Ένας άτακτος... Βαφτιστικός
Ένας άτακτος... Βαφτιστικός
Βρεθήκαμε στις πρόβες του «Βαφτιστικού» της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και μιλήσαμε με τον σκηνοθέτη της παράστασης, Σίμο Κακάλα (φωτογραφικό αφιέρωμα)
Καθώς έμπαινα στο θέατρο Ολύμπια για να παρακολουθήσω την πρόβα του «Βαφτιστικού», που ανεβάζει η Εθνική Λυρική Σκηνή στα τέλη Οκτωβρίου και τις αρχές Νοεμβρίου, δεν μπορούσε παρά να έλθει στο μυαλό μου ότι αυτή είναι η τελευταία χρονιά που ανάβουν οι προβολείς σε αυτό το ιστορικό θέατρο, προτού η Λυρική μεταφέρει το σύνολο των παραγωγών της στις υπερσύγχρονες εγκαταστάσεις του Κέντρου Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Έτσι, εκτίμησα ακόμα περισσότερο το απόγευμά μου στον χώρο.
Δεν ήταν βέβαια, μόνο αυτό. Ο οικοδεσπότης μου -και σκηνοθέτης της παράστασης- Σίμος Κακάλας με συνόδευσε με κάθε… επισημότητα στο θεωρείο από όπου παλαιότερα παρακολουθούσε τις παραστάσεις ο βασιλιάς. Εκεί αρχίσαμε την κουβέντα μας έχοντας ως φόντο το κουκλίστικο σκηνικό του Αντώνη Δαγκλίδη, τους μονωδούς να πηγαινοέρχονται φορώντας τα πανέμορφα κοστούμια της Κλαιρ Μπρέισουελ και ακούγοντας πού και πού γλυκές μελωδίες στο πιάνο και κορώνες από τους μονωδούς που έκαναν την προθέρμανσή τους.
Δεν ήταν βέβαια, μόνο αυτό. Ο οικοδεσπότης μου -και σκηνοθέτης της παράστασης- Σίμος Κακάλας με συνόδευσε με κάθε… επισημότητα στο θεωρείο από όπου παλαιότερα παρακολουθούσε τις παραστάσεις ο βασιλιάς. Εκεί αρχίσαμε την κουβέντα μας έχοντας ως φόντο το κουκλίστικο σκηνικό του Αντώνη Δαγκλίδη, τους μονωδούς να πηγαινοέρχονται φορώντας τα πανέμορφα κοστούμια της Κλαιρ Μπρέισουελ και ακούγοντας πού και πού γλυκές μελωδίες στο πιάνο και κορώνες από τους μονωδούς που έκαναν την προθέρμανσή τους.
Ο Σίμος Κακάλας, σκηνοθέτης της παράστασης
«Είναι κάτι που ήθελα πάρα πολύ. Ήθελα πάρα πολύ να είμαι στην ίδια παράσταση, στον ίδιο χώρο, αλλά δεν είναι κάτι το οποίο επιδιώκεις ή δεν επιδιώκεις. Είναι μία παράσταση που έγινε τον Μάιο και επειδή έγινε στο τέλος της χρονιάς δεν είχε ευκαιρίες να παιχτεί πολύ και ξαναπαίζεται και φέτος», μου εξηγεί ο Σίμος για την επιστροφή του «Βαφτιστικού», διευκρινίζοντας ότι η παράσταση δεν έχει αλλάξει σε σύγκριση με αυτή που παρουσιάστηκε πριν από λίγους μήνες.
Ο ίδιος θυμάται πώς αντέδρασε όταν του προτάθηκε να αναλάβει τη σκηνοθεσία της παράστασης: «Όταν μου έγινε η πρόταση για το συγκεκριμένο έργο δεν σκέφτηκα καθόλου την απάντηση, γιατί πάντοτε υπήρχε στο βάθος του μυαλού μου και το συγκεκριμένο έργο, αλλά και η οπερέτα γενικότερα σαν είδος. Είναι από αυτά που δυσκολεύεσαι να πιστέψεις ότι συμβαίνουν γιατί όταν πριν από 10 χρόνια έχεις πει “Αχ, τι ωραία να το κάνω μία ημέρα αυτό” και ξαφνικά σου δίνεται η δυνατότητα να το κάνεις, είναι τρελό».
Ένα υποτιμημένο είδος
Η οπερέτα, το μουσικό θέατρο και η κωμωδία γενικότερα είναι ορισμένα είδη στα οποία έχει αδυναμία ο Σίμος: «Πάντοτε με ενδιέφερε η οπερέτα και γενικότερα το μουσικό θέατρο· ο κώδικάς του και πώς μπορείς να τον χειριστείς. Με ενδιαφέρει και η κωμωδία και η φάρσα γενικότερα από την άποψη ότι είναι ένα είδος θεάτρου για αθλητές-ηθοποιούς, οι οποίοι μπορούν να χειρίζονται τον χρόνο, που έχουν ενέργεια».Παρ’ όλα αυτά, η κωμωδία φαντάζει σαν ένα είδος φτωχού συγγενή ανάμεσα στα υπόλοιπα είδη. Ίσως να μην την υπολογίζουμε καν ως τέχνη. Ο ίδιος σπεύδει να διευκρινίσει: «Την κωμωδία την κατατάσσουμε στα είδη διασκέδασης, την έχουμε για κάτι που δεν είναι σοβαρό. Δεν είναι τραγωδία. Και πάντα μου φαινόταν ότι έχει πάρα πολλή πλάκα το γεγονός ότι ένας κωμικός ηθοποιός, ας πούμε, δεν θα πάρει ποτέ Όσκαρ. Ίσως να γίνεται για λόγους εκδίκησης, επειδή η κωμωδία είναι πιο λαϊκή, έχει μεγαλύτερη ανταπόκριση στον κόσμο, τα άλλα είδη την κοιτούν με μισό μάτι».
Ωστόσο, στη χώρα μας, στη γενέτειρα του Αριστοφάνη φαίνεται ότι η κωμωδία έχει κάνει βήματα προς τα πίσω. Τα πρωτεία έχει πάρει η Αμερική, υποστηρίζει ο Σίμος: «Η κωμωδία που κάνουμε σε αυτόν τον τόπο είναι σοφτ. Για παράδειγμα, αυτό που κάνει ο Λαζόπουλος στην τηλεόραση δεν ενοχλεί κάποιον - εκτός, βέβαια, από κάποιους κακομοίρηδες ανθρώπους, που τους παίρνει και τους λούζει. Βέβαια, με αυτό θα γελάσεις δύο-τρεις φορές και από εκεί και πέρα γίνεται αστείο πενταήμερης εκδρομής.
»Νομίζω ότι έχουμε ανάγκη το είδος της κωμωδίας που τα λέει έξω από τα δόντια. Στη χώρα μας, γιατί σε άλλες χώρες είναι ούτως ή άλλως πάρα πολύ ζωντανή. Η Αμερική για παράδειγμα έχει πολύ δυνατούς κωμικούς. Υπάρχουν τα mainstream τηλεοπτικά σόου, αλλά υπάρχουν και οι κωμικοί που ακολουθούν την παράδοση, από τον Λένι Μπρους, μέχρι τον Λούις Σ.Κ., που έχει πάρει τη σκυτάλη - και αυτό το πράγμα προχωράει. Ο Αριστοφάνης δεν ζει πια εδώ, ζει εκεί, έχει μετακομίσει. Έχει πάει στην Αμερική όπου ζει και βασιλεύει πάρα πολλά χρόνια».
Σαν παλιά καλή κωμωδία
Η συζήτησή μας επιστρέφει στον «Βαφτιστικό». Η οπερέτα του Θεόφραστου Σακελλαρίδη είναι η αδυναμία του ελληνικού θεατρόφιλου κοινού. Μόνο η Λυρική την έχει ανεβάσει περισσότερες από 30 φορές στην ιστορία της. Εκτός από το έντονο στοιχείο των παρεξηγήσεων (ένας στρατιώτης αφήνει το μέτωπο και έρχεται στην Αθήνα παριστάνοντας κάποιον άλλον, προκειμένου να αποπλανήσει τη νονά του τελευταίου), η οπερέτα ρίχνει και ορισμένες μπηχτές στην πολιτική πραγματικότητα. «Το συγκεκριμένο έργο έχει και κάποιες πολύ ελαφριές πολιτικές νύξεις. Για παράδειγμα, λέει ο άλλος “Ήρθα για να μεσολαβήσω να πάρει άδεια ο τάδε” στο Υπουργείο Στρατιωτικών και του λένε “Μην τα κάνετε αυτά, δεν κάνουν καλό στο μέτωπο” και απαντάει “Ποιο δεν κάνει καλό, τόσοι και τόσοι παίρνουν άδειες!”», λέει γελώντας ο Σίμος.«Κάποια πράγματα δεν θα αλλάξουν ποτέ» του απαντώ και συμφωνεί: «Ναι, είναι αυτό, το ελληνικό, το οποίο το γνωρίζεις, το έχεις σατιρίσει και όμως είναι πάντα εκεί και αντέχει. Βέβαια, ο σκοπός της παράστασης δεν είναι να κάνει καθαρή πολιτική σάτιρα. Αλλά και εμένα μου αρέσει περισσότερο η κριτική μέσω της κωμωδίας, παρά οι παραστάσεις που δείχνουν το δάχτυλο στον θεατή και του λένε “θα έπρεπε να κάνεις αυτό”».
Με τα καλύτερα υλικά
Ο «Βαφτιστικός» αξιοποιεί όλα τα «όπλα» της κωμωδίας, μου εξηγεί ο ίδιος: «Είναι σαν να χρησιμοποιεί όλους τους μηχανισμούς της κωμωδίας. Περιέχει τη φάρσα, την παρεξήγηση και μάλιστα σε ένα εντελώς παράλογο επίπεδο: είναι οι άνθρωποι που δεν καταλαβαίνουν τι γίνεται μπροστά στα μάτια τους».«Αυτό είναι που κάνει και το έργο τόσο δημοφιλές; Κατά κάποιο τρόπο δεν θυμίζει τις παλιές καλές ελληνικές κωμωδίες;», αναρωτιέμαι. «Το έργο είναι πολύ καλογραμμένο. Οι παλιές κωμωδίες βασίζονται πάνω σε αυτό. Είναι πρόγονός τους. Οι ελληνικές κωμωδίες είχαν γερές δόσεις και από τη φάρσα -που σαν είδος αγαπήθηκε πάρα πολύ στην Ελλάδα- και από τους ηθοποιούς της επιθεώρησης που ήξεραν να αυτοσχεδιάζουν. Άλλωστε, αυτά τα έργα είχαν πάντα μέσα τους τον αυτοσχεδιασμό και τη δυνατότητα για αυτοσχεδιασμό. Είναι ακριβώς ίδιοι μηχανισμοί: παρεξηγήσεις, κάποιος που έρχεται και παριστάνει κάποιον άλλον - πχ. έρχεται ο θείος από την Αμερική ενώ δεν υπήρχε ποτέ θείος ή έρχεται ο Λευτεράκης από την Πάτρα που δεν υπάρχει και ο άλλος που τους έχει επινοήσει, σαλτάρει.
»Στην παράσταση, αυτός που ζει την ίδια κατάσταση είναι ο συνταγματάρχης. Αυτός που μέχρι το τέλος βρίσκεται στο σκοτάδι και προσπαθεί να βρει μία άκρη που δεν υπάρχει. Αυτή η κωμωδία λειτουργεί σε ένα εντελώς διαφορετικό επίπεδο από την αναλυτική λογική. Δεν είναι κάτι που θα σκεφτείς με το μυαλό σου˙ είναι περισσότερο στομάχι. Απευθύνεται περισσότερο στο θυμικό, στην έκπληξη, στον σουρεαλισμό. Για αυτό είναι όλα πάρα πολύ τραβηγμένα από τα μαλλιά. Είναι ένα ιδιαίτερο σύμπαν από μόνο του», μου απαντά.
Η σύγχρονη δημιουργία
Στη συνέχεια η κουβέντα μας πηγαίνει στο δυναμικό που έχουμε για δημιουργία νέων μεγάλων παραγωγών, όπως η «Φόνισσα», η όπερα που βασίζεται στο ομότιτλο βιβλίο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και που γνώρισε τεράστια επιτυχία την τελευταία διετία. «Βεβαίως και υπάρχουν περιθώρια σύγχρονης δημιουργίας. Αυτό εξαρτάται μόνο από το τελικό αποτέλεσμα. Οι προθέσεις είναι πάρα πολύ ωραίες, όμως όλα τα πράγματα κρίνονται εκεί. Δηλαδή, ο “Βαφτιστικός” αντέχει στα χρόνια επειδή είναι κάτι πάρα πολύ ωραίο. Εννοείται ότι δεν είναι ο “Βυσσινόκηπος” του Τσέχωφ ούτε η “Θυσία” του Ταρκόφσκι και ούτε θέλει να είναι - δεν μπορείς να συγκρίνεις, άλλωστε, ανόμοια πράγματα. Όμως για το είδος του είναι κορυφαίο. Είναι μία πάρα πολύ καλογραμμένη κωμωδία με φοβερή αίσθηση του χρόνου, οι χαρακτήρες δεν είναι απλά σκιαγραφήματα ή σκίτσα (είναι δομημένοι όσο τους επιτρέπει το είδος), η μουσική είναι εκπληκτική, τα τραγούδια είναι ένα και ένα. Επομένως, έχει τέτοια επιτυχία όλον αυτόν τον καιρό επειδή είναι πάρα πολύ ωραίο».Θα μπορούσε να είναι η μεγάλη θεατρική παραγωγή που βλέπουμε στην Αθήνα τον τελευταίο καιρό ο προπομπός για μεγάλης εμβέλειας παραγωγές; Ο Σίμος είναι αρκετά απαισιόδοξος: «Υπάρχει πάρα πολύ μεγάλη θεατρική παραγωγή αυτή τη στιγμή. Αυτό όμως είναι κάτι το πλασματικό. Είναι ένα δίκοπο μαχαίρι. Έχει γίνει μία έκρηξη και μιλάμε για την Αθήνα των χιλίων παραστάσεων πολύ απλά επειδή επί 10 χρόνια είχαμε 20 δραματικές σχολές, πέντε πανεπιστημιακές σχολές που βγάζουν ηθοποιούς -και δεν έχουμε ακόμα σχολή σκηνοθεσίας-, με αποτέλεσμα να έχεις γεμίσει με χιλιάδες άνεργους ηθοποιούς, οι οποίοι εννοείται ότι θέλουν να βρουν μία θέση και εννοείται ότι από την στιγμή που η αγορά δεν μπορεί να προωθήσει χιλιάδες άνεργους ηθοποιούς, θα αρχίσει κάποια στιγμή ο καθένας να κάνει κάτι δικό του, όπως έχει δει άλλους να κάνουν. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να πέφτει η τιμή στα θέατρα, να πέφτει η τιμή στα πόσα ένσημα θα πάρουν και ουσιαστικά έχεις φτιάξει ερασιτέχνες-επαγγελματίες».
Κάπως έτσι αναδύεται και ο ρόλος του κράτους: «Δεν υπάρχει πια η έννοια του επαγγελματία, δηλαδή αυτού που θα πει: “Εγώ κάνω αυτό και δεν το κάνω για χόμπι. Δεν θα μου δώσεις χαρτζιλίκι. Το κάνω για να ζήσω”. Πρέπει να υπάρχει μία κρατική μέριμνα. Δεν μπορείς να αφήνεις τα πάντα στην αγορά. Εσύ βγάζεις ανθρώπους που τους γεμίζεις με όνειρα και ουσιαστικά δεν έχεις να τους προσφέρεις τίποτα», υπογραμμίζει.
Αναπόφευκτα, αφού η κουβέντα πήγε στη στήριξη από το κράτος, αναφέρω στον Σίμο τα προβλήματα χρηματοδότησης που αντιμετώπισε και η ίδια η Λυρική τα τελευταία χρόνια. «Δεν υπάρχει ούτε μία όπερα στον κόσμο που να μπορεί να στηριχτεί στον εαυτό της. Η όπερα είναι ένα ακριβό πράγμα. Εάν θέλεις όπερα, θα πρέπει να πληρώσεις. Θα το κάνεις μία φορά να βγουν δύο καλλιτέχνες και να καθίσουν σε δύο καρέκλες στη σκηνή και να τραγουδήσουν. Και θα είναι ωραίο. Αλλά δεν μπορείς να κάνεις μόνο αυτό. Θέλεις στην όπερα να δεις 40 άτομα χορωδία. Αυτοί οι άνθρωποι πρέπει να πληρωθούν. Όλη μέρα τραγουδούν και εξασκούν τη φωνή τους και πρέπει να είναι αφοσιωμένοι σε αυτό που κάνουν. Όπως είναι ο αθλητής: μπορεί να αφήσει μία ημέρα την προπόνηση;» μου απαντά.
«Χρειάζεται μία υποδομή που εννοείται ότι δεν θα υπάρξει ποτέ», συμπληρώνει. Γι’ αυτό και όλο αυτό το πράγμα μού φαινόταν πάντα πολύ ηρωικό. Σε αυτή τη χώρα που θεωρεί περιττά κάποια πράγματα. Και ειδικά για την όπερα, που σε αρκετό κόσμο φαίνεται κάτι το ελιτιστικό». «Αυτό, βέβαια, αλλάζει τα τελευταία χρόνια με τις ανοιχτές παραστάσεις και τις πρόβες της Λυρικής», σπεύδω να προσθέσω ως προς την απήχηση της Λυρικής και ο ίδιος συμφωνεί απόλυτα και επαυξάνει: «Σε αυτό μπορεί να βοηθήσει αν έχει μεγαλύτερη παρουσία και η ελληνική γλώσσα. Για αυτό η οπερέτα -που υπάρχουν και πολλές ελληνικές οπερέτες- είναι ένα ωραίο είδος για να προσελκύσεις τον κόσμο χαλαρά».
Όλα αυτά βέβαια μέσα από ένα μεγάλο «αν»: «Όλα αυτά, μόνο υπό το πρίσμα ότι πραγματικά σε ενδιαφέρει να έχεις πολιτισμό. Γιατί είμαι έτοιμος να συζητήσω τη θέση “δεν με ενδιαφέρει να έχω πολιτισμό”. Είναι μία θέση. Τη δέχομαι και θα διαφωνήσω, θα προσπαθήσω να πω τα επιχειρήματά μου, αλλά θα μπορέσω να συζητήσω με έναν άνθρωπο που εκφράζει αυτή τη θέση. Το “έλα μωρέ” και “θα δούμε”, με τα οποία ουσιαστικά υποτιμάς και υπονομεύεις τον πολιτισμό, δεν μπορώ να το δεχτώ. Πριν την κρίση ήταν, άλλωστε, καλύτερα τα πράγματα; Το ίδιο πρόβλημα υπήρχε», τονίζει.
«Εμένα πια με ενδιαφέρουν αυτοί», μου λέει δείχνοντάς μου τους μονωδούς που ήταν πάνω στη σκηνή εκείνη την ώρα για να αρχίσουν σιγά-σιγά την πρόβα τους. «Αυτοί που είναι εδώ πέρα αυτή τη στιγμή και θα χύσουν τον ιδρώτα τους και θα είναι εκεί παρά τις χίλιες δυσκολίες. Όλο το υπόλοιπο είναι απλά αστείο. Για αυτό έρχομαι εδώ πέρα Εμένα με συγκινεί αυτό», είπε με λέξεις που έσπασαν από τη συγκίνηση, αιφνιδιάζοντάς με με αυτή την απότομη έξαρση συναισθήματος που απέδειξε πόσο βαθιά και ειλικρινά πίστευε αυτά που μου έλεγε.
Η δύναμη του κοινού
Αυτό θα ήταν και το καλύτερο κλείσιμο για τη συνέντευξη. Όμως ο Σίμος είναι ένας συνομιλητής που θέλεις να έχεις απέναντί σου όσο μπορείς, γιατί έχει ξεκάθαρη άποψη και δεν φοβάται να την πει. Έτσι, τον ρωτάω πώς θα μπορούσε να αξιοποιηθεί το θέατρο Ολύμπια, το οποίο ουσιαστικά μετά τη φετινή σεζόν παροπλίζεται. «Πολλά θα μπορούσαν να γίνουν. Θα μπορούσε να φιλοξενήσει μικρές παραγωγές μουσικού θεάτρου, με παιδική σκηνή, οπερέτα και αποκλειστικά αυτό. Γιατί οκ, καταλαβαίνω, δεν έχει κάποιες υποδομές, είναι παλιό, τη στιγμή που το Νιάρχος θα τα προσφέρει όλα, όμως για μικρής κλίμακας παραγωγές θα ήταν ωραίο».Όλες αυτές οι πρωτοβουλίες θα μπορούσαν, άλλωστε, να στηριχτούν, χάρη στο αφοσιωμένο κοινό της Λυρικής. «Η Λυρική έχει ένα πάρα πολύ δυνατό κοινό, που την παρακολουθεί φανατικά. Και αυξάνεται. Και οφείλουμε πράγματα σε αυτό το κοινό. Εγώ το αισθάνομαι αυτό και προσπαθώ να κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ σε αυτούς τους ανθρώπους που θα έλθουν εδώ», μου λέει και καταλήγει:
«Καμιά φορά στις κρατικές σκηνές -και επειδή είμαι παιδί του κρατικού θεάτρου- ξεχνάμε ότι μπαίνουν άνθρωποι με λαχτάρα. Έχω παίξει και Χριστούγεννα και υπήρξαν παραστάσεις που έρχονταν τέσσερις θεατές. Στην αρχή με στενοχωρούσε αυτό και μετά σκέφτηκα ότι αυτός μπορεί να είναι μόνος του σήμερα, να είναι εντελώς μόνος και αυτό να είναι έξοδος για αυτόν. Και έτσι μου γύρισε ανάποδα και προσπαθώ από τότε να δίνω το καλύτερο. Γιατί οι παραστατικές τέχνες είναι ανθρωποκεντρικές και πρέπει να δίνεις τον καλύτερο εαυτό σου. Είναι σαν να κάνεις έρωτα». Είναι μία σκέψη που προσωπικά με χαροποίησε ιδιαίτερα, γιατί και εγώ ο ίδιος έχω παρακολουθήσει μόνος μου αρκετές παραστάσεις και χαίρομαι που καταλαβαίνω ότι υπάρχουν άτομα πάνω στη σκηνή ή πίσω από αυτή που σκέφτονται κόσμο σαν εμένα.
Οι μονωδοί είχαν πάρει τις θέσεις τους πάνω στη σκηνή. Άφησα τον Σίμο να πάει να τους δώσει οδηγίες και εγώ κάθισα για λίγο και παρακολουθούσα την πρόβα ενώ ο Στέφανος έβγαζε φωτογραφίες. Ο Σίμος δεν κάθισε ούτε λεπτό. Ανέβαινε πάνω στη σκηνή, κατέβαινε στον χώρο της ορχήστρας, πήγαινε στα πιο πίσω καθίσματα της πλατείας και κατεύθυνε τους πρωταγωνιστές: πού να στρέψουν το πρόσωπό τους, πώς να κινούν τα χέρια τους… Όλα θα είναι στην εντέλεια και στην ώρα τους.
Info
Ο βαφτιστικόςΘέατρο Ολύμπια
Ακαδημίας 59-61, Αθήνα
Μουσική διεύθυνση: Γιώργος Αραβίδης (21, 22, 23, 26/10), Ανδρέας Πυλαρινός (30/10 & 2, 6/11)
Σκηνοθεσία: Σίμος Κακάλας
Παραστάσεις: 21, 22, 23, 26 και 30 Οκτωβρίου, 2 και 6 Νοεμβρίου
Ώρα έναρξης: 20.00
Περισσότερες πληροφορίες εδώ.
Follow Christos Tsapakidis:
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα