπόθεση ενέπνευσε στον Βάγκνερ ορισμένες από τις ωραιότερες μουσικές σελίδες, αλλά και κάποιες από τις πιο γνωστές, όπως το περίφημο «Γαμήλιο εμβατήριο» στην αρχή της Γ’ Πράξης. Στον «Λόενγκριν» η χορωδία έχει ξεχωριστή θέση, αφενός λόγω της εξαιρετικής ποιότητας της μουσικής, την οποία της προσφέρει ο Βάγκνερ, αφετέρου λόγω του ρόλου που της επιφυλάσσει ο συνθέτης στη θεατρική δραματουργία του έργου.
Ο Άντονι ΜακΝτόναλντ, ο οποίος υπογράφει τη σκηνοθεσία, τα σκηνικά και τα κοστούμια, σημειώνει: «Κατ' αρχάς, είναι η πιο ρομαντική από όλες τις όπερες του Βάγκνερ. Μετά τον “Λόενγκριν” ο συνθέτης μετακινήθηκε από το συγκεκριμένο ιδίωμα - τόσο μελωδικό που θυμίζει ακόμα και Μπελλίνι. Κατά μία έννοια είναι η πιο συμβατική απ’ όλες του τις όπερες και δείγμα του ώριμου γερμανικού ρομαντισμού. Έτσι, στράφηκα προς ζωγράφους εκείνης της εποχής, τον Φρήντριχ και τους άλλους. Ήταν μία μάλλον ενστικτώδης επιλογή. Ήθελα οπτικά να υπάρχει το στοιχείο της βόρειας Ευρώπης. Τα κοστούμια μοιάζουν μάλλον γερμανικά, παρά από την Αμβέρσα. Το ίδιο στη Β’ Πράξη, που διαδραματίζεται σε μία αυλή σαν αυτές που συναντά κανείς συχνά στη Γερμανία, αλλά και στην Αυστρία.
»Ξεκίνησα από το γεγονός ότι στη σκηνή υπάρχει πολύ ώρα μεγάλη χορωδία. Ήθελα, λοιπόν, οι άνθρωποι αυτοί να εμφανίζονται σε έναν τόπο συγκέντρωσης. Καθώς η χώρα δεν βρίσκεται σε καλή κατάσταση, επέλεξα ένα βιομηχανικό χώρο σε παρακμή. […] Είναι ένα πολύ λυπητερό έργο επειδή είναι γεμάτο από έρωτα χωρίς ανταπόκριση. Όπως και ο Τριστάνος. […] Θεωρώ ότι όλες οι όπερες του Βάγκνερ είναι πολύ αυτοβιογραφικές. Το γεγονός ότι έγραφε ο ίδιος τα ποιητικά κείμενα και προσάρμοζε και διαμόρφωνε με έναν πολύ προσωπικό τρόπο όλες τις ιστορίες, τις οποίες συνέλεγε, συνηγορεί σε αυτό. Επίσης υπάρχει η διαρκής αναζήτηση της ταυτότητας, η οποία διατρέχει όλο το δημιουργικό έργο του συνθέτη. Ο ίδιος δεν ήταν βέβαιος ποιος ήταν ο πατέρας του.
»Πιστεύω ότι πάντοτε ο Βάγκνερ ταυτίζεται με όλους τους χαρακτήρες των έργων του. Γι’ αυτό και γράφει τόσο καλά κείμενα. (…) Ενδιαφέρομαι περισσότερο για τις σχέσεις μεταξύ των προσώπων και το μυστήριο που έχει κάθε χαρακτήρας. Ήθελα η παράσταση να έχει μια πολύ ανθρώπινη αίσθηση και οι χαρακτήρες να μοιάζουν με ανθρώπους όπως εμείς∙ να πλάσω πρόσωπα και μία κοινωνία που το κοινό θα μπορεί να αναγνωρίσει εύκολα, παρότι δεν επέλεξα να τοποθετήσω τη δράση στην εποχή μας. (…) Ο Λόενγκριν είναι ένα παραμύθι. Και τα παραμύθια βρίσκονται βαθιά μέσα μας. Αυτή η ιδέα ότι θα έρθει ο πρίγκιπας και θα μας σώσει. Είναι μια ανάγκη που έχουμε. Ότι δυνάμεις εκεί έξω θα έρθουν να μας βοηθήσουν. Είναι η πίστη που νιώθει η Έλζα ότι κάποιος θα έρθει τελικά να τη βοηθήσει. Υπάρχει επίσης η κάθαρση. Είναι τελικά η ανθρωπιά αυτού του έργου, αυτό το οποίο είναι ενδιαφέρον και ελκυστικό. Επίσης θεωρώ ότι η μουσική είναι γοητευτική. Απολύτως γοητευτική. Και πιστεύω ότι συναρπάζει το κοινό. Δεν έχει τίποτε το πομπώδες. Είναι τόσο ευαίσθητη».
Τους πρωταγωνιστικούς ρόλους, οι οποίοι θεωρούνται από τους πιο απαιτητικούς και δύσκολους του ρεπερτορίου, ερμηνεύουν διεθνώς αναγνωρισμένοι Έλληνες και ξένοι μονωδοί. Ο Βρετανός τενόρος Πίτερ Ουεντ θα ερμηνεύσει τον ρόλο του Λόενγκριν, ενώ τον ρόλο της Έλζα αναλαμβάνουν δύο διεθνούς φήμης σοπράνο: στην πρώτη διανομή η Σλοβάκα Γιολάνα Φογκάσοβα και στη δεύτερη η Ρουμάνα Γιούλια Ισάεφ. Με τον ρόλο του Τέλραμουντ ντεμπουτάρει σε βαγκνερικό ρόλο ο σπουδαίος Έλληνας μονωδός της ΕΛΣ, Δημήτρης Πλατανιάς. Στη δεύτερη διανομή τον ρόλο ερμηνεύει ο ταλαντούχος Ρουμάνος βαρύτονος Βαλεντίν Βασίλιου. Στην πρώτη διανομή, στον ρόλο της Όρτρουντ είναι η Σουηδή μεσόφωνος Μαρτίνα Ντίκε. Στη δεύτερη διανομή, τον ρόλο θα ερμηνεύσει η Ελληνίδα υψίφωνος Τζούλια Σουγλάκου. Το καστ συμπληρώνουν οι διακεκριμένοι μονωδοί της ΕΛΣ Τάσος Αποστόλου και Πέτρος Μαγουλάς (Βασιλιάς), Διονύσης Σούρμπης και Δημήτρης Κασιούμης (Κήρυκας).
Info
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη
Βασ. Σοφίας & Κόκκαλη, Αθήνα
O μύθος ανάγεται σε ένα από τα πλέον αιματηρά ποιήματα ηρωικών ανδραγαθημάτων -chanson de geste- των τροβαδούρων του 12ου αιώνα. Σύμφωνα με την υπόθεση, ένας μυστηριώδης ιππότης έρχεται να υπερασπιστεί την Έλζα της Βραβάντης, η οποία κατηγορείται για τη δολοφονία του αδερφού της, που έχει εξαφανιστεί. Για να αγωνιστεί υπέρ της θέτει ως μοναδικό όρο εκείνη να μη ρωτήσει ποτέ σχετικά με το όνομα και την καταγωγή του. Ο Λόενγκριν νικά, η Έλζα αθωώνεται και γίνεται σύζυγός του. Ο κόμης Τέλραμουντ, υποκινούμενος από τη μάγισσα σύζυγό του Όρτρουντ, κατορθώνουν τελικά να σπείρουν στην Έλζα την αμφιβολία και να την κάνουν να θέσει την ερώτηση. Ο ιππότης αποκαλύπτει την ταυτότητά του κι έτσι υποχρεώνεται πλέον να αναχωρήσει. Ως τελευταία προσφορά, λύνει τα μάγια της Όρτρουντ και επιστρέφει στην Έλζα τον αγαπημένο της αδερφό.
Ο Βάγκνερ επιχείρησε να προσθέσει στοιχεία αρχαίας ελληνικής τραγωδίας στην όπερά του. Είχε γράψει, μάλιστα, σχετικά: «Ποιος δεν ξέρει την ιστορία του Δία και της Σεμέλης; Ο θεός ερωτεύτηκε μία θνητή και την προσέγγισε με ανθρώπινη μορφή. Η ερωμένη απαιτεί να της δείξει την πραγματική του μορφή. Ο Δίας ξέρει ότι η όψη του πραγματικού του εαυτού θα την καταστρέψει. Βασανίζεται από αυτή τη γνώση, βασανίζεται ξέροντας ότι πρέπει να ικανοποιήσει αυτή την απαίτηση και έτσι να καταστρέψει τον έρωτά τους. Θα σφραγίσει τη μοίρα του όταν η θεϊκή μορφή του καταστρέψει την ερωμένη του. Δεν καταστρέφεται ο άνθρωπος που λαχταρεί τον Θεό;».
Η υπόθεση ενέπνευσε στον Βάγκνερ ορισμένες από τις ωραιότερες μουσικές σελίδες, αλλά και κάποιες από τις πιο γνωστές, όπως το περίφημο «Γαμήλιο εμβατήριο» στην αρχή της Γ’ Πράξης. Στον «Λόενγκριν» η χορωδία έχει ξεχωριστή θέση, αφενός λόγω της εξαιρετικής ποιότητας της μουσικής, την οποία της προσφέρει ο Βάγκνερ, αφετέρου λόγω του ρόλου που της επιφυλάσσει ο συνθέτης στη θεατρική δραματουργία του έργου.
Ο Άντονι ΜακΝτόναλντ, ο οποίος υπογράφει τη σκηνοθεσία, τα σκηνικά και τα κοστούμια, σημειώνει: «Κατ' αρχάς, είναι η πιο ρομαντική από όλες τις όπερες του Βάγκνερ. Μετά τον “Λόενγκριν” ο συνθέτης μετακινήθηκε από το συγκεκριμένο ιδίωμα - τόσο μελωδικό που θυμίζει ακόμα και Μπελλίνι. Κατά μία έννοια είναι η πιο συμβατική απ’ όλες του τις όπερες και δείγμα του ώριμου γερμανικού ρομαντισμού. Έτσι, στράφηκα προς ζωγράφους εκείνης της εποχής, τον Φρήντριχ και τους άλλους. Ήταν μία μάλλον ενστικτώδης επιλογή. Ήθελα οπτικά να υπάρχει το στοιχείο της βόρειας Ευρώπης. Τα κοστούμια μοιάζουν μάλλον γερμανικά, παρά από την Αμβέρσα. Το ίδιο στη Β’ Πράξη, που διαδραματίζεται σε μία αυλή σαν αυτές που συναντά κανείς συχνά στη Γερμανία, αλλά και στην Αυστρία.
»Ξεκίνησα από το γεγονός ότι στη σκηνή υπάρχει πολύ ώρα μεγάλη χορωδία. Ήθελα, λοιπόν, οι άνθρωποι αυτοί να εμφανίζονται σε έναν τόπο συγκέντρωσης. Καθώς η χώρα δεν βρίσκεται σε καλή κατάσταση, επέλεξα ένα βιομηχανικό χώρο σε παρακμή. […] Είναι ένα πολύ λυπητερό έργο επειδή είναι γεμάτο από έρωτα χωρίς ανταπόκριση. Όπως και ο Τριστάνος. […] Θεωρώ ότι όλες οι όπερες του Βάγκνερ είναι πολύ αυτοβιογραφικές. Το γεγονός ότι έγραφε ο ίδιος τα ποιητικά κείμενα και προσάρμοζε και διαμόρφωνε με έναν πολύ προσωπικό τρόπο όλες τις ιστορίες, τις οποίες συνέλεγε, συνηγορεί σε αυτό. Επίσης υπάρχει η διαρκής αναζήτηση της ταυτότητας, η οποία διατρέχει όλο το δημιουργικό έργο του συνθέτη. Ο ίδιος δεν ήταν βέβαιος ποιος ήταν ο πατέρας του.
»Πιστεύω ότι πάντοτε ο Βάγκνερ ταυτίζεται με όλους τους χαρακτήρες των έργων του. Γι’ αυτό και γράφει τόσο καλά κείμενα. (…) Ενδιαφέρομαι περισσότερο για τις σχέσεις μεταξύ των προσώπων και το μυστήριο που έχει κάθε χαρακτήρας. Ήθελα η παράσταση να έχει μια πολύ ανθρώπινη αίσθηση και οι χαρακτήρες να μοιάζουν με ανθρώπους όπως εμείς∙ να πλάσω πρόσωπα και μία κοινωνία που το κοινό θα μπορεί να αναγνωρίσει εύκολα, παρότι δεν επέλεξα να τοποθετήσω τη δράση στην εποχή μας. (…) Ο Λόενγκριν είναι ένα παραμύθι. Και τα παραμύθια βρίσκονται βαθιά μέσα μας. Αυτή η ιδέα ότι θα έρθει ο πρίγκιπας και θα μας σώσει. Είναι μια ανάγκη που έχουμε. Ότι δυνάμεις εκεί έξω θα έρθουν να μας βοηθήσουν. Είναι η πίστη που νιώθει η Έλζα ότι κάποιος θα έρθει τελικά να τη βοηθήσει. Υπάρχει επίσης η κάθαρση. Είναι τελικά η ανθρωπιά αυτού του έργου, αυτό το οποίο είναι ενδιαφέρον και ελκυστικό. Επίσης θεωρώ ότι η μουσική είναι γοητευτική. Απολύτως γοητευτική. Και πιστεύω ότι συναρπάζει το κοινό. Δεν έχει τίποτε το πομπώδες. Είναι τόσο ευαίσθητη».
Τους πρωταγωνιστικούς ρόλους, οι οποίοι θεωρούνται από τους πιο απαιτητικούς και δύσκολους του ρεπερτορίου, ερμηνεύουν διεθνώς αναγνωρισμένοι Έλληνες και ξένοι μονωδοί. Ο Βρετανός τενόρος Πίτερ Ουεντ θα ερμηνεύσει τον ρόλο του Λόενγκριν, ενώ τον ρόλο της Έλζα αναλαμβάνουν δύο διεθνούς φήμης σοπράνο: στην πρώτη διανομή η Σλοβάκα Γιολάνα Φογκάσοβα και στη δεύτερη η Ρουμάνα Γιούλια Ισάεφ. Με τον ρόλο του Τέλραμουντ ντεμπουτάρει σε βαγκνερικό ρόλο ο σπουδαίος Έλληνας μονωδός της ΕΛΣ, Δημήτρης Πλατανιάς. Στη δεύτερη διανομή τον ρόλο ερμηνεύει ο ταλαντούχος Ρουμάνος βαρύτονος Βαλεντίν Βασίλιου. Στην πρώτη διανομή, στον ρόλο της Όρτρουντ είναι η Σουηδή μεσόφωνος Μαρτίνα Ντίκε. Στη δεύτερη διανομή, τον ρόλο θα ερμηνεύσει η Ελληνίδα υψίφωνος Τζούλια Σουγλάκου. Το καστ συμπληρώνουν οι διακεκριμένοι μονωδοί της ΕΛΣ Τάσος Αποστόλου και Πέτρος Μαγουλάς (Βασιλιάς), Διονύσης Σούρμπης και Δημήτρης Κασιούμης (Κήρυκας).
Info
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη
Βασ. Σοφίας & Κόκκαλη, Αθήνα
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα