Ο τρίτος της παρέας
Το “Luke Cage” ήταν μία από τις πολυαναμενόμενες σειρές αυτού του φθινοπώρου. Το γεγονός ότι το Netflix κατάφερε να μας εντυπωσιάσει με τις δύο προηγούμενες σειρές του πάνω στο σύμπαν της Marvel, το “Daredevil” και το “Jessica Jones”, είχε δημιουργήσει υψηλές προσδοκίες, οι οποίες δεν διαψεύστηκαν.
Η σειρά ακολουθεί τα χνάρια του
Λουκ Κέιτζ (
Μάικ Κόλτερ), του ήρωα που μας συστήθηκε ως εραστής της
Τζέσικα Τζόουνς στη δική της σειρά που έκανε πρεμιέρα πριν από περίπου έναν χρόνο. Στην προσπάθειά του να μείνει στην αφάνεια, ο δραπέτης από τη φυλακή (όπου προφανώς εξέτιε ποινή για ένα έγκλημα που δεν έκανε) Λουκ καταφθάνει στο Χάρλεμ όπου πιάνει δουλειά στο μπαρμπέρικο του
Ποπ, ενώ τα βράδια εργάζεται ως λαντζιέρης στο πολυτελές κλαμπ του
Κορνέλ Στόουκς (ή απλά Κότονμαουθ). Η πρώτη εντύπωση που δίνει είναι ότι αποτελεί έναν ακόμα working class hero. Αυτό στην Αμερική είναι δύο φορές δυσκολότερο αν έχεις το λάθος χρώμα δέρματος. Ο Λουκ κάνει δύο δουλειές για να βγάλει τα προς το ζην και δυσκολεύεται να πληρώσει ακόμα και το ενοίκιό του, ενώ το γεγονός ότι πληρώνεται μαύρα για να μην τον εντοπίσουν οι Αρχές δεν κάνει τα πράγματα ευκολότερα.
Ο Κότονμαουθ (κέντρο) και η παρέα του
Όμως ο Λουκ διαφέρει, και αυτό λόγω των «ειδικών ικανοτήτων» του: διαθέτει υπερφυσική δύναμη και είναι άφθαρτος. Ο
Ποπ προσπαθεί να τον κινητοποιήσει να εκμεταλλευτεί τις δυνάμεις του για να κάνει καλό, όμως ο ίδιος έχει τους ενδοιασμούς του. Σταδιακά, όμως, θα αναγκαστεί να αλλάξει συμπεριφορά, καθώς ο
Κότονμαουθ, που ρίχνει τη σκιά του στο Χάρλεμ, μπαίνει στον δρόμο του.
Ο
Λουκ Κέιτζ εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο σύμπαν της Marvel το 1972 και ήταν ο πρώτος μαύρος υπερήρωας που απέκτησε δικό του τίτλο στο ενεργητικό του δημοφιλή εκδότη κόμικς. Αυτό έγινε, μάλιστα, στο αποκορύφωμα της εποχής του Blaxploitation, ήτοι ενός υποείδους ταινιών που απευθυνόταν ειδικά σε ένα μαύρο κοινό. Τώρα πια είναι και ο πρώτος μαύρος υπερήρωας με δική του σειρά.
Η δημοτική σύμβουλος Μαράια Ντίλαρντ (αριστερά) ασκεί την πολιτική του εφικτού και την ηθική του γκρίζου
Αυτή η πρωτοτυπία σημαίνει πάρα πολλά για αρκετούς λόγους. Πρώτον, βρισκόμαστε σε μία περίοδο που για κάποιον αβάσιμο λόγο πολλές παραγωγές έχουν υποστεί αυτό το περιβόητο whitewashing (λευκοί ηθοποιοί αναλαμβάνουν ρόλους που κανονικά θα έπρεπε να δίνονταν σε εκπροσώπους μειονοτήτων). Δεύτερον, ειδικά στην Αμερική έχουν φουντώσει -όχι χωρίς λόγο- οι διαμαρτυρίες για τη συμπεριφορά απέναντι στους μαύρους. Ο ίδιος ο δημιουργός της σειράς,
Τσίο Χοντάρι Κόκερ, δήλωσε ότι η σκουρόχρωμη ζακέτα που φορά ο Λουκ αποτελεί έναν φόρο τιμής στον
Τρέιβον Μάρτιν (έναν αθώο 17χρονο Αφροαμερικανό ο οποίος δολοφονήθηκε χωρίς λόγο από τον λευκό
Τζορτζ Ζίμερμαν πριν από τέσσερα χρόνια) και στο κίνημα Black Lives Matter, το οποίο αντιτίθεται στη ρατσιστική βία. Οι τρύπες από σφαίρες στο hoodie του Λουκ δημιουργούν αμέσως τον συνειρμό για το πόσο εύκολα μπορεί να πέσει θύμα επίθεσης ένας μαύρος στις ΗΠΑ.
Όλα αυτά συνιστούν έναν καμβά, ο οποίος δεν είναι ιδιαίτερα οικείος για το κοινό εκτός ΗΠΑ. Σίγουρα, βιώνουμε αντίστοιχες καταστάσεις: ξενοφοβία, ρατσισμός, στοχοποίηση των μεταναστών, άνοδος εγκληματικότητας, δημιουργία γκέτο. Όμως το «πακέτο» με το οποίο παρουσιάζεται η ιστορία, σε συνδυασμό με ορισμένες φλύαρες σκηνές κινδυνεύουν να αποξενώσουν τον μέσο τηλεθεατή.
Ε, όχι και σαν το "Wire"
Στα παραπάνω πρέπει να προσθέσουμε και το άγχος των δημιουργών να πουν πάρα πολλά πράγματα σε τόσο λίγο (ακόμα και για τα δεδομένα ενός κύκλου 13 επεισοδίων) χρόνο. Ο ίδιος ο Κόκερ συνέκρινε το δημιούργημά του με τη σειρά “The wire”, μία από τις καλύτερες που έχουν περάσει ποτέ από τη μικρή οθόνη. Λάθος. Τεράστιο λάθος. Στα δύο πρώτα επεισόδια του “Luke Cage” που παρακολούθησα, οι μόνοι παραλληλισμοί τους οποίους μπορούσαν να εξάγω ήταν δύο Easter eggs: στο πρώτο επεισόδιο, ένας πιτσιρικάς εκστομίζει ένα μακρόσυρτο “shiit”, το οποίο ήταν το σήμα κατατεθέν του διεφθαρμένου γερουσιαστή Ντέιβις στο “The wire”. Στο δεύτερο αναφέρθηκε το όνομα του
Τζορτζ Πελεκάνος (του Ελληνοαμερικανού συγγραφέα που είχε δουλέψει στην εξαιρετική παραγωγή του HBO).
Στη συνέχεια, άλλαξα κάπως τα συμπεράσματά μου: το “Luke Cage” μοιράζεται τις φιλοδοξίες του “The wire” (θέλει να ακολουθήσει μία περισσότερο συστημική προσέγγιση απέναντι στο πώς λειτουργεί η κοινωνία), ωστόσο δεν φτάνει σε κανένα σημείο την αφηγηματική αρτιότητα του τελευταίου. Και είναι κρίμα, γιατί αν οι παραγωγοί ήταν πιο στοχευμένοι σε αυτό που ήθελαν να πουν (στο τέλος-τέλος, πρόκειται για μία σειρά που βασίζεται σε κόμικς), τότε το “Luke Cage” θα κέρδιζε πολλούς περισσότερους πόντους.
Η Μίστι Νάιτ και ο Λουκ Κέιτζ θέλουν να προστατέψουν το Χάρλεμ
Σε καμία περίπτωση, όμως, αυτές οι αδυναμίες δεν κάνουν τη σειρά κακή. Το καστ είναι πολύ καλά προσεγμένο και μας χαρίζει πληθωρικές ερμηνείες. Ο βετεράνος των σειρών
Μάικ Κόλτερ μάς δίνει έναν βασανισμένο
Λουκ Κέιτζ που σχεδόν παραιτημένος από τη ζωή αρνείται να αναλάβει τα καθήκοντά του ως υπερήρωας μέχρι που η ζωή δεν του δίνει άλλες επιλογές. Η
Σιμόν Μίσικ είναι η
Μίστι Νάιτ, μία ντετέκτιβ που καλείται να καθαρίσει τόσο τη βρομιά των δρόμων του Χάρλεμ, όσο και αυτή του αστυνομικού της τμήματος.
Πολύ καλοί επίσης η πολυβραβευμένη
Άλφρε Γούνταρντ στον ρόλο της διεφθαρμένης δημοτικής συμβούλου
Μαράια Ντίλαρντ και ο
Μαερσάλα Αλί (ο οποίος ήρθε φουριόζος από μία άλλη γνώριμη παραγωγή του Netflix, το “House of cards”), ο οποίος υποδύεται τον ξάδερφο της τελευταίας, αλλά και τον βασικό εχθρό του Λουκ, τον
Κορνέλ Στόουκς ή απλά
Κότονμαουθ. Προσωπικά ξεχώρισα άλλον έναν ηθοποιό: τον
Φράνκι Φεζόν στον ρόλο του γλυκύτατου
Ποπ, του μπαρμπέρη που ξεπέρασε το εγκληματικό παρελθόν του και τώρα προσπαθεί να κρατήσει τα παιδιά μακριά από τους δρόμους.
Soundtrack rules
Τέλος, δεν θα μπορούσα να αφήσω απ’ έξω το soundtrack. Πρόκειται για το δυνατότερο πλεονέκτημα της σειράς και μάλλον δεν είναι τυχαίο, δεδομένου ότι ο
Κόκερ ήταν στο παρελθόν μουσικός συντάκτης, ενώ υπέγραψε και το σενάριο της ταινίας “Notorious”, η οποία ακολουθούσε τη ζωή και τον θάνατο του θανάσιμου εχθρού του
2Pac στα ‘90s,
The Notorious B.I.G. (το πορτρέτο του τελευταίου στολίζει και το γραφείο του
Κότονμάουθ). Από το playlist παρελαύνουν θρυλικά ονόματα της μαύρης μουσικής, από τον αθάνατο
Τζον Λι Χούκερ μέχρι τους Wu-Tang Clan και από τη
Νίνα Σιμόν μέχρι τον
Άιζακ Χέις. Την παράσταση κλέβει και ο
Ράφαελ Σααντίκ, ο οποίος εμφανίζεται κιόλας στη σκηνή του κλαμπ του
Κότονμαουθ και ερμηνεύει ένα μικρό τμήμα του τραγουδιού “Angel”, το οποίο δεν έχει κυκλοφορήσει ακόμα και που σίγουρα θα θελήσεις και εσύ να ακούσεις ολόκληρο.
Συνολικά, το “Luke Cage” είναι μία από τις πρώτες αξιόλογες σειρές που έκαναν πρεμιέρα αυτή τη σεζόν. Έχει δράση, έχει κάποιον κοινωνικό προβληματισμό (με τις επιφυλάξεις που αναφέραμε), καλές ερμηνείες και άψογο soundtrack. Και όσο για την κατάταξή του ανάμεσα στις σειρές που προέκυψαν από τη συνεργασία Marvel-Netflix, κονταροχτυπιέται με το “Jessica Jones” και μάλλον χάνει στα σημεία - το “Daredevil” είναι αναμφισβήτητα πρώτο. Ίσως στην τελική κρίση να μέτρησε το ότι ο
Κότονμαουθ δεν ήταν τόσο καλός… κακός, όσο ήταν οι κακοί στις άλλες δύο σειρές. Ο
Άλι έκανε ότι μπορούσε, αλλά ο χαρακτήρας του δεν ήταν τόσο καλογραμμένος.
Και μία τελευταία συμβουλή για την περίπτωση που θέλεις να το ξεκινήσεις. Ακόμα και αν δεν είσαι φαν του binge-watching, καλό είναι να δεις μαζί τα δύο πρώτα επεισόδια. Και αυτό γιατί το πρώτο επεισόδιο είναι κάπως υποτονικό, με το ενδιαφέρον να αρχίζει να χτίζεται κυρίως μετά το δεύτερο επεισόδιο. Καλή προβολή!